γράφει η Φανή Χούρσογλου |
Ποιείν,
12 Ιουνίου 2018
»»
Ανήκεστος μνήμη
Το πέρσι γινόταν πρόπερσι και αντιπρόπερσι και το καράβι απομακρυνόταν και απείχε πια δεκαετίες από το σημείο που το φέτος προσδοκούσε με ανυπομονησία το χρόνο. Και η ζωή κολλούσε το πρόσωπό της στο φινιστρίνι ελπίζοντας πως επέστρεφε εκεί που νόμιζε πως ακόμα κατοικούσε. Στις ξεθωριασμένες φωτογραφίες που δεν τις κοίταζε πια σχεδόν ποτέ. Χαμένοι φίλοι, χαμένα όνειρα, χαμένος χρόνος. Παρτίδες ολόκληρες χαμένες από χέρι. Τόσα κομμάτια είχαν μείνει στα μέρη τα παλιά σαν τα κόκκινα παπούτσια που — αφόρετα — ξεχάστηκαν σε κείνη την ερημική παραλία. Σαν την παρέα που διαλύθηκε από τον έρωτα. Σαν τον έρωτα που διαλύθηκε από τη σύμβαση. Σαν τη σύμβαση που περίμενε να λυθεί από μηχανής. Και σαν τη μηχανή που αγόγγυστα θα τροφοδοτούσε τα ίδια στοιχειωμένα ενθύμια μέχρι να χαλάσει και να αφήσει βλέμματα κενά σε κορμιά ζαρωμένα. Και άλμπουμ με εξώφυλλα φλοράλ και μέσα γλοιώδεις ζελατίνες να αλλοιώνουν τις χημικές επιστρώσεις διαγράφοντας οριστικά τα αζήτητα ίχνη μας.
Χρησμός
Παιδί ήμουν μικρό, καθόμασταν σε μια ταβέρνα με τους δικούς μου, μεγάλη παρέα, διακοπές, και θυμάμαι κάποιος κόμπασε πως ήξερε να διαβάζει την παλάμη. Του ζήτησα να δει και τη δική μου. Πήρε στα χέρια του το λιλιπούτειο αριστερό μου χεράκι και το περιεργάστηκε για λίγη ώρα προσεχτικά. Τελικά μου δήλωσε χωρίς περιστροφές πως η γραμμή της ζωής μου κόβεται απότομα γύρω στα πενήντα. Μου έδειξε μάλιστα το σημείο στο οποίο η καμπύλη δίπλα απʼ τον αντίχειρα χωρίζει στα δύο. Εγώ έστρεψα το βλέμμα στο δεξί μου χέρι, εκεί η αντίστοιχη γραμμή ήταν αδιάκοπη. Του το είπα, αλλά αυτός μου τόνισε ότι δεν παίζει ρόλο, καθώς πάντα κοιτάμε τη γραμμή ζωής στο αριστερό χέρι.
Χωρίς να την ξεχάσω έκρυβα χρόνια την πρόβλεψη στο πατάρι με τα χειμωνιάτικα για να ζήσω. Είχα καιρό μπροστά μου για όλα αυτά. Περίπου στα τριάντα όμως έπιασε μια ψυχρούλα ξαφνική και τότε άρχισα να συμβουλεύομαι καθημερινά το αστρολογικό δελτίο, όχι μόνο το ζώδιο, αλλά και τον ωροσκόπο και τους πλανήτες για σιγουριά. Προσοχή ήθελαν συνήθως τα οικονομικά, επαγγελματικά, αισθηματικά και θέματα υγείας.
Κι ενώ η αστερόσκονη αθόρυβα πλην όμως σταθερά εξακολουθούσε να διυλίζεται μέσα στην κλεψύδρα, άκουσα για τα πανάκριβα τεστ DNA που σου βρίσκουν αν κινδυνεύεις από ασθένειες σοβαρές. Να κάνεις, να μην κάνεις; Κι εντάξει, αν σου βγει πως είσαι ταύρος το γιορτάζεις, φουμάρεις τρία πακέτα την ημέρα και γουστάρεις, αν όμως βγει το άλλο πώς το διαχειρίζεσαι; Live fast and die young ή μήπως φύλαγε τα ρούχα σου να ʼσαι φυλακισμένος;
Όπως και να ʼχει, όταν ψάχνεις στα θολά νερά των μελλούμενων πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις αυτό που θα βρεις. Και άξιος να το δεχτείς και να το ερμηνεύσεις με το σωστό τρόπο. Και αν νομίσεις πως το κατάλαβες να μην το εκπληρώσεις διεκπεραιωτικά σαν γνήσιος οπαδός του κισμέτ. Γλιτώνεις δε γλιτώνεις.
Ένα πεντάγωνο σχηματίζεται από απλά ριγέ κεράκια και στο κέντρο τους ένα μηδενικό. Στέκομαι πάνω από την τούρτα και παίρνω ανάσα για να φυσήξω. Η ζεστασιά και η γλύκα της στιγμής με ταξιδεύουν σε απρόβλεπτη κατεύθυνση. Γίνομαι από τη μια η αρχαία μάντης και απέναντί μου στέκεται ο εαυτός μου σαν μικρό παιδί.
Φτιαγμένη για καλά είναι η Πυθία και τη ρωτώ «ιέρεια, πες μου εγώ πότε πεθαίνω»; Αλύχτησε και «σύντομα όχι αργότερα» απεφάνθη.
Αναμένεται όαση (;)
Το καραβάνι διέρχεται αργά έναν ορίζοντα αχανή και σκονισμένο. Νόμιζα πως βρισκόμουν μακριά αλλά το έδαφος κινείται και ολισθαίνω. Λέγαν πως είναι αντικατοπτρισμοί οι ζωροάστρες με χρυσόπλεχτους χιτώνες. Μα έχουν περάσει χρόνια και βουνά κι ακόμα δεν πετύχαμε μουσώνες. Ζώα και οδοιπόροι σιωπηλά βαδίζουν και βαστούν στην ξηρασία. Ο κουρνιαχτός ακαριαία τις στιγμές παλιώνει σέπια αχνή φωτογραφία. Με χέρσα γη και μίζερο ουρανό σκαρώνουμε εκστρατεία για εύκρατες ζώνες. Λικνίζονται και γλυκοτραγουδούν στις επιφύσεις μας πολύχρωμες γοργόνες. Η μνήμη της Εδέμ εξασθενεί, της πτώσης ανασύρονται εικόνες. Κάποιος το βράδυ κλέβει απʼ το φλασκί τις πενιχρές μας ζείδωρες σταγόνες. Ακόμα κι απʼ τη δίψα πιο σκληρή η χωροχρονική μονοτονία. Προσκολλημένοι στο μηδέν καρτερικά ακόμα προσδοκούμε ευδαιμονία. Σε λήθαργο μας σέρνουν τα ερπετά, παραδινόμαστε στην ύστατη οπτασία. Άλλος σε περιβόλια σεργιανά, άλλος μεθά με νέκταρ και αμβροσία. Ένας ασθμαίνει, άλλος ψυχομαχεί, πολλοί παραμιλούν σε αφασία. Ήλιος ανήλεος και νύχτες μοχθηρές μας μαστιγώνουν συνεχώς με ενδοσκοπήσεις. Στου ασυνείδητου το διάπυρο χυλό μάς πέταξαν κι άντε να κολυμπήσεις. Υπήρχε κάποια πύλη τελικά απρόσιτη όμως ήταν στις αισθήσεις. Κι έτσι ατενίζουμε το χάος στωικά τώρα που σώθηκαν όλες οι απαντήσεις.
Καυτός πάγος (I)
Βράχος, φωτιά, καπνός και στάχτη. Τα στοιχεία δεύτερης φύσης. Ολιγόλεπτες εξάψεις. Πόθος στυγνός, στεγνός, χωρίς συναίσθημα. Χωρίς ικανοποίηση. Ανώδυνα να περονιάσει το κεφάλι θαλπωρή. Βράζεις, στεγνώνεις την οργή σε ψυχραιμία αλουμινίου. Το δάκρυ ακίνητο ακαριαία από την αδειανή ματιά. Πορνογραφία στο γυαλί μέχρι ανοσίας. Ακμαίος εντός φορμόλης κολυμπάς. Τριγυρνάς αδιάφορα με τα μυστικά να λιώνουν στις τσέπες. Ομερτά. Τα χλιαρά δεν ήτανε για μας. Μονάχα κόκκινο και μαύρο σε σοβά βαρύ λευκό. Αυτοεξόριστοι σαν λάβα στους πόλους του σκληρού πυρήνα, αδιέξοδες συνάψεις νωθρών διαβιβαστών.