4.2.06

Τα παραμύθια της Σλοβακίας

Γράφει ο Νίκος Βατόπουλος | «Σελιδοδείκτες», Καθημερινή
Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2006 »»

Πάβολ Ντομπσίνσκι, «Παραμύθια από τη Σλοβακία». Εικονογράφηση: Martin Benka. Επιλογή, μετάφραση: Σύλβια Οκαλιόβα. Επιμέλεια, επίμετρο: Γιώργος Μπλάνας. Εκδόσεις Απόπειρα (Σειρά: «Του Κόσμου τα Παραμύθια», αρ. 24).

Η πνευματική περιέργεια και μόνο αρκεί να γίνει κίνητρο, ώστε να απορροφηθεί κανείς στις σελίδες του όμορφου αυτού βιβλίου. Η επαφή με μια από τις λιγότερο γνωστές, στην Ελλάδα, σλαβικές χώρες, ανοίγει έναν ορίζοντα και ταυτόχρονα παρασύρει σε συνειρμούς που οδηγούν από τα πιο βαθιά κοιτάσματα της μνήμης στην απεραντοσύνη μιας κοινής κληρονομιάς. Δέκα παραμύθια συγκροτούν αυτήν τη συλλογή και το ένα είναι καλύτερο από το άλλο, ωστόσο ένα από τα αγαπημένα μου είναι τα «Τρία λεμόνια» που θυμίζουν πολύ το πασίγνωστο παραμύθι «Το Γυάλινο Βουνό». Αυτή και μόνο η ομοιότητα μάς κάνει να σκεφτούμε τις κοινές δεξαμενές της λαϊκής σοφίας. Η Σλοβακία, όπως μας λέει στο εξαιρετικό επίμετρο ο Γιώργος Μπλάνας, οφείλει την καταγραφή των παραμυθιών της στον Πάβολ Ντομπσίνσκι (1828 - 1885), τον «Όμηρο» της Σλοβακίας, που εξέδωσε οκτώ τόμους παραμυθιών. Ο Γιώργος Μπλάνας ακτινογράφησε τα παραμύθια και εντόπισε το παγανιστικό υπόστρωμα, που πολέμησε με μερική μόνο επιτυχία ο χριστιανισμός. Ο παγανισμός, που, ούτως ή άλλως, ανιχνεύεται ως ήθος (μέσα από τις διττές δυνάμεις της φύσης) σε πλήθος παραμυθιών ανά τον κόσμο, αφήνει περιθώρια τολμηρών χειρισμών, όταν τα θέματα αγγίζουν το «οικογενειακό ασυνείδητο» (στο παραμύθι «Τα δώδεκα αδέλφια και η δέκατη τρίτη αδελφή») ή το «ταμπού της αιμομιξίας» (στο «Ποντικίσιο παλτουδάκι»). Φυσικά, η λαϊκή παράδοση πάντα χρησίμευε ως κατά κρίσιν ερμηνευτικός μοχλός και η Σλοβακία δεν είναι εξαίρεση. «Η σλοβακική παράδοση ήταν πάντα θολή», γράφει ο Γιώργος Μπλάνας. «Ό,τι γνωρίζουμε γι’ αυτήν, το μάθαμε από τα λαϊκά δημιουργήματα. Συνεπώς, το πρόγραμμα του Ντομπσίνσκι ήταν ακραιφνώς ρομαντικό: επιστροφή στην αγνή πηγή του έθνους, του λαού, της ίδιας της ζωής». Πέρα από τις θεωρητικές προσεγγίσεις, τα «Παραμύθια της Σλοβακίας» είναι ένας θησαυρός που διαβάζεται με μεγάλη ευχαρίστηση από ενήλικες. Υπάρχουν όλα εδώ: τα βασιλόπουλα, οι μάγισσες, οι πύργοι, τα σύμβολα, τα πουλιά, τα ζώα που μιλούν, οι όμορφες πριγκιποπούλες και οι κακές μητριές. Πίσω από αυτά, βρίσκεται ένας λαός που κάποτε διασκέδαζε με την αφήγηση και μόνο αυτών των ιστοριών.

2.2.06

Η αράχνες και το μέλλον στο παράδειγμα του Μιχαήλ Μήτρα

Γράφει ο Βασίλης Αμανατίδης | via Poetica.net (»»)
(αναδημοσίευση από την εφημερίδα Η Αυγή, Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2006)

dmΜέσα στα διευρυμένα όρια της Οπτικής ποίησης (ελληνιστικά και αλεξανδρινά τεχνοπαίγνια, λατινικά carminafigurata, σχηματογραφικά ποιήματα της θρησκευτικής μεσαιωνικής ποίησης και των αναγεννησιακών εμβλημάτων) προτάθηκε, ήδη από την αρχαιότητα, η αλληλο-δεσμευτική συνύφανση του οπτικού και του γλωσσικού. Στα τέλη του 19ου αιώνα, στην καθοριστική για το ζήτημα ποιητική σύνθεση Uncoupdedesjamaisn’aboliralehazard (1897) του Mallarme, η ποίηση συμπορεύτηκε δραστικά με την εξαιρετικά προωθημένη εικαστική πρωτοπορία της εποχής της, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, ο G. Apollinaire, με τα Caligrammes (1918), εμπλούτισε την ποιητική μορφολογία με τρόπους προερχόμενους από τον εικαστικό χώρο (κυβισμός, αφαίρεση κλπ). Με την έλευση του Μοντερνισμού, σχετικοποιείται η προαιώνια παντοδυναμία του λόγου, και η ποίηση αρχίζει όλο και συχνότερα να υιοθετεί τον «χώρο» της εικαστικής οπτικής. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, σε ανάλογη κατεύθυνση κινήθηκαν τα μεταμοντέρνα ρεύματα Οπτικής ποίησης (Συγκεκριμένη ποίηση και Λετρισμός), όπου πλέον πριμοδοτήθηκε η οπτική λειτουργία έναντι της αναγνωσιμότητας της ρηματικής εικόνας. Στη νεοελληνική ποίηση, η τάση αυτή υπηρετείται απαρέγκλιτα ως σήμερα κυρίως από τον Μιχαήλ Μήτρα.

Οι αράχνες και το μέλλον στο παράδειγμα του Μιχαήλ Μήτρα

Γράφει ο Βασίλης Αμανατίδης * | Αυγή
Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2006

Μιχαήλ Μήτρας, Διακριτικές μεταβολές,
Απόπειρα, Αθήνα 2004 

Μέσα στα διευρυμένα όρια της Οπτικής ποίησης (ελληνιστικά και αλεξανδρινά τεχνοπαίγνια, λατινικά carmina figurata, σχηματογραφικά ποιήματα της θρησκευτικής μεσαιωνικής ποίησης και των αναγεννησιακών εμβλημάτων) προτάθηκε, ήδη από την αρχαιότητα, η αλληλο-δεσμευτική συνύφανση του οπτικού και του γλωσσικού. Στα τέλη του 19ου αιώνα, στην καθοριστική για το ζήτημα ποιητική σύνθεση Un coup de des jamais n’abolira le hazard (1897) του Mallarme, η ποίηση συμπορεύτηκε δραστικά με την εξαιρετικά προωθημένη εικαστική πρωτοπορία της εποχής της, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, ο G. Apollinaire, με τα Caligrammes (1918), εμπλούτισε την ποιητική μορφολογία με τρόπους προερχόμενους από τον εικαστικό χώρο (κυβισμός, αφαίρεση κ.λπ.). Με την έλευση του Μοντερνισμού, σχετικοποιείται η προαιώνια παντοδυναμία του λόγου, και η ποίηση αρχίζει όλο και συχνότερα να υιοθετεί τον «χώρο» της εικαστικής οπτικής. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, σε ανάλογη κατεύθυνση κινήθηκαν τα μεταμοντέρνα ρεύματα Οπτικής ποίησης (Συγκεκριμένη ποίηση και Λετρισμός), όπου πλέον πριμοδοτήθηκε η οπτική λειτουργία έναντι της αναγνωσιμότητας της ρηματικής εικόνας. Στη νεοελληνική ποίηση, η τάση αυτή υπηρετείται απαρέγκλιτα ως σήμερα κυρίως από τον Μιχαήλ Μήτρα.