2.9.23

Δυσεύρετοι οι ουρανοί, Ματθαίος Ζευγόλης

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος * | Literature,
1 Σεπτεμβρίου 2023 »»

Στάση αναμονής, Ματθαίος Ζευγόλης, Εκδόσεις Απόπειρα

[…Ταξίδεψε νύχτα για το νησί. Είχε περάσει ο καιρός του καλοκαιριού και ήταν λιγοστοί και από ανάγκη οι ταξιδιώτες. Στρατιώτες, φοιτητές, σχισματικοί, προδότες, μόνοι, όλοι τους ταξίδευαν, καθένας μονάχος του, δεμένοι στην στιγμή που συντρίβει το κύμα. Μόνο μια φορά τον κοίταξαν, είπαν, είναι από μνήμη και φαντάστηκαν πως είναι όλα εντός του. Οι ενοχές και οι οπισθοχωρήσεις και τα μικρά, μεγάλα θαύματα που θεμελιώνουν μια ανεπαίσθητη, στέρεη φλόγα σε καιρούς δύσκολους για έναν στίχο. Νύχτα ταξιδέψανε, σκίζανε τα νερά και όλο τραβούσανε στ΄άγνωστο και γύρω σκοτάδι και το αναμμένο φεγγάρι δίχως κουβέντα να κρατιέται πάνω στην σκηνή. Ανάσαιναν την σκόνη που αφήνει η νύχτα τριγύρω. Είδαν το νησί από μακριά, ένα διαρκές μυστήριο που επωάζεται μες στην αθωότητα των πραγμάτων. Οι ταξιδιώτες σκόρπισαν, με αγοραία και με αγκαλιές και με σφιχτά δεμένα χέρια ριχτήκανε μες στον κόσμο της ταβέρνας και μες στην ανάμνηση. Έτσι τελειώνουν πάντα τα ταξίδια, με ένα δυσεύρετο επιχείρημα να ουρλιάζει. Μόνον εκείνος δεν είχε φτάσει ακόμη στον προορισμό του. Πήρε το νυσταγμένο λεωφορείο και τράβηξε για την Απείρανθο με τις αρχαίες γαλαρίες και τα λατομεία του παρελθόντος. Τον είδαν μες στη νύχτα που έμοιαζε με ποίημα και έλαμνε, περνώντας από τα χωριά, χαλώντας τον κόσμο έτσι ψυχικά που όλα τα αισθανόταν. Ποιον γυρεύετε, τον ρώτησε κάποιος μες στην στοά. Λευκός ο ασβέστης και οι καρέκλες του καφενείου και τα ποιήματα που βγήκαν από τις τσέπες του και έφτιαξαν φωλιές, εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Την άλλη μέρα μιλούσαν για αυτόν σαν να υπήρξε στα αλήθεια. Σκόρπια τα σύμφωνα σκοτωμένα στις πλάκες και τα λιακωτά. Και κάθε τόσο να ανάβουν εκείνα τα φωνήεντα που σαν κλείνουν πάνω από τα πρόσωπά μας, πυκνώνουν το νόημα του κόσμου και μαρτυρούν την αλόγιστη λύπη, την ασύδοτη χαρά.

24.7.23

Δημήτρης Β. Προύσαλης • Άσεμνα, σεξουαλικά λαϊκά παραμύθια

Επιλογή, επιμέλεια, εισαγωγή: Δημήτρης Β. Προύσαλης
Πρόλογος:
Γιώργος Κατσαδώρος
σσ. 350, σχήμα 130×205 χιλ.
I S B N 978-960-537-330-0
Απόπειρα, Πρώτη έκδοση, 2022
Σειρά: Του Κόσμου τα Παραμύθια • αρ. 46
Λ.Τ.: 18,00 € (+ Φ Π Α)

Παραμύθια λαϊκά απ’ το ασυνείδητο του συλλογικού φαντασιακού με επίκεντρο τη σεξουαλικότητα: Η ανατομική «τοπογεωγράφηση», η υπερμεγέθυνση και απομεγέθυνση των οργάνων, οι επιθυμίες του ανικανοποίητου, η φαντασίωση και πραγμάτωση της απόλαυσης στην πράξη, η επίγνωση της σωματικής λειτουργίας, το μαγικό στοιχείο της υπερβολής και υπέρβασης, η κοινωνική κριτική της ηθικής διολίσθησης, η κατάδειξη του αισχρού και ανήθικου, η διάσταση του πρόστυχου, η σαρκική έλλειψη ως εξάρτηση, η επινοημένη παρανόηση, η ηθικοπλαστική χάλκευση και απόκλιση, η δημοσιοποίηση του ιδιωτικού, η άγνοια της ηλικιακής ανωριμότητας, η πρόθεση εκμετάλλευσης, η επιβολή της δύναμης, η στηλίτευση της έξης, η περιέργεια της απειρίας, η μύηση στην άγνωστη λειτουργία του ανακαλυπτόμενου σώματος, η διαπαιδαγωγητική διάθεση, η αιτιολογική επεξήγηση, η σωματική εκδίκηση, η περιθωριοποίηση του ηθικά μη ενδεδειγμένου και αποδεκτού, η αντικληρική αντανάκλαση ως στηλίτευση και λαϊκή αντίδραση, η δικαίωση των διαρκώς αδικουμένων, ο ασίγαστος δίχως χρονικά στεγανά πόθος της τρίτης ηλικίας, η προσωποποίηση της αποκά­λυψης, η διαπίστωση της αυτοανακάλυψης, η φιλοσοφική διάσταση της εμπειρίας, επιθυμίας και απώλειας του σεξουαλικού στοιχείου ως αναστοχαστική διεργασία, οι μυθολογικές αποτυπώσεις, είναι μερικά από τα θέματα που μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει μέσα στις προφορικές ιστορίες των λαών από τις πέντε ηπείρους.

16.7.23

Ένα παιδί που με κοιτά από μακριά να φεύγω: Για τη Νάξο και το βιβλίο «στάση αναμονής»

γράφει ο Δημήτρης Νανούρης | Εφημερίδα των Συντακτών,
Σάββατο 15 Ιουλίου 2023 »»

ΣΑΝ ΝΑ ΕΠΕΚΤΑΘΗΚΑΝ τα όρια του χωριού μου φέτος το καλοκαίρι. Πλάτυναν λες οι ορίζοντες, σάμπως να μεγάλωσε ο ουρανός του. Ενα παράξενο πλοίο προσάραξε στα γκρίφια του Φαναριού, στα 850 υψόμετρο. Απέτυχε κατά τα φαινόμενα στους λεπτούς χειρισμούς ο κυβερνήτης, αποκαλύπτει όμως κρυφά χαρίσματα. Βγήκε στη στεριά εκών-άκων και κατηφορίζει στη Φυροΐστρα, βγάζοντας μικρά θαύματα απ’ το ναυτικό του πηλήκιο.

«ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ» ονόμασε η Λένα Βλασταρά το μικρό βιβλιοπωλείο που άνοιξε στην Πλάτσα και προσφέρει πνευματική όαση σε γηγενείς, ξενικούς και τουρίστες. Στην πρώτη μου κιόλας επίσκεψη αλίευσα καλαίσθητο τομίδιο με ακατέργαστα διαμαντάκια. Ιδού:

MODO DE ESPERA Φορούσε πάντοτε το ίδιο παλτό, ακόμη και το καλοκαίρι. Ολοι τον είχαν για τρελό. Κρυφογέλαγαν μαζί του. Κάποια φορά, μεσάνυχτα τον είδανε να κάθεται ολομόναχος στην προκυμαία ατενίζοντας το πέλαγος. Οταν πλησίασαν βρήκαν μονάχα το παλτό σε στάση αναμονής χωρίς να υπάρχει μέσα του κανένας. Η ΡΟΔΙΑ Ξεχάστηκε και βρέθηκε στα παιδικά του χρόνια. Ανοιξε το παράθυρο που έβλεπε απ’ έξω τη ροδιά. Κόκκινο φως γέμισε το δωμάτιο. Ξεντύθηκε από όλες του τις τύψεις και τις ενοχές. Τώρα σχεδόν απών συνεχίζει να απατά τη μνήμη του. Κι ακόμα:

Η ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ Μόνο τα νήματα φαινόντουσαν να έρχονται από ψηλά. Κάποια στιγμή σηκώθηκε με βήμα αβέβαιο και στάθηκε όρθια στη σκηνή. Κοιτούσαν όλοι με κομμένη στην ανάσα. Μια λυπημένη μουσική ερχόταν από μακριά κι ο έρωτας σιωπηλός περπάτησε ανάμεσά τους. Σαν τέλειωσε η παράσταση, μετά απ’ τη βαθιά υπόκλιση, είδανε δάκρυα στα μάτια της και μια σκιά από χέρι αόρατο να απομακρύνεται.

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΤΟ βιβλίο του μουσικού, γλύπτη και πάνω απ’ όλα ποιητή Ματθαίου Ζευγόλη, που βιοπορίζεται από την πληροφορική. Τιτλοφορείται Στάση αναμονής (Απόπειρα, Ιούνιος 2023). Περιέχει ογδόντα δύο μικρά παραμύθια και ποιήματα με «γραφή λακωνική, υπαινικτική, αλλά βιωματική, που υπερβαίνει το ατομικό και συνομιλεί με τις παιδικές μας πατρίδες συνδυάζοντας τον στοχασμό με το όνειρο, το καθημερινό με το ανοίκειο, το λογικό με το παράλογο, την πρόζα με την ποίηση». Κάτι ανάμεσα σε Επαμεινώνδα Γονατά και Χρήστο Λάσκαρι.

ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΕ το παρελθόν χωρίς να αφήνεις ψίχουλα να επιστρέψεις ● ΠΗΡΑ τις λέξεις που χτύπησαν την πόρτα και δεν τους άνοιξε κανείς ● ΕΧΩ στο μέσα μέρος φυλαχτό ένα κομμάτι σύννεφο που κουρελιάστηκε στον ουρανό ● ΟΙ ΜΕΡΕΣ γύριζαν μισότρελες και ρημαγμένες. Ηταν η εποχή που φεύγανε τα χρόνια για να κρυφτούνε στα παλιά ημερολόγια ● ΠΩΣ ΠΑΓΙΔΕΥΤΗΚΑΝ τα χρόνια στην προβλήτα περιμένοντας το πλοίο να φανεί.

ΕΡΩΤΙΚΟ Ως πότε θα ανεμίζει το φουστάνι σου αυτό με τα λουλούδια ανάμεσα από τις γραμμές και θα σε ακολουθούν τα πνεύματα που αυτομόλησαν από τις λέξεις • ΒΡΟΧΗ Παντού βροχή εκείνο το χαμένο πρωινό που νότιζε η απουσία το δωμάτιο κι ανέβαινε ο καπνός στον ουρανό απ’ το τσιγάρο που ξεχάστηκε μες στο τασάκι ● ΗΤΑΝ που θα ’φευγες απόψε κι ανάψανε δισταχτικά τα φώτα στο λιμάνι. Ηταν που θα ’φευγες απόψε με εκείνο το φθινόπωρο στις ρίζες των ματιών.

ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ Πού πήγαν τα χαμένα μου παιχνίδια; Τι έγινε το ξύλινο αλογάκι, τα μολυβένια μου στρατιωτάκια εκείνα με τις κόκκινες στολές. Μνήμες που περπατούν στις ρίζες μου και παίρνουνε τα χρόνια μου μαζί τους αφήνοντας μονάχο του ένα παιδί που με κοιτά από μακριά να φεύγω.

4.7.23

Μίκα Ντάκα • Η πυξίδα έδειχνε στον δρόμο

ποιήματα
φωτογραφίες: Γιάννης Ασημίνας
σσ
. 81, σχήμα 13 × 20,5 εκ.,
έκδοση χαρτόδετη,
I S B N: 987-960-537-330-6,
Λ.Τ. 8,00 € + Φ Π Α,
Πρώτη έκδοση: Απόπειρα, Ιούλιος 2023


 

Σαράντα τέσσερα ποιήματα που αναφέρονται στην έκρηξη των καθημερινών σκέψεων και πράξεων, στην ατέλειωτη πορεία του ανθρώπου προς μια θετική ουτοπία, στην οποία ο έρωτας και ο απόηχός του, το όραμα για την ανασύνθεση ενός κόσμου που κατακερματίζεται, η αγωνία και η διάψευση σηματοδοτούν μια γενέθλια ελπίδα στις παρυφές του θαύματος και της πλήρωσης των αισθήσεων.

29.6.23

Ματθαίος Ζευγόλης • στάση αναμονής

μικρά παραμύθια και ποιήματα
σσ. 101,
σχήμα 13 × 20,5 εκ.,
έκδοση χαρτόδετη,
σχέδιο εξωφύλλου: Στέλιος Σάρρος
I S B N: 987-960-537-331-3,
Λ.Τ. 10,00 € + Φ Π Α,
Πρώτη έκδοση: Απόπειρα, Ιούνιος 2023

 

Όταν ψάχνεις ποιήματα που δεν γραφτήκανε ποτέ και έρωτες χαμένους που ξεχάστηκαν, ίσως ανακαλύψεις τη μάγισσα στο κάστρο με τα δώδεκα παράθυρα να σπάει τους καθρέφτες της και να γεμίζει ο ουρανός άγνωστες λέξεις φωτεινές με ανεπίδοτα φιλιά στα χείλη.

Ο Ματθαίος Ζευγόλης γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από τ’ Απεράθου της Νάξου. Επιβιώνει από την πληροφορική και ζει με τη μουσική, τη γλυπτική και την ποίηση.

30.5.23

Χρήστος Β. Μάραντος • Γιατί τα UFO αγαπούν το καλαμπόκι

γράφει ο Χρήστος Β. Μάραντος | από την παρουσίαση του βιβλίου στο Έναστρον Καφέ,
Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Από αριστερά, Εμμανουήλ Μανωλάς, Χρήστος Μάραντος, Βάσω Χρήστου, Σαράντης Κορωνάκος, Αντώνης Τσέτσος, Ελένη Γούλα, Γιώργος Μαυροειδής, Άλκηστις Γεωργίου.

Γιατί τα UFO αγαπούν το καλαμπόκι είναι ο παράξενος τίτλος του διηγήματος επιστημονικής φαντασίας που έγραψε ο Γιώργος Γούλας και εμπεριέχεται στο ομώνυμο βιβλίο του. Εκεί στις απέραντες πεδιάδες της βόρειας Αγγλίας εμφανίζονται ξαφνικά από το πουθενά στις φυτείες με τα σιτηρά και τα καλαμπόκια διάφορα γεωμετρικά σχήματα. Ο θρύλος για αυτά τα παράξενα γεωμετρικά σχήματα θέλει να τα κατασκευάζουν τη νύχτα εξωγήινα πλάσματα. Η εξήγηση επομένως είναι απλή τα UFO έχουν ιδιαίτερη προτίμηση στο καλαμπόκι. Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από αυτή την παράξενη ιστορία των γεωμετρικών σχημάτων εκεί ψηλά στη σκοτεινή Γηραιά Αλβιώνα, ώστε να δώσει έναν τέτοιο παράξενο τίτλο στο έργο του. Στην πραγματικότητα αυτό το διήγημα είναι κατά κύριο λόγο μια παιγνιώδης διακωμώδηση του μυστηρίου και δευτερεύοντος μια μελαγχολική αναζήτηση μια κάποιας αλήθειας μέσα στον εγγλέζικο μυστικιστικό φόβο του δαίμονα. Οι ιστορίες φαντασμάτων και η αναζήτηση εξωγήινων κόσμων εκεί πάνω στο μεγάλο νησί, έχουν κάτι το σκοτεινό σαν τα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι ή σαν το διεστραμμένο μυαλό του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ που το εκφράζει θαυμάσια ο αξεπέραστος ήρωάς του Σέρλοκ Χολμς.

29.5.23

Μεταξύ μύθου και πραγματικότητας

γράφει ο Άγγελος Μυλωνάς | Εφημερίδα των Συντακτών,
Κυριακή 28 Μαΐου 2023 »»

Σε αυτόν τον κόσμο, που «οι προοπτικές ήταν ανέφικτες», η μουσική για ανθρώπους όπως ο Τζόνσον ήταν μια διέξοδος από τη δύσκολη πραγματικότητα .


Ο μύθος του Αφροαμερικανού μπλούζμαν Ρόμπερτ Τζόνσον (1911–1938) προηγούνταν πάντοτε του έργου του. Σύμφωνα με αυτόν, ο Ρόμπερτ Τζόνσον, σαν άλλος Φάουστ, πούλησε την ψυχή του στον διάβολο με αντάλλαγμα ένα ξεχωριστό ταλέντο στο να παίζει κιθάρα και να γράφει τραγούδια.

Τα τραγούδια του, ένα corpus γοερού country blues με σκοτεινούς στίχους, μολονότι εγγράφονται στην παράδοση των αγροτικών μπλουζ του Μισισιπή (μια σκηνή στην οποία δεσπόζει η, εξίσου μυθική, μορφή του Τσάρλι Πάτον), διαθέτουν μια πρωτοτυπία και μια αυτοτέλεια που εύλογα μπορούν να προκαλέσουν την απορία πώς είναι δυνατόν ένα άτομο δίχως μουσική παιδεία, το οποίο δεν διέφερε από τους συνομηλίκους του όσον αφορά το υπόβαθρο, να είναι σε θέση να δημιουργήσει τέτοιας ποιότητας τέχνη.

Η δύναμη της μουσικής του Ρόμπερτ Τζόνσον, μαζί με τα ελάχιστα τεκμήρια που έχουν διασωθεί γύρω από τη ζωή του και τις αφηγήσεις των ανθρώπων που τον γνώρισαν (ή που διατείνονται πως τον γνώρισαν) είναι το υλικό που συγκρότησε τον μύθο του. Η ένδεια των στοιχείων μαζί με την έντονη φημολογία που αναπτύχθηκε, όταν το έργο του άρχισε να γίνεται περισσότερο γνωστό, αποτέλεσαν το γόνιμο έδαφος στο οποίο η φαντασία υποκατέστησε την πραγματικότητα.

Στο Αναζητώντας τον Ρόμπερτ Τζόνσον, ο Πίτερ Γκουράλνικ, ένας από τους πιο έγκυρους μελετητές της αμερικανικής λαϊκής μουσικής, αναμετρήθηκε με το πέπλο μυστηρίου που περιβάλλει τον θρύλο του Τζόνσον για να αποκαταστήσει, στο μέτρο του εφικτού, το ιστορικό του πρόσωπο. Αντλώντας πληροφορίες κυρίως από τις αφηγήσεις του μουσικού συνοδοιπόρου τού Τζόνσον, Johnny Shines, καθώς και από τα στοιχεία της έρευνας του μελετητή Mac McCormick, o Γκουράλνικ σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός πλανόδιου μουσικού, ο οποίος στις αρχές του 20ού αιώνα ταξίδευε με κάθε μεταφορικό μέσο στις αμερικανικές πόλεις για να παίζει, κυρίως, σε στέκια όπου διασκέδαζαν οι μαύροι εργάτες.

Το ρεπερτόριό του αποτελούνταν, εκτός από μπλουζ, από πόλκες, ράγκταϊμ, βαλς και μελωδίες του συρμού – ό,τι δηλαδή ήθελε κάθε φορά το ακροατήριο για το οποίο έπαιζε. Εξαιτίας του κατακερματισμένου και περίπλοκου οικογενειακού του ιστορικού (ήταν νόθος), ο Ρόμπερτ Τζόνσον είχε διάσπαρτες εστίες, από το Δέλτα ώς το Τενεσί, στις οποίες μετακινούνταν μοναχικά, δίχως σταθερές κοινωνικές σχέσεις. Αυτή η ασταθής κοινωνικά ζωή του συνέτεινε, άθελά του, στη συγκρότηση ενός προφίλ του οποίου την απουσία στοιχείων γύρω από την προσωπικότητά του υποκατέστησαν οι κάθε λογής φήμες.

Αφηρημένες περιγραφές, όπως «ευγενικός», «ντροπαλός» ή «λίγο κυκλοθυμικός», λίγο βοήθησαν στη σκιαγράφηση της φυσιογνωμίας του, πολύ όμως συνέβαλαν στη δημιουργία του μύθου του μέσω της φαντασίας. Σ’ αυτή την κατεύθυνση σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Τζόνσον προτιμούσε να εμφανίζεται από περιοχή σε περιοχή με διαφορετικά ψευδώνυμα (όπως Robert Spencer, RL Spencer, Robert Dodds ή Little Robert Dusty) παρά με το όνομά του.

Οπως επισημαίνει ο Πίτερ Γκουράλνικ, στον κόσμο όπου ζούσε ο Ρόμπερτ Τζόνσον η επικοινωνία ήταν σχεδόν αποκλειστικά προφορική και οι αφηγήσεις ιστοριών, μολονότι συχνά είχαν κάποια βάση, ήταν ως επί το πλείστον μυθοποιητικές. Επρόκειτο για έναν κόσμο στον οποίο το υπερφυσικό στοιχείο ήταν ενταγμένο στην καθημερινότητα, δίνοντας νόημα σε πτυχές της που απαιτούσαν πιο σύνθετες προσεγγίσεις.

Σε αυτόν τον κόσμο, που «οι προοπτικές ήταν ανέφικτες» και «η οικογενειακή ή οικονομική σταθερότητα αμελητέα», η μουσική για ανθρώπους όπως ο Τζόνσον (ή ο Μάντι Γουότερς, ο Τζόνι Σάινς, ο Χόουλιν Γουλφ κ.ά.) ήταν μια διέξοδος από τη δύσκολη πραγματικότητα κι ένας τρόπος να δημιουργούν ένα συνεκτικό νόημα σε μια ζωή δίχως συνεπή σκοπό.

Ο Ρόμπερτ Τζόνσον πέθανε δηλητηριασμένος σ’ ένα μικρό σταυροδρόμι της υπαίθρου από τον άντρα της γυναίκας με την οποία είχε σχέση. Μολονότι ο θάνατός του δεν είχε κάτι το ηρωικό, εν τούτοις είναι αμφίβολο αν ο θρύλος του θα είχε παραμείνει ακέραιος στην περίπτωση που ο ίδιος είχε επιβιώσει.

Ο λόγος είναι, βέβαια, πως ο τρόπος ζωής του δεν ξεχώριζε καθόλου από τον τρόπο ζωής των υπόλοιπων μπλούζμεν της γενιάς του. Ομως ο πρόωρος θάνατός του, σε συνδυασμό με τη φευγαλέα παρουσία του και, κυρίως, με το σκοτεινό ύφος των τραγουδιών του, συνέτειναν στη δημιουργία ενός μύθου γύρω από το όνομά του, που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να εξάπτει τη φαντασία όσων θέλγονται από τα τραγούδια του. Και όπως γράφει ο Πίτερ Γκουράλνικ, «κατά έναν τρόπο, όπως και ο Τζο Χιλ, ο Ρόμπερτ Τζόνσον δεν πέθανε ποτέ, απλώς έγινε μια ιδέα».