Συνέντευξη στη Χρυσάνθη Ιακώβου
Vakxikon, Τεύχος #21 »»
Ένας συγγραφέας που μικρός δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα γίνει συγγραφέας, μια γραφομηχανή που στάθηκε η αφορμή για να γράψει δεκάδες ευφάνταστες ιστορίες που μετουσιώθηκαν σιγά σιγά σε λέξεις στο χαρτί, ήρωες με τους οποίους συμπάσχουμε, ο Jack Manuel που βρίσκεται ακόμα παγιδευμένος στο μυαλό του συγγραφέα.
Ο Νίκος Μπελάνε, στο πρώτο του εκδοτικό εγχείρημα Το χαμόγελο της Πολαρόιντ (Απόπειρα), συστήνεται με μια ντουζίνα και κάτι διηγήματα και αφηγείται γλαφυρά για τη μέχρι τώρα πορεία του στο χώρο της συγγραφής.
Το 2012 εκδίδεις Το χαμόγελο της Πολαρόιντ. Τι προηγήθηκε; Πώς έφτασες στη συγγραφή του πρώτου σου βιβλίου;
Αν γυρίσω αρκετά χρόνια πίσω και κοιτάξω τον εαυτό μου θα δω ένα μικρό αγόρι, γεννημένο σε μια άχρωμη επαρχιακή πόλη, να παίζει με τις λάσπες και τα ψηλά χορτάρια στο χωριό της μάνας του, να σπάει άθελά του κεραμίδια στις στέγες των σπιτιών και να κυνηγά όνειρα με ματωμένα γόνατα. Πίσω στην πόλη δεν υπήρχαν λάσπες και οι αλάνες ήταν συνήθως κατειλημμένες απ’ τους «μεγάλους», οπότε όλα έπαιρναν τη μορφή που ήθελα με μοναδικό μέσο τη φαντασία μου, πάνω σε μια γκρι μοκέτα, μέσα σ’ ένα τετράγωνο δωμάτιο με δυο κρεβάτια και κατά μήκος των διαδρόμων ενός σπιτιού που για κάποιες ώρες της ημέρας ήταν ολότελα δικό μου. Δεν έγραφα ποτέ. Ούτε καν ημερολόγιο. Ζήλευα κάποιους φίλους που το έκαναν και μάλιστα μια φορά επιχείρησα να παραβιάσω την κλειδαριά μιας ατζέντας για να δω τι βρίσκει και γράφει εκεί μέσα ο κολλητός μου. Δεν κατάφερα να την παραβιάσω κι έμεινα τελικά με την απορία. Αυτό κράτησε μέχρι την εφηβεία μου. Τότε, κατά την διάρκεια αυτής, άρχισα να διαβάζω ξεφεύγοντας από τα βιβλία που ανήκαν στην παιδική μου βιβλιοθήκη. Άγγιξα τον Λουντέμη, τον Καζαντζάκη, τον Μίσσιο, τον Καββαδία και κάποιους ακόμη που άλλαξαν τη σκέψη μου, σαν να δημιουργήθηκε ένας νέος νους μέσα στο μικρό μου κεφάλι. Ήταν, μάλιστα, τη χρονιά που πήγαινα ακόμη στην πρώτη λυκείου που η τότε Ελευθεροτυπία δημοσίευσε μία επιστολή μου, ως πρώτη από τις υπόλοιπες και με έντονη γραμματοσειρά, και καμάρωνα που είδα τυπωμένο κάτι δικό μου. Το είχα κορνιζάρει μάλιστα. Τόση ήταν η χαρά μου. Το γιατί χάρηκα τόσο δεν μπόρεσα να το διευκρινίσω ποτέ κι ούτε ήταν αυτό που συνέβαλε ώστε να εισχωρήσει μέσα μου το μικρόβιο της γραφής. Ακόμη και μετά απ’ αυτήν τη δημοσίευση εγώ εξακολουθούσα να μη γράφω. Δεν ήμουν γραφιάς κι ούτε ήθελα να γίνω. Τις φορές που λέρωνα τα δάχτυλά μου με μελάνη ήταν όταν αλληλογραφούσα με φίλους που ζούσαν μακριά μου. Ναι, τότε έγραφα και έγραφα πολύ. Σελίδες επί σελίδων, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τη συγγραφή. Δεν έχει την παραμικρή συγγένεια. Κάποια χρονική στιγμή, πολύ αργότερα – περίπου εφτά χρόνια μετά – βρέθηκα να νοικιάζω ένα διαμέρισμα στις Σέρρες, στην οδό Βενιζέλου, όπου και είχα διαμορφώσει ένα χώρο ολότελα δικό μου με τα απολύτως απαραίτητα αντικείμενα μέσα του. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και μια Triumph Tippa, μια λευκή γραφομηχανή που δανείστηκα από έναν αγαπημένο μου άνθρωπο. Δεν ήξερα τι να την κάνω. Μου άρεσε και μόνο που υπήρχε στο χώρο μου. Μια μεγάλη μέρα την πήρα αγκαλιά και πήγα στην αγορά. Της έβαλα καινούρια μελανοταινία κι αγόρασα ένα πακέτο κόλλες Α4. Πίσω στο σπίτι πέρασα την πρώτη κόλλα στο γυμνό κορμί της γραφομηχανής κι άρχισα να γράφω. Έτσι απλά. Μου φάνηκε, από τη μια στιγμή στην άλλη, ότι οι λέξεις – πρώτον – κατέκλυζαν το κεφάλι μου και – δεύτερον – η γραφομηχανή ήταν το καλύτερο μέσο για να τις γράψω. Άρχισα να γράφω ποιήματα, δύο από τα οποία δημοσιεύθηκαν σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό με τρύπα στο κέντρο του, το Εν βρασμώ. Έπειτα έγραψα ένα μυθιστόρημα που δεν το είδε ποτέ κανένας εκδότης κι ούτε θα το δει. Το έχω πετάξει. Ήταν απαράδεκτο. Κράτησα μόνο τον τίτλο του που μου φαίνεται ακόμη και τώρα ελκυστικός. Όλο αυτό ήταν η αρχή που κάποια στιγμή με οδήγησε στο Χαμόγελο, αν εξαιρέσεις όλες εκείνες τις άκαρπες μέρες που δεν κάνω τίποτα και που βαριέμαι αφόρητα να γράψω. Προτιμώ ακόμη και σήμερα όλα αυτά που έχω στο κεφάλι μου να τα κρατώ εκεί. Είναι πολύ καλά οργανωμένα κι αυτό μου αρκεί. Ακόμη κι αν ακουστεί κλισέ, τις ιστορίες που υπάρχουν μέσα στο βιβλίο μου, αν τις ξανάγραφα, θα τις έγραφα διαφορετικά. Κάθε φορά. Ανάλογα τι σχήμα θα είχαν μέσα μου. Σχήμα που αλλάζει καθημερινά. Μόνο κάποιες εμμονές παραμένουν ίδιες κι απαράλλαχτες.