Δημοσίευση στο περιδικό Φρέαρ,
Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020 »»
Αδιανόητο σου φαινόταν να μην τρώμε όλοι μαζί το μεσημέρι. Δύο με δύο και είκοσι και οι τρεις γύρω από το μεσημεριανό τραπέζι τρώγαμε ένα παλιόφαγο που βιαστικά είχες μαγειρέψει από το βράδυ ή στην ακόμα χειρότερη κάτι που έφτιαχνες στο πόδι μόλις έμπαινες στο σπίτι. Εγώ ίσα που είχα γυρίσει από το σχολείο και ο πατέρας μου από τα καφάο του ΟΤΕ. Αμίλητοι, σκυμμένοι στα πιάτα μας, ο πατέρας μου θα με ρώταγε μασώντας «σε σήκωσε κανείς;» Κι εσύ με τη σιγανή, συρταρωτή φωνή σου θα με προστάτευες «άστην πρώτα να φάει».
Μετά εσύ θα έφευγες συνήθως τρέχοντας και με την μπουκιά στο στόμα για τα μαθήματα και το φροντιστήριο. Θα γυρνούσες εννιά και κάποιες φορές δέκα το βράδυ. Εγώ θα πέρναγα δυο ώρες με τον πατέρα μου, να διαβάζω τα μαθήματα της αυριανής μέρας πάνω στο ίδιο τραπέζι της κουζίνας με το ίδιο άσπρο-κόκκινο καρέ τραπεζομάντηλο. Θα λέγαμε τα απολύτως απαραίτητα. Θα του έλεγα τι είχα στην Ιστορία, τι ασκήσεις στη Γραμματική. Εκείνος θα κρατούσε το βιβλίο, θα με εξέταζε και στο τέλος θα μου έλεγε οκ. Θα του έλεγα ένα σωρό περήφανα ψέμματα για να με αφήσει ήσυχη, να μη με ελέγξει στα μαθηματικά και στην φυσικοχημεία. Τα μισούσα τα μαθηματικά. Ήθελα να βγάλω τ’ άντερα μου κάθε φορά που με εξέταζαν στο σχολείο στα μαθηματικά. Το ήξερες πως μισούσα τα μαθηματικά;
Όταν τελειώναμε το διάβασμα ο πατέρας μου χανόταν μπροστά στην τηλεόραση. Βούλιαζε στην πολυθρόνα του κουνώντας νωχελικά μόνο το δάχτυλο του πάνω στο κουμπί του τηλεκοντρόλ. Δεν άκουγα ξανά την φωνή του παρά μόνο όταν το κλειδί άνοιγε τη πόρτα και εσύ έβγαζες τα καλογυαλισμένα παπούτσια σου στο χωλ. Η σιωπή βασίλευε παντού στο σπίτι τ’ απογεύματα. Κλεισμένη στο δωμάτιο μου ζωγράφιζα τα μπράτσα μου με μαύρο μαρκαδόρο, έβαφα τα νύχια μου μωβ και τα χείλη μου έντονα κόκκινα. Ντυνόμουν προκλητικά, φορούσα τα ψηλά τακούνια σου και χάζευα το κορμί μου στο καθρέφτη. Υποδυόμουν την μοιραία γυναίκα που κερδίζει τις ανδρικές ορμές. Κανένας εμένα δεν μπορούσε να μου αντισταθεί. Ξερίζωνα ανδρικές καρδιές και φούσκωνε το στήθος μου από επινίκειο πόθο. Άνοιγα κρυφά την ντουλάπα σου και κοίταγα τα ρούχα σου. Ρούχα παλιά αλλά καλοσυντηρημένα και φινετσάτα. Όπως ήσουν κι εσύ λεπτοκαμωμένη και φινετσάτη με γαλλική μυτούλα.
Τα Σαββατοκύριακα άλλαζαν εντελώς τα πράγματα. Εσύ έμενες στο σπίτι. Ο πατέρας μου μιλούσε. Το σπίτι ήταν ανοικτό, είχαμε επισκέψεις, οι φίλοι σας, πρόσωπα μυθικά για μένα γέμιζαν το σαλόνι. Μαγείρευες νόστιμα φαγητά. Εκείνο το κοκκινιστό μοσχαράκι ήταν αξεπέραστο. Ρακές, κρασιά, μουσικές, φιλοσοφικές συζητήσεις, τσιγάρα, καπνοί. Συζητούσατε και σας άκουγα. Σιγά σιγά ξεθάρρεψα, μιλούσα κι εγώ. Μιλούσα και εσείς με ακούγατε με απορία. Δεν καταλαβαίνατε που τα έμαθα όλα αυτά.
Δεν ξέρω αν το θυμάσαι αλλά τα σαββατοκύριακα δεν βιαζόσουν ποτέ. Όταν πήγαινα για ύπνο ερχόσουν και με φιλούσες, έκλεινες το φως και τράβαγες ήσυχα την πόρτα πίσω σου. Ήταν όμορφα τότε. Ο πατέρας μου ερχόταν να μου πει και εκείνος καληνύχτα. Καθόταν στα πόδια του κρεβατιού και μιλούσαμε για ώρα. Τότε είχε κυκλοφορήσει του Νικολαΐδη το Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα και το είχαμε διαβάσει και οι δυο. Μου μίλαγε για μουσική, για τους Cure μου μίλαγε, για το Λόρκα, το Ηλία Πετρόπουλο και τη Θεσσαλονίκη. Είχε βαθειά και τρυφερή φωνή ο πατέρας μου. Τα θυμάσαι όλα αυτά; Η Δευτέρα όμως ήταν πολύ κοντά και όλα χανόντουσαν, γυρνούσαν ανάποδα.
Όταν έγινε το ατύχημα είχα μόλις τελειώσει την Ισπανική Φιλολογία με άριστα. Σχολή με χαμηλή βάση θυμάμαι να λέτε στους φίλους, μπήκε γιατί είχε διαβάσει ισπανική λογοτεχνία. Είχε εκδοθεί και ένα βιβλίο για την ζωή της Φρίντα σε δική μου μετάφραση. Η μετάφραση είχε αποσπάσει θετικές κριτικές και εγώ είχα μετακομίσει στο σπίτι της Άσπας για λίγους μήνες μέχρι να βρω κάποια ιδιαίτερα για να βρω σπίτι μόνη μου.
Το αυτοκίνητο έτρεχε με χίλια όταν έπεσε πάνω μου ενώ περνούσα τη διάβαση έξω από το Δαναό. Είχα Άγιο και δεν σκοτώθηκα ακαριαία. Ερχόσουν κάθε μέρα στο νοσοκομείο ανελλιπώς πριν πας στα μαθήματα. Τότε είχες αφήσει πια το φροντιστήριο. Είχε αρρωστήσει και ο πατέρας μου και ήθελες να είσαι περισσότερο κοντά του. Με φυσιοθεραπεία κατάφερα και στάθηκα στα πόδια μου. Μου έμεινε να κουτσαίνω άγρια. Αυτό ήταν το κουσούρι που μου έμεινε από το ατύχημα. Να σέρνομαι. Κατάλαβες καριόλα;
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Matias Quetglas. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]
Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020 »»
Αδιανόητο σου φαινόταν να μην τρώμε όλοι μαζί το μεσημέρι. Δύο με δύο και είκοσι και οι τρεις γύρω από το μεσημεριανό τραπέζι τρώγαμε ένα παλιόφαγο που βιαστικά είχες μαγειρέψει από το βράδυ ή στην ακόμα χειρότερη κάτι που έφτιαχνες στο πόδι μόλις έμπαινες στο σπίτι. Εγώ ίσα που είχα γυρίσει από το σχολείο και ο πατέρας μου από τα καφάο του ΟΤΕ. Αμίλητοι, σκυμμένοι στα πιάτα μας, ο πατέρας μου θα με ρώταγε μασώντας «σε σήκωσε κανείς;» Κι εσύ με τη σιγανή, συρταρωτή φωνή σου θα με προστάτευες «άστην πρώτα να φάει».
Μετά εσύ θα έφευγες συνήθως τρέχοντας και με την μπουκιά στο στόμα για τα μαθήματα και το φροντιστήριο. Θα γυρνούσες εννιά και κάποιες φορές δέκα το βράδυ. Εγώ θα πέρναγα δυο ώρες με τον πατέρα μου, να διαβάζω τα μαθήματα της αυριανής μέρας πάνω στο ίδιο τραπέζι της κουζίνας με το ίδιο άσπρο-κόκκινο καρέ τραπεζομάντηλο. Θα λέγαμε τα απολύτως απαραίτητα. Θα του έλεγα τι είχα στην Ιστορία, τι ασκήσεις στη Γραμματική. Εκείνος θα κρατούσε το βιβλίο, θα με εξέταζε και στο τέλος θα μου έλεγε οκ. Θα του έλεγα ένα σωρό περήφανα ψέμματα για να με αφήσει ήσυχη, να μη με ελέγξει στα μαθηματικά και στην φυσικοχημεία. Τα μισούσα τα μαθηματικά. Ήθελα να βγάλω τ’ άντερα μου κάθε φορά που με εξέταζαν στο σχολείο στα μαθηματικά. Το ήξερες πως μισούσα τα μαθηματικά;
Όταν τελειώναμε το διάβασμα ο πατέρας μου χανόταν μπροστά στην τηλεόραση. Βούλιαζε στην πολυθρόνα του κουνώντας νωχελικά μόνο το δάχτυλο του πάνω στο κουμπί του τηλεκοντρόλ. Δεν άκουγα ξανά την φωνή του παρά μόνο όταν το κλειδί άνοιγε τη πόρτα και εσύ έβγαζες τα καλογυαλισμένα παπούτσια σου στο χωλ. Η σιωπή βασίλευε παντού στο σπίτι τ’ απογεύματα. Κλεισμένη στο δωμάτιο μου ζωγράφιζα τα μπράτσα μου με μαύρο μαρκαδόρο, έβαφα τα νύχια μου μωβ και τα χείλη μου έντονα κόκκινα. Ντυνόμουν προκλητικά, φορούσα τα ψηλά τακούνια σου και χάζευα το κορμί μου στο καθρέφτη. Υποδυόμουν την μοιραία γυναίκα που κερδίζει τις ανδρικές ορμές. Κανένας εμένα δεν μπορούσε να μου αντισταθεί. Ξερίζωνα ανδρικές καρδιές και φούσκωνε το στήθος μου από επινίκειο πόθο. Άνοιγα κρυφά την ντουλάπα σου και κοίταγα τα ρούχα σου. Ρούχα παλιά αλλά καλοσυντηρημένα και φινετσάτα. Όπως ήσουν κι εσύ λεπτοκαμωμένη και φινετσάτη με γαλλική μυτούλα.
Τα Σαββατοκύριακα άλλαζαν εντελώς τα πράγματα. Εσύ έμενες στο σπίτι. Ο πατέρας μου μιλούσε. Το σπίτι ήταν ανοικτό, είχαμε επισκέψεις, οι φίλοι σας, πρόσωπα μυθικά για μένα γέμιζαν το σαλόνι. Μαγείρευες νόστιμα φαγητά. Εκείνο το κοκκινιστό μοσχαράκι ήταν αξεπέραστο. Ρακές, κρασιά, μουσικές, φιλοσοφικές συζητήσεις, τσιγάρα, καπνοί. Συζητούσατε και σας άκουγα. Σιγά σιγά ξεθάρρεψα, μιλούσα κι εγώ. Μιλούσα και εσείς με ακούγατε με απορία. Δεν καταλαβαίνατε που τα έμαθα όλα αυτά.
Δεν ξέρω αν το θυμάσαι αλλά τα σαββατοκύριακα δεν βιαζόσουν ποτέ. Όταν πήγαινα για ύπνο ερχόσουν και με φιλούσες, έκλεινες το φως και τράβαγες ήσυχα την πόρτα πίσω σου. Ήταν όμορφα τότε. Ο πατέρας μου ερχόταν να μου πει και εκείνος καληνύχτα. Καθόταν στα πόδια του κρεβατιού και μιλούσαμε για ώρα. Τότε είχε κυκλοφορήσει του Νικολαΐδη το Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα και το είχαμε διαβάσει και οι δυο. Μου μίλαγε για μουσική, για τους Cure μου μίλαγε, για το Λόρκα, το Ηλία Πετρόπουλο και τη Θεσσαλονίκη. Είχε βαθειά και τρυφερή φωνή ο πατέρας μου. Τα θυμάσαι όλα αυτά; Η Δευτέρα όμως ήταν πολύ κοντά και όλα χανόντουσαν, γυρνούσαν ανάποδα.
Όταν έγινε το ατύχημα είχα μόλις τελειώσει την Ισπανική Φιλολογία με άριστα. Σχολή με χαμηλή βάση θυμάμαι να λέτε στους φίλους, μπήκε γιατί είχε διαβάσει ισπανική λογοτεχνία. Είχε εκδοθεί και ένα βιβλίο για την ζωή της Φρίντα σε δική μου μετάφραση. Η μετάφραση είχε αποσπάσει θετικές κριτικές και εγώ είχα μετακομίσει στο σπίτι της Άσπας για λίγους μήνες μέχρι να βρω κάποια ιδιαίτερα για να βρω σπίτι μόνη μου.
Το αυτοκίνητο έτρεχε με χίλια όταν έπεσε πάνω μου ενώ περνούσα τη διάβαση έξω από το Δαναό. Είχα Άγιο και δεν σκοτώθηκα ακαριαία. Ερχόσουν κάθε μέρα στο νοσοκομείο ανελλιπώς πριν πας στα μαθήματα. Τότε είχες αφήσει πια το φροντιστήριο. Είχε αρρωστήσει και ο πατέρας μου και ήθελες να είσαι περισσότερο κοντά του. Με φυσιοθεραπεία κατάφερα και στάθηκα στα πόδια μου. Μου έμεινε να κουτσαίνω άγρια. Αυτό ήταν το κουσούρι που μου έμεινε από το ατύχημα. Να σέρνομαι. Κατάλαβες καριόλα;
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Matias Quetglas. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου