11.5.16

Μαρία Χρονιάρη: «Όσο στρέφεσαι μέσα σου ανακαλύπτεις κάθε φορά κάτι διαφορετικό∙ αρκεί να αντέξεις το μέγεθος του σκοταδιού που φέρεις ως άνθρωπος»

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Καραγιαννόπουλο | Fractalart, Τετάρτη 11 Μαΐου 2016 »» 

Θα της έδινα χρώμα μωβ. Σκοτεινό. Σαν το χρώμα της Εκάτης. Σχήμα λύκου κάτω από το ασημένιο φως και ήχο το τραγούδι του Rory Gallagher, «Moonchild». Είναι ποιήτρια, συγγραφέας, ραδιοφωνική παραγωγός, γαμάτο τυπάκι, μα κυρίως αγαπημένη φίλη.

Απόγευμα σ’ ένα καφέ στο κέντρο συναντηθήκαμε. Το μαγαζί θορυβώδες. Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι κάπου ψηλά να μπορούμε να επιβλέπουμε τον χώρο και να διακρίνουμε τα βλέμματα και τις κινήσεις των ανθρώπων μέσα σ’ αυτό το κλίμα οικειότητας και αμοιβαίας συνάφειας- έστω μιας βραχύβιας συνάφειας. Όταν άρχισαν οι ροκιές τα βλέμματά μας συναντηθήκανε. Έβγαλα από την τσάντα μου τα βιβλία της κι άρχισα να διαβάζω στίχους. Τότε μου ήρθε η τρελή ιδέα. Έπρεπε η κουβέντα μας να καταγραφεί. Πήρα σοβαρό ύφος, έβαλα μπρος το μαγνητοφωνάκι κι ανακοίνωσα την αρχή της συνέντευξης.

Η Μαρία Χρονιάρη μιλά εφ’ όλης της ύλης στο Fractalart.

thumbnail_xroniari

Τέσσερα βιβλία, τέσσερα σκαλοπάτια προς μια πορεία ενδοσκόπησης και αυτοανακάλυψης, τι αποκόμισες απ’ αυτό το ταξίδι;

Έμαθα όταν φοβάμαι να μη φοβάμαι και να επιτρέπω στον εαυτό μου να βλέπει τα πράγματα πιο καθαρά.

— Πρώτο βιβλίο «Εκεί που αλλάζω ζωές». Ποιος ο στόχος αυτού του βιβλίου; Ποια ζωή έπρεπε να αλλάξει;

Η τρέχουσα εκείνης της εποχής. Ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή, είχε πάρα πολλά βαρίδια, τα οποία είχαν συσσωρευθεί για χρόνια και είχε έρθει η στιγμή να αρχίσουν να φεύγουν. Πολλές φορές για να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα πρέπει να τα μετουσιώσουμε σε κάτι άλλο. Ίσως πιο απτό. Να τα τοποθετήσουμε απέναντί μας και να τα δούμε στις πραγματικές τους διαστάσεις. Γράφοντάς το, βοήθησα τον εαυτό μου να δει τα γεγονότα της τότε ζωής μου αποστασιοποιημένα και πιο σφαιρικά. Να τα εγκαταλείψω και να με εγκαταλείψουν.

— Κατάφερες — τελικά — το χθες να γίνει αύριο;

Εκ των πραγμάτων το χθες γίνεται αύριο. Και να θες να το εμποδίσεις, η νομοτέλεια της ζωής το κάνει από μόνη της. Εκείνη την περίοδο όμως, ανοίγονταν ταυτόχρονα κι από παντού — σαν οφειλόμενοι — νέοι ορίζοντες. Όλα άλλαζαν πορεία και νομίζω ναι, τα κατάφερα. Γίναν όλα στον σωστό χρόνο.

— Επομένως, το πρώτο σκαλοπάτι στέφθηκε με επιτυχία.

Απόλυτα.

Κι αμέσως μετά το επόμενο σκαλοπάτι. «Επειδή μαζί». Σ’ αυτό, όμως, ξεκινάει το μαζί μαζί με την μοναξιά. Είναι — θα λέγαμε — ένας διάλογος της συντροφικότητας με την μοναξιά. Ποιος ο δρόμος αυτός του βιβλίου;

Το βιβλίο αυτό είναι μια συλλογή πεζών κειμένων. Αφορμή στάθηκε η στήλη που διατηρούσε τότε στο ένθετο «Βιβλιοθήκη» της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, ο Σταύρος Σταυρόπουλος. Τα κείμενα που δημοσίευε με άγγιζαν πολύ και τα επεξεργαζόμουν ψυχικά και πνευματικά. Κυοφορούσα εν αγνοία μου λέξεις, έννοιες και καταστάσεις. Όλα αυτά που συνέβαιναν μέσα μου, ήθελα να τα αποτυπώσω στο χαρτί. Με το βιβλίο αυτό, ήθελα να δώσω την δική μου οπτική επάνω στα κείμενα του Σταύρου Σταυρόπουλου που ήδη υπήρχαν και με είχαν επηρεάσει πολύ και ως γραφή — ως τρόπο δηλαδή σύνθεσης των κειμένων αλλά και ως γλώσσα, γιατί είναι πολύ ιδιαίτερη η χρήση της γλώσσας εκεί, τα σημεία στίξης, ο τρόπος που οι φράσεις κόβονται, η συνέχεια μιας έννοιας όταν ο λόγος σπάει αλλά διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό του. Η αιτία για να γραφεί το «Επειδή Μαζί» , ήταν ο δικός μου τρόπος, η γυναικεία ματιά αν θες απέναντι στη δική μου πραγματικότητα, η οποία όμως, παρουσιαζόταν και ταυτιζόταν με την πραγματικότητα της περιόδου που ο Σταύρος έγραφε αυτά τα κείμενα. Είναι ουσιαστικά μια συνομιλία. Που πρωτίστως και κυρίαρχα, είχα ξεκινήσει με τον εαυτό μου.

— Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν πολλές αναπάντητες ερωτήσεις σ’ αυτό το βιβλίο.

Μα όλα μου τα βιβλία αναπάντητες ερωτήσεις έχουνε. (Γέλια). Τα βιβλία δε γράφονται για να απαντήσουν σε κάτι ή κάπου. Γράφονται γιατί κάτι θες να πεις, αλλά και για να γεννήσεις εκείνο το έδαφος πάνω στο οποίο θα σπείρεις την αμφισβήτηση ακόμη και για σένα τον ίδιο.

— Πότε ξεκίνησε το βιβλίο να γράφεται;

Ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2010 στη Νάξο και γράφηκε με πάρα πολλούς τρόπους και σε πολλούς χρόνους. Την ώρα που έτρωγα, αρκετά συγκροτούνταν μέσα στο κεφάλι μου όταν περπατούσα και παρατηρούσα τους ανθρώπους γύρω μου. Πως κινούνται τι κάνουν, ακόμη και η θέση που ένα αντικείμενο είχε ή δεν είχε για μένα ήταν έμπνευση. Το τελευταίο κείμενο του βιβλίου το Χθες, γράφηκε στην θάλασσα. Καθόμουν σε μια ξαπλώστρα και πάνω στο χαρτί παραγγελιών που ζήτησα από μια παρακείμενη ταβέρνα, έγραψα το Χθες. Έχω κρατήσει αυτό το χαρτί ως ενθύμιο αλλά και υπενθύμιση πως μπορείς να γράψεις παντού. Δεν χρειάζεται να απομονωθείς από τον κόσμο για να γράψεις γιατί αλλιώς δεν έχεις προσλαμβάνουσες. Η ζωή είναι εκεί έξω, όχι μέσα στις σελίδες των βιβλίων.

xron

— Ας μείνουμε λίγο στο Χθες. Το Χθες τελειώνει με το «γιατί μόνο εκεί μπορούμε να ζούμε. Γιατί μόνο εκεί πεθαίνουμε».

Στη θάλασσα.

— Για ποιο λόγο η θάλασσα συνδυάζεται με το χθες;

Συνδυάζεται και με το αύριο και με το τώρα. Η θάλασσα τα περιέχει όλα ακριβώς γιατί είναι αέναη, γιατί τίποτε δεν την σταματάει και γιατί μέσα της εμπεριέχονται όλα τα συναισθήματα. Φουρτουνιάζει, είναι γαλήνια. Η θάλασσα φιλοξενεί εντός της άπειρη και ποικιλόμορφη ζωή. Θα σου πω και κάτι γι’ αυτό το βιβλίο στο οποίο ελάχιστοι έχουν σταθεί κι ίσως ακόμη πιο λίγοι έχουν προσέξει. Ξεκινά και καταλήγει με δύο φράσεις: «Δεν υπάρχει πουθενά μέρος για τους ζωντανούς» — η εισαγωγική — και «Είμαι ό,τι απέμεινε από έναν λυγμό» η καταληκτική. Μέσα σε αυτές συμπυκνώνεται όλη η ουσία του βιβλίου. Τα κείμενα που συμβαίνουν στις μεταξύ τους σελίδες, είναι η εξέλιξη και το πριν το τέλος.

— Τελικά τι έμεινε από το δίδυμο;

Μονάχα ο λυγμός. Ο λυγμός κι ο λύκος.

— Κάτι, όμως, διδάσκει ο λυγμός.

Αυτό που σου είπα στην αρχή: να μη φοβάσαι. Να κλαις, να πονάς, αλλά να μη φοβάσαι. Και αυτό που βγαίνει να το αγαπάς.

— Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σου φόβος;

Να σταματήσω μια μέρα να φοβάμαι και να αμφισβητώ.

— Πώς έχει επηρεάσει ο φόβος τη ζωή σου;

Σε μεγάλο βαθμό! Με έχει βοηθήσει να μπορέσω να ανταπεξέλθω — ακριβώς επειδή φοβάμαι να μη φοβάμαι — και να πράττω. Αφού να φανταστείς ξεπέρασα τον φόβο μου για το σκοτάδι με μια μέθοδο που ήταν δική μου. Την εφηύρα κι ήταν καταπληκτική! Ήμουν στην Δευτέρα δημοτικού, ήτανε νύχτα, και είχαμε στο διάδρομο του σπιτιού μας ένα φωτάκι. Επειδή φοβόμουν πάρα πολύ το σκοτάδι — σε βαθμό που να τρέχω στο σπίτι από δωμάτιο σε δωμάτιο όταν έκλεινε το φως — έσβησα το φωτάκι κι έκατσα όλη τη νύχτα ξύπνια με τα μάτια κλειστά στο πάτωμα του διαδρόμου μέχρι που ξημέρωσε, για να σταματήσω να φοβάμαι το σκοτάδι. Έτσι ξεπέρασα αυτόν τον φόβο. Αντιμετωπίζοντάς το.

— Αντιμετώπισες το σκοτάδι και μετά αυτό σε ακολούθησε σ’ όλη την ποιητική σου πορεία.

Θα έλεγα ότι συμπορευόμαστε αρμονικά.

— Πώς συνδυάστηκε αυτό;

Με τροφοδοτεί και το τροφοδοτώ. Του μιλάω, του φέρομαι τρυφερά, χωρίς το σκοτάδι μου νιώθω άδεια. Όλοι το φέρουμε μέσα μας, όπως ομοίως και το φως. Εγώ το έμαθα, το αγάπησα και τα πάω καλά μαζί του. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως είμαι και σκοτεινή σαν άνθρωπος.

— Οι λέξεις πως συνδυάζονται με το σκοτάδι;

Οι λέξεις μου σε αντίστιξη με το σκοτάδι είναι πολύ φωτεινές.

— Άρα μήπως μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι έφτιαξες εσύ το δικό σου στερέωμα;

Μα πάντα υπάρχει φως στο σκοτάδι. Το σκοτάδι σου δίνει την δυνατότητα — ακριβώς γιατί είναι απόλυτο — να βλέπεις μέσα σου. Να κοιτάς τον εαυτό σου. Γιατί έχει ηρεμία, έχει απόλυτη σιγή, και μπορείς πιο εύκολα να κοιτάξεις εντός. Όσο στρέφεσαι μέσα σου, ανακαλύπτεις κάθε φορά κάτι διαφορετικό∙ αρκεί να αντέξεις το μέγεθος του σκοταδιού που φέρεις ως άνθρωπος. Γιατί όλοι οι άνθρωποι δεν φέρουμε το ίδιο σκοτάδι μέσα μας. Ο καθένας έχει το δικό του. Εγώ, λοιπόν, μέσα στο δικό μου σκοτάδι βρήκα φως, γι’ αυτό κι οι λέξεις μου φωτίζονται.

— Τι χρώμα θα έδινες στις λέξεις σου;

Άσπρο. Οι λέξεις μου είναι λευκές.

— Τι συμβολίζει το λευκό;

Αγνότητα. Αθωότητα. Παιδικότητα. Αλήθεια. Και στο μέτρο του δυνατού ως άνθρωπος, προσπαθώ και τις τρείς να τις διατηρώ διαρκώς εξίσου ζωντανές.

— Μπορούν οι λέξεις να είναι αθώες;

Εντελώς κι απόλυτα! Οι λέξεις είναι πάντα αθώες.

Ακόμη κι εν εξελίξει ενός ημιτελικού;

Οπωσδήποτε. Οι λέξεις για έναν συγγραφέα είναι ταυτόχρονα η ασπίδα του και το μέσον με το οποίο θα επιτεθεί. Είναι και τα δύο. Οι λέξεις έχουν την δική τους ταυτότητα· αρχικά είναι η έννοια που υπάρχει στα λεξικά, αλλά την ίδια στιγμή είναι και η έννοια που δίνεις εσύ στην λέξη όταν την βγάζεις από μέσα σου και την τοποθετείς στην πρόταση — είτε γραπτώς είτε προφορικώς. Τότε αποκτά και την δική σου δυναμική, εμποτίζεται από την δική σου αύρα. Η λέξη σου δίνει αλλά και παίρνει από σένα. Κι ανάλογα με αυτό που είσαι εσύ εκείνη την στιγμή, γίνεται και αυτή. Οπότε, όταν μπει σωστά σε μια πρόταση σημαίνει και κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που αρχικά — ως λέξη — έννοια στο λεξικό — σήμαινε. Γιατί την έχεις θρέψει με την δική σου εσωτερική ζωή. Γι’ αυτό και στην ποίηση, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να πάρει τις λέξεις και να τις οικειοποιηθεί. Φεύγουν από τον δημιουργό, πάνε κατευθείαν στον αναγνώστη. Τις ντύνεται ή τις απεκδύεται — ανάλογα με το τι θέλει πάντα να κάνει ο αναγνώστης. Ο συγγραφέας, όμως, πρώτα, κύρια και πάντα οφείλει τις λέξεις να τις σέβεται.

— Μια μυστηριακή παρουσία υπάρχει στο «Επειδή μαζί». Η οποία δεν είναι εύκολο κάποιος να την αποκρυπτογραφήσει ή έστω να δει το περίγραμμά της. Είναι η Αγία του Χιονιά. Μπορείς να μας την παρουσιάσεις;

Η Αγία του Χιονιά υπάρχει. Η Αγία του Χιονιά είναι μια περίοδος πολύ συγκεκριμένη, όπως είναι και μια περιοχή πολύ συγκεκριμένη. Και μέσα σε αυτή την περίοδο και σ’ αυτή την περιοχή συνέβησαν καθοριστικά γεγονότα για τις εποχές που ήρθαν, συνετελέσθησαν θαύματα εκεί που μετεξελίχθηκαν. Και θα είναι πάντα η Αγία του Χιονιά ένα από τα προσωπικά μου καταφύγια. Δεν μπορώ και δεν επιθυμώ να πω κάτι παραπάνω.

— Νύχτα με το φως της κι αμέσως μετά «Η σκιά μου κι εγώ». Αλήθεια… γιατί διάλεξες αυτό τον τίτλο;

Γιατί η σκιά μου κι εγώ είμαστε μόνες αλλά είμαστε και μαζί. Η σκιά σε ακολουθεί πάντα. Δεν την βλέπεις. Είναι, όμως, εκεί παρούσα….

— Την κυνηγάς σαν άλλος Πίτερ Παν;

Όχι, όχι, δεν κυνηγάω τη σκιά μου! Και δεν την κυνηγάω γιατί δεν υπάρχει λόγος να κυνηγήσω κάτι που δε θα μπορέσω ποτέ μου να το πιάσω. Νομίζω, όμως, ότι η σκιά μου κυνηγάει εμένα καμιά φορά. Αλλά ούτε εκείνη μπορεί να με πιάσει. Η σκιά μου κι εγώ τεμνόμαστε. Έπειτα μην ξεχνάς ότι πέρα από την σκιά μου — την φυσική μου σκιά — μπορεί να είναι κι άλλα πράγματα, να έχει κι άλλες αναγνώσεις. Μπορεί να είναι ένας άνθρωπος, μια κατάσταση, μπορεί ακόμα να’ ναι μια περίοδος που να μην είναι καθόλου σκιερή, αλλά να είναι σαν σκιά.

— Όμως, το βιβλίο αυτό είναι πολύ πιο σκληρό από τα άλλα δύο.

Έτσι νομίζεις;

— Ναι… πολύ πιο σκληρό…

Μπορεί. Εξάλλου την ποίηση την νιώθει ο κάθε άνθρωπος διαφορετικά γιατί μιλάει πάντα με σημαίνον και σημαινόμενο. Εγώ θα έλεγα πως είναι πιο εσωτερικό από τα προηγούμενα βιβλία. Νομίζω πως εντάσσεται στο πλαίσιο μιας τριλογίας. Το σκέφτηκα αυτό μια μέρα. Ξέρεις δε συνηθίζω να διαβάζω τα βιβλία μου. Τα εκδίδω, φεύγουν από τα χέρια μου και αργώ πάρα πολύ να τα ξαναπιάσω. Αυτός είναι κι ένας λόγος που δε θυμάμαι ποτέ τα ποιήματά μου απ’ έξω κι ούτε τα κείμενά μου. Μπορεί να θυμηθώ μια φράση από ένα ποίημα ή ένα κείμενο αλλά αν μου ζητήσεις να στο πω… δε μπορώ. Δεν θυμάμαι.

Μια φορά το έκανα. Τα πήρα με την σειρά. Μια μέρα το ένα, την επόμενη το άλλο και πάει λέγοντας. Και λέω τελικά έγραψα μια τριλογία, χωρίς να το ξέρω. Είναι καταπληκτικό πως πολλές φορές δίχως να το αντιλαμβανόμαστε, τα γεγονότα χαράζουν την πορεία για μας κι εκείνη τη στιγμή ενώ ζούμε μια διάρκεια, τα κείμενα τα γράφουμε και δείχνουν ένα περίεργο κι αφανέρωτο μέλλον. Φτάνει να τα «διαβάσεις» σωστά. Υπήρξε το «εκεί» που άλλαξε η ζωή, ήρθε το «Επειδή μαζί» και τώρα φτάσαμε να δεξιώνομαι εγώ την σκιά μου και η σκιά μου εμένα.

— Θα κάνω ένα άλμα. Και θα σε ρωτήσω το εξής που με τρώει από τότε που το πρωτοδιάβασα. Τελικά, τι γεύση έχει το φιλί των εραστών όταν πεθαίνουν ζωντανοί;

Αυτό δε θα το μάθει ποτέ κανένας απόλυτα. Γιατί ακόμα και οι ίδιοι οι εραστές το ψάχνουν. Είναι αυτό το μυστικό σημείο…

— Δηλαδή, κλείνεις μ’ αυτό το βασικό αναπάντητο ερώτημα του βιβλίου. Για ποιο λόγο;

Γιατί έτσι είναι η ζωή. Ακόμα και οι ίδιοι οι εραστές δεν μπορούν να ονοματίσουν την στιγμή Κωνσταντίνε.

Όταν τελείωσες τη συγγραφή του βιβλίου, πως ένιωσες; Έχοντας αφήσει το βασικό ερώτημα αναπάντητο;

Εγώ δεν το έχω αναπάντητο μέσα μου. Ξέρω τι γεύση έχει το φιλί των εραστών. Την γνωρίζω. Αλλά δεν μπορώ να το απαντήσω, γιατί αν το κάνω είναι σαν να μιλώ εκ μέρους των αναγνωστών μου.

— Ή διότι από την στιγμή που το έμαθες έχει γίνει στάχτη, όπως γράφεις.

Όχι, όχι, αυτό είναι τελείως άλλο.

— Γιατί;

Γιατί «το φιλί αυτό των εραστών όταν πεθαίνουν ζωντανοί», δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει στάχτη.

— Για ποιο λόγο;

Επειδή είναι το μόνο ζωντανό πράγμα που τους ενώνει.

— Ακόμα κι αν το αρχικό βίωμα αλλάξει;

Ναι βέβαια! Το σώμα έχει μνήμη. Η καρδιά έχει μνήμη. Η ψυχή έχει μνήμη.

— Υπάρχει μέσα στο βιβλίο μια λέξη που επαναλαμβάνεται συνεχώς. Και η οποία είναι ο κεντρικός άξονας των πιο βασικών ποιημάτων σου. Κι αυτή είναι η λέξη «άδικο». Μπορείς να μας εισαγάγεις σ’ αυτή την έννοια;

Η λέξη άδικο, ανάλογα με το που βρίσκεται μέσα στο ποίημα, αποκτά μια διαφορετική σημασία. Άλλες φορές το άδικο είναι η ματαίωση μιας ελπίδας και κάποιες άλλες, αποκτά το πρόσωπο εκείνο που σου καταργεί όλα όσα έλεγες πως ήρθαν και δεν αντέχεις πια να βλέπεις πως δεν υπάρχουν. Δηλαδή σε κάποιες φάσεις και σε κάποια ποιήματα το άδικο προσωποποιείται.

— Ψάχνεις την αλήθεια μέσα από το αδύνατο της αλήθειας.

Ναι, γιατί δεν υπάρχει μόνο μιαν αλήθεια.

— Κι ίσως να νοιώθεις πιο ασφαλής μέσα στο ψέμα.

Όχι. Πες μου γιατί το λες αυτό και θα σου απαντήσω.

— Παράδειγμα στο ποίημά σου «Ψέματα». Λες πάλι εδώ για το άδικο, και: «Απομεινάρια/ Μιας άδικης προσπάθειας/ Να αποφύγεις την αλήθεια». Με την αποφυγή της αλήθειας τι προσδοκάς; Όταν λείπει η αλήθεια στην θέση της τι βάζεις;

Την μη — αλήθεια. Δεν υπάρχει το ψέμα. Η μη — αλήθεια διαφέρει από το ψέμα. Μπορώ να μη σου πω ψέματα για κάτι, αλλά και να μη σου πω όλη την αλήθεια. Αυτό δε σημαίνει ότι σου έχω πει ψέματα. Απλά δεν σου έχω πει ολόκληρη την αλήθεια, σε όλες της τις διαστάσεις. Η αλήθεια, άλλωστε, όταν δεν είσαι έτοιμος να την ακούσεις, σε πονάει. Το ψέμα πάντα είναι πιο γλυκό για τους ανθρώπους, γιατί μπορούν να το αντιμετωπίσουν καλύτερα. Η προσπάθεια εν προκειμένω είναι άδικη γιατί διαρκώς ματαιώνεται. Εγώ πονάω πολύ γιατί ζω διαρκώς με την αλήθεια.

— Άρα, με την επιλογή του τίτλου ήθελες να εξομαλύνεις λίγο το νόημα.

Ακριβώς. Επίσης, όπου υπάρχουν πολλές αλήθειες, δεν υπάρχει αλήθεια. Υπάρχει η δική σου, γιατί την βλέπεις μέσα από τα δικά σου μάτια και υπάρχει και η δική μου αλήθεια, την ίδια κατάσταση να την βλέπω με άλλα μάτια. Οπότε μιλάμε για δύο αλήθειες που είτε θα ταυτιστούν είτε θα έρθουν σε σύγκρουση. Απόλυτα αντικειμενική αλήθεια κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει. Και σε επίπεδο γης να το πάρεις, αλήθεια είναι ότι πίνουμε εδώ τον καφέ μας και είναι απόγευμα, ταυτόχρονα αλήθεια είναι πως στο άλλο ημισφαίριο της γης τώρα αρχίζει να ξημερώνει.

— Επομένως, μέσα σ’ αυτό το βιβλίο που υπάρχει η φωτιά… φλόγα… η φλεγόμενη χώρα… μήπως αυτή η φλόγα αποτελεί για σένα τον κυκεώνα αληθειών και ταυτόχρονα το ψέμα ή την μη — αλήθεια; Γιατί μετά το άδικο ακολουθούν ποιήματα που είτε επικρατεί η στάχτη ή η φωτιά.

Κοίταξε να δεις, η φωτιά καθαρίζει… καθαρίζει τον χώρο από τα μικρόβια. Η φωτιά εξιλεώνει· ό,τι καεί αναγεννιέται. Παίρνεις την στάχτη και την κάνεις κάτι άλλο. Παλιά για παράδειγμα ,την χρησιμοποιούσαν για να πλύνουν τα ρούχα. Οπότε ακόμη και η στάχτη είναι χρηστική.

— Από την συζήτησή μας εκλαμβάνω πως δεν είναι απλή η συνύπαρξη σου με την σκιά.

Καθόλου. Είναι μια επίπονη διαδικασία.

— Και μια διαμάχη.

Ναι, και μια διαμάχη κάποιες φορές πολύ μεγάλη. Γιατί σου είπα εγώ την σκιά μου δεν μπορώ να την ακολουθήσω γιατί δεν μπορώ να την πιάσω. Η σκιά μου, όμως, με κυνηγάει. Την αισθάνομαι να θέλει να ταυτιστεί και με ενοχλεί που ζούμε και προχωράμε παράλληλα. Αλλά αυτή είναι η φύση της. Έπειτα μην ξεχνάς όπως είπα και παραπάνω πως η σκιά αρκετές φορές προσωποποιείται. Αποκτά ανθρώπινη υπόσταση που δεν είναι εγώ, αλλά ο άνθρωπος που έχω απέναντί μου.

— Πολλές φορές παίζεις με τις λέξεις, παίζεις με τους τίτλους και προσπαθείς να συνενώσεις δύο αντιθετικά πράγματα. Είναι κι αυτό ένα παιχνίδι σου με την σκιά;

Ναι. Έτσι είμαι και στη ζωή. Προσπαθώ να συγκεράσω ανόμοια πράγματα. Δεν μου αρέσει η στασιμότητα. Σε ορισμένες περιόδους της ζωής μου με κάνει να αισθάνομαι ασφάλεια , αλλά δε μου αρέσει για πολύ. Μου αρέσουν τα αντιθετικά πράγματα, γιατί με βοηθούν να πάω παρακάτω. Και γιατί το αντιθετικό μου δίνει την δυνατότητα να ψάξω. Αυτό που είναι επίπεδο και είναι ένα το ξέρεις, θα το δουλέψεις, θα το δεις, θα το ζήσεις, θα το κυριαρχήσεις και θα σε κυριαρχήσει. Αλλά είναι ένα. Το αντιθετικό, αυτό που θα σου δημιουργήσει την πάλη, είναι αυτό που θα σε βγάλει παραπέρα. Εξάλλου όλα σ’ αυτό το βιβλίο συνοψίζονται στο τέλος, «κι έμειναν οι λεπτομέρειες της ζωής μου nox arcana».

Οι λεπτομέρειες της ζωής σου. Για ποιο λόγο λεπτομέρειες;

Γιατί υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου που είναι τόσο δυσδιάκριτα στο μάτι των δικών μου ανθρώπων και καμιά φορά ακόμα και στα δικά μου μάτια, που όταν τα δω — όταν δω αυτές τις λεπτομέρειες και τις αντιμετωπίσω — καταλαβαίνω ότι είναι ένα μεγάλο σκοτεινό μυστικό που δεν μπορεί κανείς να μπει εκεί μέσα. Είναι ο λαβύρινθος της ψυχής μου που τον βαδίζω για να με μάθω. Νομίζω ότι ζω μονάχα με τις λεπτομέρειες της ζωής μου.

— Ποια η θέση της ποίησης στην ζωή σου;

Η ποίηση είναι ένας μαγικός υπέροχος τόπος. Από παιδί, ήταν το μοναδικό είδος έκφρασης του λόγου με το οποίο μπορούσα να ταυτιστώ. Ένα ποίημα, γινόταν ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγράφιζα την δική μου εσωτερική πραγματικότητα. Έβλεπα τον κόσμο να ανοίγεται μπρος μου με άλλες διαστάσεις χωροχρόνου. Αρκετές φορές επάνω στο ποίημα που διάβαζα έγραφα ένα δικό μου. Έδινα μια άλλη διάσταση στις λέξεις του ποιητή, κάτι που με οφέλεισε γιατί μπορούσα να με αναλύσω αλλά και να εξελίξω τις λέξεις, τις σκέψεις, τον εαυτό μου. Είναι πολύ εσωτερική διαδικασία η ανάγνωση κι η δημιουργία ενός ποιήματος. Οι αφορμές και οι αιτίες κρύβονται μέσα μας. Η ποίηση με βοηθάει να ζω με αυτές τις λεπτομέρειες της ζωής μου. Να συμπορεύομαι. Επίσης, με βοηθάει να έρχομαι σε συγχρονισμό με την εσωτερική μου κραυγή. Μέσα μου τα πράγματα φωνάζουν, ουρλιάζουν, προσπαθώ να τα κρατώ σε τόνους χαμηλούς έτσι ώστε να μην αντιτίθεται η σκιά σε μένα κι εγώ στην σκιά. Να μπορέσουμε να συμπορευθούμε.

— Αν δούμε «πανοραμικά» την τριλογία. Σ’ αυτό το κομμάτι του ταξιδιού τι ρυθμό θα έδινες;

Είναι το σόλο της ηλεκτρικής κιθάρας, αυτού του φοβερού τύπου, του Prince στο tribute του George Harrison. Στο κομμάτι «While my guitar gently weeps”.

— Με την πρώτη ανάγνωση κάποιος βλέπει ένα άτομο που κραυγάζει και ψάχνει (και είναι μόνο). Αν πας, όμως, πιο βαθιά αρχίζεις να αισθάνεσαι μουσικούς παλμούς. Ποια η θέση της μουσικής στο έργο σου;

Την μουσική την αγαπάω πάρα πολύ. Όταν γράφω δεν ακούω μουσική. Δεν μπορώ να ακούσω μουσική εκείνη την ώρα γιατί αποσυντονίζομαι. Ίσως να παίζει στο υποσυνείδητό μου. Γιατί τελικά όλα γίνονται εκεί, στο πίσω μέρος του μυαλού. Η μουσική, λοιπόν, αν παίζει στο υποσυνείδητό μου είναι αυτό που ορίζει και τις λέξεις μου. Αυτός ο ηλεκτρικός ήχος, γιατί αν παίζει μουσική τότε είναι μια ηλεκτρική κιθάρα, ένα ηλεκτρικό σόλο, που έχει εξάρσεις και υφέσεις και κρύβει ταυτόχρονα και την γλύκα και την πίκρα. Κλαίει. Νομίζω ότι η μουσική που υπάρχει μέσα μου κλαίει.

— Ο θρήνος στην ποίησή σου δεν υπάρχει. Αντ’ αυτού υπάρχει νεύρο. Κραυγή.

Έχω καταφέρει να το κρύψω τόσο καλά; (Γέλια) Κ.Κ.: Νομίζω, ναι! (Γέλια)

Ωραία! Εντάξει! Αφού το έχω καταφέρει είναι όλα τέλεια! (Γέλια) Νεύρο δεν ξέρω αλλά κραυγή έχει σίγουρα!

— Και συνεχίζουμε με το τέταρτο σκαλοπάτι. Ασκήσεις ύφους. Θέλεις να μας μιλήσεις λίγο γι’ αυτό το βιβλίο;

Οι Ασκήσεις ύφους είναι ένα ποιητικό βιβλίο που συνέγραψα με τον Σταύρο Σταυρόπουλο. Αποτελείται από δύο εισαγωγικά κείμενα και έξι ποιήματα. Τα ποιήματα αυτά έχουν την ιδιαιτερότητα ότι γράφτηκαν και από τους δύο. Υπάρχουμε και οι δύο σε κάθε ποίημα. Μια γραμμή ο ένας μια ο άλλος. Κάτι που είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει στην ποίηση γιατί η ποίηση είναι ένας λόγος συμπυκνωμένος, λιτός και πρέπει να περιγράψεις πάρα πολλά σε πάρα πολύ λίγο χρόνο και χώρο και αυτό το βιβλίο έχει καταφέρει να είναι τόσο πολύ συμπυκνωμένη η ροή της σκέψης και η ροή του λόγου, που κάθε ποίημα να είναι ένα όλον αδιάσπαστο, αδιάπτωτο και αυτό είναι και η μεγάλη επιτυχία του βιβλίου. Σε άλλο λογοτεχνικό είδος για παράδειγμα στο μυθιστόρημα, μπορεί κάποιος να σταματήσει την ιστορία σε ένα σημείο και να συνεχιστεί από κάποιον άλλο χωρίς να υπάρξει κενό σε ό,τι περιγράφεται και διαδραματίζεται. Στην ποίηση όμως είναι βαθιά δύσκολο. Χρειάζεται να έχεις μελετήσει το μυαλό του άλλου, να έχεις θητεύσει στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τις λέξεις και τις έννοιες, το πώς τις τοποθετεί στον γραπτό λόγο και σαφώς να υπάρχει η ταύτιση στη θέαση του κόσμου στις πραγματικές ή μη διαστάσεις του. Κι αν ένας από τους δύο χωλένει σε κάποιο από όσα σου ανέφερα, τότε πολύ δύσκολα το εγχείρημα θα έχει επιτυχία. Αυτό που θα αποτυπωθεί στο χαρτί, θα είναι πάντα ελλειμματικό. Θα χάσκει. Για μένα ήταν ένα στοίχημα να μπορέσω να γράψω κάτι με τον Σταύρο Σταυρόπουλο που να μην μπορεί κανείς να ξεχωρίσει ποιος έχει γράψει τι. Κι αυτό το κατάφερα εξαιρετικά καλά και είμαι πάρα πολύ περήφανη!

— Αυτή η τόσο εσωτερική ποιήτρια πως βλέπει τον κόσμο γύρω της, αυτή την εποχή;

Χαοτικά άδειο, χαοτικά μαύρο και τον κοιτάω με πάρα πολλή θλίψη. Με θλίβουν αυτά που βλέπω. Καταρχήν με θλίβει η πτώση των ανθρώπων. Η έκπτωσή τους από την ίδια τους τη ζωή. Βιώνουμε μια περίοδο όπου οι αξίες όπως τις ξέραμε δεν υπάρχουν. Κι αν υπάρχουν είναι ελάχιστες και τις διατηρούν ακόμα πιο ελάχιστοι άνθρωποι. Δεν βλέπω εύκολα ανθρώπους να ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό. Δεν βλέπω ανθρώπους να ενδιαφέρονται για την εσωτερική τους καλλιέργεια, έχουν στραφεί οι περισσότεροι στην ύλη. Έχουν χάσει την ηθική τους υπόσταση. Δεν υπάρχουν φραγμοί. Κι όταν ένας άνθρωπος δεν έχει ηθικούς νόμους και εσωτερικούς κανόνες δημιουργεί όλο αυτό το σύμπαν που βλέπουμε να υπάρχει γύρω μας. Κι αυτό με θλίβει πάρα πολύ.

— Ποια η θέση του καλλιτέχνη μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, που μόλις περιέγραψες;

Να βοηθήσει τον κόσμο να δει τα πράγματα διαφορετικά. Να βοηθήσει τον κάθε άνθρωπο να στραφεί μέσα του και να ψάξει και να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό του. Αλλά δεν είμαι σίγουρη κατά πόσον αυτή η περίοδος που ζούμε μπορεί να βοηθήσει έναν καλλιτέχνη, που έχει αυτή την επιθυμία, γιατί είναι δύσκολο να βρεις αυτό το κοινό. Υπάρχει, όμως αισθάνομαι πως μειώνεται. Οι άνθρωποι τώρα περισσότερο από ποτέ, ζητούν το εύκολο. Ένας απ’ τους ρόλους της ποίησης, είναι να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί το ποίημα χτυπά κατευθείαν στην ψυχή. Όταν θα φύγει από τα χέρια του δημιουργού δεν του ανήκει. Αποκτά δική του ταυτότητα κι όταν φτάσει στον αναγνώστη, αυτός το ζει με τον δικό του τρόπο και το μετουσιώνει σε κάτι διαφορετικό.

— Είσαι αισιόδοξη;

Άλλες φορές ναι άλλες φορές όχι. Νομίζω ότι αισιόδοξη γίνομαι ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν γύρω μου. Δεν είμαι όμως φύσει απαισιόδοξος άνθρωπος. Αυτό είναι το περίεργο. Νομίζουν κάποιοι γύρω μου ότι είμαι πεσιμίστρια. Δεν είμαι. Απλά βλέπω τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις.

— Υπάρχει κάτι που σε πονάει;

Η έλλειψη καλοσύνης, το να απλώνεις το χέρι στον συνάνθρωπο χωρίς να τον κρίνεις. Στεναχωριέμαι όταν κάποιος βγάζει τον κακό εαυτό του. Αλλά δεν μπορείς να κρυφτείς για πολύ καιρό. Θα το κάνεις, θα ξεγελάσεις και θα ξεγελαστείς αλλά αυτό που είσαι στο τέλος θα φανεί.

— Τι ετοιμάζεις αυτό το διάστημα;

Γράφω την νέα μου ποιητική συλλογή κι ετοιμάζω κάτι που ίσως οι αναγνώστες μου δεν το περιμένουν από μένα, όμως δεν θα το αποκαλύψω. Είναι κάτι που το δουλεύω πολύ καιρό και πιστεύω πως όταν βγει, με τον τρόπο που θα γίνει, θα είναι μια ευχάριστη έκπληξη.

— Τι μήνυμα θα ήθελες να στείλεις στους αναγνώστες σου;

Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Νομίζω ότι το μήνυμα κάθε άνθρωπος το ανακαλύπτει μόνος του. Ξέρεις δεν πιστεύω πως υπάρχει ένα μότο που να ταιριάζει σ’ όλους τους ανθρώπους. Ίσως να τους έλεγα να κάνουν αυτό που κάνω εγώ. Να μη φοβούνται το σκοτάδι τους. Και να μπούνε και να περπατήσουν στο σκοτάδι τους και μέσα εκεί να μη φοβηθούν αυτό που θα δουν. Διότι θα είναι ο πραγματικός εαυτός τους.

— Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας έναν στίχο σου ή καλύτερα να δημιουργήσεις τώρα έναν με βάση όλα αυτά που είπαμε;

Είναι αυτό που έγραψα στο facebook σήμερα το πρωί. «Η ελευθερία της ψυχής, ισούται με τη δύναμη ολάκερης της ανθρωπότητας».

— Με ποιο τραγούδι θα ήθελες να κλείσουμε την συνέντευξη;

Είναι δύο. Το ένα είναι το «Diamonds and Rust» που το αγαπάω και το άλλο είναι μια μελωδία που με χαρακτηρίζει απόλυτα ως οντότητα και είναι το Ερωτικό του Σπανουδάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: