Γράφει η Παντοφίλη Βαρβαρήγου
Πυκνός, ά-τυπος, μοναδικός ο λόγος της Κωνσταντίνας Λάμπρου κραυγάζει μ’ ένα πάθος χθόνιο, αρχέγονο και γοερό καταθέτοντας τη βαθιά φρίκη, την αγωνία της ύπαρξής μας όσο και την αλήθεια μας.
Μ’ έναν ανεξέλεγκτο, κατακλυσμιαίο μονόλογο, χωρίς παύσεις αλλά μόνο σταθμούς – στο κείμενο δεν υπάρχουν άλλα σημεία στίξης εκτός της τελείας – όπου το «ότι» και το «πως» σαν ισχυρά λακτίσματα εκτινάσσουν τον αναγνώστη ανυποψίαστο και αβοήθητο σε μια κοχλάζουσα ροή συνείδησης, η Αντιγόνη αφηγείται το όνειρό της, αναζητώντας ασθμαίνοντας λύτρωση από το πάθος, την έλλειψη, την ενοχή. Η φωνή της, ιαχή εξ αρχής εκκωφαντική, οδηγεί σ’ ένα κόσμο συντέλειας, αφού δεν μπορεί να είναι άλλο τι ένας κόσμος νύχτας, ερέβους, αναμονής του θανάτου, σύμπαν χωρίς μέρες και χωρίς φως. Ένας κόσμος αποτέλεσμα της κόλασης που προκαλεί η απώλεια, όσο μεγαλύτερη τόσο πιο κόλαση, αλλά πόσο αληθινά μεγαλύτερη από το θάνατο ενός μοναδικού αγαπημένου, ενός παιδιού.