24.10.12

Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο Το όνειρο της Αντιγόνης

Γράφει η Παντοφίλη Βαρβαρήγου

Πυκνός, ά-τυπος, μοναδικός ο λόγος της Κωνσταντίνας Λάμπρου κραυγάζει μ’ ένα πάθος χθόνιο, αρχέγονο και γοερό καταθέτοντας τη βαθιά φρίκη, την αγωνία της ύπαρξής μας όσο και την αλήθεια μας.

Cover_800x1247Μ’ έναν ανεξέλεγκτο, κατακλυσμιαίο μονόλογο, χωρίς παύσεις αλλά μόνο σταθμούς – στο κείμενο δεν υπάρχουν άλλα σημεία στίξης εκτός της τελείας – όπου το «ότι» και το «πως» σαν ισχυρά λακτίσματα εκτινάσσουν τον αναγνώστη ανυποψίαστο και αβοήθητο σε μια κοχλάζουσα ροή συνείδησης, η Αντιγόνη αφηγείται το όνειρό της, αναζητώντας ασθμαίνοντας λύτρωση από το πάθος, την έλλειψη, την ενοχή. Η φωνή της, ιαχή εξ αρχής εκκωφαντική, οδηγεί σ’ ένα κόσμο συντέλειας, αφού δεν μπορεί να είναι άλλο τι ένας κόσμος νύχτας, ερέβους, αναμονής του θανάτου, σύμπαν χωρίς μέρες και χωρίς φως. Ένας κόσμος αποτέλεσμα της κόλασης που προκαλεί η απώλεια, όσο μεγαλύτερη τόσο πιο κόλαση, αλλά πόσο αληθινά μεγαλύτερη από το θάνατο ενός μοναδικού αγαπημένου, ενός παιδιού.

Όσο γοερή η πρώτη κραυγή της ανθρωπότητας, εκείνη μιας μάνας για το χαμένο παιδί της, άλλο τόσο πυκνό το σκοτάδι που σκέπασε τα πάντα σαρώνοντας τη ζωή. Ο άνθρωπος λύγισε, γονάτισε, ικέτεψε ανακαλώντας το φως, προσπαθώντας να επιμηκύνει τις τελευταίες ανάσες του. Ο λόγος, η αφήγηση γίνεται το αφανές όπλο ανάκτησης της ζωής και του φωτός, ο φορέας των ελπιδοφόρων ιστοριών, και πώς αλλιώς, αφού «εν αρχή ήν», αφού μόνο δι’ αυτού οι μάσκες βίαια αποσχίζονται και αποκαλύπτονται κενές οι συνειδήσεις.

Μέσα στις ατέλειωτες φωτεινές αφηγήσεις που ζωντάνευαν τις φλόγες αναρίθμητων πυρκαγιών, απ’ όπου οι δυστυχείς «έκλεβαν» την παράτασή τους στον κόσμο, εκεί ακούστηκε η μία, η αγέλαστη, η σκοτεινή αφήγηση που αποκάλυπτε τη Μοίρα ως κραταιό τύραννο της πορείας του κόσμου, που ονόμαζε τη μνήμη ως την «πιο απάνθρωπη ποινή» και τους ανθρώπους «πυκνογραμμένους από αιώνες άφατου λόγου». Αυτός ο λόγος και η ακατάπαυστη ροή του, οξύς και τιμωρός αποκαλύπτει πως «μόνο αυτή η τερατώδης μέσα άβυσσος φοράει ολόκληρο το στέμμα της αλήθειας» κι ακόμα το χειρότερο∙ πως το βαθύ δράμα των ανθρώπων είναι ότι «δε θα διαβούν ποτέ τις πύλες της συνείδησης» για να αγγίξουν γονυκλινείς, όπως αρμόζει, το έσχατο σημείο της ύπαρξης, εκεί που χαράσσεται το παρελθόν και στη σκιά του τροχηλατείται το παρόν και το μέλλον.

Γι’ αυτό οι άνθρωποι «δεν έχουν άλλη ζωή από το παρελθόν τους». Γι αυτό η Αντιγόνη δεν έχει λόγο, δεν έχει φωνή, ούτε και φωτεινή ανάμνηση να καταθέσει, ούτε και ιστορία να πει, «γιατί από κει» –το παρελθόν– «όλοι οι άνθρωποι ανεξίτηλοι κι από κει ολόκληροι οι άνθρωποι χαραγμένοι». Και πώς ν’ αντέξει κανείς αυτές τις διά βίου χαρακιές, πώς, αν δεν τις καταυγάζει η αγάπη, «ότι καμιά φωτεινή ιστορία των ανθρώπων δεν φτιάχνεται χωρίς αγάπη». Κι αν το αίτημα αυτό της αγάπης παραμένει ανεκπλήρωτο και όνειρο εις τους αιώνας, ο άνθρωπος κοιτάζει το είδωλό του μισό, πάντα ωστόσο μ’ ένα βαθύ καταφύγιο∙ τη φαντασία «που διορθώνει όλα τα λάθη της ζωής […] κι από κει όλα τα αύριο […] κι από κει ολόκληροι οι άνθρωποι πόσο πολύ και πόσο μαγεμένοι».

Μα η φαντασία φλογίζεται κι από τη δύναμη της έλλειψης, από το ανεκπλήρωτο βαθύ αίτημα της αγάπης. Στον κόσμο της δικάζονται οι ένοχες απουσίες, εκτοξεύονται αμείλικτα ερωτήματα, λαμβάνονται ή όχι λυτρωτικές απαντήσεις, βρίσκουν διέξοδο τα απωθημένα και ο θυμός ενός αιώνια αναπάντητου «γιατί». Και πόσο ευθύβολος σαν βέλος στο στόχο του μπορεί να είναι ο θυμός, πόσο δολοφονικό το αποτέλεσμά του, πόσο ένοχος και αθώος ταυτόχρονα ένας τέτοιος φόνος, πόσο σκοτεινή ή φωτεινή μπορεί ν’ αφήσει μια ζωή.

Στον κόσμο που δημιουργεί η Κ. Λ., αυτόν της απώλειας και της ακατάπαυστης ροής, το σκοτάδι και το φως δεν απέχουν. Ανάμεσά τους στέκει μόνο το αρχέγονο αίτημα της πληρότητας της ανθρώπινης ψυχής. Ως μονίμως τιθέμενο αλλά αιωνίως ανεκπλήρωτο φωλιάζει στις εσχατιές της ύπαρξής μας και, αν ποτέ αναδυθεί, τα είδωλα θρυμματίζονται – όπως του Ντόριαν Γκρέυ – και τότε φως και έρεβος, παραδόξως, συνυπάρχουν.

Πρόκειται μάλλον για την ίδια πάντα, παντού τραγική ανθρώπινη μοίρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: