Ο Γιάννης Ρουσιάς παίρνει συνέντευξη από την Κατερίνα Έσσλιν | Ακάμας, Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012 »»
Πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο της Κατερίνας Έσσλιν με τίτλο Γαμ. από τις εκδόσεις Απόπειρα. Η συγγραφέας απαντά σε κάποιες ερωτήσεις μου σχετικά με το νέο της βιβλίο.
1. Πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο με τίτλο “Γαμ.”. Τι ακριβώς σημαίνει “Γαμ.”;
Το “Γαμ.” είναι μια λέξη σε εκκρεμότητα. Βάζει τον αναγνώστη στη διαδικασία να συνδιαλλαγεί με το κείμενο και να συμπληρώσει ό,τι λείπει με το μάτι (ή τα υπόλοιπα αισθητήρια). Όμως μη φανταστείς ότι επειδή ο τίτλος είναι μισός κάνει και μισές δουλειές: το βιβλίο έρχεται με “λυσάρι”, καθώς εξοπλίζει με ποικίλα συναισθήματα τον αναγνώστη (ώστε, όταν αποφασίσει μόνος του τι θα πει Γαμ., να πέσει μέσα). Αλλά θα σας δώσω και κάποια hints: Γαμ. μπορεί να σημαίνει γαμέτης (αν ο άλλος ασχολείται με τη φυτολογία) ή γάμος (αν κάποιος θέλει να νοικοκυρευτεί) ή να σημαίνει το άλλο, το ξέρετε ποιο, (αν ο άλλος είναι ρομαντικός και θέλει να πάει να “αγαπηθεί”) ή να προέρχεται απλώς από το “και γαμώ”. Δεν θα μπορούσε να μη λέγεται Γαμ. αυτό το βιβλίο. Πρώτον, έχει σχέση με όλα τα παραπάνω (διαφόρων ειδών παντρέματα και αναπαραγωγές) και δεύτερον σου δίνει μια συμβουλή: τη στιγμή που πας να πεις “Γαμώτο” να φροντίζεις η λέξη να τρώει μια αόρατη τσεκουριά και να σπάει στη μέση. Πιστεύω πως η ζωή ακόμη κι όταν είναι σκληρή σαν βράχος έχει αμέτρητα ωραία βοτσαλάκια γύρω γύρω. Σιγά μην κάτσουμε να χάνουμε τον χρόνο μας λέγοντας συνέχεια γαμώτο και γαμώτο!
2. Και στο βιβλίο αυτό έχουμε μια σειρά μυθιστορημάτων του ενός λεπτού. Δημιουργείτε έτσι ένα αρκετά προσωπικό στυλ, έχετε σκοπό να το συνεχίσετε ή θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε και κάτι μεγαλύτερο;
Υπάρχουν συγγραφείς (και αναγνώστες) που τους αρέσει να τραβάνε αργά αργά αργά (αργά) ένα τσιρότο. Εγώ είμαι από τους άλλους: το τραβάω υπερβολικά γρήγορα, και ίσως βιαστικά (πριν κλείσει τελείως η πληγή). Σίγουρα μιλάμε για προσωπικό στυλ και ταυτότητα (πείτε το κι ανάγκη), αλλά δεν αποκλείω τίποτα. Για την ώρα, το καύσιμο που με βάζει μπρος είναι όλη αυτή η πειθαρχία (που απαιτεί η μικρή φόρμα), όλη αυτή η αιματηρή αποταμίευση λόγου. (Άλλωστε δεν θέλω και να τσακωθώ με τη γραφή. Αυτή είναι το αφεντικό – εκείνη αποφασίζει).
3. Στο βιβλίο αναφέρεις, απευθυνόμενη στους αναγνώστες: “Αν δεν γνωρίζετε ανάγνωση, μικρό το κακό. Το βιβλίο αυτό θέλει περισότερο να το αισθανθείτε, παρά να το διαβάσετε”.
Ποια συναισθήματα προσπαθείτε να κινήσετε με το βιβλίο σας αυτό στους αναγνώστες;
Θυμάστε που μικρός κάνατε τραμπάλα; Το Γαμ. πάει το συναίσθημα μια βόλτα στις κούνιες. Κι εκεί, κάθε ιστορία έχει την αποστολή της. Άλλη σε πάει γύρω γύρω, άλλη σε ρίχνει στα χαλίκια, άλλη σε πάει ψηλά, άλλη σε διασκεδάζει, άλλη σε γρατζουνάει και σου βάζει ιώδιο, άλλη σε γεμίζει χώμα, άλλη σε κάνει τόσο χαρούμενο που δεν θες να φύγεις. Όταν διαβαστούν όλες οι ιστορίες, η πρόθεσή μου είναι, κλείνοντας το βιβλίο, να μην μπορείς να εντοπίσεις ποιο συναίσθημα σε κυριαρχεί, ωστόσο να νιώθεις πλήρης. Όσο για τη φράση που αναφέρετε, πιστεύω πως τα μάτια μας απλώς διαβάζουν λέξεις. Απαιτούνται άλλα αισθητήρια για να γίνονται αντιληπτοί κάποιο βαθύτεροι κραδασμοί. (Αν είσαι συναισθηματικά τυφλός ή φοβάσαι να δεις πως η χαρά και η λύπη είναι σιαμαίες, τι να την κάνεις την ανάγνωση;)
4. Τι ακριβώς είναι η νόσος των αναγνωστών;
Αναφέρεστε στο κείμενο του Αχιλλέα Κυριακίδη, στο οπισθόφυλλο τού Γαμ. Ο Αχιλλέας (και χαίρομαι που μου δίνεται βήμα να τον ευχαριστήσω και δημόσια για τη γενναιόδωρη και πρωτότυπη κριτική του) προειδοποιεί τον αναγνώστη γι’ αυτό που τον περιμένει, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο ευεργετικά “επικίνδυνο”. Η νόσος των αναγνωστών παραπέμπει στη νόσο των δυτών – ίσως επειδή και το βιβλίο απαιτεί μακροβούτι σε βαθιά νερά. Ωστόσο, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στους δύτες, η γρήγορη κατάδυση στο κείμενο και η αργή ανάδυση, σύμφωνα με τον Αχιλλέα πάντα, θα προσβάλει τον αναγνώστη με μια νόσο που θα χαρεί πολύ να την κολλήσει. Μακάρι να εξελιχθεί σε επιδημία η νόσος (θα συμπληρώσω εγώ).
5. Το μυθιστόρημα που με κέντρισε περισσότερο ήταν το “ο Γούντυ ήταν γυναίκα”. Τι ακριβώς θέλατε να εκφράσετε στο μυθιστόρημα αυτό;
Το ότι στην Αθήνα ζούμε σαν μιλφέιγ, τόσο όλοι μαζί, που είναι σαν να ζούμε ο ένας στο σπίτι του άλλου. Σαν το απέναντι μπαλκόνι να είναι η συνέχεια του σαλονιού μας. Ταυτόχρονα, αυτό το “ο ένας πάνω στον άλλο” παίρνει ύπουλες μορφές: γίνεται αποξένωση. Η εν λόγω ιστορία είναι κατά βάση μια ιστορία απότομης ενηλικίωσης και συνειδητοποιήσεων, αρκετά νοσταλγική, και αναφέρεται στα υπό εξαφάνιση θερινά σινεμά, που, καθώς εξαφανίζονται, τυλίγουν στο τεράστιο λευκό πανί της οθόνης τους (λες κι αυτό είναι πουκάμισο φαντάσματος) την παιδικότητα, την ξεγνοιασία, την αθωότητα, το “καλοκαίρι” μας. (Να σημειώσω, καθότι ο τίτλος είναι αινιγματικός, ότι ούτε ο Γούντυ Άλλεν ούτε ο Γούντυ Γουντπέκερ ήταν γυναίκα βεβαίως.. Απλώς πρόθεση αυτής της ιστορίας είναι να θυμίσει ότι δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει τη φαντασία. Ακόμα. Ευτυχώς.) Κλείσιμο ματιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου