Γράφει η Εύη Καρκίτη | Αγγελιοφόρος της Κυριακής,
Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012 »»
Μια τοιχογραφία της παγκόσμιας πόλης από τον πρωτοεμφανιζόμενο πεζογράφο
Τέσσερις άνθρωποι διαπιστώνουν πως είναι αδύνατο με μεγαλώσει κανείς χωρίς οδύνη. |
Ένας τρομοκράτης που διαβάζει Ντοστογιέφσκι και Στάινμπεκ και εγκαταλείπεται σταδιακά σε μια αίσθηση ματαιότητας. Ένας αρχιτέκτονας που σχεδίασε τον ιδανικό εργασιακό χώρο που μοιάζει με πελώριο ντόνατ και ερωτεύεται ένα παράξενο κορίτσι εθισμένο στις ουσίες. Ο φίλος του αρχιτέκτονα που γράφει στα κρυφά, αλλά με απόλυτη πειθαρχία και σοβαρότητα, το πρώτο του μυθιστόρημα. Τέσσερις άνθρωποι που δυσκολεύονται να μεγαλώσουν, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, που επιθυμούν να αγγίξουν για λίγο έστω την ευτυχία, ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει ευτυχία γι' αυτούς. Ο Γουίλ, ο Αρχιτέκτονας, η Μέυ και ο Νίλι είναι οι τέσσερις διαβάτες στους δρόμους της παγκόσμιας πόλης και όχι μιας συνηθισμένης μεγαλούπολης.
Από την παγκόσμια πόλη εμπνέεται ο νεαρός πεζογράφος Ρωμανός Σκλαβενίτης-Πιστοφίδης, για να συνθέσει μια ιστορία απώλειας κι ενηλικίωσης, με εντυπωσιακή οικονομία για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, δίνοντας μια πρώτη γεύση για τις αφηγηματικές του δυνατότητες. Η πόλη στο μυθιστόρημα των μόλις 140 σελίδων δεν είναι απλώς ο τόπος όπου συναντώνται οι χαρακτήρες του βιβλίου και ο συγγραφέας με τους αναγνώστες του. Ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιείται το τοπίο και η ατμόσφαιρά της την αναδεικνύουν στην πηγή από την οποία προέρχονται οι σύγχρονες ιστορίες, αλλά και σε χώρο αναστοχασμού και επανεκτίμησης των παλαιότερων. Αν και η ξενάγηση στους δρόμους της φέρνει στο νου παγκόσμιες πόλεις όπως είναι η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες ή το Λονδίνο, η παγκόσμια πόλη του Σκλαβενίτη-Πιστοφίδη δεν κατονομάζεται, καθώς μοιάζει να είναι όλες οι παγκόσμιες πόλεις μαζί, δηλαδή μια πόλη που δεν υπάρχει, χωρίς ωστόσο να είναι εντελώς φανταστική.
Ο συγγραφέας έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη το 1991, τελείωσε το Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης και είναι σήμερα φοιτητής της Ιατρικής.
Κατά καιρούς δημοσιεύονται στο διαδίκτυο διηγήματά του, κριτικές και παρουσιάσεις βιβλίων, ενώ ταυτόχρονα αρθρογραφεί για ζητήματα που σχετίζονται με την εκπαίδευση.
Ο ήχος της πόλης
Το μυθιστόρημα ξεκινά με τη δολοφονία μιας υπουργού, με τη μέθοδο του Ρασκόλνικοφ στο «Έγκλημα και τιμωρία», από ένα νεαρό τρομοκράτη. Αν και περιμένουμε πίσω από την ψυχρότητα με την οποία εκτελείται ο φόνος να αποκαλυφθεί μια προσωπικότητα που να ανταποκρίνεται στην τυπολογία του απαθούς και πληρωμένου δολοφόνου, σταδιακά ανακαλύπτουμε ένα μοναχικό αγόρι, που έχει ξεχάσει πια το λόγο για τον οποίο βρέθηκε στην οργάνωση και εμπιστεύτηκε τους συντρόφους με τους οποίους μεγάλωσε μαζί, που λυγίζει από την ενοχή και αναζητά στα βιβλία της νεκρής τα στοιχεία εκείνα που θα πραγματοποιήσουν μια σχεδόν λυτρωτική σύνδεση μαζί της. Λίγες σελίδες μετά γνωρίζουμε τον Αρχιτέκτονα, που συλλαμβάνει ένα «τρελό» κτίριο με κυρτούς και κοίλους φακούς που στηρίζονται πάνω σε τέσσερις τεράστιους στύλους και βρίσκει, ύστερα από μια αγωνιώδη αναζήτηση, την εταιρία που θα το κατασκευάσει. Η γνωριμία του με τη Μέυ, ένα κορίτσι που λατρεύει τους Μπήτνικς και έφτασε στην πόλη για να ζήσει όλα αυτά που της υποσχέθηκαν τα ροκ τραγούδια, αν και αρχικά έχει στόχο μόνο το σεξ, φέρνει στη ζωή του τον έρωτα αλλά και την απογοήτευση. Ο Αρχιτέκτονας όμως δεν είναι μόνος. Ο φίλος του, Νίλι, με τον οποίο μοιράζεται την απόλαυση για σοκολατούχο γάλα και τη μουσική, έχει τον τρόπο να τον παρηγορεί.
Παρά το «θερμό» αυτό υλικό, ο συγγραφέας καταφέρνει να διατηρήσει τις αποστάσεις, σαν να διάλεξε τους τέσσερις αυτούς χαρακτήρες ανάμεσα στους πολυάριθμους άλλους που κυκλοφορούν στους δρόμους της ίδιας πόλης, γνωρίζοντας καλά πως έχουν εξίσου ενδιαφέρουσες ιστορίες να διηγηθούν. Η νουάρ ατμόσφαιρα του κειμένου, οι αναφορές σε βιβλία από τα οποία μοιάζει σχεδόν να απαιτούμε να «σώσουν» την ανθρώπινη ζωή, οι νύξεις για τις αιτίες που οδηγούν κάποιον σε πράξεις ακραίες, το κόστος των οποίων δεν είναι σε θέση να πληρώσει, η επίγνωση πως δεν υπάρχει ενηλικίωση χωρίς οδύνη, αποδίδονται με αξιομνημόνευτα λιτή πρόζα, λιγοστούς αλλά πειστικούς διαλόγους, απουσία μελοδραματισμών και γρήγορο ρυθμό. Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται με μια ανάσα και γεννά πολλές προσδοκίες για την εξέλιξη του συγγραφέα.
2 σχόλια:
Πολύ ωραία κριτική για ένα φοβερό βιβλίο. Το ότι δεν είναι best-seller είναι η απόδειξη ότι οι Έλληνες δεν ξέρουμε να διαβάζουμε...
Πότε θα βγάλετε το επόμενο;
Πέτρος Γιγής
Ωραίο βιβλίο, ωραίο εξώφυλλο, ωραίος συγγραφέας, ωραίες εκδόσεις. :)
Γιώργος Ντελ.
Δημοσίευση σχολίου