Γράφει ο Νικ Μπελάνε | ιστορίες για νεράιδες και λοιπά οινοπνεύματα, Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012 »»
Το κείμενο του Νικ Μπελάνε στην εκδήλωση για τον Ρωμανό Σκλαβενίτη-Πιστοφίδη στη Δημοτική βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων «Νέες πένες της Θεσσαλονίκης».
Περπάτησα σε μιαν άγνωστη πόλη. Πόλη βγαλμένη από τις λεπτομέρειες των διαμαντιών της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Δημιουργημένη να εξυπηρετήσει κάποιον σκοπό που μόνο η ίδια θεωρεί αυτονόητο. Μία πόλη τοποθετημένη κάπου στο ακαθόριστο μέλλον, κοντινό ή πολύ μακρινό, λίγη σημασία έχει.
Διέσχισα τους δρόμους μιας άγνωστης πόλης. Πόλης βγαλμένης από τις αυλακώσεις του βινυλίου και τις κραυγές των καταραμένων τροβαδούρων. Εξαρτημένης από το σκοτεινό παρελθόν της και από το απαστράπτον φουτουριστικό περιβάλλον της. Διέσχισα τους δρόμους μιας πόλης που είναι φτιαγμένη να κλέβει το γέλιο αφού πρώτα υποσχέθηκε ανοιχτές αγκαλιές στολισμένες με ανθισμένα χρυσάνθεμα.
Μέσα σ’ αυτήν ακριβώς την πόλη, άοκνος διαβάτης, έζησα μήπως και απαντήσω το πεπρωμένο τεσσάρων ηρώων. Ηρώων με ενηλικίωση βίαια ποτισμένη από την απόδραση του παιδικού ενστίκτου και την μεταμόρφωσή του στο πιο άχαρο, κουρασμένο πρόσωπο, στον άδικο κόσμο ενός εγκλήματος που είτε το πράττεις είτε το βιώνεις ως θύμα.
Μου δόθηκε μια πόρτα, ως ευκαιρία. Ως μονοπάτι διαφυγής. Μια πόρτα μέσα σ’ ένα δολοφονικό μυαλό που γέννησαν οι όρκοι προσήλωσης και οι βαρύγδουπες, στο άκουσμα, υποσχέσεις. Οι κανόνες που ορίστηκαν για να μην ακολουθηθούν ποτέ ή έστω μέχρις ενός σημείου που θα μπορούσε να είναι και το χείλος ενός αβυσσαλέου γκρεμού. Μου την δώρισε ο ίδιος ο δολοφόνος. Ο φυσικός αυτουργός της φρικαλέας πράξης. Μιας πράξης που δεν ονειρεύτηκε ούτε για μια στιγμή να εκτελέσει. Έμεινε να χαμογελά μονάχα στην ιδέα ενός ταξιδιού αρωματισμένου με βότανα, σακιά μπαχαρικών και μυστηριακούς χορούς που όμως παρέμεινε ουτοπία μέχρι να στάξει η μελάνη και η ζυγαριά να γύρει αργά από το έγκλημα στην τιμωρία.
Και συνέχισα να διαβαίνω φτάνοντας ως την καρδιά της πόλης με τις χαρτογραφημένες αρτηρίες. Τις ηλεκτροφόρες φλέβες που πρήζονται και αναπνέουν από τους μεταλλικούς ήχους των τρένων και τις απόκρυφες σκέψεις των υπνωτισμένων επιβατών. Ο κάθε επιβάτης ακολουθεί την διαδρομή του, προκαθορισμένη χρόνια πριν, όταν αυτός επέλεξε την μονότονη και απερίσκεπτη πορεία του προς έναν θάνατο που πάντα θα αποτελεί την τελευταία στάση μιας άχαρης ζωής. Τους ακολούθησα όλους και τον καθένα ξεχωριστά. Ακολούθησα τούτες τις πορείες γνωρίζοντας πως η καθεμιά τους θα αποτελέσει και δική μου στάση. Πολλές στάσεις και όλες τελευταίες.
Απόκτησα συνήθειες, εμμονές. Έχασα τον δίκαιο ύπνο βυθισμένος κάπου ανάμεσα σε στίχους και γραμματοσειρές αιώνων άχρονων. Έμαθα να υπερτονίζω κλισέ που χαρίζουν την ψευδαίσθηση της ικανοποιητικής επιβίωσης αλλά και μια απέραντη θλίψη. Μια θλίψη που δεν παύει να θυμίζει τα ατελείωτα στεγνά χρόνια χωρίς ούτε ένα δάκρυ να μουσκεύει το μαξιλάρι στο διπλό αλλά άδειο κρεβάτι.
Έζησα μέρες καρμπόν με τις προηγούμενες. Ίδιες κι απαράλλαχτες σαν πολλαπλά είδωλα στους μαγικούς καθρέφτες του θλιμμένου Λούνα Παρκ της μεγάλης πλατείας. Όπου το κέντρο της ζωής είναι το σημείο Μηδέν της τεράστιας Ρόδας. Το κέντρο του ατσάλινου τροχού. Ένας φαύλος κύκλος απελπισμένης επανάληψης. Ξανά και ξανά λες και η νύχτα δεν εναλλάσσεται ποτέ με τη μέρα ή το αντίστροφο.
Φυλακίστηκα, γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, μέσα σε διαμερίσματα πολύ μακριά από την πιο κοντινή Επαρχία. Με όλες αυτές τις κάθετες και οριζόντιες, τις αυστηρές γραμμές που απομονώνουν, αιχμαλωτίζουν τις ψυχές, τις συνειδήσεις, τις ροές των σκέψεων, τις ιδέες, μ’ ένα όφελος, μια ικανοποίηση: την κοινή, ευχάριστη θέα προς ένα Αστικό Σύμπαν, ίσως κάποιο πολύχρωμο σιντριβάνι ή μια πλατεία που δημιουργεί με την εικόνα της φτιασιδωμένα ραντεβού των ευχών κάθε Διαβάτη και κάθε παρατηρητή από τα απόλυτα ορθογώνια ανοίγματα προς την δήθεν Αποκάλυψη. Εκεί μέσα είδα όνειρα έπειτα από κοπιαστικές προσπάθειες να αγκαλιάσω τον βαθύ ύπνο. Είδα όνειρα που ποτέ δεν υπερπήδησαν στον κόσμο του ρεαλιστικού που υποτίθεται ότι βιώνουμε.
Με την έλλειψη κάθε νοήματος να σκεπάζει την Πόλη ως γιγάντια, στεγανή μεμβράνη, συνέχισα να ζω καταργώντας κάθε νόμο της Φυσικής. Εξακολούθησα να μετακινώ τα τεράστια κάτοπτρα ψάχνοντας τον Ήλιο μέσα στη νύχτα.
Οι ήρωες δεν σταματούν στιγμή να ζουν, να ανασαίνουν, να κοινωνούν με μικρές ζωογόνες γουλιές όσα η Πόλη ορίζει. Όσα η φιλία ζωγραφίζει. Όσα ο Έρωτας εξουσιάζει. Περιπλανώμενοι μέσα σε μπαρ και ροκ πεντάγραμμα. Μέσα σε όνειρα μεγαλύτερα απ’ όσο μπορούν να αντέξουν σε μία και μόνη ζωή. Μέσα σε μια παράξενη ζωή. Παράξενη παράξενη, όμως. Αγκιστρωμένοι από ανεξίτηλα σημάδια στο δέρμα μιας άγριας εφηβείας, οι διαπιστώσεις τους μυρίζουν αλλαγή μιας συνήθειας ή μιας σειράς σκέψεων που κάποτε, όχι πολύ παλιά, τους υποσχέθηκαν την γλυκιά ρουτίνα μέχρι τουλάχιστον να βρουν την άκρη που με λύσσα αποζητούν. Διαπιστώσεις που επιδρούν όπως μόνο η αδικία της ανώφελης πράξης μπορεί να επιδράσει σ’ έναν διαταραγμένο ψυχισμό. Σ’ έναν κόσμο μιας ψυχής ρημαγμένης και βίαια αποκολλημένης από τις σταθερές και την ομαλή συνέχεια, ως πορεία, μέσα σε κάποιο Αύριο που πιθανολογεί την επιθυμία και που πιθανόν να έχει αυτό ακριβώς το δίκιο που η λογική ορίζει.
***
Κατάλαβα πως η περιπλάνηση θα συνεχιστεί. Θα ξεφύγει από τις ασφάλτινες ρωγμές των δρόμων και τις προσόψεις των τεράστιων κτιρίων. Θα αποδράσει από τα νυχτοπερπατημένα στενά που κυκλώνουν τις πλατείες και τον αλλόκοτο εαυτό της πόλης. Θα βουτήξει μέσα ακριβώς στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Ως την τελευταία σελίδα. Θα ξεπεράσει το οπισθόφυλλο και θα κυλήσει στο πάτωμα, ακριβό απόσταγμα, πλημμυρίζοντας το ζεστό δωμάτιο ψάχνοντας τη Λύτρωση των τεσσάρων ηρώων. Τη Λύτρωση που μεταμφιεσμένη σε μια θελκτική γυναικεία φιγούρα βγαλμένη από κάποιο αστραφτερό βενετσιάνικο καρναβάλι στο βάθος του χρόνου θα ξεφεύγει συνεχώς απλώνοντας τη νέον αύρα της παντού.
Όμως η όμορφη αυτή γυναίκα πρέπει να βρεθεί κι αν πράγματι ανήκει μονάχα στη φαντασία πρέπει να μετατραπεί σε ύλη και να κατακτηθεί. Γιατί έμαθα πως στο τέλος όλοι και όλα λυτρώνονται. Με κάθε κόστος και με οποιονδήποτε ανθρώπινο ή απάνθρωπο τρόπο. Με πράξεις που φέρουν το όνομα της εξιλέωσης σε κάθε ύστατη στιγμή. Με αποφάσεις που χαλαρώνουν τα δεσμά μιας πορείας αναμειγμένης με τα υγρά όνειρα των ερωτευμένων. Με έργα που επιτρέπουν τη συνέχιση στο άπειρο. Με σπουδαγμένες κινήσεις απαλλαγής από το ψυχοφθόρο φορτίο. Με την εμφύσηση απαραίτητου οξυγόνου για να συνεχίσει τους ρυθμικούς χτύπους της κάθε γυάλινη κι εύθραυστη καρδιά.
Ήρθε η ώρα να κλείσω το βιβλίο. Να το αφήσω πάνω στο φθαρμένο ξύλο του φορτωμένου με ταξίδια τραπεζιού. Ήρθε η ώρα να αφήσω πίσω μου το Άστυ. Να παρατήσω μία ολόκληρη Πόλη στην τύχη της και να αναλογιστώ τις υπόλοιπες τύχες. Τις τύχες των νέων παιδιών που θέλησαν να ζήσουν, να ερωτευτούν και να αγκαλιάσουν την ευτυχία που δεν τους χάρισε κανένας. Να μπερδευτώ λαθραία μέσα στα ανοιχτά μέλη και στα ελεύθερα μυαλά αγγίζοντας τις ηλεκτροφόρες κεραίες τους με τον μουδιασμένο μου νου. Έφτασε εκείνη η μικρή και πολύτιμη στιγμή να σταθώ μπροστά σας και να σας πω με αυτά τα ελάχιστα λόγια πως έζησα κι εγώ εκεί μέσα. Τα είδα όλα με τα μάτια μου. Συνάντησα την αλήθεια και τον βούρκο του ψέματος. Μ’ ακούμπησαν οι κατάρες και οι λαχτάρες, οι φτερωτοί έρωτες και οι σκοτεινοί δαίμονες. Ταξίδεψα απ’ άκρη σ’ άκρη στο μεγαλείο ενός τόπου που, υποτίθεται, σου δίνεται απλόχερα να τον ζήσεις. Πέταξα πάνω από αυτόν τον τόπο που τελικά σου φράζει όλα τα ανοίγματα πρόσβασης σε οτιδήποτε ζωογόνο. Σε κάθε τι συνώνυμο της απόλυτης αρμονίας. Που, όμως, σου αφήνει μικρές χαραμάδες ελπίδας να βιώσεις την ζωή που ονειρεύτηκες πριν ακόμη γεννηθείς. Αυτήν την ζωή που γονιδιακά σου υποσχέθηκε η γυναίκα που έμαθες να αποκαλείς «Μάνα».
Δεν γνωρίζω αν βρέθηκε ή αν θα βρεθεί ποτέ αυτή η υπέροχη γυναίκα που ονόμασα Λύτρωση. Δεν ξέρω τι συμβαίνει με τους ήρωες των μυθιστορημάτων όταν τελειώνει η ανάγνωση. Όταν τερματίζει αυτό το αλισβερίσι. Φαντάζομαι ότι στην χειρότερη περίπτωση μένουν εγκλωβισμένοι στο τυπωμένο χαρτί του εκδοτικού οίκου ή στην καλύτερη όλων ζουν ανάμεσα στην δική τους πραγματικότητα και στο δικό μας ονειρικό υποσυνείδητο. Εκπνέουν, κατά πως θέλουν οι ίδιοι, ανάσες και στεναγμούς ερωτήσεων και αποριών για το τι θ’ απογίνουμε ΕΜΕΙΣ μετά το τέλος της κάθε ανάγνωσης. Με κάποιο ντελικάτο άλμα ξεπηδούν από τον χάρτινο κόσμο τους και μας συναντούν. Με έναν κυκλωτικό χορό μας εγκλωβίζουν για πάντα. Με ακατάληπτα λόγια μας μεθούν προσποιούμενοι πως δεν συμβαίνει τίποτα. Με μονάκριβες σταγόνες απεγνωσμένης αγωνίας μάς λούζουν μεγαλόπρεπα και μας επιτρέπουν να τους εμπιστευτούμε όπως δεν εμπιστευτήκαμε ούτε το ίδιο μας το αίμα.
Ναι! Αυτό ακριβώς κάνουν οι ήρωες των βιβλίων. Αυτό ακριβώς κάνουν οι ήρωες ΑΥΤΟΥ του βιβλίου. Κι αυτό ακριβώς είναι που μας συνεπαίρνει με το πέρας κάθε ανάγνωσης. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τους ακολουθούμε. Και, είναι αλήθεια, θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Για πάντα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου