20.3.19

Αννίτα Λουδάρου | Eίναι κάποια που ζει σ’ ένα υπόγειο

γράφει η Ανν Λου | εξιτήριον,
20 Μαρτίου 2019 »»


Ζει δυο χρόνια τώρα σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα στην οδό Ιθάκης. Είναι κάθετη στην Πατησίων στο ύψος της Εφορίας. Η καλύτερη δουλειά που μπόρεσε να βρει μετά από τρία χρόνια συμπαγούς ανεργίας είναι στη γραμματεία ενός μεγάλου δικηγορικού γραφείου. Μεσολάβησε ο θείος της ο Βασίλης, ο αδερφός της μάνας της για να την πάρουν. Με τον όρο γραμματεία σύντομα κατάλαβε πως εννοούσαν τη χαμαλοδουλειά του γραφείου.   Χαρτόσημα, εφορίες, υποθηκοφυλακείο, υπηρεσίες αλλοδαπών οκτώ με δυόμιση το ωράριο της. Πάλι καλά, είχε τουλάχιστον ένα μισθό.

Από το παράθυρό της βλέπει ό,τι περνάει και ό,τι στέκεται τριάντα πόντους πάνω από την επιφάνεια του πεζοδρομίου. Συνήθως δηλαδή γυμνές γάμπες, πατζάκια, παπούτσια, γατιά, σκυλιά, ρόδες και περιστέρια. Όταν νοίκιασε το σπίτι, ο ιδιοκτήτης παραξενεύθηκε που ήταν Ελληνίδα. Χρόνια τώρα στα υπόγεια στοιβάζονται Αφγανοί, Πακιστανοί, Σύριοι, ξένοι γενικώς. Και ο αέρας δεν σταματά ποτέ να μυρίζει κάρυ, κόλιαντρο και σκόρδο. Τα οικονομικά της δεν άφηναν περιθώρια. Οι λίγες οικονομίες που κατόρθωνε να μαζέψει  ήταν ο μόνος τρόπος να κλείσει το υπόγειο καμιά βδομάδα τον Αύγουστο. Κι αυτό δεν το διαπραγματευόταν. Τουλάχιστον όχι ακόμα τώρα που ήταν τριάντα.

Έμαθε  να διακρίνει τους περαστικούς από τους βηματισμούς πάνω στο πεζοδρόμιο, όπως ο ψαράς διαβάζει τις φάσεις του φεγγαριού για να προβλέψει την ψαριά του. Διακρίνει τον γρήγορο, θυμωμένο βηματισμό του κακοπληρωμένου υπαλλήλου που κτυπά τις βρώμικες πλάκες όπως η βελόνα της ραπτομηχανής τρυπά το ύφασμα. Διακρίνει το φιλήδονο περπάτημα μιας γυναίκα με ψηλοτάκουνες γόβες που πάει να χορτάσει φθηνούς έρωτες. Το χαρούμενο, γοργό των αθλητικών με τα λυτά κορδόνια. Μέχρι στοίχημα βάζει πως αν βγει την ίδια στιγμή θα δει τη πλάτη ενός φοιτητή που μόλις πέρασε έξω από το υπόγειό της με την τσάντα του στη πλάτη και τρέχει να συναντήσει το κορίτσι του. Ίσως για να πάνε σινεμά ή για να περπατήσουν αγκαλιά μέχρι την σχολή. Έμαθε να διακρίνει τις γερόντισσες που σέρνουν τα βήματά τους δίπλα στην ξένη που τις φυλάει τώρα που η ζωή τους γέμισε άνοια και τα παιδιά τους δεν προλαβαίνουν να τις φροντίσουν. Την αλλοδαπή μάνα που περνά γρήγορα επιστρέφοντας από την δουλειά στα βόρεια προάστια και τρέχει να συναντήσει τα παιδιά της που ξεροσταλιάζουν μόνα τους. Το τρεμουλιαστό βήμα αυτού που πίνει πρωί και βράδυ και δεν την παλεύει. Όλα τα διακρίνει.

Το ερώτημα που γεννιέται είναι πώς, αφού διακρίνει τόσα πολλά βλέποντας τόσα λίγα και αφού τελικά τα συμπεράσματα της είναι αποτέλεσμα βαθιάς παρατήρησης και ενδιαφέροντος, γιατί δεν βγαίνει έξω να δει την συνολική εικόνα; Κάποιος μπορεί να έλεγε πως δεν βγαίνει γιατί είναι αντικοινωνική. Πως όλα αυτά με το υπόγειο και τα οικονομικά είναι μια δήθεν πρόφαση και πως φοβάται, έχει κρίσεις πανικού και πως ενδεχομένως θα έπρεπε να μάθει να ζει μ΄αυτές. Πως έχει φόβο θανάτου και πως βλέπει σ΄όλα ένα τέλος και πως από εκεί προκύπτει όλη η μελαγχολία της.

Λοιπόν μας απαντάει πως αφού μπορεί να διακρίνει τόσα πολλά από κει που βρίσκεται κοιτάζοντας μονάχα τα πόδια των ανθρώπων τρομάζει πολύ στην ιδέα τού πόσα πολλά θα μπορούσε να διακρίνει αν κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια τους.

______________________
Η Αννίτα Λουδάρου (Ανν Λου) πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στο Τόκυο. Σπούδασε Γεωλογία, Χρηματοοικονομικά και Ψυχανάλυση στην Πάτρα, στο Λονδίνο και στην Αθήνα, όπου τώρα ζει και εργάζεται. Της αρέσει το λικεράκι μαστίχα γιατί της θυμίζει το νησί της. Από το 2012 διατηρεί τη προσωπική της ιστοσελίδα Σκέψεις Ανν Λου και τα κείμενά της έχουν ταξιδέψει διαδικτυακά χωρίς διαβατήριο.

Artwork: Vincent van Gogh (1853-1890) | Four Sketches of a Foot (1886)

Δεν υπάρχουν σχόλια: