17.10.20

Συζήτηση με την Άννα Βερροιοπούλου για τη Μαρία Λουίζα Μπομπάλ και τις Αναμνήσεις μιας νεκρής


συνέντευξη στον Βαγγέλη Μπουμπάκη | Extreme Ways,
Παρασκευή 16 Οκτώβρης 2020 »»

Β.Μ:  Ποια είναι η Μαρία Λουίσα Μπομπάλ;

Η Μαρία Λουίσα Μπομπάλ (1910-1980) δεν είναι ένα από τα φανταχτερά ονόματα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, το όνομά της δεν έχει πολυακουστεί έξω από τα σύνορα της Αμερικανικής ηπείρου και πρώτη φορά μεταφράζεται στην Ελλάδα. Κι όμως είναι μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές φιγούρες της Λατινικής Αμερικής του περασμένου αιώνα. Η Μπομπάλ ήταν μια γυναίκα πέρα από τις συμβάσεις της εποχής της, τόσο ως συγγραφέας, όσο και ως άνθρωπος, δηλαδή όπως λέμε «δεν καθόταν στ’ αυγά της». Όσο η μητέρα της προσπαθούσε να την καλοπαντρέψει, όπως ήταν η μοίρα κάθε νέας κοπέλας των αρχών του αιώνα, η ατίθαση Μπομπάλ τα έκανε όλα διαφορετικά, δημιουργώντας συχνά σκάνδαλα με αρνητικές συνέπειες στη ζωή της και στην αποδοχή του έργου της: κυκλοφορούσε στους ανδροκρατούμενους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, παντρεύτηκε προσχηματικά τον ομοφυλόφιλο ζωγράφο Χόρχε Λάρκο και όταν χωρίσανε κουβαλούσε το ανεξίτηλο στίγμα της «διαζευγμένης», πυροβόλησε τον πρώτο της μεγάλο έρωτα πολλά χρόνια μετά αφού την εγκατέλειψε. Ωστόσο, αυτό που προκάλεσε ίσως περισσότερο το κοινό ηθικό αίσθημα ήταν το γεγονός ότι ήταν γυναίκα συγγραφέας και, πρωτοφανές!, με θέματα φεμινιστικά και ερωτικά. Αποδιωγμένη, αναγκάστηκε το 1944 να πάει να ζήσει στις ΗΠΑ, περνώντας δύσκολα οικονομικά και ψυχολογικά, αλλά απολαμβάνοντας εκεί μεγάλη αναγνώριση του έργου της.

Το πρωτοπόρο έργο της, όπως ακριβώς και η ίδια της η ζωή, συνοψίζεται ίσως στην αγαπημένη της φράση του Πασκάλ: «Γεωμετρία-Πάθος-Ποίηση». Προκάλεσε το θαυμασμό μεγάλων συγγραφέων της εποχής της, όπως του Πάμπλο Νερούδα και του Μπόρχες (του Τζόρτζι όπως τον έλεγε) με τους οποίους ήταν καλή φίλη. Μάλιστα το πρώτο της μυθιστόρημα το έγραψε στο τραπέζι της κουζίνας του Νερούδα.

Όσον αφορά τα πρώτα της χρόνια, ας αφήσουμε καλύτερα να μας διηγηθεί λίγα πράγματα η ίδια η συγγραφέας, όπως άλλωστε κάνει και η νεκρή πρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημα Οι Αναμνήσεις μιας νεκρής:

Γεννήθηκα στη Χιλή στις 8 Ιουνίου το 1910. Από την πλευρά της μητέρας μου έχω γερμανική καταγωγή, ενώ η οικογένεια του πατέρα μου, οι Μπομπάλ, έφτασαν στη Χιλή διαφεύγοντας από τη δικτατορία του Ρόσας. Η μητέρα μου συνήθιζε να διαβάζει σ’ εμένα και τις αδελφές μου παραμύθια του Άντερσεν και των Γκριμ που μας τα μετέφραζε επιτόπου από τα γερμανικά. Έτσι από μικρές γαλουχηθήκαμε με τη γερμανική και βορειοευρωπαϊκή κουλτούρα περισσότερο από τη χιλιανή. Μετά το θάνατο του πατέρα μου, στα εννιά μου χρόνια, φύγαμε για το Παρίσι, όπου μπήκα εσωτερική σε ένα αυστηρότατο καθολικό κολλέγιο. Στο λύκειο διάβαζα πολύ Πασκάλ, που ήταν τόσο λογικός, γιατί κι εγώ μικρή, φαντάσου, ήμουν πολύ λογική. Επίσης Μποντλέρ και Βαλερύ  τούς οποίους δεν έπαψα ποτέ να διαβάζω, αχ αυτή η μουσική τους, πόσο με ανακουφίζει! … Στη Σορβόννη έγραψα ένα μυστηριώδες διήγημα που πήρε το πρώτο βραβείο. «Μα γιατί γράφετε με τόση τραγικότητα;» με ρώτησαν όταν μου το παρέδιδαν, εγώ δεν απάντησα, αλλά φαντάστηκα μια πρόβλεψη για το ποια θα ήμουν στο μέλλον. Όταν είναι κανείς νέος ελκύεται από το τραγικό, τώρα πια θέλω να το κρατάω σε απόσταση, αλλά να που πάντα με συνοδεύει αυτή η απέραντη θλίψη.[1]

Β.Μ:  Ποια η θεματολογία που επιλέγει και σε ποια εποχή γράφει τα έργα της

Έχει λεχθεί για την Μπομπάλ ότι είναι η συγγραφέας που αναζητά το μυστικό του υποσυνείδητου. Τα θέματα της είναι ο γυναικείος συναισθηματικός κόσμος, ο ασφυχτικός ρόλος της γυναίκας, ο έρωτας, ο θάνατος, ο θεός, ενώ πάντοτε κυριαρχεί στα γραπτά της το φανταστικό στοιχείο. Η γραφή της ακροβατεί μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας, λογικής και πάθους, και θεωρείται η πρόδρομος, η κρυφή μητέρα του μαγικού ρεαλισμού. Παρόλο που την εποχή που ξεκινά να γράφει (Το μυθιστόρημα Οι Αναμνήσεις μιας νεκρής γράφτηκε το 1938) ο σουρεαλισμός είναι σε άνθιση, το «σουρεαλιστικό» στοιχείο στο έργο της πηγάζει από τελείως διαφορετικές κρήνες. Όπως είδαμε, μεγάλωσε με τα βορειοευρωπαϊκά παραμύθια, η ατμόσφαιρα των οποίων μπόλιασε το φαντασιακό της με το ζοφερό και το μυστηριώδες. Το «μαγικό» στοιχείο το χρησιμοποίησε ως εργαλείο, ως νυστέρι τόσο για να διεισδύσει στο γυναικείο υποσυνείδητο και να ανασύρει αλήθειες, όσο για να προσεγγίσει θέματα όπως ο θάνατος. Σύμφωνα με την Μπομπάλ η ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής της με τον στεγνό ρεαλισμό της είχε χάσει την επαφή με το μυστήριο, με τον θάνατο, με τις αρχέγονες ρίζες και τον χαμένο παράδεισο. Η τραγωδία των πρωταγωνιστών της είναι ότι βρίσκονται ακινητοποιημένοι σε ένα πατριαρχικό σύστημα που επιτρέπει μόνο στιγμιαίες ανάσες. Παρόλο που δε δήλωνε φεμινίστρια, το έργο της είναι προ-φεμινιστικό, γραμμένο σε μια εποχή και μια χώρα παντελώς ανδροκρατούμενη, όπου δεν υπήρχε χώρος για μια γυναίκα συγγραφέα, πόσο μάλιστα για μια συγγραφέα που μίλησε με τόλμη για τη γυναικεία πραγματικότητα.

Β.Μ: Τι ρόλο διαδραμάτισε στα ισπανικά («ισπανόφωνα») γράμματα, αλλά και όχι μόνο; (Ο Μπόρχες και ο Φουέντες αναφέρονται σε αυτήν με εγκωμιαστικά λόγια)

Αν και το έργο της είναι σύντομο, ο ρόλος της στα ισπανικά γράμματα είναι πολύ μεγάλος. Ο Κάρλος Φουέντες τη θεωρούσε «τη μητέρα των Λατινοαμερικάνων συγγραφέων της εποχής του». Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, η Μπομπάλ φύτεψε το σπόρο του μαγικού ρεαλισμού, ένα λογοτεχνικό κίνημα που επικράτησε εν συνεχεία στη Λατινική Αμερική και κατάκτησε τον κόσμο ολόκληρο με συγγραφείς όπως ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ή αργότερα η συμπατριώτισσά της Ιζαμπέλ Αλιέντε. Αυτό το πάντρεμα ρεαλισμού-φανταστικού το συναντάμε φυσικά και στις Οι Αναμνήσεις μιας νεκρής, όπου μια νεκρή γυναίκα μάς εξιστορεί τη ζωή της. Ο Χουάν Ρούλφο είχε πει ότι το μυθιστόρημα αυτό τον σημάδευσε και ότι αδιαμφισβήτητα χρωστά το αριστούργημά του Πέδρο Πάραμο στο βιβλίο της Μαρία Λουίσα Μπομπάλ, όπως και την ιδέα των νεκρών που μας μιλούν και εξακολουθούν να υπάρχουν στον κόσμο των ζωντανών.

Πολύ ενδιαφέρον είναι επίσης ότι το φανταστικό στοιχείο στο έργο της επηρέασε τον Μπόρχες με τον οποίο ήταν στενοί φίλοι και συζητούσαν τα γραπτά τους. Όταν η Μπομπάλ έγραψε τα δυο της μυθιστορήματα, ο Μπόρχες μόλις είχε ξεκινήσει τα πεζά του και σύμφωνα με τους μελετητές του έργου της η Μπομπάλ συνέβαλε στο φανταστικό στοιχείο που συναντάμε σε συγγραφείς της Αργεντινής, όπως ο Μπόρχες και ο Κασάρες.

Τα έργα της θεωρούνται σήμερα από τα πλέον αξιόλογα της ισπανοαμερικανικής λογοτεχνίας. Δυστυχώς, όμως, όταν στα εξήντα της χρόνια επέστρεψε μόνιμα στη Χιλή από την αυτοεξορία της στις ΗΠΑ, δεν έγινε αποδεκτή στους λογοτεχνικούς και κοινωνικούς κύκλους, τόσο εξαιτίας της «μεμπτής» συμπεριφοράς της, όσο για τη «θρασύτητα» της λογοτεχνίας της που έδινε φωνή στον γυναικείο ερωτισμό. Πέθανε πικραμένη, περιμένοντας ματαίως το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, για το οποίο ήταν πέντε φορές υποψήφια και παρότι πολλοί συγγραφείς επέμεναν τότε να απονεμηθεί το βραβείο στην Μπομπάλ.

Β.Μ: Πείτε μας δυο λόγια για τις Αναμνήσεις μιας νεκρής αλλά και το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο που την περιβάλλει; Που έγκειται η σπουδαιότητα του έργου και πόσο επίκαιρο είναι;

Οι Αναμνήσεις μιας νεκρής, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Απόπειρα, είναι ένα σύντομο μυθιστόρημα που χωρά να κλείσει μέσα του μια ολόκληρη ζωή. Η γραφή του είναι αριστοτεχνική και καταλαβαίνουμε γιατί ο Μπόρχες θαύμαζε τη συγγραφέα και είχε εκθειάσει το βιβλίο αυτό. Διάβασα πρόσφατα σε ένα άρθρο πως το μυθιστόρημά της αυτό θεωρείται το πιο πολυκλεμμένο βιβλίο από ιδιωτικές βιβλιοθήκες! Φαντάζομαι βέβαια στη Λατινική Αμερική. Η υπόθεση είναι η εξής: μια νεκρή γυναίκα μάς εξιστορεί τη ζωή της, καθώς συγγενείς και φίλοι έρχονται ένας ένας δίπλα της για να την ξενυχτίσουν. Ο πρωτότυπος τίτλος, La Amortjada, «Η σαβανωμένη», αναφέρεται στη γυναίκα που ασφυκτιά μέσα στο σάβανο της πατριαρχίας από το οποίο απελευθερώνεται σιγά σιγά με το θάνατό της.

Η μέρα καίει ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα.
«Πάμε».
«Όχι».
Εξουθενωμένη, λαχταρά να απαλλαγεί από το τελευταίο κομμάτι της συνείδησης που την κρατά δεμένη με τη ζωή, για να αφεθεί επιτέλους να μεταφερθεί προς τα πίσω, μέχρι τη βαθιά, φιλόξενη άβυσσο που νιώθει εκεί κάτω.

Όταν εκμυστηρεύτηκε στον Μπόρχες την ιδέα της, αυτός την απέτρεψε λέγοντάς της ότι είναι αδύνατον να συνδυάσει το υπερφυσικό με το ρεαλιστικό στοιχείο. Φυσικά η Μπομπάλ δεν τον άκουσε και έγραψε αυτό το μικρό αριστούργημα. Πρώτος πρώτος διάβασε το χειρόγραφο ο Μπόρχες, ο οποίος «της έβγαλε το καπέλο». Το βιβλίο αυτό ήρθε για να σπάσει τις λογοτεχνικές παραδόσεις της εποχής. Δεν θα αναφερθώ εδώ στις πάμπολλες καινοτομίες του, μιας και αναφέρονται αναλυτικά στο επίμετρο του βιβλίου. Να πω μόνο ότι στο έργο της δε βρίσκουμε μόνο τα σπέρματα του μαγικού ρεαλισμού, όπως αναφέρθηκε, αλλά περιγράφεται για πρώτη φορά στη Λατινική Αμερική από μια γυναίκα συγγραφέα η ερωτική πράξη, γεγονός φυσικά που σκανδάλισε. Η Μπομπάλ στο βιβλίο της δίνει φωνή σε μια νεκρή, στη φιμωμένη γυναίκα της πατριαρχικής κοινωνίας, στην ερωτική της επιθυμία, στη γυναίκα συγγραφέα· εν ολίγοις η Μπομπάλ δίνει φωνή στη σιωπή.

Β.Μ: Τι δυσκολίες και τι προκλήσεις περιλαμβάνει η μετάφραση ενός τέτοιου εμβληματικού έργου;

Την επιθυμία να μεταφράσω την Μπομπάλ στα ελληνικά και να τη συστήσω στο ελληνικό κοινό την κουβαλώ εδώ και χρόνια. Είχα τη χαρά να έχω τη θερμή υποστήριξη της πρέσβειρας της Χιλής που αγκάλιασε την ιδέα αυτή, αλλά και την εξ αποστάσεως βοήθεια μιας καλής φίλης της Μπομπάλ και μελετήτριας του έργου της, της Λουσία Γκέρα. Ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα όμορφο σχόλιο της τελευταίας, που συνοψίζει τις προκλήσεις της παρούσας μετάφρασης. Όταν της έστειλα το βιβλίο στη Χιλή μου έγραψε: «Άνοιξα την πρώτη σελίδα και παρόλο που δεν ξέρω ελληνικά, εγώ κάθισα και τη διάβασα κι ένιωσα να με κατακλύζουν οι ποιητικές εικόνες της Μπομπάλ, που είναι τόσο δύσκολο να μεταφραστούν». Μπορεί τα λόγια της να ήταν απλώς ένα ευγενικό κομπλιμέντο, αλλά με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι η μεγάλη δυσκολία του κειμένου έγκειται στο έντονα ποιητικό συναίσθημά του, το οποίο όμως εμένα μου βγήκε μάλλον πηγαία, ποιος ξέρει, ίσως να ταυτίστηκα κάπου μ’ αυτό. Εκείνο που με δυσκόλεψε ιδιαίτερα ήταν η πολυπλοκότητα της δομής, όπως για παράδειγμα οι διαφορετικοί αφηγητές, οι εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, δηλαδή η αφήγηση μες στην αφήγηση χωρίς να είναι πάντοτε διακριτά τα όριά τους, η σκόπιμη αφηγηματική ασυνέχεια της Μπομπάλ που δίνει μια χαρακτηριστική ρευστότητα στα γραπτά της και που αντικατοπτρίζει τη ζωή και τη γυναικεία φύση. Όλα τα όρια στο μυθιστόρημα είναι ασαφή, τα χρονικά όρια, το όριο μεταξύ ρεαλισμού-υπερφυσικού, ακόμα και των αφηγητών. Έχουμε, για παράδειγμα, παραγράφους όπου μια αφηγήτρια μας διηγείται σε τρίτο πρόσωπο τη ζωή της πρωταγωνίστριας και ξάφνου μιλά σε πρώτο πρόσωπο, ταυτισμένη συναισθηματικά με την ηρωίδα. Όπως και να ’χει, χρειάστηκε να δουλέψω για καιρό το κείμενο, είναι τεράστια ευθύνη να γνωρίζει για πρώτη φορά το αναγνωστικό κοινό έναν συγγραφέα από τη μετάφρασή σου. Με την Μπομπάλ ένιωθα και ένα πρόσθετο χρέος ως γυναίκα συγγραφέα… Βέβαια μας έπιασε ο κορωνοϊός και το βιβλίο βγήκε μετά το lock down με τις δυσκολίες που όλοι αντιμετωπίσαμε, αλλά απ’ ό,τι ακούω έχει αρχίσει να αγαπιέται. Μακάρι να είναι έτσι. Θέλω να κλείσω ευχαριστώντας το Extreme Ways και τον Βαγγέλη Μπουμπάκη για την ευκαιρία που μου δόθηκε να μιλήσω για αυτήν τη συγγραφέα που πάντα εκτιμούσα, αλλά που αγάπησα ιδιαίτερα μέσα από τη διαδικασία της μετάφρασης του έργου της.

[1] Από σειρά συνεντεύξεων της συγγραφέως που ηχογραφήθηκαν το 1979 (Bombal, M. L., Testimonio Autobiográfico, en Obras completas, τμ. 2, ed. Zig-zag, (Χιλή) 2005).

Δεν υπάρχουν σχόλια: