15.10.20

Να σε ρωτήσω κάτι – Μιχάλης Αλμπάτης

συνέντευξη του Μιχάλη Αλμπάτη στο Σαλιγκάρι,
Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020 »»

Ένα ποίημα κλεισμένο σε ένα συρτάρι, ένα τραγούδι που δεν ακούστηκε ποτέ, ένας πίνακας φυλαγμένος σε μία σοφίτα. Αποτελούν έργα τέχνης; Πώς αντιλαμβάνεσαι τη σχέση δημιουργού και κοινού;

    Θα αναθέσω στον ήρωα ενός μισοτελειωμένου μυθιστορήματός μου να απαντήσει σε ετούτη την ερώτηση:

Όλες οι μεγαλόσχημες ιδέες του για ένα αριστούργημα το οποίο θα κατέστρεφε αμέσως μετά την ολοκλήρωσή του, το οποίο γράφει μόνο και μόνο για μια πρόσκαιρη έκχυση του ταλέντου του, δεν αποτελούσαν παρά το παραλήρημα ενός απεγνωσμένου μυαλού που ασφυκτιά μέσα σε μια ατμόσφαιρα πλήξης και ανοστιάς. Η εκσπερμάτωση του πνεύματος έχει ανάγκη από ζεστές, ανθρώπινες μήτρες που θα το δεχτούν και θα γεννήσουν θαυμασμό, ή, σε λίγες, εξεζητημένες περιπτώσεις, θα αποβάλουν μίσος. Όμως ποιος αξιοπρεπής άνθρωπος θα επιθυμούσε να γίνει αρεστός σ’ έναν τέτοιο ανέραστο και κακάσχημο κόσμο, έναν κόσμο (….)  Όχι, αυτό που επιζητούσε ήταν η αποστροφή, ήθελε να τον απεχθάνονται αλλά μ’ ένα τρόπο βδελυρής σαγήνης, με το ιερά φρικιαστικό δέος που θα ένιωθαν οι θαυμαστές ενός ροκ σταρ μπροστά στο βαλσαμωμένο αρχίδι του ινδάλματός τους ή οι πιστοί μπροστά στα κόπρανα του ίδιου τους του Θεού.

    Αν θεωρήσουμε πως η διαχρονικότητα ενός καλλιτεχνικού έργου είναι από τα βασικότερα χαρακτηριστικά που το καθιστούν σημαντικό, πόσο πιστεύεις ότι αποτελεί όντως στόχο των σύγχρονων δημιουργών;

    Όλοι αναρωτιόμαστε αν σε εκατό χρόνια από τώρα θα υπάρχει κάποιος που να διαβάζει όσα γράψαμε, κι όλοι θα επιθυμούσαμε να παραμείνει ζωντανό το έργο μας μες στους αιώνες, όμως δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω καθοδηγούμενος από  αυτόν τον στόχο, όπως αδυνατώ να προσδεθώ στην επιδίωξη σαγήνευσης ενός όσο το δυνατόν περισσότερο διευρυμένου, ιδεατού κοινού. Όλα αυτά είναι ποθούμενα αλλά μονάχα στον βαθμό που θα προκύψουν από την αλκή και την πρωτοτυπία του ίδιου του έργου, δίχως να επηρεάζουν στο παραμικρό τη μορφή ή το περιεχόμενό του, διαφορετικά θα ήταν σαν να ζεύαμε το άρμα μπροστά από τα άλογα.


    Νιώθεις πως η παράδοση συνήθως βαραίνει ή ωθεί την έκφραση; Σκέφτεσαι πως το έργο οφείλει να υπηρετεί το παρελθόν ή να το ξεπερνάει;

    Πάντα αντιλαμβανόμουν την παράδοση σαν ένα βάρος, έναν περιορισμό. Ξέρω όμως πως οτιδήποτε χτίζουμε είναι φτιαγμένο με υλικά του παρελθόντος και είναι απαραίτητο να γνωρίζει κανείς σε βάθος τη φύση των υλικών αυτών, αν επιθυμεί να τα χρησιμοποιήσει με έναν καινούριο τρόπο, για να δημιουργήσει καινοφανείς μορφές και να επιχειρήσει πρωτότυπες συνθέσεις.

    Θεωρείς πως η διαδικασία της ερμηνείας και ανάλυσης ενός καλλιτεχνικού έργου αφαιρεί κάτι από το συναίσθημα που προκύπτει κατά την πρώτη επαφή μας με αυτό;

    Όταν ένα καλλιτεχνικό έργο μας σαγηνεύει, αφηνόμαστε σε αυτό δίχως τη μεσολάβηση της λογικής, ή καλύτερα δίχως την κυριαρχία της. Είναι μια διαδικασία μέθεξης. Σε δεύτερο χρόνο μπορούμε να αντικρίσουμε με περισσότερο στοχαστική ματιά τα υλικά απ’ τα οποία είναι συντεθειμένη αυτή η μαγεία και να αντλήσουμε, μέσω της κατανόησης, μια απόλαυση διαφορετικού τύπου, διόλου αντιτιθέμενη στην πρώτη και ιδιαίτερα χρήσιμη σε όσους επιδιώκουν οι ίδιοι να “λερώσουν” τα χέρια τους με τον πηλό της δημιουργίας.

    Μία από τις πιο έντονες ανάγκες του δημιουργού είναι το να καταφέρει να μιλήσει για την εποχή του. Πόσο εύκολο ή δύσκολο πιστεύεις ότι είναι αυτό από τη στιγμή που ο ίδιος αποτελεί μέρος αυτής;

    Εξαιρετικά δύσκολο! Είναι όπως όταν στεκόμαστε πολύ κοντά μπροστά σε έναν πίνακα, χρειάζεται να κρατήσουμε μια απόσταση για να τον αντικρίσουμε στο σύνολό του, για να παρατηρήσουμε τις τόσες του λεπτομέρειες. Γι’ αυτό και είναι λίγοι οι δημιουργοί που το έχουν καταφέρει – εγώ ούτε που θα επιχειρούσα να το τολμήσω, γι’ αυτό και τοποθετώ τη δράση των ιστοριών μου πάντα σε χρόνους παρελθόντες ή σε μέρη ξένα.   Για να τα καταφέρει κάποιος να αποδώσει ψηφίδα την ψηφίδα το πανόραμα της εποχής του και τον ρυθμό που την δονεί, πρέπει να διαθέτει οξυμένη παρατηρητικότητα, ουσιαστική τριβή με την καθημερινή ζωή, αίσθηση του ιστορικού χρόνου και βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής. Σαν αριστουργηματικά παραδείγματα του είδους μου έρχονται στο μυαλό το Μπερλίν Αλεξάντερπλατς του Ντέμπλιν και η τριλογία του Ντος Πάσος. Όμως δεν ζούμε πια στην εποχή των μαζών αλλά του ατόμου και ίσως η μορφή του έπους να μην είναι πια η ιδανική για να αποδώσει τους καιρούς μας. Αυτός είναι κι ένας απ’ τους λόγους που ο Κάφκα ήταν πρωτοπόρος, γιατί επέλεξε την αλληγορία για να μιλήσει για το αδιανόητο του παρόντος του.

    Ο Όσκαρ Ουάιλντ σημειώνει στο κείμενο για τις αισθητικές του απόψεις, όπως δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη Δεκαπενθήμερη Επιθεώρηση το 1891: «Είναι ο θεατής, κι όχι η ζωή, αυτό που αντικαθρεφτίζει στην πραγματικότητα η τέχνη». Μπορεί τελικά ένα έργο να μιλήσει για την κοινωνική πραγματικότητα του εκάστοτε σήμερα, αν θεωρήσουμε ότι η παραπάνω θέση ισχύει;

    Κάθε θεατής, κι εν προκειμένω ο καλλιτέχνης, προσλαμβάνει την πραγματικότητα με τον δικό του, ξεχωριστό τρόπο και μέσα απ’ την τέχνη του την μεθερμηνεύει, σαν ένα πρίσμα που αναλόγως της σύστασής του διαθλά το φως με συγκεκριμένο τρόπο. Δεν είναι όμως ο θεατής/καλλιτέχνης μια αυθαίρετη οντότητα, αποκομμένη απ’ την πραγματικότητα, είναι παιδί της εποχής του όπως όλοι, μετέχει σε αυτή την πραγματικότητα που τον περικυκλώνει και τον περιλαμβάνει, την συνδιαμορφώνει, όσο μικρή κι αν μπορεί να φαντάζει η συμμετοχή του αυτή, κι ως εκ τούτου ακόμα κι όταν νομίζει ότι μιλάει μόνο για τον εαυτό του μιλάει ταυτόχρονα και για την πραγματικότητα γύρω του.

    Το πρώτο σου βιβλίο, Ο κώλος της Άννας, ενείχε – τουλάχιστον στον τίτλο του – το στοιχείο της πρόκλησης. Αρκετοί γνωστοί και φίλοι το πρόσφεραν ως δώρο σε άλλους, τραβηγμένοι ακριβώς απ’ αυτή την παιγνιώδη «πρόκληση». Τι σημαίνει για ένα βιβλίο – ή έστω για τον τίτλο του – να είναι «προκλητικό», ιδίως στη σημερινή εποχή της ταχύτητας και των σόσιαλ μίντια;

    Η επιλογή του τίτλου δεν έγινε για διαφημιστικούς λόγους, το βιβλίο μιλάει πράγματι για τον κώλο της Άννας. Ωστόσο, σίγουρα λειτούργησε σαν «δόλωμα» για πολλούς αναγνώστες που γύρεψαν να ανακαλύψουν τι το ξεχωριστό θα μπορούσε ένα βιβλίο αφιερωμένο σε κάποια οπίσθια να πει. Οι περισσότεροι φυσικά αρκέστηκαν να ανεβάσουν στα social media μια φωτογραφία του εξώφυλλου, με διάθεση σκωπτική ή απλώς για να σχολιάσουν την κατάντια της σύγχρονη ελληνικής λογοτεχνίας. Ήταν αναμενόμενες ίσως όλες αυτές οι αντιδράσεις, το θλιβερό είναι πως ακόμα και σε σελίδες και ομάδες που έχουν σαν αντικείμενο το βιβλίο, τα σχόλια και οι προσεγγίσεις ήταν εξίσου ρηχές και επιδερμικές και περιορίστηκαν στον τίτλο, αποκαλύπτοντας κάτι ήδη γνωστό φυσικά, το μέγεθος δηλαδή του καθωσπρεπισμού, της υποκρισίας και του κομφορμισμού που επικρατεί τόσο σε ηθικά όσο και σε αισθητικά ζητήματα. Οπότε, με όποιο τρόπο κι αν είναι προκλητικό ένα βιβλίο σήμερα η «πρόκλησή» του θα ερμηνευτεί από τους περισσότερους σαν πόζα και θα είναι λίγοι αυτοί που θα ενδιαφερθούν να ανακαλύψουν αν η πρόκληση αυτή εμπεριέχει και κάποια ουσία. Ελπίζω να κατάφερα, έστω σε αυτούς τους λίγους, πέρα απ’ την τέρψη της ανάγνωσης, να μεταδώσω κάτι απ’ το ιερό δέος και τη λάγνα στοχαστικότητα που μπροστά σε σάρκινους βωμούς, όπως αυτός της Άννας, έχω κατά καιρούς βιώσει.

    Ζωγράφισέ μας ένα σαλιγκάρι και σημείωσε με όποιον τρόπο θέλεις το (καλλιτεχνικό) όνομά σου κοντά του. Έπειτα τράβηξέ το μία οριζόντια φωτογραφία σε όσο καλύτερη ανάλυση μπορείς για να μας τη στείλεις. (Σέλφι με σαλιγκάρια δεκτές, όχι απαραίτητες.)

    Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να σχεδιάσω ακόμα και ένα απλό τετράγωνο, πόσο μάλλον ένα σαλιγκάρι, για αυτό σας στέλνω μια selfie με έναν εκπρόσωπο του είδους…

Δεν υπάρχουν σχόλια: