γράφει ο Σάκης Σερέφας για το βιβλίο
της Στέλλας Τενεκετζής Του επαγγέλματός της |
το βιβλίο.net, Τετάρτη 20 Μαΐου 2020 »»
Μια που όταν συναντά τον ψαροπώλη Δήμο η μήτρα της πεταρίζει σα να θέλει να γεννήσει όλα τα παιδιά του κόσμου. Μια που τρέχει και κρύβεται στην ντουλάπα κάθε φορά που ένας Μάρκος μπαίνει στο σπίτι. Μια που γδύνεται και θάβει ένα κουτί στο ιερό μιας εκκλησίας, ενώ μια αγέλη αντρών καννιβαλίζουν ο ένας τον άλλο και αποθέτουν τις σάρκες στα χέρια της. Μια που ιππεύει έναν Φάνη μέσα σ’ ένα λεωφορείο κι εκείνος χάνει τα μυαλά του – ή μήπως τα βρίσκει; Μια που μπαίνει σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων και λίγες μέρες μετά το μαστορόπουλο πυροβολεί με την καραμπίνα της έναν σκύλο σ’ ένα μπαλκόνι. Μια που γνωρίζει μια Νανά και μετά ο Άλκης μένει με δυο παιδιά αμανάτι. Μια που διαβάζει το ημερολόγιο ενός μαζοχιστή ενώ ο άντρας της ροχαλίζει αμέριμνος στο διπλανό μαξιλάρι.
Εάν νομίζετε πως με τις παραπάνω φράσεις διαβάσατε την υπόθεση κάποιων από τις ιστορίες που περιέχει το βιβλίο Του επαγγέλματός της, τότε πλανάσθε πλάνη μεγάλη. Γιατί η υπόθεση όλων των ιστοριών είναι μία και συνοψίζεται στην εξής φράση:
Μια που της αρέσει να αφηγείται ιστορίες όπου ο Χρόνος κι η Στιγμή διαστέλλονται και το όνομά της είναι Στέλλα Τενεκετζή.
Πατάει το pause στη Στιγμή για να προλάβει να ξηλώσει τη φόδρα των γεγονότων και της πραγματικότητας μέσα στην οποία συμβαίνουν όλα. Πρόκειται για ιστορίες οι οποίες διαδραματίζονται στη ζώνη του λυκόφωτος, όταν τα πρόσωπα χάνουν τον έλεγχο της ζωής τους, από τις παγίδες που τους βάζει το ίδιο τους το μυαλό. Συμπεριφέρονται σαν αγριμάκια που νιώθουν παγιδευμένα μέσα σε μιαν ιστορία που επινόησε κάποιος για αυτά και τα έριξε μέσα της για να φάνε τις σάρκες τους. Αναπτύσσουν τελικά ως χαρακτήρες μια τέτοια δυναμική που οδηγούν τις ιστορίες τους σε μιαν άλλη τροπή από την προβλεπόμενη.
Κάτι που υπάρχει σε αρκετά σημεία είναι η φανέρωση των συγγραφικών εργαλείων στον αναγνώστη. Όπως στο εξής κλείσιμο ενός διηγήματος: «Σήκωσε τα μάτια προς το μπαλκόνι του σπιτιού, ψηλά, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, ένα πούπουλο. Κίτρινο κατακίτρινο, πανάλαφρο. Το ακολούθησε κι έγινε στιγμιαία ασφαλής, όπως μια πρωτάρα αφήγηση που ψάχνει ένα αρχικό, οικείο σημείο για να κλείσει.»
Το συγκεκριμένο διήγημα άρχιζε με ένα πουλί μέσα σε κλουβί. Είναι σα να λέει η συγγραφέας στον αναγνώστη: Για δες, οι πρωτάρες ιστορίες είναι κυκλικές γιατί είναι ανασφαλείς και κάποτε κλείνουν και ολοκληρώνονται, σαν το φίδι που δαγκώνει την ουρά του. Η εξόδιος φράση, με την οποία τελειώνει όλο το βιβλίο, έρχεται να ανατρέψει την προηγούμενη αναφορά και φανερώνει στον αναγνώστη μιαν άλλη τεχνική. Η πρωταγωνίστριά του μας αποχαιρετά με τον εξής τρόπο: «Από χτες που τέλειωσα με αυτήν την άντε-να-μην-πω συλλογή, ήθελα πάλι να δω πώς λειτουργούν τα στρείδια όταν τα πετάς μέσα στο καυτό νερό, κάπως, με κάποιο τρόπο, ήθελα να ψηλαφίσω για τελευταία φορά το εσωτερικό τους. Κάτι βάρβαρο έχει αυτή η τελετή αποχαιρετισμού, είμαι σίγουρη πια, αλλά έβαλα την κατσαρόλα πάνω στο μάτι, άνοιξα τον υπολογιστή. Αυτή η σχέση με τη μηχανή αναζήτησης κάθε μέρα όλο και πιο στενή, ψιθύρισα ενώ ήδη κάτι βρήκα, φωναχτά διάβαζα: Τον ενοχλούσε η προσήλωση σε μια συγκεκριμένη δομή, τα πράγματα στη ζωή, έλεγε, δεν συμβαίνουν έτσι.»
Ναι, αλλά τα ανήσυχα βιβλία έτσι γράφονται.
της Στέλλας Τενεκετζής Του επαγγέλματός της |
το βιβλίο.net, Τετάρτη 20 Μαΐου 2020 »»
Μια που όταν συναντά τον ψαροπώλη Δήμο η μήτρα της πεταρίζει σα να θέλει να γεννήσει όλα τα παιδιά του κόσμου. Μια που τρέχει και κρύβεται στην ντουλάπα κάθε φορά που ένας Μάρκος μπαίνει στο σπίτι. Μια που γδύνεται και θάβει ένα κουτί στο ιερό μιας εκκλησίας, ενώ μια αγέλη αντρών καννιβαλίζουν ο ένας τον άλλο και αποθέτουν τις σάρκες στα χέρια της. Μια που ιππεύει έναν Φάνη μέσα σ’ ένα λεωφορείο κι εκείνος χάνει τα μυαλά του – ή μήπως τα βρίσκει; Μια που μπαίνει σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων και λίγες μέρες μετά το μαστορόπουλο πυροβολεί με την καραμπίνα της έναν σκύλο σ’ ένα μπαλκόνι. Μια που γνωρίζει μια Νανά και μετά ο Άλκης μένει με δυο παιδιά αμανάτι. Μια που διαβάζει το ημερολόγιο ενός μαζοχιστή ενώ ο άντρας της ροχαλίζει αμέριμνος στο διπλανό μαξιλάρι.
Εάν νομίζετε πως με τις παραπάνω φράσεις διαβάσατε την υπόθεση κάποιων από τις ιστορίες που περιέχει το βιβλίο Του επαγγέλματός της, τότε πλανάσθε πλάνη μεγάλη. Γιατί η υπόθεση όλων των ιστοριών είναι μία και συνοψίζεται στην εξής φράση:
Μια που της αρέσει να αφηγείται ιστορίες όπου ο Χρόνος κι η Στιγμή διαστέλλονται και το όνομά της είναι Στέλλα Τενεκετζή.
Πατάει το pause στη Στιγμή για να προλάβει να ξηλώσει τη φόδρα των γεγονότων και της πραγματικότητας μέσα στην οποία συμβαίνουν όλα. Πρόκειται για ιστορίες οι οποίες διαδραματίζονται στη ζώνη του λυκόφωτος, όταν τα πρόσωπα χάνουν τον έλεγχο της ζωής τους, από τις παγίδες που τους βάζει το ίδιο τους το μυαλό. Συμπεριφέρονται σαν αγριμάκια που νιώθουν παγιδευμένα μέσα σε μιαν ιστορία που επινόησε κάποιος για αυτά και τα έριξε μέσα της για να φάνε τις σάρκες τους. Αναπτύσσουν τελικά ως χαρακτήρες μια τέτοια δυναμική που οδηγούν τις ιστορίες τους σε μιαν άλλη τροπή από την προβλεπόμενη.
Κάτι που υπάρχει σε αρκετά σημεία είναι η φανέρωση των συγγραφικών εργαλείων στον αναγνώστη. Όπως στο εξής κλείσιμο ενός διηγήματος: «Σήκωσε τα μάτια προς το μπαλκόνι του σπιτιού, ψηλά, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, ένα πούπουλο. Κίτρινο κατακίτρινο, πανάλαφρο. Το ακολούθησε κι έγινε στιγμιαία ασφαλής, όπως μια πρωτάρα αφήγηση που ψάχνει ένα αρχικό, οικείο σημείο για να κλείσει.»
Το συγκεκριμένο διήγημα άρχιζε με ένα πουλί μέσα σε κλουβί. Είναι σα να λέει η συγγραφέας στον αναγνώστη: Για δες, οι πρωτάρες ιστορίες είναι κυκλικές γιατί είναι ανασφαλείς και κάποτε κλείνουν και ολοκληρώνονται, σαν το φίδι που δαγκώνει την ουρά του. Η εξόδιος φράση, με την οποία τελειώνει όλο το βιβλίο, έρχεται να ανατρέψει την προηγούμενη αναφορά και φανερώνει στον αναγνώστη μιαν άλλη τεχνική. Η πρωταγωνίστριά του μας αποχαιρετά με τον εξής τρόπο: «Από χτες που τέλειωσα με αυτήν την άντε-να-μην-πω συλλογή, ήθελα πάλι να δω πώς λειτουργούν τα στρείδια όταν τα πετάς μέσα στο καυτό νερό, κάπως, με κάποιο τρόπο, ήθελα να ψηλαφίσω για τελευταία φορά το εσωτερικό τους. Κάτι βάρβαρο έχει αυτή η τελετή αποχαιρετισμού, είμαι σίγουρη πια, αλλά έβαλα την κατσαρόλα πάνω στο μάτι, άνοιξα τον υπολογιστή. Αυτή η σχέση με τη μηχανή αναζήτησης κάθε μέρα όλο και πιο στενή, ψιθύρισα ενώ ήδη κάτι βρήκα, φωναχτά διάβαζα: Τον ενοχλούσε η προσήλωση σε μια συγκεκριμένη δομή, τα πράγματα στη ζωή, έλεγε, δεν συμβαίνουν έτσι.»
Ναι, αλλά τα ανήσυχα βιβλία έτσι γράφονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου