πι άλφα | Κυριακή 8 Ιουνίου 2014 »»
Και να που ήρθε το πλήγωμα του χρόνου να γράψω ένα μικρό σημείωμα για ένα μπεστ σέλλερ (!) του 2013.
Η Niemands Rose αποφάσισε να μπλογκάρει πάνω στο χαρτί ώστε να τη διαβάζουμε και offline και αφού πρώτα με εκβίασε να αγοράσω ένα αντίτυπο του βιβλίου μου έστειλε και ένα ακόμα «με την ελπίδα να γίνει αφορμή για έναν νέο γύρο συνομιλιών, αυτή τη φορά εκ του συνεγγούς». Αμ δε αγαπητή Niemands Rose! Κάθισα και διάβασα 124 σελίδες από αυτά που ονομάζεις «αφηγήσεις μικρού μήκους» και θα τη γλυτώσεις με μόνο ένα γύρο συνομιλιών; Αρχικά αν δε μάθω την αλήθεια για την Αλίθια δε ξεμπερδεύουμε. Ο αναγνώστης θέλει σίκουελ, θέλει χάπι εντ, θέλει ανκόρ, θέλει δουλειά πολύ για να γυρίζει ο ήλιος ο τιμημένος.
Ας τα πάρουμε από την αρχή λοιπόν τα πράγματα:
Η Niemands Rose, μια γυναίκα όπως όλες μας, μη έχοντας τι να κάνει, ξεκίνησε ως τρολλ που ζει στα φόρα και τα βγάζει όλα στη φόρα και εξελίχθηκε σε μια μπλογκερού του κερατά. Μεγαλοπιάστηκε κάποια στιγμή γράφοντας ανηλεώς και ασταμάτητα. Γιατί αν γράφεις 50 σελίδες τη μέρα, ε 1 δε θα είναι καλή; Έτσι έγινε!
Διαβάστε στυλ γραφής: «Το προφίλ της ήταν λακωνικό: Female, age 36, eyes green με ένα άβαταρ φωτογραφία με κολλητό μαύρο φόρεμα». (σελ. 42).
Στο «Τα φώτα στο βάθος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα η Niemands Rose μας παρουσιάζει τη δικιά της αφήγηση για τη σύγχρονη κοινωνία. Οι αφηγήσεις της με λόγο σύγχρονο σπάνε τα καλούπια της επιτηδευμένης γραφής. Ο λόγος ρέει και όσο κι αν τις χαρακτηρίζει «μικρού μήκους» είναι αφηγήσεις μεγάλες όχι σε μέγεθος αλλά σε ουσία και αυτό το λέω με πλήρη επίγνωση ότι θα σε γιουχάρει για αυτό που γράφω. Τα διηγήματα του βιβλίου τα βλέπω ως σύγχρονα παραμύθια. Κάποιες φορές με ηθικό δίδαγμα φόρα πατρίδα κάποιες φορές κρυμμένο. Πως να μην τα δω έτσι άλλωστε: «Οι Κυριακές πια περνούν όπως φιλμάκι γκραν γκινιόλ. Κάνουμε ταμείο. Τι θάψαμε τη βδομάδα που πέρασε. Κάποια γηραιά ελευθερία, καμιά λατρευτή μας αξιοπρέπεια, ένα αδικοχαμένο δικαίωμα, ένα κομμάτι από τον χρόνια αγνοούμενο Λόγο. Ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη. Εκεί που παραμένουμε μονάχα θεατές με καρδιές ρέπλικες. Ευειδείς μες στο ευ ζην που μας είπαν να πιστέψουμε κι εμείς το πιστέψαμε. Το Blade Runner ήταν πάντα εδώ. Εμείς είχαμε γυάλινα μάτια και δεν το βλέπαμε. Στο τέλος να θυμηθείς να μου κλείσεις τρυφερά τα βλέφαρα για να μπορέσω να ξαναδώ καμιά ικμάδα φωτός.» (σελ. 105)
Το Bookstand χαρακτηρίζει το βιβλίο «κολάζ στρατευμένης λογοτεχνίας». Δεν έχει άδικο. Μας τη φέρνει η Niemands Rose: πίσω από τον τρόπο γραφής κρύβεται κοινωνική κριτική ως ακριβώς και στα πραγματικά παραμύθια στην αυθεντική τους μορφή.
Μην τα πολυλογώ. Το βιβλίο αξίζει. Διαβάζεται ευχάριστα. Προβληματίζει. Είναι αφορμή για σκέψεις και κυρίως για συζητήσεις. Άντε έλα να τα πούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου