Γράφει η Αμάντα Μιχαλοπούλου | Bookpress #5,
Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2010 »»
Δεν είναι χειμώνας. Πώς να μπει Γενάρης όταν βρίσκεσαι στον δρόμο για την Ταγγέρη, μέσα στο πιο παλιό λεωφορείο του κόσμου; Δίπλα στην άσφαλτο, φοίνικες. Στα γιαπιά, απλωμένα βερβέρικα χαλιά. Ο ήλιος καίει. (Κι αυτό που μόλις έγραψα δεν είναι χαϊκού, είναι η πραγματικότητα.)
Το πιο χειμερινό θέαμα που αντίκρισα στο Μαρόκο; Αγρότες να σκαλίζουντα χωράφια τους στην ομίχλη, έξω απ’ το Λαράς. Έβγαλα τότε το αστυνομικό μου (Ντρις Χραϊμπί, «L’homme qui venait du passé», εκδ. Denoel) και βυθίστηκα στους κανόνες της αραβικότητας: «Σε θαυμάζω — υπάρχουν και τίμιοι άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα» λέει κάποια στιγμή ο ντετέκτιβ Αλί σ’ έναν υπάλληλο του υπουργείου Εσωτερικών. «Άλλος στη θέση σου θα τραβούσε τη σκάλα για να εμποδίσει τους υπόλοιπους ν’ ανέβουν». Διάβασα καλά; Αυτός είναι ο κανόνας της αραβικότητας; Νόμιζα πως ήταν ο κανόνας της ελληνικότητας.
Αυτό που μου αρέσει στον Χραϊμπί: δεν αναρωτιόταν σε ποιο είδος ανήκαν τα γραπτά του. Αστυνομικά έγραφε όπως οι καλύτεροι του είδους, εναλλάσσοντας πλοκή και κοινωνική παρατήρηση: «Οι Σαουδάραβες είναι πραγματικοί Άραβες, όχι σαν και μας που το ισλαμικό μας χρώμα φεύγει στο πρώτο πλύσιμο». Ή: «Ο νόμος είναι μια στοίβα χαρτιά για να τυλίγεις τις σαρδέλες». Κι όλα αυτά, χωρίς να χάνει απ’ τα μάτια του την πλοκή. «Ο άνθρωπος που ερχόταν από το παρελθόν» είναι — λυπάμαι που χαλάω το who’s done it — ο Οσάμα Μπιν Λάντεν. Αυτός είναι ο νεκρός στο βάθος του πηγαδιού, στο τέλος του βιβλίου. Ο Χραϊμπί κάνει ό,τι έκανε και ο Ταραντίνο στην τελευταία του ταινία, σκοτώνοντας τον Χίτλερ: εξοντώνει παραδειγματικά τους κακούς. Ύστερα ο Αλί, ο πανέξυπνος μισάνθρωπος ντετέκτιβ του, ταξιδεύει στην Ελβετία — «ούτε μύγα στον ορίζοντα ούτε σταχτοδοχείο ούτε η παραμικρή αντήχηση του εξωτερικού κόσμου»–, για να βάλει στο χέρι τον λογαριασμό του δολοφονημένου τρομοκράτη. Ως το τέλος λέει για το Μαρόκο: «μετριοπαθής, ειρηνική χώρα».
Η Ταγγέρη έχασε στα μάτια μου τη μετριοπάθειά της όταν ένας έμπορος χαλιών μ’ ανέβασε σε μια πλαστική καρέκλα, στην ταράτσα του μαγαζιού του, για να μου δείξει το τοπίο που ατένιζε ο Πολ Μπόουλς όταν έγραφε. Μια φωτεινή ανορθογραφία με οικοδομές, κότες, πιθάρια, μιναρέδες και το λιμάνι στο βάθος. Στην επιστροφή ξανάνοιξα το «Τσάι στη Σαχάρα» (μτφρ. Λ. Θεοδωρακόπουλος, εκδ. Απόπειρα) κυρίως από μετα-ταξιδιωτική περιέργεια. Το είχα ξαναπιάσει νεότερη, το είχα αφήσει — τώρα το τέλειωσα με μια ανάσα. Πρέπει να σαρανταρίσεις για να πιάσεις στα χέρια σου μερικά βιβλία, τελικά. Το «Τσάι» είναι μια μοναδική μεταφορά γύρω από την απόγνωση της μέσης ηλικίας, η ιδανική περιγραφή του αισθήματος κακοτυχίας που καταντά «εχθρική συνείδηση» και της απομόνωσης που νιώθεις όταν ταξιδεύεις για να ξεχάσεις — «η μητέρα πατρίδα έμοιαζε φοβερά απόμακρη σ’ αυτό το δωμάτιο».
Ο Μπόουλς περιγράφει τον «κορεσμό του χρόνου» (όταν τρέχεις για να προλάβεις ένα τρένο που κινείται ήδη) και τις σκέψεις του ετοιμοθάνατου Πορτ («τόσο μόνος, που δεν μπορώ καν να θυμηθώ πώς είναι να μην είσαι μόνος»). Όμως, δεν παύει ούτε στιγμή να γράφει για το Μαρόκο — για τις ροδιές, το φως, τις μύγες, τη μυρωδιά του χασίς και των καυσόξυλων. Το μυθιστόρημα διαβάζεται ως ταξιδιωτικό, δραματικό ρομάντζο ή δοκίμιο. Όπως όλα τα αριστουργήματα, δείχνει ότι οι τόποι είναι αλληγορίες κι ότι η έρημος καραδοκεί ακόμα και — ή μάλλον κυρίως — στις μητροπόλεις. Ίσως πάλι αυτές είναι οι σκέψεις μιας αστής, που μετάνιωσε για τα ρεβεγιόν και τα ξενύχτια κι ανυπομονεί να ξεφορτωθεί τη μελαγχολία της γιορτινής αποχαύνωσης για να ξεκινήσει σωστά η χρονιά.
Αμάντα Μιχαλοπούλου
Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2010 »»
Δεν είναι χειμώνας. Πώς να μπει Γενάρης όταν βρίσκεσαι στον δρόμο για την Ταγγέρη, μέσα στο πιο παλιό λεωφορείο του κόσμου; Δίπλα στην άσφαλτο, φοίνικες. Στα γιαπιά, απλωμένα βερβέρικα χαλιά. Ο ήλιος καίει. (Κι αυτό που μόλις έγραψα δεν είναι χαϊκού, είναι η πραγματικότητα.)
Το πιο χειμερινό θέαμα που αντίκρισα στο Μαρόκο; Αγρότες να σκαλίζουντα χωράφια τους στην ομίχλη, έξω απ’ το Λαράς. Έβγαλα τότε το αστυνομικό μου (Ντρις Χραϊμπί, «L’homme qui venait du passé», εκδ. Denoel) και βυθίστηκα στους κανόνες της αραβικότητας: «Σε θαυμάζω — υπάρχουν και τίμιοι άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα» λέει κάποια στιγμή ο ντετέκτιβ Αλί σ’ έναν υπάλληλο του υπουργείου Εσωτερικών. «Άλλος στη θέση σου θα τραβούσε τη σκάλα για να εμποδίσει τους υπόλοιπους ν’ ανέβουν». Διάβασα καλά; Αυτός είναι ο κανόνας της αραβικότητας; Νόμιζα πως ήταν ο κανόνας της ελληνικότητας.
Αυτό που μου αρέσει στον Χραϊμπί: δεν αναρωτιόταν σε ποιο είδος ανήκαν τα γραπτά του. Αστυνομικά έγραφε όπως οι καλύτεροι του είδους, εναλλάσσοντας πλοκή και κοινωνική παρατήρηση: «Οι Σαουδάραβες είναι πραγματικοί Άραβες, όχι σαν και μας που το ισλαμικό μας χρώμα φεύγει στο πρώτο πλύσιμο». Ή: «Ο νόμος είναι μια στοίβα χαρτιά για να τυλίγεις τις σαρδέλες». Κι όλα αυτά, χωρίς να χάνει απ’ τα μάτια του την πλοκή. «Ο άνθρωπος που ερχόταν από το παρελθόν» είναι — λυπάμαι που χαλάω το who’s done it — ο Οσάμα Μπιν Λάντεν. Αυτός είναι ο νεκρός στο βάθος του πηγαδιού, στο τέλος του βιβλίου. Ο Χραϊμπί κάνει ό,τι έκανε και ο Ταραντίνο στην τελευταία του ταινία, σκοτώνοντας τον Χίτλερ: εξοντώνει παραδειγματικά τους κακούς. Ύστερα ο Αλί, ο πανέξυπνος μισάνθρωπος ντετέκτιβ του, ταξιδεύει στην Ελβετία — «ούτε μύγα στον ορίζοντα ούτε σταχτοδοχείο ούτε η παραμικρή αντήχηση του εξωτερικού κόσμου»–, για να βάλει στο χέρι τον λογαριασμό του δολοφονημένου τρομοκράτη. Ως το τέλος λέει για το Μαρόκο: «μετριοπαθής, ειρηνική χώρα».
Η Ταγγέρη έχασε στα μάτια μου τη μετριοπάθειά της όταν ένας έμπορος χαλιών μ’ ανέβασε σε μια πλαστική καρέκλα, στην ταράτσα του μαγαζιού του, για να μου δείξει το τοπίο που ατένιζε ο Πολ Μπόουλς όταν έγραφε. Μια φωτεινή ανορθογραφία με οικοδομές, κότες, πιθάρια, μιναρέδες και το λιμάνι στο βάθος. Στην επιστροφή ξανάνοιξα το «Τσάι στη Σαχάρα» (μτφρ. Λ. Θεοδωρακόπουλος, εκδ. Απόπειρα) κυρίως από μετα-ταξιδιωτική περιέργεια. Το είχα ξαναπιάσει νεότερη, το είχα αφήσει — τώρα το τέλειωσα με μια ανάσα. Πρέπει να σαρανταρίσεις για να πιάσεις στα χέρια σου μερικά βιβλία, τελικά. Το «Τσάι» είναι μια μοναδική μεταφορά γύρω από την απόγνωση της μέσης ηλικίας, η ιδανική περιγραφή του αισθήματος κακοτυχίας που καταντά «εχθρική συνείδηση» και της απομόνωσης που νιώθεις όταν ταξιδεύεις για να ξεχάσεις — «η μητέρα πατρίδα έμοιαζε φοβερά απόμακρη σ’ αυτό το δωμάτιο».
Ο Μπόουλς περιγράφει τον «κορεσμό του χρόνου» (όταν τρέχεις για να προλάβεις ένα τρένο που κινείται ήδη) και τις σκέψεις του ετοιμοθάνατου Πορτ («τόσο μόνος, που δεν μπορώ καν να θυμηθώ πώς είναι να μην είσαι μόνος»). Όμως, δεν παύει ούτε στιγμή να γράφει για το Μαρόκο — για τις ροδιές, το φως, τις μύγες, τη μυρωδιά του χασίς και των καυσόξυλων. Το μυθιστόρημα διαβάζεται ως ταξιδιωτικό, δραματικό ρομάντζο ή δοκίμιο. Όπως όλα τα αριστουργήματα, δείχνει ότι οι τόποι είναι αλληγορίες κι ότι η έρημος καραδοκεί ακόμα και — ή μάλλον κυρίως — στις μητροπόλεις. Ίσως πάλι αυτές είναι οι σκέψεις μιας αστής, που μετάνιωσε για τα ρεβεγιόν και τα ξενύχτια κι ανυπομονεί να ξεφορτωθεί τη μελαγχολία της γιορτινής αποχαύνωσης για να ξεκινήσει σωστά η χρονιά.
Αμάντα Μιχαλοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου