γράφει ο Δημήτρης Νανούρης | Εφημερίδα των Συντακτών,
Σάββατο 15 Ιουλίου 2023 »»
ΣΑΝ ΝΑ ΕΠΕΚΤΑΘΗΚΑΝ τα όρια του χωριού μου φέτος το καλοκαίρι. Πλάτυναν λες οι ορίζοντες, σάμπως να μεγάλωσε ο ουρανός του. Ενα παράξενο πλοίο προσάραξε στα γκρίφια του Φαναριού, στα 850 υψόμετρο. Απέτυχε κατά τα φαινόμενα στους λεπτούς χειρισμούς ο κυβερνήτης, αποκαλύπτει όμως κρυφά χαρίσματα. Βγήκε στη στεριά εκών-άκων και κατηφορίζει στη Φυροΐστρα, βγάζοντας μικρά θαύματα απ’ το ναυτικό του πηλήκιο.
«ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ» ονόμασε η Λένα Βλασταρά το μικρό βιβλιοπωλείο που άνοιξε στην Πλάτσα και προσφέρει πνευματική όαση σε γηγενείς, ξενικούς και τουρίστες. Στην πρώτη μου κιόλας επίσκεψη αλίευσα καλαίσθητο τομίδιο με ακατέργαστα διαμαντάκια. Ιδού:
MODO DE ESPERA Φορούσε πάντοτε το ίδιο παλτό, ακόμη και το καλοκαίρι. Ολοι τον είχαν για τρελό. Κρυφογέλαγαν μαζί του. Κάποια φορά, μεσάνυχτα τον είδανε να κάθεται ολομόναχος στην προκυμαία ατενίζοντας το πέλαγος. Οταν πλησίασαν βρήκαν μονάχα το παλτό σε στάση αναμονής χωρίς να υπάρχει μέσα του κανένας. Η ΡΟΔΙΑ Ξεχάστηκε και βρέθηκε στα παιδικά του χρόνια. Ανοιξε το παράθυρο που έβλεπε απ’ έξω τη ροδιά. Κόκκινο φως γέμισε το δωμάτιο. Ξεντύθηκε από όλες του τις τύψεις και τις ενοχές. Τώρα σχεδόν απών συνεχίζει να απατά τη μνήμη του. Κι ακόμα:
Η ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ Μόνο τα νήματα φαινόντουσαν να έρχονται από ψηλά. Κάποια στιγμή σηκώθηκε με βήμα αβέβαιο και στάθηκε όρθια στη σκηνή. Κοιτούσαν όλοι με κομμένη στην ανάσα. Μια λυπημένη μουσική ερχόταν από μακριά κι ο έρωτας σιωπηλός περπάτησε ανάμεσά τους. Σαν τέλειωσε η παράσταση, μετά απ’ τη βαθιά υπόκλιση, είδανε δάκρυα στα μάτια της και μια σκιά από χέρι αόρατο να απομακρύνεται.
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΤΟ βιβλίο του μουσικού, γλύπτη και πάνω απ’ όλα ποιητή
Ματθαίου Ζευγόλη, που βιοπορίζεται από την πληροφορική. Τιτλοφορείται
Στάση αναμονής (Απόπειρα, Ιούνιος 2023). Περιέχει ογδόντα δύο μικρά παραμύθια και ποιήματα με «γραφή λακωνική, υπαινικτική, αλλά βιωματική, που υπερβαίνει το ατομικό και συνομιλεί με τις παιδικές μας πατρίδες συνδυάζοντας τον στοχασμό με το όνειρο, το καθημερινό με το ανοίκειο, το λογικό με το παράλογο, την πρόζα με την ποίηση». Κάτι ανάμεσα σε Επαμεινώνδα Γονατά και Χρήστο Λάσκαρι.
ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΕ το παρελθόν χωρίς να αφήνεις ψίχουλα να επιστρέψεις ● ΠΗΡΑ τις λέξεις που χτύπησαν την πόρτα και δεν τους άνοιξε κανείς ● ΕΧΩ στο μέσα μέρος φυλαχτό ένα κομμάτι σύννεφο που κουρελιάστηκε στον ουρανό ● ΟΙ ΜΕΡΕΣ γύριζαν μισότρελες και ρημαγμένες. Ηταν η εποχή που φεύγανε τα χρόνια για να κρυφτούνε στα παλιά ημερολόγια ● ΠΩΣ ΠΑΓΙΔΕΥΤΗΚΑΝ τα χρόνια στην προβλήτα περιμένοντας το πλοίο να φανεί.
ΕΡΩΤΙΚΟ Ως πότε θα ανεμίζει το φουστάνι σου αυτό με τα λουλούδια ανάμεσα από τις γραμμές και θα σε ακολουθούν τα πνεύματα που αυτομόλησαν από τις λέξεις • ΒΡΟΧΗ Παντού βροχή εκείνο το χαμένο πρωινό που νότιζε η απουσία το δωμάτιο κι ανέβαινε ο καπνός στον ουρανό απ’ το τσιγάρο που ξεχάστηκε μες στο τασάκι ● ΗΤΑΝ που θα ’φευγες απόψε κι ανάψανε δισταχτικά τα φώτα στο λιμάνι. Ηταν που θα ’φευγες απόψε με εκείνο το φθινόπωρο στις ρίζες των ματιών.
ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ Πού πήγαν τα χαμένα μου παιχνίδια; Τι έγινε το ξύλινο αλογάκι, τα μολυβένια μου στρατιωτάκια εκείνα με τις κόκκινες στολές. Μνήμες που περπατούν στις ρίζες μου και παίρνουνε τα χρόνια μου μαζί τους αφήνοντας μονάχο του ένα παιδί που με κοιτά από μακριά να φεύγω.