Σύστησέ μας την Άνα Μαρία Σούα;
Η Άνα Μαρία Σούα θεωρείται αυτή τη στιγμή μία από τις μεγαλύτερες συγγραφείς της ισπανόφωνης και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είναι γέννημα και θρέμμα του Μπουένος Άιρες, (Αργεντινή, 1951). Είναι πολυγραφότατη, πολυμεταφρασμένη και πολυβραβευμένη. Όχι αδίκως θεωρείται εδώ και δεκαετίες ως η «βασίλισσα της μικρομυθοπλασίας», τίτλος που της δόθηκε επάξια αφού το 2016 τιμήθηκε με το βραβείο Juan José Arreola ως η καλύτερη μικροδιηγηματογράφος στην ισπανική γλώσσα. Το 2014 η χώρα της την τίμησε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Επίσης έργα της έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο, στο θέατρο και έχουν γίνει και παράσταση τσίρκου!
Ποια η θεματολογία που επιλέγει στα έργα της, και τι φαίνεται να την απασχολεί;
Α, η φαντασία της είναι αστείρευτη. Το ίδιο πλούσια είναι και η θεματολογία της. Οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τη Σούα. Βλέπω, βέβαια, κάποιες τάσεις στο έργο της. Μια απ΄ αυτές είναι η γυναικεία ματιά: οι χαρακτήρες της είναι συχνά παιδιά, μητέρες (γενικότερα γονείς), γυναίκες. Όχι όμως διεκδικητικά, φεμινιστικά, αλλά διεισδυτικά, αναλυτικά, πολύ συχνά χιουμοριστικά. Για μένα χιούμορ και οξυδέρκεια πάνε μαζί, και πράγματι η ματιά της είναι πολύ οξυδερκής και εμβαθύνει σε πτυχές της καθημερινότητας με τρόπο ευφάνταστο και συγκινητικό. Επίσης, ολοφάνεροι είναι οι δεσμοί της με τη φανταστική λογοτεχνία. Θα παραθέσω εδώ τα δικά της λόγια από παλαιότερη συνέντευξη που μου είχε δώσει:
Γεννήθηκα, μεγάλωσα, ζω και διαβάζω σε μία χώρα στην οποία όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς (εκτός από τον Πουίγκ) έχουν γράψει φανταστική λογοτεχνία, ο Μπόρχες, ο Αρλτ, ο Κορτάσαρ, ο Κασάρες κι άλλοι λιγότερο γνωστοί στο εξωτερικό. Από τα πρώτα μου γραπτά (εννοώ από το δημοτικό σχολείο) προτίμησα το φανταστικό σαν να μην υπήρχε άλλη επιλογή. Απελπιζόμουν όταν έπρεπε να γράψω για την πραγματικότητα σε θέματα όπως «Οι διακοπές μου» ή «Η τελευταία μου μέρα στην τάξη». Το να επιτύχω ένα ρεαλιστικό τόνο ήταν για μένα μεγάλο κατόρθωμα, που το έκανα σαν λογοτεχνική άσκηση.
Εκτός από έργα μικρής φόρμας (διηγήματα-μικροδιηγήματα) μας έχει δώσει και άλλης μορφής; Το ρωτώ γιατί στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί: Ονειροπαγίδα, συλλογή μικροδιηγημάτων εκδόσεις Απόπειρα και «Σκυλίσια Ζωή» συλλογή διηγημάτων εκδόσεις Βακχικόν.
Η Άνα Μαρία Σούα έχει ασχοληθεί με επιτυχία σχεδόν με όλα τα λογοτεχνικά είδη: μυθιστόρημα, μικροδιήγημα, διήγημα, ποίηση, παιδική λογοτεχνία, δοκίμιο, θεατρικά, σενάρια για τον κινηματογράφο. Προτίμησα να τη συστήσω στο ελληνικό κοινό μεταφράζοντας τη συλλογή μικροδιηγημάτων Ονειροπαγίδα (τίτλος πρωτοτύπου La Sueñera) για διάφορους λόγους. Είναι το πρώτο βιβλίο που έγραψε (αν και δεν είναι το πρώτο που δημοσίευσε) και ως εκ τούτου είναι το αγαπημένο της. Επίσης, όπως ανέφερα προηγουμένως, τα μικροδιηγήματά της θεωρούνται από τα καλύτερα στην ισπανική γλώσσα, οπότε το βιβλίο αυτό ήταν μια έξοχη ευκαιρία για τους αναγνώστες μας να έρθουν σε επαφή με τη μικρομυθοπλασία, ένα λογοτεχνικό είδος ελάχιστα διαδεδομένο στη χώρα μας (συνιστώ επίσης για κάθε ενδιαφερόμενο την ανθολογία ισπανόφωνου μικροδιηγήματος Mini71cuentos, την οποία συχνά συμβουλεύομαι και την έχω ως «μπούσουλα»). Η Σούα όμως δεν καταπιάνεται μόνο με τη βραχεία αφήγηση, αλλά είναι επίσης εκπληκτική διηγηματογράφος και για το λόγο αυτό, σε συνεργασία με τη συγγραφέα, αποφάσισα να κάνω την ανθολογία «Σκυλίσια ζωή και άλλες ακροβασίες» η οποία εκδόθηκε φέτος.
Τι θα διαβάσουμε λοιπόν στην συλλογή Σκυλίσια ζωή και με ποιο κριτήριο έγινε η επιλογή των συγκεκριμένων διηγημάτων;
Η συλλογή αποτελείται από 14 διηγήματα που για μένα τουλάχιστον είναι το ένα καλύτερο από το άλλο. Η ανθολόγηση ήταν πολύ δύσκολη, δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω, και κατέληξα σε κριτήρια μάλλον υποκειμενικά, προσωπικά, και όχι αντικειμενικά, όπως χρονολογικά, ή αντιπροσωπευτικότητας. Ωστόσο, κάποια από αυτά που ξεχώρισα εμπεριέχονται συχνά σε συλλογές ως αριστουργήματα της ισπανοαμερικανικής διηγηματογραφίας, όπως είναι το «Μέρες ψαρέματος». Κάποια άλλα δεν είναι τόσο γνωστά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι εξίσου αξιόλογα. Ένα πολύ ελκυστικό στοιχείο στα διηγήματά της είναι το πόσο διαφορετικό είναι το ένα από το άλλο. Το ανήσυχο βλέμμα της συγγραφέως πέφτει κάθε φορά σε μια διαφορετική πτυχή της ζωής, την οποία εξετάζει σε βάθος και σίγουρα με πρωτότυπο τρόπο. Η ευελιξία της και η ευρηματικότητά της είναι εντυπωσιακές και μας προσφέρουν ιστορίες αναπάντεχες, που μας ταξιδεύουν από σύμπαν σε σύμπαν. Διαβάζοντας το βιβλίο είναι σαν να μπαίνουμε σε ένα ρόλερ κόστερ, προχωρώντας άλλοτε αργά, άλλοτε ιλιγγιωδώς από αφήγηση σε αφήγηση, από το ρεαλιστικό στο φανταστικό, από την κωμωδία στην τραγωδία, καταλήγοντας πάντα, αν όχι στην έκπληξη, στο ξάφνιασμα. Η συγγραφέας, αλλά και οι αναγνώστες της, ισορροπούν συνεχώς στα όρια, τίποτα δεν είναι σίγουρο, τίποτα δεν είναι ασφαλές, μέχρι να μπει η τελευταία τελεία (ή μήπως ούτε εκεί;). Εξού και ο τίτλος που έδωσα «Σκυλίσια ζωή και άλλες ακροβασίες». (Το «Σκυλίσια ζωή» είναι ένα από τα απολαυστικότερα διηγήματα που περιέχονται στο βιβλίο). Να πω εδώ ότι η Σούα δέχτηκε με ενθουσιασμό τον τίτλο που πρότεινα, μιας και όπως λέει η ίδια έγραψε τα διηγήματα αυτά χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Μου έχεις εκμυστηρευτεί ότι η έκδοση της συγκεκριμένης συλλογής αποτελεί για σένα ιδιάζουσα περίπτωση. Πες μας λοιπόν, ποια ιδιαίτερη χορδή σου πάλλεται;
Πρώτον, περιέχει ένα από τα αγαπημένα μου διηγήματα, με το οποίο ανοίγω και τη συλλογή: το «Μέρες ψαρέματος». Το διήγημα αυτό όταν το πρωτοδιάβασα, πριν χρόνια, με συγκίνησε βαθιά. Ο τρόπος που προσεγγίζει το θέμα του (δεν θέλω να μαρτυρήσω περισσότερα) δεν με έκανε μόνο να θαυμάσω, αλλά και να νιώσω μια ιδιαίτερη συμπάθεια για την τότε άγνωστή μου συγγραφέα. Έτσι, όταν μετά από χρόνια άρχιζα να ασχολούμαι με τη μετάφραση, το όνομά της ήταν από τα πρώτα που μου ήρθαν στο μυαλό. Το συγκεκριμένο διήγημα ήταν η αφορμή όχι μόνο για να βγουν στα ελληνικά αυτά τα δύο υπέροχα βιβλία, αλλά και για να γνωρίσω τη συγγραφέα με την οποία μας δένει πλέον μακροχρόνια φιλία. Μάλιστα, έμαθα αργότερα από την ίδια ότι το «Μέρες ψαρέματος» είναι και το δικό της αγαπημένο, όχι μόνο για την άρτια αφήγηση, αλλά επειδή πραγματεύεται κάτι πολύ προσωπικό της. Δεύτερον, για να καταφέρω να εκδοθεί αυτή η ανθολογία αντιμετώπισα για χρόνια πάμπολλες δυσκολίες. Λένε όμως ότι ο επιμένων νικά (εγώ προσθέτω «και ο παθιασμένος») και πράγματι μετά από χρόνια προσπαθειών– να έχετε υπόψη ότι το διήγημα δεν είναι ένα είδος στο οποίο ποντάρουν οι εκδότες, ακόμα και για ένα τόσο αξιόλογο όνομα όπως η Άνα Μαρία Σούα – το βιβλίο ευτύχησε να βγει από τις γνωστές εκδόσεις Βακχικόν.
Όπως προανέφερα, πριν μερικά χρόνια εκδόθηκε η Ονειροπαγίδα, συλλογή μικροδιηγημάτων από τις εκδόσεις Απόπειρα, πάλι σε δική σου μετάφραση. Τι θα διαβάσουμε σε αυτή τη συλλογή;
Η συλλογή απαρτίζεται από 250 μικροδιηγήματα που σχηματίζουν ένα μαγευτικό υφαντό, φτιαγμένο από όνειρα, ονειροπόληση, μισοΰπνι και αϋπνία. Πρωτότυπα, πικρά, χιουμοριστικά, σκοτεινά, φωτεινά, μας δίνουν μια γεύση από τι είναι φτιαγμένα τα όνειρα, παντρεύοντας την πραγματικότητα, τη φαντασία, το παράδοξο και την ποίηση. Η Σούα στην Ονειροπαγίδα καταφέρνει με επιτυχία να μας κάνει να ψηλαφίσουμε την ακατέργαστη ύλη των ονείρων.
Με αφορμή της έκδοση της Ονειροπαγίδας στην Ελλάδα η Άνα Μαρία Σούα σου είχε παραχωρήσει μια συνέντευξη, στην οποία σου έλεγε τότε ότι η συγκεκριμένη συλλογή αποτελεί το πιο αγαπημένο από τα βιβλία της με μικροδιηγήματα! Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό;
Ναι, είχα τότε την ιδέα αντί για επίμετρο να βάλω στο βιβλίο μια αποκλειστική συνέντευξη της συγγραφέως. Ήταν όμως ατυχής η ιδέα να μπει ως ένθετο, μιας και στα βιβλιοπωλεία κάποιοι μάλλον άνοιγαν το βιβλίο και «έπαιρναν» μόνο το ένθετο αυτό φυλλάδιο. Είναι ωραίο να σκέφτομαι ότι η συνέντευξη έκανε το δικό της ταξίδι, αλλά δυστυχώς κάποιοι πήραν το βιβλίο χωρίς αυτή. Οπότε μου δίνεις εδώ την ευκαιρία να παραθέσω στους αναγνώστες την απάντηση που μου είχε δώσει τότε στη συνέντευξη-επίμετρο:
Η Ονειροπαγίδα είναι το πρώτο βιβλίο που έγραψα, αν και όχι το πρώτο που δημοσίευσα. Έχει αυτό που μόνο ένα πρώτο βιβλίο έχει: ότι σου επιτρέπονται τα πάντα, τη δυνατότητα να ρισκάρεις ολοκληρωτικά, να ανακαλύπτεις τα πάντα, την ευτυχία και την αδεξιότητα της πρώτης φοράς. Σιγά σιγά με τα χρόνια, γράφει κανείς υπέρ ή κατά όσων έχει ήδη γράψει: με την Ονειροπαγίδα μπόρεσα να βιώσω την υπέροχη αίσθηση του ότι δεν είχα τίποτα άλλο πίσω μου. Για παράδειγμα, αρίθμησα τα κείμενα γιατί έτσι μ’ άρεσε. Δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό πως κάποτε θα έμπαιναν σε ανθολογίες, όπου χρειάζονται έναν τίτλο. (Για το λόγο αυτόν σήμερα κυκλοφορούν πολλά με διαφορετικούς τίτλους.) Ή, για παράδειγμα, χρησιμοποίησα πολλά γλωσσικά παιχνίδια: ποτέ δεν σκέφτηκα πόσο δύσκολο είναι να μεταφραστούν. Σήμερα, παρ’ ότι θα ήθελα να μην το σκέφτομαι, η ιδέα μιας ανθολογίας ή μιας μετάφρασης είναι μόνιμα σε κάποιο σημείο του μυαλού μου και επηρεάζει τις ιδέες μου. Με την Ονειροπαγίδα η ελευθερία ήταν πλήρης.
Τι απαιτήσεις χρειάζεται η μετάφραση της Άνα Μαρία Σούα; Με ποιον τρόπο δούλεψες και πως βίωσες την όλη μεταφραστική διαδικασία;
Η μετάφραση των διηγημάτων της συλλογής «Σκυλίσιας ζωής» δεν είχε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία. Παρά την αχαλίνωτη φαντασία, τα κείμενα αυτά της Σούα έχουν έναν λογικό ειρμό για τον οποίο ένιωθα σχεδόν ευγνώμων. Αντιθέτως, η μετάφραση των μικροδιηγημάτων της Ονειροπαγίδας ήταν ίσως ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει. Όπως περιγράφει και η ίδια στην συνέντευξη που προανέφερα, ένιωσε ελεύθερη να ρισκάρει, να είναι αυθόρμητη, να χρησιμοποιήσει άφθονα γλωσσικά παιχνίδια. Εξάλλου, το μικροδιήγημα με τη συντομία, την οικονομία και την ακρίβειά του είναι από μόνο του ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό λογοτεχνικό είδος. Πόσο μάλλον τα συγκεκριμένα κείμενα που μιλούν για τα όνειρα συχνά με παράλογους συνειρμούς και φανταστικές παραστάσεις. Κάποιες φορές, μετά από ατελείωτες ώρες εξαντλητικής σκέψης, φτάνοντας, τι να πω, στα όρια του διαλογισμού για να κατανοήσω το νόημα, κατέφευγα ηττημένη στη συγγραφέα, η οποία μου απαντούσε: είναι απλώς ένα όνειρο, δεν χρειάζεται να το πολυσκέφτεσαι, είσαι ελεύθερη να το μεταφράσεις όπως εσύ νομίζεις!
Η Άννα Βερροιοπούλου έχει γεννηθεί στην Αθήνα και έχει πανεπιστημιακές σπουδές στην Θαλάσσια Βιολογία και στην Ισπανική Γλώσσα και Πολιτισμό. Έχει ασχοληθεί με την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και εργάστηκε ένα διάστημα στην Ισπανία σε οικολογική οργάνωση. Τα τελευταία δέκα χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τη λογοτεχνική μετάφραση και με σεμινάρια σχετικά με την ισπανόφωνη λογοτεχνία.
Έχει δημοσιεύσει το παραμύθι Λίλυ και Λούσυ, και το μυθιστόρημα Δαβίδ, Απόπειρα 2020.
Έχει μεταφράσει τη Μικρή ποιητική ανθολογία του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (Απόπειρα, 2011), τους Αυτόχειρες και Σάμα του Αντόνιο Ντι Μπενεντέττο (Απόπειρα, 2014, Καστανιώτης 2018), την Ονειροπαγίδα της Άνα Μαρία Σούα (Απόπειρα, 2015), τις Αναμνήσεις μιας νεκρής της Μαρίας Λουίσας Μπομπάλ (Απόπειρα, 2015), Από τον Ερνέστο στον Τσε του Κάρλος Καλίκα Φερρέρ (Liberia Espanola Νικολόπουλος), Από μακρυά μοιάζουν με μύγες του Κίκε Φερράρι (Καστανιώτης 2019)
Είναι αρθρογράφος στο ispania.gr, συνεργάτρια σε διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά, σύντομα διηγήματά της έχουν διακριθεί και δημοσιευτεί σε έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου