γράφει η Κατερίνα Θεοδωράτου
| Διάστιχο,
Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021 »»
«[…] η αρρώστια του Θεού μ’ έριχνε κάτω, εκεί που δεν περνάει το μάταιο, κι ο νεκρός αμαξάς ανεβασμένος στα κάγκελα κρατούσε τ’ άλογα, μακριά, μέσα στο ατέλειωτο, αφού ποτέ γυρισμός δεν υπήρξε, μόνο παμπάλαια λόγια, μιλημένα ξανά, σ’ ένα άλλο μέρος, ή άξαφνα σωπασμένα, γιατί είμαστε ξένοι εδώ, απλοί ενοικιαστές, κι εκείνο που έγινε θα ξαναγίνει πάλι, κι οι μέρες μας είναι το επαναλαμβανόμενο σινιάλο για κάτι που ποτέ δεν καταλάβαμε...»
Τάσος Λειβαδίτης, Σκοτεινή Πράξη (1974)
Δεν είναι η πρώτη φορά που η πεζογράφος και ποιήτρια Καίτη Βασιλάκου καταπιάνεται με την απόκλιση και τους αποσυνάγωγους αυτού του κόσμου. Άλλωστε, η πανάρχαια δεξαμενή των «διαφορετικών», των «αποκλινόντων», των «λοξών» αρδεύει τη μυθοπλασία ανέκαθεν. Σε προηγούμενά της πεζά – Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ (διηγήματα, Ιωλκός 2008), Οι πόρτες (διηγήματα, Ιωλκός 2010), Ο τέταρτος κλώνος (διηγήματα, Αίολος 2011), Το επίμονο φαινόμενο (νουβέλες, Απόπειρα 2016) καθώς και στο θεατρικό της Σιμόν (Μανδραγόρας 2014) – κινήθηκε στον χώρο της δυστοπικής φαντασίας, του αινιγματικού, του weird, και οι περσόνες που επινόησε ήταν εξ ορισμού αποκλίνουσες. Σε άλλα πάλι, εγγύτερα στον ρεαλισμό, όπως το Αγαπημένε μου ψυχίατρε (νουβέλα, Απόπειρα 2012) και Η προγονική εντολή (μυθιστόρημα, Γαβριηλίδης 2019) έθεσε την απόκλιση ως υπομόχλιο της πλοκής: το πρώτο είναι το χρονικό ενός παθιασμένου έρωτα εντός της συνθήκης ψυχοθεραπευτή-θεραπευόμενης και το δεύτερο η σάγκα μιας οικογένειας σε πέντε γενιές, όπου μυστικά, τραύματα, αμαρτίες και πάσης φύσεως «αποκλίσεις» των γεννητόρων αφήνουν το ψυχολογικό, ηθικό και κοινωνικό τους ίχνος στους επιγόνους.
Το παρόν μυθιστόρημά της τιτλοφορείται Οι αποκλίνοντες και επιγράφεται ως ιστορικό. Ο τίτλος μπορεί να ερμηνευθεί σε δύο επίπεδα: Ιστορικά, όπως δηλώνεται και στη σύντομη παρουσίαση στο οπισθόφυλλο, εστιάζει στον μεταιχμιακό όσο και ταραχώδη 4ο μ.Χ. αιώνα, όταν εδραιώθηκε ο χριστιανισμός ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Μ. Κωνσταντίνο, κινδύνευσε πρόσκαιρα η επικράτησή του από τους επιγόνους του τελευταίου που ασπάστηκαν την αίρεση του αρειανισμού και από τη σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού και καθιερώθηκε οριστικά – και αιματηρά – από τον Μ. Θεοδόσιο. Αυτές τις μεταβατικές δεκαετίες των επιγόνων διατρέχει το κυρίως σώμα του μυθιστορήματος, όπου η Αυτοκρατορία ήταν ένα πολυσυλλεκτικό μωσαϊκό από «αιρέσεις» και «αποκλίσεις», με επικρατέστερη και πλέον βαρύνουσα στο κείμενο εκείνη των Γνωστικών, από ένα πλήθος παραποτάμων που απέκλιναν από ένα έτσι κι αλλιώς μεταβαλλόμενο mainstream. Ας σημειωθεί εδώ ότι το βιβλίο περιέχει παράρτημα με βιβλιογραφικές πηγές, λεπτομερές χρονολόγιο της εποχής αναφοράς καθώς και ένα ενδιαφέρον γλωσσάρι των κυριότερων υπο-ομάδων των Γνωστικών. Πέρα όμως από τους αποκλίνοντες-αιρετικούς της επίσημης θρησκείας, ο μέγας αποκλίνων είναι ο κεντρικός ήρωας, με το βαθύτατα ειρωνικό όνομα Σωσίθεος, ο οποίος, σε μία εποχή εναλλασσόμενων και άνωθεν επιβεβλημένων βεβαιοτήτων και δογμάτων, όπου η θρησκεία είναι πολιτική και η μεταφυσική ακατανόητη ιδιορρυθμία, αρνείται τα δοτά σχήματα της οργανωμένης λατρείας, δεν ικανοποιείται από τις άπειρες εξεικονίσεις και τις χονδροειδείς αναπαραστάσεις του Θεού από τις διάφορες σέχτες και «αποκλίνει» σε μία μέχρι τελικής πτώσεως αναζήτηση του δικού του Θεού-Σωτήρα.
Όχι τυχαία, ο ήρωάς μας διχάζεται – και – ανάμεσα σε δύο γεννήτορες: Ο «επίσημος» πατέρας του, εχθρικός, απόμακρος και γλοιώδης καιροσκόπος, μοιάζει με τον «επίσημο Θεό»-τιμωρό, που επιβάλλεται διά της βίας με Συνόδους και Πρωτόκολλα, αλλάζοντας μορφές ανάλογα με το ρεύμα των καιρών. Ο άλλος, εκείνος που σταθερά υποπτεύεται – από μισόλογα της μητέρας του αλλά και από τη φυσική τους ομοιότητα, χωρίς ποτέ ωστόσο να επιβεβαιωθεί – ότι είναι ο βιολογικός του πατέρας, είναι ο καλοκάγαθος υπηρέτης του Μπααράμ, και παραπέμπει στον αγαθό και ελεήμονα Θεό των Γραφών, τον ενσώματο, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεό Πατέρα και Θεράποντα που αναζητά ο Σωσίθεος. Ο Λεύκιος, Βαλεντινιανός Γνωστικός και μέντοράς του στις μεταφυσικές του αναδιφήσεις, που φέρει τη σημειολογικά πολυσήμαντη θεσμική ιδιότητα του γιατρού-θεραπευτή, αποτελεί ένα τρίτο πατρικό πρότυπο, εκείνο του πνευματικού οδηγού. Ούτε αυτός όμως θα κατορθώσει να διαδραματίσει επαρκώς τον ρόλο του, οι αναζητήσεις του Σωσίθεου θα μείνουν άκαρπες και η φυσική απώλεια και των τριών θα σηματοδοτήσει την οριστική «ορφάνια» και οντολογική του μοναξιά.
Η προφανής ψυχαναλυτική αναφορά στον Πατέρα εύκολα μετατοπίζεται στο φιλοσοφικό πεδίο: Στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα υποστασιώνεται ο προαιώνιος Άνθρωπος, που, ενδεής ενώπιον του μυστηρίου της ζωής και –προπάντων– του θανάτου, αναζητά έναν Θεό-Πατέρα που θα τον συντροφέψει στην πορεία και θα τον περάσει ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά στην «απέναντι όχθη». Η ανώριμη φάση του Σωσίθεου συμπίπτει με την αρχική παρετυμολόγηση του ονόματός του: πιστεύει ότι είναι εκείνος που τον έσωσε ο Θεός, όπως ακριβώς τα παιδιά βρίσκονται στο απόλυτο έλεος του πατέρα. Στη συνέχεια επιτελεί διαδοχικές τελετουργικές πατροκτονίες, πρώτα αδιαφορώντας παγερά για τον θάνατο του επίσημου πατέρα, κατόπιν καθυβρίζοντας και βιαιοπραγώντας εναντίον τού κατά πάσα πιθανότητα φυσικού του πατέρα και, τέλος, απορρίπτοντας και υπερβαίνοντας τον πνευματικό του πατέρα. Το τελικό στάδιο είναι η οδυνηρή επίγνωση της ανημπόριας του να αισθανθεί, να συναντήσει, να επινοήσει έστω έναν Θεό. Δεν έχει φτάσει στην τελική Αλήθεια, ούτε στην Ανώτερη Γνώση που επαγγέλλονταν οι Γνωστικοί, αλλά οφείλει να αρκεστεί σε μια σωκρατικού τύπου γνώση της άγνοιας και να συμβιβαστεί με την πικρή διαπίστωση: Ο Θεός μου ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Η ωριμότητα που κατακτά συμπίπτει και με την επίλυση του γρίφου του ονόματος: Σωσίθεος δεν είναι εκείνος που τον σώζει ο Θεός, αλλά αυτός που σώζει τον Θεό: Καλείται να σώσει την ιδέα του Θεού μέσα του, περισώζοντας έτσι ένα ύστατο νόημα και αντίκρισμα ύπαρξης. Τα δύο θεία του οράματα, το πρώτο του σταδιακά βυθιζόμενου Εσταυρωμένου και το δεύτερο της θεϊκής μορφής που εξαφανίζεται στα στάχυα, είναι αποκαλυπτικά: Ο πάσχων Θεός ζητά σωτηρία, το επισφαλές και αμφίβολο νόημα ζητά δικαίωση και πραγμάτωση. Ο Σωσίθεος όμως αδυνατεί να ανταποκριθεί, η κάθαρση ματαιώνεται και ο ήρωας, όπως όλοι μας, μένει μετέωρος, με μόνο κέρδος τον συμβιβασμό, την τελική συμφιλίωση με την «αρρώστια», όπως εύστοχα ονοματίζεται στο κείμενο η μεταφυσική του αγωνία.
Η διαλεκτική σχέση μεταξύ ανθρώπων και ιστορικού γίγνεσθαι – βασικός άξονας που διαρθρώνει τα σοβαρά βέβαια ιστορικά μυθιστορήματα και όχι τα glossy αναγνώσματα «εποχής», που χρησιμοποιούν την Ιστορία ως περιπετειώδες «φόντο» – στους Αποκλίνοντες μετατοπίζεται στο φιλοσοφικό πεδίο, εισάγοντας έναν ιδιότυπο «μεταβατικό» ντετερμινισμό: Οι ήρωες κινούνται όχι ακριβώς μέσα στη δίνη των ιστορικών γεγονότων αλλά στις παρυφές τους, εκεί όπου το συμβάν αλληλεπιδρά με τα θρησκευτικά/φιλοσοφικά ρεύματα και η θρησκευτική ιδεολογία γίνεται όπλο της κοσμικής εξουσίας, εκτρέποντας τον ρου της Ιστορίας. Ο Σωσίθεος κινείται παράλληλα, συνειδητά αμέτοχος στο ραγδαία μεταβαλλόμενο τοπίο, αναζητώντας τον ψυχικό του πυρήνα και μια πνευματική σταθερά, ένα «πρόσωπο» μέσα από τα επάλληλα ιδεολογικά προσωπεία που δανείζεται. Θα μπορούσε να παραπέμπει στον εμβληματικό Σιντάρτα, που, παραφράζοντας τον Χέρμαν Έσε, «…βρίσκει παρηγοριές, παραισθήσεις, δεξιότητες και ξεγελιέται μ’ αυτές, την Ουσία όμως, τον Δρόμο των δρόμων, δεν τον βρίσκει ποτέ»· ωστόσο, ο ρεαλισμός της αφήγησης και το αυστηρό χωροχρονικό πλαίσιο της Βασιλάκου καθιστά τον δικό της ήρωα περισσότερο γήινο και οικείο και την αγωνία του πολύ περισσότερο «δική μας».
Η αφήγηση είναι φλας μπακ και πρωτοπρόσωπη· μέσα από την έκπληκτη, περιδεή, όμως καθαρή ματιά του Σωσίθεου περνούν σε εμάς αφιλτράριστα η αθλιότητα των λούμπεν κοινωνικών στρωμάτων, η βλακώδης θρησκοληψία, οι πολιτικές μηχανορραφίες, ο φατριασμός, ο εναγκαλισμός θρησκείας-εξουσίας, οι δογματικές διαφορές ως πρόσχημα για εμφύλιες συρράξεις, όλη η οικεία βαρβαρότητα ενός εφιαλτικά οικείου κόσμου. Στην αίσθηση της οικειότητας συμβάλλει και η απλή, απέριττη γλώσσα, χωρίς φραστικές υπερβολές και στιλιστική επίδειξη – σταθερή υφολογική επιλογή της συγγραφέα – που επιπλέον προικίζει το κείμενο με ακρίβεια και ευστοχία, ενώ αναδεικνύει σε όλη τη δύναμη και την αδρότητά της τη συναρπαστική του εικονογραφία. Αναφέρω ενδεικτικά την υποβλητική εικόνα του οράματος με τον Εσταυρωμένο που βυθίζεται αργά στην γη, σε μια έξοχη εικαστική και μεταφυσική συνομιλία με τη Γουίνι από τις Ευτυχισμένες μέρες του Μπέκετ: εδώ, η θνητότητα του Θεού αντικρίζει και ίσως ερμηνεύει την τραγικότητα του ανθρώπου. Ξένος σε μια ξένη γη, με τα λόγια του Γνωστικού Λεύκιου, τον καταπίνει η κινούμενη άμμος της φθοράς και της λήθης – και αυτόν και τον αινιγματικό, αγνοούμενο Θεό του.
Η ιστορικός και ακαδημαϊκός Έλεν Καμ είχε πει ότι το ιστορικό μυθιστόρημα, εκτός από αξιόλογο λογοτεχνικό είδος, αποτελεί και έμπρακτη υπόμνηση ότι η Ιστορία αφορά και συντίθεται από ανθρώπους. Η Καίτη Βασιλάκου με τους Αποκλίνοντες διευρύνει αυτόν τον αφορισμό, τολμώντας να θέσει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την ψηλάφηση του Νοήματος μέσα και πέρα από τα ιστορικά γεγονότα και να εντρυφήσει στον ψυχισμό του ήρωα, εκεί που εγκαταβιώνει ο αρχαίος Πόνος, η «αρρώστια της ανθρώπινης κατάστασης», που διατρέχει και υπερβαίνει την Ιστορία.
Η Κατερίνα Θεοδωράτου είναι θεατρολόγος.