σχόλια της Διώνης Δημητριάδου για την υπό έκδοση ποιητική συλλογή της Ελευθερίας Σταυράκη Ιθαγένεια. | Με ανοιχτά βιβλία,
Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016 »»
Η Ελευθερία Σταυράκη δίνει την ανθρώπινη παρουσία διαγραφόμενη με σαφήνεια ιδιαίτερη, προσφέροντας μια πλήρη εικόνα, έτσι όπως με προνομιακή θέα την προσφέρει η ποίησή της. Πότε με πιο ποιητική και πότε με πιο πεζή εκφορά του λόγου της επικοινωνεί με τον αναγνώστη της κατά πρόσωπο, όπως κάθε γνήσια φωνή.
Τα παιδικά μάτια μάτωναν από τη στεναχώρια. Πνίγονταν οι ανάσες μέσα σε λυγμούς, παραμορφωμένες από το παράπονο λιγοστές λέξεις κατάφερναν να υψώσουν το ανάστημά τους ανάμεσα σε άγριες φωνές και ξεσπάσματα κάθε είδους.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η γυναίκα αγωνιζόταν να παραμένει ψύχραιμη. «Πρέπει να λογικευτείς» συμβούλευε το κοριτσάκι «δεν μπορείς να κάνεις πάντα το δικό σου, κι εγώ κουράστηκα να τρέχω πίσω απ’ τις επιθυμίες σου. Και μην αλλάζεις συνέχεια γνώμη. Με τρελαίνεις».
Το κοριτσάκι αδυνατούσε να καταλάβει τη σκληρή συμπεριφορά, βασανιζόταν από αναπάντητες απορίες και ανεκπλήρωτους πόθους. Βέβαια, πού και πού, όταν η γυναίκα δεν άντεχε τις κλάψες του το ξεγελούσε με κάποιο μικρό δώρο. Ωστόσο φρόντιζε πάντα να διαλέγει ό,τι έκρινε εκείνη πως το παιδί είχε ανάγκη, χωρίς να υποχωρεί στις παράλογες απαιτήσεις που τόσο την άγχωναν.
Κάποτε η γυναίκα μεγάλωσε μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο. Το κοριτσάκι δε μεγάλωσε ποτέ. Όταν η γυναίκα ρώτησε το κοριτσάκι αν τώρα πια, που την έβλεπε γριά και ανήμπορη, σκόπευε επιτέλους να σταματήσει να κλαίει, εκείνο έκλαψε πιο γοερά παρά ποτέ.
(Το δισυπόστατο της ανθρώπινης φύσης αργούμε να το συνειδητοποιήσουμε. Ο χρόνος γράφει πάνω μας ανελέητος, ωστόσο το παιδί που έχουμε μέσα μας παραμένει εκεί, να μας συνοδεύει κακομαθημένο και ανυπάκουο ως το τέλος. Με μόνο το κλάμα του να υπογραμμίζει δια βίου τις αναπότρεπτες αλλαγές που παρατηρεί χωρίς να το θέλει. Κι εμείς διαρκώς να το αντιμαχόμαστε ακολουθώντας τις συμβάσεις που επιλέγουμε, χωρίς να κατανοούμε ότι απλώς θα μπορούσαμε να οδηγούμαστε από το κλάμα του. Τυφλοί και ανώριμοι. Κι εκείνο σοφό μέσα στην αθωότητά του.)
Εκείνη τη μέρα, θυμήθηκαν, όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει οριστικά. Ο μεγάλος αρσενικός κρεμασμένος ανάποδα, με τα πόδια σφιχτοδεμένα, ανέπνεε τις τελευταίες σταγόνες της εξοχής ιδρωμένης από την πρωινή ζέστη — ή έτσι νόμιζε, αν υποθέσουμε ότι οι οσμές αυτές δύσκολα θα μπορούσαν να διαπεράσουν την πηχτή ξινίλα τού σκοτωμένου αίματος και να φτάσουν εγκαίρως μέχρι τη γραμμή παραγωγής. Λίγα μέτρα πιο πέρα μπορούσε να διακρίνει ήδη τα κορμιά σφαγμένα των δικών του, της γυναίκας και των παιδιών του — είχαν πολλά, τους άρεσε να γεννοβολούν. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια του τρεμόπαιξαν, το λεπίδι που πλησίαζε σταμάτησε ακριβώς δίπλα στο λαιμό του, το μαρτύριο έπαιρνε παράταση: πάνω που σφράγιζε τα βλέφαρα με προοπτική αιωνιότητας, ένιωσε να επιστρέφει σφοδρότερη η ζαλάδα του επικείμενου πόνου. Το κορμί του σφίχτηκε μια γροθιά απόγνωσης, τότε ήταν που συνάντησε το βλέμμα τού γιου του, ένας απόμενε, τον έβλεπε καθαρά απέναντι, στην παράλληλη γραμμή παραγωγής, κρεμόταν ολοζώντανος ανάποδα — πλάι του σταματημένο το λεπίδι.
Θα πέθαιναν μαζί λοιπόν μόλις ερχόταν το ρεύμα. Οι μηχανές ακούστηκαν πάλι βραχνιασμένες, η δουλειά ξεκινούσε, αυτό ήταν, τα δυο πουλιά κρατήθηκαν για τελευταία φορά από τα βλέμματά τους. Το ρεύμα κόπηκε ξανά. Κάτι σοβαρό συνέβαινε, οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν και φώναζαν. Ένας ανάμεσά τους, παχουλός με μαύρο λιπαρό κεφάλι, σκούπισε τα αίματα από τα χέρια στην ποδιά του, εσείς οι δυο, είπε μέσ’ από τα δόντια, κάποια δύναμη θέλει να ζήσετε. Κι έκοψε τα σχοινιά. Πρώτα ο ένας, μετά ο άλλος έβλεπαν ξανά τον κόσμο απ’ την καλή.
Ο άνθρωπος μετέφερε στην αυλή του τα πουλιά. Εκείνα τα Χριστούγεννα προτίμησε να φάει ψάρι — και ήταν ήσυχος με τη συνείδησή του γιατί, όπως υποστήριζε, κάτι διέκρινε αλλιώτικο στο βλέμμα τους, ολοένα καθαρότερα κοιτάζανε σαν άνθρωποι που επέζησαν από μια συμφορά μεγάλη, ένα ολοκαύτωμα, ενώ η σωτηρία τους αποδείκνυε τη στέρεη δύναμη των καλών προθέσεων της τύχης.
Γιατί δευτερόλεπτα μετά το συμβάν η γραμμή παραγωγής συνέχισε απτόητη το ταξίδι της για μήνες, χρόνια, μέχρι σήμερα που μιλάμε. Όσο για τα δυο πουλιά, δεν έβγαλαν έκτοτε ποτέ τον ήχο αυτόν τον τόσο χαρακτηριστικό του είδους τους. Άσε που δεν παύουν να κοιτάζονται ακόμη και όταν τρώνε, ίσως και όταν κοιμούνται. Λες και ανά πάσα στιγμή μπορεί ν’ απειλήσει το λαιμό τους μια αόρατη λεπίδα στο μη μετρήσιμο χρόνο μιας μεταφυσικής γραμμής παραγωγής. Τα ίδια πάντως ισχυρίζονται πως δε φοβούνται πια το θάνατο αλλά τη μοναξιά, αν τύχαινε ετούτη τη φορά σ’ αυτή τη γραμμή παραγωγής η τύχη να πάρει πρώτα το κεφάλι τού ενός και έπειτα του άλλου.
(Η φύση, μια άλλη απομόνωση από τα ανθρώπινα, δίνει συχνά το μέτρο του ορθού. Μόνο που απαιτεί εκείνη την ιδιαίτερη ευαισθησία στην όραση και την ακοή, προκειμένου να πιάσει τα μηνύματα ο άνθρωπος, αυτός ο αυτόπτης μάρτυρας. Και εδώ η αρωγή της ποίησης μεγάλη, όπως έρχεται ο στίχος να παραλληλίσει τις απώλειες, τη συντροφικότητα που χάνεται, το αναπότρεπτο τέλος ακόμη, και να συνταιριάξει τα απλά ανθρώπινα με τα μεγαλειώδη του φυσικού κόσμου. Ένα βλέμμα τα λέει όλα και η επίγνωση της κοινής μοίρας σε συντροφεύει ως το τέλος.)
διψασμένα μάτια θα γευτούν
την αγωνία της ζωής κρυμμένης
από τα σύννεφα
Κατά τ’ άλλα,
η μέρα αναμένεται χλωμή, κάπως αδύναμη
σαϊτιά στα σπλάχνα τ’ ουρανού
που αστόχησε — και δεν αλλάζει τίποτα
παραπατάει το ξύλινο τόξο
θα πέσει στα κεφάλια μας
ξερνώντας χρώματα της ίριδας
πολύχρωμη η σκιά του θα συρθεί
στα λασπωμένα σύννεφα
θ’ αναζητήσει να τραφεί
βαθιά στης νύχτας τον παράλογο πυρήνα
η αλήθεια της
θα επιβληθεί
με δύναμη χρησμού
Όλο το νόημα
σ’ ένα βλέμμα
μια φράση άγρια
στο στήθος έπλαθες
μ’ ανάσες γρήγορες
να γίνει όπως πρέπει
πάλευε τα χείλη σου λευκά την έπνιγαν
από ντροπή
ημιθανή την εγκατέλειψες στο δρόμο
όπως ήρθες έφυγες
σκυφτός
μια σιωπηλή παρένθεση
Δυο δυο σε κάθε του μανίκι
Κι ακόμη ένα μεγαλύτερο — στην άκρη στο καπέλο
Αμίλητη φασαρία πολύχρωμη
κόκκινο κίτρινο και μαύρο
πορτοκαλί με πράσινο. Και λίγο μαύρο
Πάντα υπήρχε λίγο μαύρο:
όσο δοκίμαζε τις πόζες του
άνοιγε τα σαγόνια
κατάπινε τους ώμους, τα πόδια, το καπέλο
τα χρώματα που έλιωναν στο στόμα
τέλος το λευκασμένο πρόσωπο
με το ζωγραφιστό χαμόγελο
Δεν ήθελα να τον κοιτάζω πια
να σπάσω μόνο ήθελα το επίμονο χαμόγελο
Ας σπάραζε
Θα ήταν πιο παρήγορο
Θα σήμαινε τουλάχιστον
Πως κάποτε οι ματιές μας
Πιασμένες χέρι χέρι
Μίλησαν για τον πόνο
Τα κουδουνάκια απομακρύνονταν πάντα τελευταία
Μες στο μυαλό μου τα ακούω να ηχούν ακόμη
σαν απειλή
Δεν ξέρω αν είναι από φόβο
ή από μια συνήθεια απλή
Ακόμα τον περιμένω
(Τα δύο αυτά ποιήματα, αν και φαινομενικά παραπέμπουν σε άλλο θεματικό χώρο το καθένα, στη δική μου τουλάχιστον πρόσληψη είναι συμπληρωματικά το ένα του άλλου. Γιατί αν μπορεί αυτός ο παράλογος πυρήνας να καθορίζει τη ζωή, αν μια σαϊτιά στα σπλάχνα τ’ ουρανού που αστόχησε βρίσκει κατάστηθα τη μοναξιά την ανθρώπινη και την εκφράζει με τον απόλυτο τρόπο που οι σαϊτιές γνωρίζουν, τότε ίσως την τραγικότητα να την αφηγείται καλύτερα ένας γελωτοποιός. Με την αμίλητη φασαρία του και τις μαύρες πόζες του ίσως να αποδίδει καλύτερα μια γελοία ελπίδα στην αναμονή του ανέφικτου. Με τη βαθύτατη γνώση πως όλα αυτά μπορεί να μην είναι μόνο καμώματα δικά του και πως η ίδια η ζωή είναι μια ψεύτικη απεικόνιση αισθημάτων και επιθυμιών.)
Αξημέρωτα σηκωνόταν από το κρεβάτι. Πριν οτιδήποτε άλλο ετοίμαζε ένα ζεστό τσάι στη σκοτεινή ακόμη κουζίνα. Το μετέφερε προσεκτικά στο μεγάλο τραπέζι. Τραβούσε μία καρέκλα — πάντοτε την ίδια — στη γωνία που του εξασφάλιζε πανοραμική θέα στο δωμάτιο.
Υπό την επήρεια της γοητείας του ύπνου έπιανε να μουτζουρώνει, να ζωγραφίζει, να σημειώνει λευκά χαρτιά μπροστά του χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να διακόπτει για κανένα λόγο την εργασία του, ήρεμος και συγκεντρωμένος. Μέχρι που το φως της μέρας τραβούσε τη σκανδάλη και σκότωνε τη μαγεία.
Τότε έπινε μια τελευταία γουλιά από το κρύο τσάι και τυλιγμένος στην πιο βαθιά ανάσα του χανόταν στο δρόμο για τη δουλειά.
Κάθε απόγευμα
Επέστρεφε στο σπίτι θολωμένος. Μετά το γεύμα — συνήθως σύντομο και λιτό — ξάπλωνε στον καναπέ, για λίγο. Ακόμη ζαλισμένος αναζητούσε τις πρωινές μουντζούρες. Ανάμεσα σε πλήθος ασυναρτησίες και παραμορφώσεις διέκρινε τις μορφές τους. Άλλοτε γνώριμες άλλοτε άγνωστες παντελώς. Με τη μαλακή μύτη του μολυβιού ιχνηλατούσε προσεκτικά αναζητώντας να συμπληρώσει τα περιγράμματα — στο άγγιγμά του οι φιγούρες ριγούσαν, ζωντάνευαν λες και τις κούρδιζε. Ήταν όμορφα ν’ ακούει τις ιστορίες τους. Κάθε βράδυ, ως αργά. Μέχρι που έπεφτε για ύπνο.
Ποτέ
Δεν αισθάνθηκε ιδιόρρυθμος. Γιατί γνώριζε πως έτσι μπορεί να συμβαίνει στον καθένα. Με τη διαφορά ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όπως και ο ίδιος πολλά χρόνια πριν, προτιμούν να θυσιάζουν στο κρεβάτι το διάστημα από την αποσύνθεση του ύπνου ως την ανάδυση πλήρως της συνείδησης. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγουν τις αμήχανες συναντήσεις με παράξενα πλάσματα, περίεργες σκέψεις και βέβαια τις παραμορφωμένες χάρτινες φιγούρες — που στη δική του περίπτωση αποτελούσαν ένα είδος οικογένειας.
(Καταφύγιο η γραφή, δένει τον δημιουργό με δεσμούς αίματος ακατάλυτους, δυνάμει οικογενειακούς. Η ποίηση εδώ — ακολουθώντας τα βήματα του Jacques Prévert — θα δώσει με τον πιο απλό τρόπο την αίσθηση της επανάληψης κινήσεων και σκέψεων που, αν και συνιστά μια καθημερινή ρουτίνα, εμπεριέχει ανέλπιστα τη θαλπωρή της επιστροφής σε οικείο τόπο.)
Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016 »»
Η Ελευθερία Σταυράκη δίνει την ανθρώπινη παρουσία διαγραφόμενη με σαφήνεια ιδιαίτερη, προσφέροντας μια πλήρη εικόνα, έτσι όπως με προνομιακή θέα την προσφέρει η ποίησή της. Πότε με πιο ποιητική και πότε με πιο πεζή εκφορά του λόγου της επικοινωνεί με τον αναγνώστη της κατά πρόσωπο, όπως κάθε γνήσια φωνή.
Το κακομαθημένο
Το κοριτσάκι ακολουθούσε τη γυναίκα παρά τη θέλησή του — σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τη σταματήσει είχε αφεθεί να κρέμεται με όλο το βάρος του από το μπράτσο της. Και έτσι εκείνη αναγκαζόταν πια να το σέρνει δαπανώντας όλα τα ψυχικά και σωματικά της αποθέματα στο δρόμο για το σπίτι.Τα παιδικά μάτια μάτωναν από τη στεναχώρια. Πνίγονταν οι ανάσες μέσα σε λυγμούς, παραμορφωμένες από το παράπονο λιγοστές λέξεις κατάφερναν να υψώσουν το ανάστημά τους ανάμεσα σε άγριες φωνές και ξεσπάσματα κάθε είδους.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η γυναίκα αγωνιζόταν να παραμένει ψύχραιμη. «Πρέπει να λογικευτείς» συμβούλευε το κοριτσάκι «δεν μπορείς να κάνεις πάντα το δικό σου, κι εγώ κουράστηκα να τρέχω πίσω απ’ τις επιθυμίες σου. Και μην αλλάζεις συνέχεια γνώμη. Με τρελαίνεις».
Το κοριτσάκι αδυνατούσε να καταλάβει τη σκληρή συμπεριφορά, βασανιζόταν από αναπάντητες απορίες και ανεκπλήρωτους πόθους. Βέβαια, πού και πού, όταν η γυναίκα δεν άντεχε τις κλάψες του το ξεγελούσε με κάποιο μικρό δώρο. Ωστόσο φρόντιζε πάντα να διαλέγει ό,τι έκρινε εκείνη πως το παιδί είχε ανάγκη, χωρίς να υποχωρεί στις παράλογες απαιτήσεις που τόσο την άγχωναν.
Κάποτε η γυναίκα μεγάλωσε μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο. Το κοριτσάκι δε μεγάλωσε ποτέ. Όταν η γυναίκα ρώτησε το κοριτσάκι αν τώρα πια, που την έβλεπε γριά και ανήμπορη, σκόπευε επιτέλους να σταματήσει να κλαίει, εκείνο έκλαψε πιο γοερά παρά ποτέ.
(Το δισυπόστατο της ανθρώπινης φύσης αργούμε να το συνειδητοποιήσουμε. Ο χρόνος γράφει πάνω μας ανελέητος, ωστόσο το παιδί που έχουμε μέσα μας παραμένει εκεί, να μας συνοδεύει κακομαθημένο και ανυπάκουο ως το τέλος. Με μόνο το κλάμα του να υπογραμμίζει δια βίου τις αναπότρεπτες αλλαγές που παρατηρεί χωρίς να το θέλει. Κι εμείς διαρκώς να το αντιμαχόμαστε ακολουθώντας τις συμβάσεις που επιλέγουμε, χωρίς να κατανοούμε ότι απλώς θα μπορούσαμε να οδηγούμαστε από το κλάμα του. Τυφλοί και ανώριμοι. Κι εκείνο σοφό μέσα στην αθωότητά του.)
Αυτόπτης μάρτυρας
Την ιστορία τους μου αφηγήθηκαν τα ίδια τα πουλιά — αρκετά χρόνια μετά το συμβάν. Γέρικα πια και με περίεργες συνήθειες, βυθισμένα σε μια ιδιόμορφη μοναξιά — ίσως λόγω της ψυχοσύνθεσης που διαμορφώνουν ζωικά είδη προορισμένα για μαζική κατανάλωση. Γαλοπούλες! Ποτέ μου δεν είχα σ’ εκτίμηση το κρέας τους. Τα Χριστούγεννα στο σπίτι τρώμε συνήθως κοτόπουλο με κουκουνάρια και κάστανα ή χοιρινό στο φούρνο. Έσπευσα να το διευκρινίσω εγκαίρως — προς αποφυγήν παρεξηγήσεως — αποσιωπώντας ωστόσο τα σνίτσελ και τα φιλέτα γαλοπούλας σε περιόδους δίαιτας. Φάνηκαν να ικανοποιούνται και να χαλαρώνουν λίγο.Εκείνη τη μέρα, θυμήθηκαν, όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει οριστικά. Ο μεγάλος αρσενικός κρεμασμένος ανάποδα, με τα πόδια σφιχτοδεμένα, ανέπνεε τις τελευταίες σταγόνες της εξοχής ιδρωμένης από την πρωινή ζέστη — ή έτσι νόμιζε, αν υποθέσουμε ότι οι οσμές αυτές δύσκολα θα μπορούσαν να διαπεράσουν την πηχτή ξινίλα τού σκοτωμένου αίματος και να φτάσουν εγκαίρως μέχρι τη γραμμή παραγωγής. Λίγα μέτρα πιο πέρα μπορούσε να διακρίνει ήδη τα κορμιά σφαγμένα των δικών του, της γυναίκας και των παιδιών του — είχαν πολλά, τους άρεσε να γεννοβολούν. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια του τρεμόπαιξαν, το λεπίδι που πλησίαζε σταμάτησε ακριβώς δίπλα στο λαιμό του, το μαρτύριο έπαιρνε παράταση: πάνω που σφράγιζε τα βλέφαρα με προοπτική αιωνιότητας, ένιωσε να επιστρέφει σφοδρότερη η ζαλάδα του επικείμενου πόνου. Το κορμί του σφίχτηκε μια γροθιά απόγνωσης, τότε ήταν που συνάντησε το βλέμμα τού γιου του, ένας απόμενε, τον έβλεπε καθαρά απέναντι, στην παράλληλη γραμμή παραγωγής, κρεμόταν ολοζώντανος ανάποδα — πλάι του σταματημένο το λεπίδι.
Θα πέθαιναν μαζί λοιπόν μόλις ερχόταν το ρεύμα. Οι μηχανές ακούστηκαν πάλι βραχνιασμένες, η δουλειά ξεκινούσε, αυτό ήταν, τα δυο πουλιά κρατήθηκαν για τελευταία φορά από τα βλέμματά τους. Το ρεύμα κόπηκε ξανά. Κάτι σοβαρό συνέβαινε, οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν και φώναζαν. Ένας ανάμεσά τους, παχουλός με μαύρο λιπαρό κεφάλι, σκούπισε τα αίματα από τα χέρια στην ποδιά του, εσείς οι δυο, είπε μέσ’ από τα δόντια, κάποια δύναμη θέλει να ζήσετε. Κι έκοψε τα σχοινιά. Πρώτα ο ένας, μετά ο άλλος έβλεπαν ξανά τον κόσμο απ’ την καλή.
Ο άνθρωπος μετέφερε στην αυλή του τα πουλιά. Εκείνα τα Χριστούγεννα προτίμησε να φάει ψάρι — και ήταν ήσυχος με τη συνείδησή του γιατί, όπως υποστήριζε, κάτι διέκρινε αλλιώτικο στο βλέμμα τους, ολοένα καθαρότερα κοιτάζανε σαν άνθρωποι που επέζησαν από μια συμφορά μεγάλη, ένα ολοκαύτωμα, ενώ η σωτηρία τους αποδείκνυε τη στέρεη δύναμη των καλών προθέσεων της τύχης.
Γιατί δευτερόλεπτα μετά το συμβάν η γραμμή παραγωγής συνέχισε απτόητη το ταξίδι της για μήνες, χρόνια, μέχρι σήμερα που μιλάμε. Όσο για τα δυο πουλιά, δεν έβγαλαν έκτοτε ποτέ τον ήχο αυτόν τον τόσο χαρακτηριστικό του είδους τους. Άσε που δεν παύουν να κοιτάζονται ακόμη και όταν τρώνε, ίσως και όταν κοιμούνται. Λες και ανά πάσα στιγμή μπορεί ν’ απειλήσει το λαιμό τους μια αόρατη λεπίδα στο μη μετρήσιμο χρόνο μιας μεταφυσικής γραμμής παραγωγής. Τα ίδια πάντως ισχυρίζονται πως δε φοβούνται πια το θάνατο αλλά τη μοναξιά, αν τύχαινε ετούτη τη φορά σ’ αυτή τη γραμμή παραγωγής η τύχη να πάρει πρώτα το κεφάλι τού ενός και έπειτα του άλλου.
(Η φύση, μια άλλη απομόνωση από τα ανθρώπινα, δίνει συχνά το μέτρο του ορθού. Μόνο που απαιτεί εκείνη την ιδιαίτερη ευαισθησία στην όραση και την ακοή, προκειμένου να πιάσει τα μηνύματα ο άνθρωπος, αυτός ο αυτόπτης μάρτυρας. Και εδώ η αρωγή της ποίησης μεγάλη, όπως έρχεται ο στίχος να παραλληλίσει τις απώλειες, τη συντροφικότητα που χάνεται, το αναπότρεπτο τέλος ακόμη, και να συνταιριάξει τα απλά ανθρώπινα με τα μεγαλειώδη του φυσικού κόσμου. Ένα βλέμμα τα λέει όλα και η επίγνωση της κοινής μοίρας σε συντροφεύει ως το τέλος.)
Δελτίο καιρού
Πυκνές νεφώσεις,διψασμένα μάτια θα γευτούν
την αγωνία της ζωής κρυμμένης
από τα σύννεφα
Κατά τ’ άλλα,
η μέρα αναμένεται χλωμή, κάπως αδύναμη
σαϊτιά στα σπλάχνα τ’ ουρανού
που αστόχησε — και δεν αλλάζει τίποτα
παραπατάει το ξύλινο τόξο
θα πέσει στα κεφάλια μας
ξερνώντας χρώματα της ίριδας
πολύχρωμη η σκιά του θα συρθεί
στα λασπωμένα σύννεφα
θ’ αναζητήσει να τραφεί
βαθιά στης νύχτας τον παράλογο πυρήνα
η αλήθεια της
θα επιβληθεί
με δύναμη χρησμού
Όλο το νόημα
σ’ ένα βλέμμα
μια φράση άγρια
στο στήθος έπλαθες
μ’ ανάσες γρήγορες
να γίνει όπως πρέπει
πάλευε τα χείλη σου λευκά την έπνιγαν
από ντροπή
ημιθανή την εγκατέλειψες στο δρόμο
όπως ήρθες έφυγες
σκυφτός
μια σιωπηλή παρένθεση
Γελωτοποιός
Τα κουδουνάκια με ειδοποιούσαν πάντα πως ερχότανΔυο δυο σε κάθε του μανίκι
Κι ακόμη ένα μεγαλύτερο — στην άκρη στο καπέλο
Αμίλητη φασαρία πολύχρωμη
κόκκινο κίτρινο και μαύρο
πορτοκαλί με πράσινο. Και λίγο μαύρο
Πάντα υπήρχε λίγο μαύρο:
όσο δοκίμαζε τις πόζες του
άνοιγε τα σαγόνια
κατάπινε τους ώμους, τα πόδια, το καπέλο
τα χρώματα που έλιωναν στο στόμα
τέλος το λευκασμένο πρόσωπο
με το ζωγραφιστό χαμόγελο
Δεν ήθελα να τον κοιτάζω πια
να σπάσω μόνο ήθελα το επίμονο χαμόγελο
Ας σπάραζε
Θα ήταν πιο παρήγορο
Θα σήμαινε τουλάχιστον
Πως κάποτε οι ματιές μας
Πιασμένες χέρι χέρι
Μίλησαν για τον πόνο
Τα κουδουνάκια απομακρύνονταν πάντα τελευταία
Μες στο μυαλό μου τα ακούω να ηχούν ακόμη
σαν απειλή
Δεν ξέρω αν είναι από φόβο
ή από μια συνήθεια απλή
Ακόμα τον περιμένω
(Τα δύο αυτά ποιήματα, αν και φαινομενικά παραπέμπουν σε άλλο θεματικό χώρο το καθένα, στη δική μου τουλάχιστον πρόσληψη είναι συμπληρωματικά το ένα του άλλου. Γιατί αν μπορεί αυτός ο παράλογος πυρήνας να καθορίζει τη ζωή, αν μια σαϊτιά στα σπλάχνα τ’ ουρανού που αστόχησε βρίσκει κατάστηθα τη μοναξιά την ανθρώπινη και την εκφράζει με τον απόλυτο τρόπο που οι σαϊτιές γνωρίζουν, τότε ίσως την τραγικότητα να την αφηγείται καλύτερα ένας γελωτοποιός. Με την αμίλητη φασαρία του και τις μαύρες πόζες του ίσως να αποδίδει καλύτερα μια γελοία ελπίδα στην αναμονή του ανέφικτου. Με τη βαθύτατη γνώση πως όλα αυτά μπορεί να μην είναι μόνο καμώματα δικά του και πως η ίδια η ζωή είναι μια ψεύτικη απεικόνιση αισθημάτων και επιθυμιών.)
Δεσμοί αίματος
Κάθε πρωίΑξημέρωτα σηκωνόταν από το κρεβάτι. Πριν οτιδήποτε άλλο ετοίμαζε ένα ζεστό τσάι στη σκοτεινή ακόμη κουζίνα. Το μετέφερε προσεκτικά στο μεγάλο τραπέζι. Τραβούσε μία καρέκλα — πάντοτε την ίδια — στη γωνία που του εξασφάλιζε πανοραμική θέα στο δωμάτιο.
Υπό την επήρεια της γοητείας του ύπνου έπιανε να μουτζουρώνει, να ζωγραφίζει, να σημειώνει λευκά χαρτιά μπροστά του χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να διακόπτει για κανένα λόγο την εργασία του, ήρεμος και συγκεντρωμένος. Μέχρι που το φως της μέρας τραβούσε τη σκανδάλη και σκότωνε τη μαγεία.
Τότε έπινε μια τελευταία γουλιά από το κρύο τσάι και τυλιγμένος στην πιο βαθιά ανάσα του χανόταν στο δρόμο για τη δουλειά.
Κάθε απόγευμα
Επέστρεφε στο σπίτι θολωμένος. Μετά το γεύμα — συνήθως σύντομο και λιτό — ξάπλωνε στον καναπέ, για λίγο. Ακόμη ζαλισμένος αναζητούσε τις πρωινές μουντζούρες. Ανάμεσα σε πλήθος ασυναρτησίες και παραμορφώσεις διέκρινε τις μορφές τους. Άλλοτε γνώριμες άλλοτε άγνωστες παντελώς. Με τη μαλακή μύτη του μολυβιού ιχνηλατούσε προσεκτικά αναζητώντας να συμπληρώσει τα περιγράμματα — στο άγγιγμά του οι φιγούρες ριγούσαν, ζωντάνευαν λες και τις κούρδιζε. Ήταν όμορφα ν’ ακούει τις ιστορίες τους. Κάθε βράδυ, ως αργά. Μέχρι που έπεφτε για ύπνο.
Ποτέ
Δεν αισθάνθηκε ιδιόρρυθμος. Γιατί γνώριζε πως έτσι μπορεί να συμβαίνει στον καθένα. Με τη διαφορά ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, όπως και ο ίδιος πολλά χρόνια πριν, προτιμούν να θυσιάζουν στο κρεβάτι το διάστημα από την αποσύνθεση του ύπνου ως την ανάδυση πλήρως της συνείδησης. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγουν τις αμήχανες συναντήσεις με παράξενα πλάσματα, περίεργες σκέψεις και βέβαια τις παραμορφωμένες χάρτινες φιγούρες — που στη δική του περίπτωση αποτελούσαν ένα είδος οικογένειας.
(Καταφύγιο η γραφή, δένει τον δημιουργό με δεσμούς αίματος ακατάλυτους, δυνάμει οικογενειακούς. Η ποίηση εδώ — ακολουθώντας τα βήματα του Jacques Prévert — θα δώσει με τον πιο απλό τρόπο την αίσθηση της επανάληψης κινήσεων και σκέψεων που, αν και συνιστά μια καθημερινή ρουτίνα, εμπεριέχει ανέλπιστα τη θαλπωρή της επιστροφής σε οικείο τόπο.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου