Γράφει η Γεωργία Πατερίδου | Ουτοπία,
5 Μαρτίου 2015 »»
Γιώργος Αναγνώστου, Διασπορικές διαδρομές, Απόπειρα, Αθήνα, 2012, σ. 63
Ο Γιώργος Αναγνώστου είναι καθηγητής νεοελληνικών σπουδών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο με ειδίκευση στις αμερικανικές εθνότητες και κυρίως σε ζητήματα ταυτότητας των Ελληνοαμερικανών. Ο ίδιος έχει ζήσει από τα φοιτητικά του χρόνια ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη διασπορά και τον ενδιαφέρει πάντα η ματιά του δημιουργού που μπορεί να νιώθει οικεία στο περιθώριο ενός περιβάλλοντος όσο και στα διάφορα κέντρα του –χωρίς αυτό να σηματοδοτεί την εξάλειψη των πιθανών βασάνων που ανασύρει πάντα η ‘διαφορά’.
Οι διαδρομές του περιλαμβάνουν το δρομολόγιο από την Ορεστιάδα στη Θεσσαλονίκη, και μετά τα μακρινά μέρη εκτός Ελλάδας, το Baton Rouge στη Λουιζιάνα και το Columbus Ohio. Λαμβάνοντας αυτά τα στοιχεία υπόψη μας, δεν θα ήταν άστοχο να επισημάνουμε ότι το πρώτο επίπεδο της ποίησής του αντλείται από ένα βιωματικό υλικό και ένα προσωπικό πλέγμα στιγμών και προβληματισμών. Οι Διασπορικές διαδρομές συμπυκνώνουν μια εμπειρία ετών διαβίωσης στη διασπορά, αλλά εμφανίζουν επίσης μια κατασταλαγμένη φωνή, καθώς η ποιητική του ‘μεταξύ’ (του χώρου που διεκδικεί το διασπορικό υποκείμενο για την ανάπτυξή του) είχε απασχολήσει τον Αναγνώστου από τις νεανικές του ποιητικές προσπάθειες, τις οποίες ο προσεκτικός μελετητής μπορεί να εντοπίσει σε φιλολογικά περιοδικά της ελληνικής περιφέρειας. Μέσα από την ποίησή του ο Αναγνώστου βρίσκει τρόπους για να μεταφέρει τις αμηχανίες και τις συναισθηματικές διακυμάνσεις που προκαλεί η ζωή στην ξενιτειά και η διαφορετικότητα. Ασφαλώς, αυτό περιλαμβάνει και τις δυνατότητές της. Οι σκέψεις τροφοδοτούν τα ερωτήματα και επανέρχονται άλλοτε ως βεβαιότητες και άλλοτε ως βασανιστικές αμφιβολίες που επιχειρεί να αρθρώσει η σύνθετη αυτή γλώσσα του ‘εδώ’ και του ‘εκεί’.
Τα θέματα αυτής της ποίησης ξεπερνούν το πεδίο από το οποίο αναδύονται, γίνονται κοινωνικές καταγραφές, διερευνήσεις βασικών ζητημάτων που δεν χάνονται ποτέ από τον ορίζοντα όσων τους απασχολεί η κατανόηση της ανθρώπινης εμπειρίας σε διαφορετικές στιγμές/στιγμιότυπά της: ο τόπος, η γλώσσα, η αναζήτηση διαλόγου μέσα από διαφορετικούς πολιτισμικούς και κοινωνικούς κώδικες, οι κατασκευές των ταυτοτήτων αποτελούν ένα είδος μικροαφήγησης. Θα προσπαθήσω να θίξω μερικά από αυτά τα θέματα ευελπιστώντας ότι θα δώσω ένα στίγμα για την πλούσια και μοναδική ποιητική των ΔΔ.
Ήδη από το πρώτο ποίημα της συλλογής, ο Αναγνώστου μας εισάγει χωρίς περιστροφές στον κόσμο του διασπορικού υποκειμένου όπου εμπειρίες, συνήθειες, βιώματα από τον ‘παλιό’ και από το ‘νέο’ κόσμο (βλ. και ποιήματα 2 και 3) συνωστίζονται και συναγωνίζονται για τη διεκδίκηση της κατοχής του χώρου σκέψης, αντίληψης και λειτουργίας του υποκειμένου. Τι μας κάνει όμοιους με τους ‘άλλους’ και τι μας διαφοροποιεί; Πόσο κοντινό είναι το παρελθόν και πόσο μακρινό φαντάζει το μέλλον μας;
«[…] Δούκα Τζόρνταν Κράμμερ εναντίον Κράμμερ Καζαντζίδης
σκυλάδικα adidas Σαμπάτο σακάκι επαρχιώτικο Ο Θίασος […]» (11).
Ένας υβριδικός κόσμος των δύο Ηπείρων και διαφορετικών ιδεολογιών∙ διασκέδαση και κουλτούρα αλά ελληνικά, παλιός ελληνικός κινηματογράφος, κοινωνικός προβληματισμός και περίβλημα επικαιρότητας, μεταπολεμική ποίηση, ενημέρωση για τάσεις και εφησυχασμός της κοινοτοπίας, μια εφηβεία που μετρά τις δυνάμεις της και μέσω της οποίας θα φτιαχτεί σιγά σιγά μια ‘ομάδα’, ας την γνωρίσουμε: «Ελληνοαμερικανοί plus». Η συλλογή ξεκινάει υποβάλλοντας γνώριμα ερωτήματα: πόσο ποτισμένη ήταν και είναι η ελληνική κουλτούρα από την αμερικανική; αρκεί μια πρώιμη έκθεση σ’ αυτήν την κουλτούρα για εισιτήριο διαρκείας σε όποιον βρεθεί εγγύτερα στους κόλπους της αμερικανικής ζωής; Είναι η κατανάλωση τάσεων (στη μόδα, στη μουσική, στο φλερτ) το πιο συνεκτικό στοιχείο ανάμεσα σε ανθρώπους που η γεωγραφία τους τοποθετεί σε απόσταση; Σε ποιο βαθμό επίσης ένας άλλος ‘χώρος’ μπορεί να προσφέρεται ως δυνατότητα ενδυνάμωσης της προσωπικότητας;
Η ιδιαιτερότητα της συλλογής του Αναγνώστου είναι ότι επιχειρεί να στήσει την ποιητική του υβριδικού λόγου και τρόπου σκέψης χωρίς εμμονές και χωρίς αυταπάτες. Η αρχή της κατανόησης του άλλου εμπεριέχεται σ’ αυτή τη συνύπαρξη των ανομοίων, στο περίβλημα της πολυπλοκότητας του υβριδισμού και στη διαφυγή από τις κανονικότητες, αλλά και από τα ‘εθνικά στερεότυπα’. Βεβαίως, είναι ένας λόγος που δεν μπορεί να συνομιλήσει με όλους. Πάντως, τα ποιήματα χωριστά ή ως ενιαίο σύνολο δημιουργούν ερωτήματα και υφαίνουν το δίχτυ στο οποίο θηρεύονται η ταυτότητα του μετανάστη, η έννοια της ταξικότητας στη διασπορά, οι πυκνοκατοικημένες σιωπές και τα αστικά όνειρα:
[…] Players διασποράς
ξεκοκαλίζουν
προνόμιο αυθόρμητων εξόδων
Layers τα αποφάγια
στριμώχνουν ραντεβού στην κουζίνα
το ανόμοιο μεταναστευτικών διαδρομών […] (σ. 21 ).
Στο παραπάνω απόσπασμα από το ποίημα «Unabashedly Monologic ή Έξοδοι στο Λόνγκ Άιλαντ», για παράδειγμα, παρατηρούμε την αγριότητα των εικόνων, τον τρόπο που αυτή υποβάλλεται και από τη χρήση των ομοιοκατάληκτων λέξεων (players/layers) που παραπέμπουν σε κοινωνιογλωσσολογικά περιβάλλοντα του οικονομικού ανταγωνισμού, αλλά και του συνδυασμού τους με τις διπλές έννοιες των ελληνικών λέξεων που τις περιβάλλουν. ‘Ξεκοκαλίζω’ το φαγητό -ως προνόμιο της οικονομικής μου άνεσης- που κάποιος άλλος θα αναγκαστεί να καθαρίσει/‘ξεκοκαλίζω’ τα έσοδα που εγώ ή κάποιος άλλος μοχθεί ν’ αποκτήσει –συμβολική πράξη εξόντωσης ενός άβολου παρελθόντος. Η μεταφορά της χρήσης/κατάχρησης/απόρριψης ως έμβλημα των διαφορετικών μεταναστευτικών διαδρομών επιμένει και σε άλλα ποιήματα της συλλογής:
«Είμαστε όλοι μετανάστες»
το τζάκισες για να χορεύουν σέικ
τα κωλόπαιδα
Ντίνος Χριστιανόπουλος
ξενιτεμένη Κυρά Νίτσα να ’ξερες
γιατί τσάκισες την μέση σου
την τσάκισες για να ορίζουν
τη μετανάστευση οι μεσαίοι (σ. 23)
Ουσιαστικά, η θέση του εργάτη-οικονομικού μετανάστη δίνει ‘ισχυρό’ παρόν σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής, ακόμα κι αν αυτό το θέμα συνδυάζεται με άλλες παραμέτρους. Από τη ματιά του Αναγνώστου, άλλωστε, και τη γλώσσα του δεν λείπουν οι αιχμές για τις ανάγκες της εργατικής τάξης, αλλά και για τις διπλές ‘εξορίες’ των γυναικών, αυτών που η πορεία τους δεν εξασφαλίζει ούτε τα μοιράσματα που μπορεί να ενώνουν τους άνδρες διαφορετικών φυλών και τάξεων, όπως ενδεχομένως ένα μοίρασμα στιγμών μέσω ποδοσφαίρου: «Greece is showing on the big screen». Η ειρωνεία αυτού του στίχου δεν είναι εύκολο να παρακαμφτεί. Η απομάκρυνση και η ανοικείωση επιστρέφουν ως ανεστραμμένα κάτοπτρα μιας πανταχού παρούσας οικειότητας. Η οθόνη και το φαντασιακό πρόγραμμα επίλυσης διαφορών παγιδεύουν την παγωμένη αδιαφορία και την εξημερωμένη δυσπιστία των συμμετεχόντων. Η γυναικεία φωνή και παρουσία παραμένει ακόμη πιο εγκλωβισμένη στον κόσμο της διαφοράς. Κάποτε δηλώνεται μόνο μέσω της απουσίας της μάνας, της ερωτικής συντρόφου, της συμμάχου. Ενίοτε εμφανίζεται ενδυναμωμένη από την διασπορική συνθήκη (βλ. ποίημα «Αντίλογος»). Είναι ουσιαστικό, ωστόσο, ότι ο ποιητικός κόσμος του Αναγνώστου ‘χωρά’ και επιχειρεί να κατανοήσει και τη γυναικεία διαδρομή.
Αναπτυγμένα σε ποικίλες φόρμες και σχηματισμούς (από δύο στίχους έως πολύστιχες συνθέσεις) και ενσωματώνοντας συχνά την ομοιοκαταληξία –ειρωνικό απόηχο μιας αναζήτησης για αρμονία–, τα ποιήματα και μέσω της μορφής τους, σκιαγραφούν την πολυπολιτισμική εμπειρία και τα ερωτήματα που τη διατρέχουν. Πώς επηρεάζει ο τόπος τις γλωσσικές μας συνήθειες και πώς μετασχηματίζονται μέσω της γλώσσας οι διαφορετικές προσλαμβάνουσες; Πόσο μπορεί να αντισταθεί κανείς και μέσω των γλωσσικών επιλογών σε μια διαδικασία αφομοίωσης που μπορεί να είναι ταυτοχρόνως ακυρωτική αλλά και λυτρωτική για το άτομο; Εμπειρίες κοινές σε πολλούς μετανάστες, προβληματισμοί για την έκφραση (ξεχνάω τα ελληνικά μου, τα αγγλικά μου δεν είναι τόσο καλά) –βλέμματα και ομιλίες (ή ενίοτε σιωπές) με σχηματισμούς πολύπλοκους (λατινικό αλφάβητο, ελληνική χροιά), κοινοί τόποι αντιπαράθεσης τα social media που προτάσσουν την κατάργηση των χωροχρονικών προσδιορισμών.
Ο γλωσσικός πλούτος του Αναγνώστου έρχεται ως αντιστάθμισμα στη γλωσσική αμηχανία της διασποράς. Τα λογοπαίγνιά του είναι ξόρκι στις αγκυλώσεις της έκφρασης και διατηρούν όχι μόνο μια νεανική φρεσκάδα αλλά και μια υπερρεαλιστική χροιά που μου θύμισε τον Εγγονόπουλο και αλλού τον Σαχτούρη. Οι δίγλωσσες αυτές εκρήξεις υπενθυμίζουν τόσο την περιθωριακή θέση του ποιητικού υποκειμένου όσο και την ευρυχωρία κινήσεών του. Άλλωστε, πιστεύω ότι ο ποιητής επιχειρεί να ονοματίσει κάποιους από τους ποιητικούς προγόνους- συνοδοιπόρους που λειτουργούν ως πρότυπα ή σημεία αναφοράς για την ποιητική του. Πρόκειται για μέλη μιας ιδιαίτερης λέσχης που θα έλεγε κανείς ότι συγχρωτίζονται μεταξύ τους∙ ξεκινώντας από τον Κάλας (τον τολμηρό «Πλακιώτη Μανχατανά») και καταλήγοντας στον Καβάφη, εμβληματικό ποιητή της διασποράς και αγαπημένο των αμερικανικών πανεπιστημίων. Ίσως στην τελευταία περίπτωση να υποκρύπτεται και μια ειρωνική αποστασιοποίηση από την πλευρά του Αναγνώστου, αλλά δεν θα τολμούσα να επιμείνω περισσότερο σε αυτή τη σκέψη.
Ο Αναγνώστου ορίζει ένα πεδίο με την ποίησή του∙ το πεδίο αυτό είναι το ελληνοαμερικανικό ίχνος της μεταμοντέρνας ποιητικής. Ξένος, αλλά και οικείος, μας προβληματίζει χωρίς να μας φορτώνει, μας διασκεδάζει χωρίς να περιπαίζει. Η φωνή του είναι ένα καθαρό υβρίδιο, σε πείσμα κάθε ‘αφομοιωτικής’ διάθεσης που θα είχε στόχο την επιβολή σ’ έναν χώρο. Μας θυμίζει με ποιους τρόπους μπορούμε να μιλήσουμε για την εμπειρία και για τις ανάγκες μας, ακόμα κι όταν αυτές δεν μεταφράζονται∙ η ποίησή του είναι αυτό που δεν μεταφράζεται γιατί η μετατροπή από τον ένα λόγο στον άλλο θα σημάνει ουσιαστικές απώλειες, θα ακυρώσει το μετέωρο σχέδιο και τις δυνατότητές του. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για μια ποίηση γόνιμης κυοφορίας που στέκεται περήφανα στο μεταξύ των διαχωριστικών γραμμών και κατηγοριών.
Ένα ποίημα που μιλάει στη δική μου ποιητική ευαισθησία είναι το «Χαλεποί καιροί από Αμερική» (σσ. 39-40). Στο ποίημα αυτό νομίζω ότι ο Αναγνώστου έχει εγγράψει όλες τις θέσεις που κατέχει, όλα τα σημεία στο δικό του χάρτη χωρίς να αγνοεί τι σημαίνει αυτό για τους ‘άλλους’ και χωρίς να παραβλέπει τις θέσεις των άλλων. Μακάρι η δική του ευαισθησία να μεταγγιζόταν σε όλα τα περιβάλλοντα που τον φιλοξενούν. Εμείς από την πλευρά μας, με χαρά ακούσαμε την ιδιαίτερη φωνή του στα «αγουροξυπνημένα όνειρά μας»:
«Χαλεποί καιροί από Αμερική»
τις δυσκολίες των βουνών τις ξεπεράσαμε∙ τώρα
μας περιμένουν οι δυσκολίες των πεδιάδων.
Μπέρτολ Μπρέχτ (μετάφραση Πέτρου Μάρκαρη)
Τώρα που το συλλογικό mojo μουλιάζουμε σε
πολυπολιτισμικό ντάκαρι
κι ο καθένας με μια ταυτότητα αγκαζέ στριφογυρίζει
Τώρα που η Ιστορία κονκάρδες κληρονομιάς διαφημίζει
κι ο καθένας ένα τραύμα δημόσια θεραπεύει
Τώρα που η αγορά με ρυθμούς σάλσας μάς θωπεύει
και οι απανταχού τεμενάδες προς τη μεσαία τάξη
προωθούμενοι
Τώρα που οι περικοπές μεσαιωνικοί πελέκεις αιωρούμενοι
και κεράκι ανάβουμε που διαφυλάξαμε, τι θαύμα, την
αξιοπρεπή μας τη δουλειά
Τώρα που τα περιοδικά μόδας, αρώματα μεθυστικά,
χαλκομανίες στα χαλιά
μετάλλια ευαισθησίας απονέμουν, η διαφήμιση
καταχώρισε
Τώρα που το nine-to-five σε seven-to-seven ξεχείλισε
και σαν ευρυχωρία πλέον την καμπάνα του φορούμε
Τώρα που adjuncts και lecturers ποδοπατούμε
σε χώρους που προοδευτικούς αποκαλούμε
Τώρα που οι ποιητές πάλι προς τις κοιλάδες τής
ομοιοκαταληξίας ροβολούμε
και οι ακαδημαϊκοί στοιχειωμένοι στοιχημένοι σε Ford
assembly line γεννοβολούμε
Τώρα ποιος ο εχθρός;
Σε ποιες πεδιάδες;
Ποιες οι αγωνίες μας;
Γ. Πατερίδου (στο «εδώ»)
Μάρτιος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου