Γράφει ο Γιώργος Στόγιας | feleki,
31 Δεκεμβρίου 2014 »»
Στο μονόπρακτο αυτό ο Μπάμπης Αργυρίου έχει στείλει το χειρόγραφο του μυθιστορήματος «Έχω όλους τους δίσκους τους» σε έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο. Μετά από δυο μήνες παίρνει τηλέφωνο να δει τι έγινε.*
ΜΠΑΜΠΗΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ: Βουβό πρόσωπο στην άλλη άκρη της γραμμής (δεν τον ανεβάζω στη σκηνή επειδή το ύφος του είναι αμίμητο).
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ: Σαραντάρης, επαγγελματίας, καταθλιπτικός.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΟΓΙΑΣ: Εγώ, αόρατος για τον υπεύθυνο. Όταν μιλάω, αυτός παγώνει (πρωτότυπο εύρημα).
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ: Γεια σου Μπάμπη. Πώς είσαι;… Τι κάνει ο Σ.; Έχω καιρό να τον δω. Κλείσανε κι αυτοί, τι να πεις! Δώσ’ του χαιρετίσματα. Κατάσταση πραγμάτων!… Πάμε στα δικά σου… Λυπάμαι, δεν έχω ευχάριστα νέα. Εμένα το κείμενό σου μου άρεσε, δεν αποφασίζω όμως εγώ. Έχουμε μια ομάδα που αποτελείται από κριτικούς λογοτεχνίας, συγγραφείς και έμπειρους αναγνώστες που διαβάζουν και αξιολογούν τα μυθιστορήματα που μας υποβάλλονται. Η έκθεσή τους κανονικά δεν κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, αλλά, καθώς γνωριζόμαστε, θα σου μεταφέρω εν τάχει τις βασικές τους ενστάσεις: Πρώτον, θα μπορούσες να τα γράψεις σε λιγότερες σελίδες…
Γ.Σ.:… Σε αυτό το βιβλίο, με την ίδια ακριβώς λογική που μπορούν να κοπούν 50 σελίδες, μπορούν να κοπούν και 100 και 200. Αν δε σε πειράζει να καταστρέψεις την εσωτερική οικονομία του κειμένου, μπορείς να κάνεις τη μέγιστη οικονομία στο χαρτί.
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ:… η μανία σου με τις μουσικοφιλικές αναφορές ίσως έχει ενδιαφέρον για τους γνώστες αλλά, πέρα από αυτούς, κάνει τον μέσο αναγνώστη να νιώθει μειονεκτικά και να μην μπορεί να ταυτιστεί.
Γ.Σ.:… Ο μέσος αναγνώστης δεν υπάρχει, κάτι βέβαια που δεν αποκλείει την τερατογένεση. Λέει ο Σίμος, ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, μιλώντας για το καλλιτεχνικό του όραμα: «Ο δικός μου κόσμος βρίσκεται πιο χαμηλά, στο ισόγειο, ίσως και στο υπόγειο. Σ’ αυτόν θ’ αφιερωθώ, θα προκαλέσω και θα εισπράξω την αντίδρασή του». Εδώ υπάρχει μια τεράστια πρόκληση που λογικά θα έπρεπε να σε ενδιαφέρει: η δυνατότητα να διαβάσουν τον Αργυρίου άνθρωποι που δεν ανήκουν στο συνηθισμένο προφίλ του βιβλιόφιλου…
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ: … Θα σου δώσω μια συμβουλή, το χιούμορ σου είναι μια χαρά για να το κάνεις με την παρέα σου ή στις δισκοκριτικές σου, αλλά δεν συνιστά λογοτεχνία. Η έφεσή σου δε για λεξιπλασίες (π.χ.”δισκοθετείν”, “ομόλοξη κοινωνία”, “ο όρκος του Αυτοσυγκράτη”) μαρτυρά, το λιγότερο, ανωριμότητα…
Γ.Σ.… Αυτό που αισθητικά δεν σου «πηγαίνει» είναι πως ενώ το χιούμορ τού Αργυρίου τραβάει συνεχώς το χαλί της σοβαροφάνειας κάτω από τα πόδια των χαρακτήρων, της συγκρότησης δηλαδή της υποκειμενικότητάς τους, αυτό δεν συμβαίνει με την ίδια την αφήγηση, η οποία παραμένει πεισματικά ρεαλιστική. Κάτι τέτοιο αποτελεί παράβαση του κανόνα που ορίζει τι θεωρείται σήμερα «πνευματώδες» μυθιστόρημα, και δυσκολεύει την ταξινόμηση του συγκεκριμένου βιβλίου…
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ: … εντύπωση που επιδεινώνεται από την κατάχρηση της μεταφοράς…
Γ.Σ. … Οι μεταφορές απέκτησαν δικαίως κακή φήμη λόγω της εμπλοκής τους σε new-age λογοτεχνικά σκάνδαλα. Ο Αργυρίου τις αποϊδρυματοποιεί και αποκαθιστά την πρωταρχική τους ποιητική λειτουργία.
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ: … το πιο βασικό, ενώ η οικονομική κρίση σού δίνει ένα λογοτεχνικά εξαιρετικό πλαίσιο για να κινηθείς, εσύ δεν το αξιοποιείς…
Γ.Σ. … Ουπς, πόνεσε μάλλον αυτό που λέει ο Σίμος: «Δεν ξεχνάω ότι ζω στο πιο αντιδημιουργικό περιβάλλον, αλλά δεν θα το χρησιμοποιήσω αυτό σαν άλλοθι για να μην κάνω τίποτα»…
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ: …έχουν σημειώσει εδώ και πολλά άλλα: συνεχείς, άνευ λόγου, παρεκβάσεις, η ηρωίδα είναι φαντασίωση και μιλάει σαν τον πρωταγωνιστή, υποτιμητικές εκφράσεις για άλλα είδη μουσικής που μπορεί να προσβάλλουν τα μουσικά γούστα των αναγνωστών… Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Αν μου το είχες φέρει πριν πέντε χρόνια, θα σου ζητούσα να το ξαναδείς, να το κάνεις πιο πυκνό, να βάλεις ίσως ένα φόνο, περισσότερο σεξ, λιγότερα ονόματα, και να μου το φέρεις. Έτσι όπως όμως έχουν σήμερα τα πράγματα, δεν υπάρχει λόγος… Πρέπει να σε κλείσω, έχω μια δουλειά, να τα πούμε κάποια στιγμή για κάτι άλλο που σκέφτομαι, πρέπει να ξεμπλέξω όμως πρώτα από χίλια άλλα, σε χαιρετώ, γεια.
Ο Υπεύθυνος ρουφάει λίγο καφέ, ξεφυσάει και αρχίζει να παίζει Candy Crush Saga στο κινητό του.
Ξεκινάω μονόλογο. Όπως και νωρίτερα, ο Υπεύθυνος δεν μου δίνει καμία σημασία, σαν να μην υπάρχω. Σταδιακά, όσο περισσότερο μιλάω με αποσπάσματα από το βιβλίο του Αργυρίου, στρέφω την προσοχή μου απευθείας στο κοινό.
Γ.Σ.: Με αυτά που άκουσα, αναρωτιέμαι αν διαβάσαμε το ίδιο βιβλίο. Σε μια ευτυχή σύμπτωση για τον αναγνώστη, από τη μια μεριά ο Μπάμπης Αργυρίου έγραψε αυτό που θα ήθελε να διαβάσει, και, από την άλλη, έχει τις γνώσεις, τις εμπειρίες και το ταλέντο που χρειάζονταν για να ολοκληρώσει το φιλόδοξο εγχείρημά του.
Μια από τις συμβουλές που δίνει στον Σίμο ο μεγάλος αδελφός του είναι πως «έχει υποχρέωση να στηρίζει και να διαφημίζει τα γκρουπ που τον συγκλονίζουν». Αυτό κάνει κι ο Αργυρίου, όχι μόνο για ένα γκρουπ (αν κι οι Hüsker Dü βρίσκονται σε περίοπτη θέση) αλλά για όλα όσα αγαπάει: τη μουσική, τη Θεσσαλονίκη, το σινεμά, τα δισκάδικα, το ράδιο και, πάνω από όλα, τους ανθρώπους και τις ιδέες που έχει συνδέσει μαζί τους. Στην πλήρη ανάπτυξή του όμως, το μυθιστόρημα αυτό υπερβαίνει κατά πολύ έναν απλό φόρο τιμής, στέκει αυτοτελώς ως Λογοτεχνία. Τα καθημερινά και συνηθισμένα πράγματα φωτίζονται εκ νέου, ένα αποστασιοποιητικό εφέ που κάνει την πραγματικότητα να μοιάζει άγνωστη και απρόβλεπτη. Ο αναγνώστης έτσι γίνεται περίεργος για το αυτονόητο (και, ο πιο ψυλλιασμένος, για τους όρους που το αυτονόητο γίνεται δεκτό ως τέτοιο). Η αναλογία εδώ θα μπορούσε να είναι ένας διαυγής χασικλωμένος, το αντίστοιχο με τον μεθυσμένο από νερό για τον οποίο είχε γράψει ο Χένρι Μίλερ.
Μια φαντασίωση μπορεί να είναι προβληματική όταν φοβάται να πει το όνομά της. Αντίθετα, ο Αργυρίου, φαίνεται να απεχθάνεται τη μυστικοποίηση (επηρεασμένος μάλλον από τους Zounds που ίσως να μην τους γνωρίζαμε οι νεότεροι εάν δεν τους είχε επανεκδώσει στη LazyDog Records) και μας παρουσιάζει διαυγώς τα υλικά, τη διαδικασία, τη μαγεία αλλά και τα όριά της.
Το «Έχω όλους τους δίσκους τους» είναι το βιβλίο που ένα κομμάτι του εαυτού μου θα ήθελε να γράψω αλλά δεν θα το κάνω ποτέ, τόσο γιατί δεν έχω τις γνώσεις και το βάθος του κολλήματος, αλλά και γιατί δεν είμαι ακριβώς αυτό. Η διαπίστωση όμως ετούτη, αντί να με λυπεί, με κάνει να απολαμβάνω ακόμη περισσότερο το βιβλίο του Αργυρίου, ως να αποτελεί την πραγματοποίηση ενός ονείρου.
(Ανοίγω το βιβλίο και ξεκινάω να διαβάζω αποσπάσματα. Ενώ τα φώτα χαμηλώνουν, περπατώ προς την πλατεία και σιγά σιγά γίνομαι μέρος του κοινού. Ο υπεύθυνος της ελληνικής λογοτεχνίας ανοίγει τον υπολογιστή του, ρίχνει ένα ψιλοένοχο βλέμμα μήπως τον κοιτάει κανείς και ξεκινάει να βλέπει τσόντα).
Γ.Σ. Κερασο-διάλεγμα μεταφορών: «Οι σκοτούρες μάς περιμένουν σαν τσιλιαδόροι στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο». «Ήταν ένας κόσμος χωρίς παλμό, σαν μετάδοση αγώνα σε μέρα απεργίας των δημοσιογράφων της κρατικής τηλεόρασης». «Όταν δεν υπήρχε ομοφωνία, η ψήφος της μάνας μου είχε μεγαλύτερη βαρύτητα, όπως γίνεται με το εκτός έδρας γκολ στο ποδόσφαιρο». «Δεν ήταν μια από τις μέρες που το μυαλό μου γεννάει ιδέες κατά ριπάς, όπως κάτι ψάρια τ’ αβγά τους». «Πόθησα την έλευση του ύπνου όσο ένας φυλακισμένος την αναψηλάφηση της δίκης του, αλλά δεν εμφανιζόταν, λες και κόλλησε στην κυκλοφορία της Μητροπόλεως».
Μουσικοφιλικές σοφίες: «Εξώφυλλα που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται». «Λυπάμαι τους φανατικούς κάθε είδους, γιατί τρώνε πολλή σαβούρα στη μάπα». « Δε θέλω να μ’ αρέσει η μουσική που αρέσει σ’ αυτούς που δε μ’ αρέσουν».
Έρωτας και μουσική: «Μουσικόφιλες βρίσκει κανείς, οι δισκόφιλες είναι λίγες». «Φαντάσου κάθε ερωτικό χέρι που πέρασε πάνω απ’ το δέρμα σου να είχε αφήσει ένα στρώμα χαδιού. Οι πιο χαϊδεμένοι θα ήταν τετράπαχοι και όλοι θα τους ζήλευαν. Σ’ αυτόν τον κόσμο φοβάμαι πως θα ξεχώριζα σαν ανορεκτικό μοντέλο. Σ’ έναν άλλο κόσμο, όμως, που οι πολλές μουσικές γνώσεις θωράκιζαν τον εγκέφαλό σου, θα ήμουνα ο Καριμπού». «Τη στιγμή που σε συνάντησα, ένιωσα πως σ’ αγαπάω πιο πολύ κι απ’ τα μηδένιτις, και τώρα σ’ αγαπάω περισσότερο κι απ’ τα νάιντις».
Έρωτας ξεροσφύρι: «Το λάτρευα όταν της άρεσε ένα αστείο και του πρόσθετε βαγόνια». «Τα δικά μου προβλήματα έμοιαζαν με μεταχρονολογημένες επιταγές – θα τα φρόντιζα στο μέλλον, όταν ο έρωτας μού επέτρεπε ν’ ασχοληθώ με τους ανοιχτούς λογαριασμούς της ζωής μου». «Θα ξαναγαπήσω όταν η Τεχεράνη αδελφοποιηθεί με το Τελ Αβίβ».
Ψυχώσεις, θράσος και ανωμαλία: «Το καημένο το κορίτσι ακούει και τζαζ». «Η θεία Ευανθία βρέθηκε κρεμασμένη στην αποθήκη της. Το «Death Is Hanging Over Me» του Nikki Sudden διαπέρασε σαν ρουκέτα το μυαλό μου». «Η χώρα καμαρώνει για την έκβαση της μάχης των Δερβενακίων, τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, το τέλος της δικτατορίας· εγώ γιορτάζω την επανάσταση του «Unknown Pleasures», τη ναυμαχία του «This Is The Sea», το θρίαμβο του «Desire»».
(Τα φώτα σβήνουν, πέφτει ένα λευκό πανί. Χωρίς ήχο προβάλλεται το παρακάτω απόσπασμα, λέξη λέξη όπως έπεφταν τα διαφημιστικά για τα προσεχώς στα σινεμά τη δεκαετία του ’70. Ο υπεύθυνος ελληνικής λογοτεχνίας αυνανίζεται βαριεστημένα).
Ποια μουσική θέλεις να παίξουν στην κηδεία σου;»
«Εκείνο το πολύ ήσυχο κομμάτι του John Cage». Τη ρώτησα αν το ήξερε κι απάντησε το φοβερό «το ξέρω αλλά δεν το έχω ακούσει».
Ξεκινάει η ταινία.
*Δεν γνωρίζω προσωπικά τον συγγραφέα και δεν ξέρω εάν χτύπησε την πόρτα κάποιου εκδοτικού οίκου. Πιθανότερο βρίσκω να αποφάσισε να το βγάλει κατευθείαν μέσω mic.Books και διανομή Απόπειρα (ένα είδος δηλαδή αυτοέκδοσης). Προτίμησα τη διαλογική μορφή της παρουσίασης για να αναδείξω καλύτερα τα προβλήματα, όπως εγώ τα βλέπω, μιας καθωσπρέπει προσέγγισης ενός τέτοιου αξιόλογου μυθιστορήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου