3.7.13

Το Επειδή μαζί στο Ποείν

Τρία κείμενα από το «Επειδή μαζί» στο Ποιείν (3.vii.2013) »»

Επειδή μαζίΟΜΜΑΤΑ

Υπάρχει μια αθωότητα εντιμότητας όταν περιγράφεις το τέλος εκείνου που μόνος αισθάνεσαι τη σιγουριά του ερχομού του. Σαν μελωδία ηλεκτρικού συναισθήματος. Ο χρόνος στενεύει. Τα ηχεία άρρωστα. Η φυσαρμόνικα του Dylan δεν είναι συμβατή. Όχι πια. Διασταύρωση ιστορίας στο παγκάκι της πλατείας. Η πολυχρωμία του ασπρόμαυρου αντιφεγγίζει το μετά. Love torn us apart.

Το αίμα στο ποτήρι πασπαλισμένο με ζάχαρη. Μάγια που δεν φτάσαν στον αποδέκτη τους. Γιατί δεν ήταν δικός. Γιατί πάντα κάτι θα φταίει για εκείνο που έρχεται. Ο Πέτρος χώρεσε σε ένα πακέτο κι από τότε μετράει αριθμούς. Κάθε μέρα αναπροσαρμόζει τα νούμερα. Το λίγο και το πολύ αλλάζουν κάθε τόσο.
Στο βάθος μία παρέα γελάει δυνατά. Ένα ξωτικό καρφωμένο σε μια καρέκλα παρακολουθεί. Την εξέλιξη των γεγονότων.
Έχει κρεμάσει τα φτερά στο λαιμό του. Μέσα σε τόσο σκοτάδι, μια κίτρινη δέσμη φωτός πόσο μπορεί να αντέξει; Η κιθάρα του Roy Buchanan υπόσχεται. Ο Μεσσίας θα ξανάρθει. Ποιός έχει κουράγιο να περιμένει πια; Βαθύ μωβ, ένας Απρίλης, ερωτική πρόσκληση. Μέχρι την άκρη του τέλους.

Το τοπίο θολό. Φιλικές χειραψίες άρνησης. Είσαι. Δεν σε βλέπω. Υπάρχεις. Όχι. Από το από εδώ, έως το μέχρι εκεί και σε ό, τι μεσολαβεί, βρέχει. Υγρασία αποστροφής. Μία αντίθεση γαντζώθηκε στις βλεφαρίδες του. Τα χέρια του δείχνουν. Αφήνουν. Ελκύουν. Διώχνουν. Ακούει με προσοχή αυτά που δεν λένε. Μόνο εκεί ζει η αλήθεια. Κι εκεί γκρεμίζεται.
Σέρνει ένα παράνομο βλέμμα πάνω απ’ τον ώμο της. Πόρτες, παράθυρα, κλειδαριές. Αποτεφρωμένες ζωές ξαπλωμένες στο τραπέζι της. Πρέπει να ξεχάσει να θυμάται. Να ξεριζώσει τη ροπή της προς το άπιαστο. Της μιλάει. Άλεκτα. Πόσες φορές ακόμη θα πεθάνει στα μάτια του;

Κοιτάει το σκορπιό που μαγκώνει το χέρι της. Περίμενε. Όχι ακόμα. Οι ημερομηνίες μπερδεύονται. Τώρα. Πριν. Τώρα. 2046 χρόνια και μία νύχτα. Μοιράστηκε αναπνοές, φωνές. Απελπισία. Έφυγε, είπε.
Στα πλατό αναρρίχηση πάθους. Ετικέτα μουσικής με το όνομά της. Όχι το δικό της. Σφυρίζει το ρυθμό του με τις νότες της.

Τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν τα τ’ όμματα.

*

ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ

Υπάρχει ένας άντρας. Σαν αιτία κολλημένη εντός μου. Φλέβα χρυσού που αναβοσβήνει στα σεντόνια μου. Και βρίσκεται πάντα στην ίδια θέση. Η μία του πλευρά αναγεννιέται στις άκρες των δακτύλων μου. Το κεφάλι του βαρύ. Σαν ιστορία που ανήκει. Όπου κι αν απλώσω τα χέρια μου ακουμπώ τη δίνη του. Έφτασα κάποτε εκεί που η αλήθεια επιτρέπει. Είσοδος στα θαύματα, παραλία γεμάτη ματάκια. Για τις ανάγκες της επιστροφής.

Έγινα όλες οι ηλεκτρικές μελωδίες του. Παρίσι – Τέξας. Παράθυρο του κόσμου. Να καθρεφτίζεσαι. Να σκαρφαλώνεις στα φτερά μου και να πετάς. Γύρω μου δέντρα. Οι ρίζες τους ίπτανται στον αιθέρα. Μοιάζει με προφητεία σιωπής. Κανείς καταχρηστικός λόγος δεν έχει αντίκρισμα εδώ.

Ζήτησα το μετά και σαν τώρα. Ζωή σφραγισμένη σε μπουκάλι - ευχή. Μαγνητάκι στο ψυγείο. Για να διατηρούνται τα όνειρα. Χωρίς ημερομηνίες λήξης. Χωρίς τίποτα που να μοιάζει. Θα σε γεννήσω εκεί που κατοικούν τα χρώματα. Στο σημείο της διασταύρωσης. Στο βουνό των θεών που ένα δείπνο μόνο αρκεί. Για να φανερώσει.

Μια μέρα θα ξεκινήσω για το μέρος που κανείς. Τίποτα παρά μόνο βλέμματα. Γιορτή αϋπνίας σε κερδισμένα δωμάτια. Όλοι οι αριθμοί θα είναι ένα. Επειδή μαζί. Επειδή καινός ουρανός. Και στολίζει τα μάτια σου. Να γελάς κάθε που η σελήνη θα φεύγει. Να αντέχεις εκεί που οι λέξεις. Σημεία καιρών. Για την όραση.

Στο δρόμο οι άνθρωποι μοιάζουν με φώτα που αχνοφέγγουν. Κανείς σβηστός. Σαν τυραννία. Ποιος γνωρίζει την παύση; Ποια μουσική θα ματώσει το τέλος; Όμως εσύ, να θυμάσαι. Να κρατάς αναμμένες τις επιθυμίες. Να καις τη σάρκα φυσώντας επάνω της. Να πολλαπλασιάζεις τον χρόνο μέσα στα μάτια μου. Και μετά να τα βγάζεις προσεκτικά για να μπορώ να σε βλέπω.

Έχω κρεμάσει ένα νησί στον λαιμό μου. Κάθε νομός, αποτύπωμα σκιάς που θα φτάσει. Θα δει, θα ξεχωρίσει. Επειδή νύχτα ποτέ. Επειδή μέλλον. Γιατί ζωή είναι η στιγμή που φανερώνει. Κανένα λυσάρι. Γιατί όλα υπάρχουν για να τα βρεις. Μοίρα που αλλάζει ονόματα. Για το μετά. Και κανένα γράμμα. Θα τα πετάξω στη λάβα, να γίνουν μάγμα. Απολίθωμα παρελθόντος ξεβρασμένο στην ακτή.

Από τα νούμερα, θα κρατήσω μόνο το δώδεκα και το δεκαοχτώ. Για την πρόσθεση του μέλλοντος. Δεξίωση προς τιμήν αυτού που θα έρθει. Για το αύριο που άφησε το γέλιο του πάνω μας. Ειμαρμένη που βρήκε τη θέση της στην ιστορία.

Εκεί που τα μάτια σου φυτρώνουν προσευχές.
Θα τα φοράω κάθε νύχτα που θα χωράω στη χούφτα σου.

*

ΠΟΝΗΜΑ

Ανυποχώρητα εγώ. Με τις παλάμες μου στραμμένες στο φως. Ό, τι κερδήθηκε ήταν πάντα γραφτό μου. Ό, τι απώλεσα μένει πάντα εντός. Τίποτα δεν θυμίζει εκείνο που ξέχασε και προτίμησε να αλλάξει πορεία.

Είναι μια θλίψη που σκεπάζει τα μάτια μου. Με ξυράφι χαράζω το βαρύπνοο πέπλο της. Όταν τελειώσω, θα ανθίσουν τα χρώματα. Κανένας πόνος δεν είναι λιγότερο πόνος. Καμιά νέα μνήμη δεν σβήνει το χθες. Όλα γυρίζουν σαν φως πριν το τέλος της μέρας. Για να δώσει τα όρια της περαιτέρω αρχής.

Έχω εναποθέσει όλες τις ελπίδες μου στη νύχτα. Υπάρχει κανονική ζωή; Ο μέτοικος μέσα μου απαίτησε: Ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για τις λέξεις εκείνες που ποτέ δεν ακούστηκαν. Που ποτέ κανένα στόμα δεν τόλμησε να πει. Γιατί τις φοβήθηκε. Τόσο πολύ κρατάει ένα λεπτό; Ποιός είναι αυτός που μετράει τον χρόνο; Για ποιό λεπτό να φωνάξω σιωπή;

Ο ορίζοντας πίσω μου αναβοσβήνει συγγνώμες. Ο ορίζοντας μπροστά μου αναγνωρίζει πληγές. Για όλα φταίνε τα μάτια μου. Μπορούν πάντα να ακούνε τη βοή απ’ τα ψέματα. Γι’ αυτό θα έρχομαι πάντα, ακεραιωμένη. Για να τελειώσω με απόφαση βέβαιη, κάθε αρχή που δεν φτάνει να πει.

Πίνω μια άδεια σαγκρία. Με τα τραγούδια μου όλα σπασμένα. Κάποτε, κάποιος ήταν εδώ. Τώρα μόνο φυγή. Προς τα πού αγαπιούνται οι άνθρωποι; Τί είναι αυτό που ποτέ δεν θα λήξει; Τσουβαλιάζω τη θύμηση σε εστίες κενές. Ματωμένες φωτιές καθορίζουν το βλέμμα μου. Να ζήσω. Μόνο αυτό θέλησα. Μόνο αυτό είπα. Μα από τότε μόνο βροχή. Μαύρη βροχή· σαν θάνατος που απλώνει τα χέρια. Σαν τίποτα που γεννάει ευχές.

Το ρολόι στον τοίχο μου δείχνει χρόνια παρά. Όλοι οι δείκτες του συνωμοτούν για ένα επείγον. Πριν η ώρα χαράξει, θα ’χω φύγει μετά. Θα ’χω φτάσει στο μέλλον που ιδρώνουν οι νύχτες.

Κι εκεί, τότε, το ρολόι στον τοίχο θα χτυπήσει ακριβώς.

*************
Η Μαρία Χρονιάρη γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τα Ανώγεια της Κρήτης. Σπούδασε τηλεόραση, έκανε σεμινάρια σκηνοθεσίας και εργάζεται ως οπερατέρ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Εκεί που αλλάζω ζωές, Απόπειρα, 2010 και το πεζό Επειδή μαζί, Απόπειρα, 2012. Στο θέατρο έχει σκηνοθετήσει την παράσταση της ομάδας IlluminArti, Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου, από το ομώνυμο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: