Γράφει η Μαριαλένα Σεμιτέκολου | Bookstand,
Τρίτη 2 Ιουλίου 2013 »»
Η Μαριαλένα Σεμιτέκολου διαβάζει το «Εαρινό» μέσα από την προσωπική της φοιτητική ρεθυμνιακή εμπειρία, και γράφει για αυτό συνδυάζοντας τα επιστημονικά της εργαλεία ως ψυχολόγου με το λογοτεχνικό της αισθητήριο.
________________________________
Γιώργος Στόγιας, Εαρινό Εξάμηνο, μυθιστόρημα, Απόπειρα, 2013
Η Ντίνα είναι είκοσι χρονών, όμορφη, έξυπνη και αναθρεμμένη σε ένα επιτρεπτικό, «laissez faire» περιβάλλον. Δεν τη χωρούν τα ρούχα της. Ούτε το Ρέθυμνο, όπου σπουδάζει, αλλά ούτε κι η Αθήνα από όπου προέρχεται. Για την ακρίβεια, δε χωρά πουθενά: είναι “a girl bigger than others”, που έλεγε ο Morrissey.
Άραγε η Ντίνα έχει ενημερότητα της κατάστασής της; Είναι “στα κόκκινα” από ανάγκη ή από πόζα; Η αλαζονεία της και ο εγωκεντρισμός της είναι δείγματα εσωτερικής «πείνας» ή εκφάνσεις μιας «υπαγορευμένης» ιδιοτροπίας; Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, η Ντίνα είναι ανυπόφορη, αντιπαθητική. Ο αναγνώστης δύσκολα μπορεί να ταυτιστεί μαζί της. Η πρωταγωνίστρια βγάζει τη γλώσσα με αυθάδεια, σαν να επικαιροποιεί το φθαρμένο logo των Rolling Stones. “Αν είναι να συνεχίσεις την ανάγνωση, κάτσε και σκάσε”, μοιάζει να λέει, “αλλιώς δίνε του”. Με την Ντίνα δεν υπάρχει χώρος για συμπρωταγωνιστές. Αναγνώστες και δευτερεύοντες χαρακτήρες παρακολουθούν την παράσταση. Ή όπως σταδιακά θα καταλάβουν, την πρόβα τζενεράλε.
Οι συμφοιτήτριες βρίσκονται πάνω στη σκηνή, αλλά η παρουσία τους είναι θαμπή, φωτίζονται μόνο σε σχέση με την Ντίνα, ποτέ δεν είναι αυτόνομες, ποτέ δεν είναι alive and kicking όπως αυτή. H σχετικά ισχυρότερη, η Μαρία Νεφέλη, δείχνει να χάνει το παιχνίδι από τις πρώτες σελίδες. Η Ντίνα με κάθε ευκαιρία και με περισσή άνεση χλευάζει την “καλή” της ανατροφή, την ευκολία με την οποία φοράει τα καλοσιδερωμένα ρούχα της αστικής της καταγωγής (και ο συγγραφέας δεν τη βοηθάει καθόλου με τη χαιρέκακη επιλογή του ονόματός της). Βέβαια, στο τέλος του μυθιστορήματος, η Ντίνα, όταν θα έχει μείνει γυμνή, θα ζητήσει από τη φίλη της να την καλύψει. Η σούμα θα αλλάξει, ο καθένας θα πάρει ό,τι έβαλε.
Η Ντίνα θα πιστέψει ότι μπορεί να χορτάσει, ότι μπορεί να χωρέσει κάπου. Ή, αντιστρόφως, ότι θα φέρει αυτό το κάπου στα μέτρα της, εδώ και τώρα. Ο «μαγικός» τόπος είναι ένα μικρό θέατρο, χωμένο στα στενά της Παλιάς Πόλης του Ρεθύμνου, μια σκηνή μικρή σε τετραγωνικά, και μεγάλη σε «affordances», σε δυνατότητες με νόημα. Η πλοκή αναπτύσσεται, η Ντίνα μπαίνει οικειοθελώς, όλο και βαθύτερα, στο «σπηλαιώδες» θεατράκι της Παλιάς Πόλης. Όσο τα ομιχλώδη εσωτερικά της πλάνα μεταγγίζονται στην πρόζα του θεατρικού κειμένου που καλείται να υπηρετήσει, τόσο περισσότερο η ίδια «εξανθρωπίζεται», με την έννοια ότι αποκτά υπόσταση πιο οικεία στον αναγνώστη. Έτσι, ο αυστηρός προγραμματισμός λειτουργεί υπέρ του αυθορμητισμού! Εντός του θεάτρου, το ανηλεές stimulus seeking της Ντίνας αποκτά σχήμα, σταματάει να είναι non sense και μπαίνει σε κανάλι, δε σκορπίζεται από δω κι από κει άστοχα και τεμπέλικα.
Γύρω από την Ντίνα, ένα σμάρι άντρες. Αυτή κουνά το ντέφι κι εκείνοι χορεύουν προκειμένου να κερδίσουν λίγη από την εύνοια της — πιο συγκεκριμένα, μια θέση στο κρεβάτι της. Από τη μια, οι φοιτητές πολιτικολογούν στο διαδίκτυο ή δικτυώνονται σε φλύαρες παρέες στις οποίες η Ντίνα “μπαινοβγαίνει” χωρίς να εντάσσεται, χωρίς να ενδύεται τη φοιτητική ταυτότητα. Από την άλλη, οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, νιώθοντας παροπλισμένοι στην επαρχιακή ζωή, λυσσάνε για δράση. Η Ντίνα θα δώσει το πρόσταγμα να αποχαλινωθούν οι ενορμήσεις τους, προσφέροντας το σώμα της ως πεδίο, δόλωμα, θύμα. Οι συνέπειες του τολμήματος είναι άγνωστες, όμως η Ντίνα το ενορχηστρώνει με αξιοζήλευτη μεθοδικότητα, λες και γνωρίζει ασυνείδητα την κατάληξή του.
Τρεις άνδρες κινούν με τη σειρά τους κάποια νήματα, δεν είναι μόνο μαριονέτες, με σημαντικότερο τον πατέρα της Ντίνας, τον Αντώνη. Μέσα από το κείμενο, το πορτραίτο του δίνεται ελλειπτικά, ο συγγραφέας υπαινίσσεται τη βιογραφία του. Ο Αντώνης πενθεί μια γυναίκα που ποτέ δεν κατάφερε να κερδίσει: τη μάνα της Ντίνας, που παρότι πεθαμένη, μοιάζει πανταχού παρούσα. Άβουλος, συναισθηματικά ακίνητος, καθισμένος πάντα, σα σακί αδειανό με καρδιά που βράζει, στο εστιατόριο που η γυναίκα-φάντασμα έφτιαξε, να μηρυκάζει την ίδια του την παρουσία. Η σκηνή πατέρα-κόρης θέτει το ερώτημα: ποιός είναι ο ταυρομάχος και ποιός ο ταύρος στην όλη ιστορία; Μήπως η αμηχανία του πατέρα είναι που λειτουργεί για την Ντίνα ως κόκκινο πανί; Ή μήπως ο φαινομενικά κομπάρσος Αντώνης είναι ο υποβολέας των ρόλων της κόρης του; Όπως και να έχει, η Ντίνα μοιάζει εγκλωβισμένη σε μια ιστορία τριγωνικής φύσης, στην οποία η απούσα μητέρα, ο πατέρας κι η κόρη καθρεπτίζουν ο ένας τον άλλον κυκλικά και καλοκουρδισμένα.
Ο Ορέστης είναι ο σκηνοθέτης της παράστασης, κύμβαλο αλαλάζον, amateur χωρίς πλάνο, με μεγαλόπνοο αλλά τελικά αβαθές σκηνοθετικό όραμα. Κατά παράδοξο τρόπο, είναι αυτός που θα απογειώσει τη δράση και θα δώσει την πρώτη γερή σπρωξιά στην Ντίνα προς το «έδαφος» (χρησιμοποιώντας έναν ανεγκέφαλο, αλλά παρορμητικό φαλλό). Αυτή πρόκειται να είναι και η μικρή του, αταβιστική νίκη πριν ο ίδιος περιπέσει στην οριστική αφάνεια, πνιγμένος στον εμετό του αστεριού που νόμιζε ότι ήταν.
Τέλος, ο Βασίλης, ο πανεπιστημιακός δάσκαλος, πάντα συνεπής και ακριβής στον ρόλο του. Μα ακριβώς για αυτό η Ντίνα τον φθονεί, για την τόσο μελετημένη και καλοδουλεμένη του ταυτότητα, μια ταυτότητα που της επιτρέπει να τον «βλέπει» όταν τον κοιτάζει, χωρίς να αντικρίζει τον εαυτό της. Αν η Ντίνα δεν έπαιζε εμμονικά έναν ρόλο με ανεξακρίβωτο υποβολέα, ίσως και να δεχόταν τον Βασίλη ως μέντορα. Στην πράξη όμως, δεν ξεπερνάει ποτέ την αμφιθυμία της απέναντί του.
Η Ντίνα είναι εγωκεντρική, αλλά όχι εγωπαθής. Στη σκηνή του θεάτρου μένει γυμνή, αλλά καταλαβαίνει ότι δεν είναι αυτή ακριβώς η γύμνια που αποζητά, δεν είναι αυτά ακριβώς τα ρούχα που ήθελε να πετάξει. Δεν είναι δυνατόν τώρα να νιώθει πιο ντυμένη από ποτέ! Και θα αποπειραθεί να φύγει. Και να πετάξει όλα τα περιττά, όχι του ρόλου, αλλά όσα της υπαγορεύουν τους εκάστοτε ρόλους. Η Ντίνα σκέφτεται συνεχώς και εξετάζει τον εαυτό της. Στην απόγνωσή της θα συνειδητοποιήσει πως κανείς δεν μπορεί να ζήσει γυμνός, χωρίς ταυτότητα. Όχι για πολύ. Η εξαιρετική περιγραφή της περιπλάνησης στον εσωτερικό και εξωτερικό χώρο ανακινεί επώδυνες μνήμες σε όσους ένιωσαν κάποτε ότι το πάρτι τελειώνει κι ότι, αντί να σβήσουν τα φώτα, ταΐζουν επιμελώς τα σκοτάδια τους με ουσίες και οινοπνεύματα.
Σε ένα σημείο, προς το τέλος του βιβλίου, η Ντίνα λέει: «Η νεολαία είναι μια ομάδα ανθρώπων που όλοι την αντιμετωπίζουν σαν να έχει ειδικές ανάγκες. Βασική απασχόληση των νέων είναι να μαζεύουν στιγμιότυπα για να έχουν κάτι να νοσταλγούν όταν θα γεράσουν πριν την ώρα τους». Και ο Ορέστης, λίγο μετά: «Περίμενε και θα δεις, θα ανακαλύπτεις σιγά σιγά πως ό,τι νόμιζες για προσωπικές αποφάσεις υπάκουαν τελικά σε ένα σχέδιο που εκπόνησαν δυνάμεις μεγαλύτερες από εσένα. Εκτός αν ταΐσεις τον εαυτό σου ψέματα και αρχίσεις μετά να τα πιστεύεις».
Δεν ξέρω αν η Ντίνα θα γεράσει πριν την ώρα της. Το σίγουρο είναι πως ακόμα και τότε θα έχει πολλά να νοσταλγεί. Κι ευτυχώς (ίσως), η Ντίνα δεν τα κατάπιε μάλλον τα ψέματα, παρόλο που αυτό πονάει λιγάκι στο σημείο εκείνο, πίσω στην πλάτη, εκεί απ’ όπου θα φύτρωναν τα φτερά. Η Chan Marshall τον ξέρει αυτόν τον πόνο. Γι’ αυτό, στο τέλος, παρηγορεί με τους στίχους της τόσο μητρικά τη Ντίνα, γι’ αυτό την καθιστά (επιτέλους) συμπαθή, γι’ αυτό αναλαμβάνει την αποκατάσταση της ανθρωπιάς της, ή, έστω, της υστεροφημίας της:
“Once I wanted to be the greatest
two fists of solid rock
with brains that could explain any feeling.
Once I wanted to be the greatest no wind or waterfall could stall me
and then came the rush of the flood the stars at night turned deep to dust”
Προς το «παρόν» (Δεκέμβριος 2012), η Ντίνα στην Αθήνα ακούει με θυμηδία τα νέα των δευτεραγωνιστών της ιστορίας, σωπαίνει κι ύστερα επιστρέφει στην εργασία της “με πιο αποτελεσματικές κινήσεις”. Είναι, αν το σκεφτεί κανείς, λιγάκι στενάχωρο αυτό! Παλαιότερα στη ζωή της, τα «γεγονότα», το πολιτικό σκηνικό, το συλλογικό στοιχείο ακούγονταν στο βάθος, σαν ένα ραδιόφωνο που άκουγε η Ντίνα ενώ προετοίμαζε τη δράση της στην Άβαλον (το μπαρ όπου σύχναζαν οι πάντες), ή σαν μια ακόμη δυνατότητα — ανάμεσα σε άλλες — για την Ντίνα να φανεί, να τη δουν. Τώρα, οι αντικειμενικές συνθήκες επιλέγουν τη μουσική που ακούει, χωρίς σταματημό. Αν θέλει να ακούσει αυτά που της αρέσουν, θα πρέπει να τα αναζητήσει εκ νέου και να δυναμώσει την ένταση σε σημείο εκκωφαντικό, πάνω από τους ήχους της πραγματικότητας.
***
“Πέρα από τον συγγραφέα, το «γκρουπ» του Εαρινού αποτελούν η Κωνσταντίνα Τσιάγκα (επιμέλεια), η Αλεξία Νησιφόρου (σχεδιασμός), ο moican (σκίτσα) και ο Αντώνης Τσαγκάρης (μουσική). Η πρώτη έκδοση κυκλοφορεί με το soundtrack σε CD.”
_____________
Η Μαριαλένα Σεμιτέκολου είναι διδάκτωρ Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου