Γράφει η Γεωργία Μανάφη | Bookstand,
30 Απριλίου 2013 »»
Τα βιβλία που διαβάζω τα επιλέγουν λίγο ώς πολύ άλλοι και όχι εγώ. Αυτό ίσως να μαρτυρά μια τάση για ετεροκαθορισμό, ίσως όμως και, πιο απλά, έναν ενθουσιώδη χαρακτήρα που επιθυμεί να ανακαλύπτει και να εκπλήσσεται με τον τρόπο που το κάνουν τα μικρά παιδιά. Ίσως ακόμα και έναν νεοφώτιστο βιβλιόφιλο, που αναγνωρίζει «παλιούς» και ειδήμονες, γιατί έκαστος στο είδος του και ο Λουμίδης στους καφέδες. Ή απλά «γιατί έτσι», όπως πολύ εύστοχα και αφοπλιστικά λένε ενίοτε τα τρίχρονα – ώστε να αποφύγω να επεκταθώ στην ανάγκη μου να μοιράζομαι τον ίδιο μου τον εαυτό με αυτόν τον ιδιόρρυθμο τρόπο. Δεν έχουν όμως όλοι, προς Θεού, την τιμή να επηρεάζουν τα διαβάσματά μου. Είναι ένα δικαίωμα για λίγους και εκλεκτούς. Ένα δικαίωμα που κατακτάται, που κερδίζεται ή και χάνεται. Κάπως έτσι έφτασε λοιπόν και αυτό το βιβλίο στο κομοδίνο μου, ήταν… ας πούμε «επιλογή ενός φίλου. Και το διάβασα σχεδόν ολόκληρο μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, αν εξαιρέσω τις τελευταίες σελίδες. Αυτές διαβάστηκαν στον προθάλαμο ενός ιατρείου. Το τελευταίο κείμενο όμως, για να είμαι άσκοπα ακριβής, ολοκληρώθηκε σε ένα μικρό βιβλιοκαφέ λίγο πιο κάτω. Με καφέ και τσιγάρο. Και ιδού οι εντυπώσεις…