17.4.13

Ντίνος Σιώτης • Μια επιδρομή στον λόγο

Γράφει ο Παναγιώτης Βούζης
e-poema.eu ||| poetry e-zine »»

Ντίνος Σιώτης, Ξεφλουδίζοντας το ποίημα: Ποιήματα για το ποίημα, την ποίηση, τον ποιητή, Απόπειρα, Αθήνα 2010

Ντίνος Σιώτης • Ξεφλουδίζοντας το ποίημαΗ ποίηση του Ντίνου Σιώτη, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί από τη συλλογή Το ηλιοστάσιο των αγγέλων[i] και ύστερα, χαρακτηρίζεται από λυρισμό, ρεαλισμό, ένα χιούμορ το οποίο σχετίζεται με το «πνεύμα», το wit της αγγλικής ποίησης, κομψότητα και μια ελαφρότητα που κατάγεται από τον αγγλικό light verse. Ο πραγματιστικός μοντερνισμός στην ποίηση της Αμερικής άσκησε μεγάλη επίδραση στην ποιητική τη δική του καθώς και σε αυτή του Νάνου Βαλαωρίτη με τον οποίο συνδέθηκε εκεί. Ο βασικότερος παράγοντας επιρροής από τον συγκεκριμένο μοντερνισμό είναι η προφορικότητα, ο αυτοσχεδιασμός, τα ποιήματα τα φτιαγμένα για απαγγελία. Έτσι ο Βαλαωρίτης και ο Σιώτης συγκροτούν μια ποίηση όπου η γλώσσα ξετυλίγεται μόνη της αποστασιοποιούμενη από τον ποιητή. Ο τελευταίος επεμβαίνει μόνο με την «ακουστική φαντασία» του — ο όρος ανήκει στον Έλιοτ — δηλαδή δίνει σχήμα στην προφορική ροή της γλώσσας βάσει του τόνου, του ρυθμού, των επαναλήψεων και των δισταγμών που διακρίνει σε αυτή. Σε όλα τα προηγούμενα παίζει ρόλο, βέβαια, και η ακουστική του καθημερινού λόγου. Καθημερινές εκφράσεις ενσωματώνονται σε ένα ποίημα· ο ρυθμός μιας τέτοιας έκφρασης μπορεί ακόμη να το ξεκινήσει.[ii]

Η συλλογή του Ντίνου Σιώτη Ξεφλουδίζοντας το ποίημα, χάρη στον ποιητολογικό της χαρακτήρα, παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι προεκτείνεται στις υπόλοιπες συλλογές του, τις προηγούμενες, από Το ηλιοστάσιο των αγγέλων και μετά, όσο και τις επόμενες, επειδή προσέχει στην ίδια την τεχνολόγηση της ποίησης του, όπως αυτή έχει πλέον διαμορφωθεί. Ώστε συνάγεται ότι η ανάλυση της τεχνικής του συγκεκριμένου βιβλίου συνεπάγεται τη μελέτη της ποιητικής του Σιώτη εν γένει.

Κατ’ αρχάς, αντικείμενο της ανάλυσης θα αποτελέσει αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ρυθμική μορφή. Τα ποιήματα εδώ καταργούν την αφηρημένη μονάδα της λέξεως. Δεν συμμορφώνονται στους περιοριορισμούς της πρότασης και της περιόδου, ούτε στη συμβατική χρήση της στιχουργικής. Το ποίημα ολόκληρο γίνεται μια φράση. Οι στροφές είναι οι λέξεις της και οι στίχοι οι φθόγγοι των λέξεων. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική οι συχνοί διασκελισμοί εντός των στροφών δεν αποτελούν, στην ουσία, διασκελισμούς, αλλά αρμούς, εξαρτήματα συνοχής. Πραγματικοί διασκελισμοί είναι όσοι συνδέουν μια στροφή με μια άλλη. Τα διάκενα μεταξύ των στίχων συνιστούν μικρές, ενώ εκείνα ανάμεσα στις στροφές μεγαλύτερες τομές (παύσεις) μέσα στο συνεχές της φράσης-ποιήματος. Το βασικό αποτέλεσμα της πιο πάνω ποιητικής γραμματικής είναι ο ρυθμός, ο οποίος συνέχει το κάθε ποίημα χάρη, συνοψιστικά, στις «λέξεις», τους «φθόγγους», τους «αρμούς» και τις «τομές» του, αλλά και σε ένα επιπλέον παράγοντα, τον λόγο.

Μια πιο προσωπική και στατιστικά λυρική φρασεολογία εμφανίζεται σε αρκετά σημεία της συλλογής. Αυτή μονοπωλεί συγκεκριμένα ποιήματα, όπως «Τις νύχτες»:

Περνάμε καλοκαίρια χωρίς ήλιο
χειμώνες χωρίς χιόνια και κρύο
υιοθετούμε έναν άστεγο καιρό

με άφεγγα φεγγάρια μακρινά που
μας κοιτούν μέσ’ απ’ τη συννεφιά
κι από πεζούλες μαγικές τις νύχτες

γράφουμε ποιήματα σε σταυροδρόμια
και σε γωνιακά μπαρ, μας δανείζουν
τα στυλό τους φανταστικές γυναίκες.

Στα υπόλοιπα όμως παρατηρείται μια εγκάρσια τομή στα επίπεδα τα οποία διαστρωματώνουν τον καθημερινό λόγο, τομή που προκαλεί τη διάχυση και τη σύμφυρση λέξεων και φράσεων από διαφορετικά γλωσσικά επίπεδα, με συνέπεια καθένα από αυτά τα ποιήματα να καθίσταται «διαλογικό». Ο όρος, βέβαια, παραπέμπει στον κύκλο του Bakhtin. Εάν για τους τελευταίους «η λέξη στα χείλη ενός συγκεκριμένου ατόμου εμφανίζεται σαν προϊόν της ζωντανής αλληλεπίδρασης κοινωνικών δυνάμεων»,[iii] αναδεικνυόμενη έτσι σε ιδεολογικό σημείο με διαλεκτικό χαρακτήρα, για τον Σιώτη «διαλογικό» καθίσταται το ποίημα, επειδή αποτελεί μια φράση, καθώς γράψαμε πιο πάνω, η οποία, εν προκειμένω, συντίθεται από τη διασταύρωση διαφορετικών και συχνά εχθρικών μεταξύ τους επιπέδων του λόγου. Ένα από τα διασταυρούμενα επίπεδα είναι το αυτοαναφορικό (…να μεταφέρουμε μια αράδα / παραπάνω τη μεταφορά να περιποιηθούμε / τόνους και πνεύματα πόνους και νεύματα «Έως πρωίας»). Η αυτοαναφορική γλώσσα, που σκύβει επάνω στην ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας, απαρτίζει μερικές φορές ένα ολόκληρο ποίημα, φαινόμενο εύλογο σε μια ποιητολογική συλλογή, όπως την «Αλλαγή»:

Tα άλλαξα όλα σ’ εκείνο
το ποίημα που δε σου
διάβασα εντελώς όλα

χρόνους μεταφορές
επίθετα συμβολισμούς
έμεινε μόνο ο σκελετός

αλλά κι αυτός είναι μια
αποτυχία και σκέφτομαι
κι αυτόν να τον αλλάξω
.

Τα ποιήματα της συλλογής είναι γενικά ολιγόστιχα· ως συνέπεια, το καθένα από τα «διαλογικά» ποιήματα αποτελεί μια σύντομη εκφώνηση, δηλαδή έναν δίαυλο μέσω του οποίου ο Σιώτης περνά άμεσα στο συνεχές του καθημερινού, επικαιρικού και ιδεολογικοποιημένου λόγου (Γράφω ποιήματα / για να βρίσκω / τη γλώσσα μου... «Γράφω»).

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα «λυρικά» ποιήματα χαρακτηρίζονται από τη μελαγχολία, ενώ τα «διαλογικά» συνήθως από το χιούμορ γίνονται παιχνίδια ανατρεπτικά της διαχωριστικής και γι' αυτό εξουσιαστικής γλώσσας.

Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα είδη ομιλίας, που είναι συμβατικά και ελεγχόμενα, όπως ένα συνταγμένο κείμενο, το ποίημα συνιστά περισσότερο μια επιδρομή στον λόγο, η οποία διασαλεύει την τάξη του. Αυτή η διασάλευση μπορεί να γίνει τυχαία ή να ενεργοποιείται ξανά και ξανά συστηματικά. Η δεύτερη περίπτωση αφορά την ποιητική του Σιώτη. Τα ποιήματά του συγκροτούν μηχανισμούς εσκεμμένης διασάλευσης και διατήρησης της διασάλευσης του συμβατικού λόγου. Η λειτουργία των συγκεκριμένων μηχανισμών βασίζεται στην ιδιαίτερή τους ρυθμική μορφή, στην οποία αναφερθήκαμε και στην προσοχή στην προφορική διάσταση του λόγου, που απαρτίζει την καθημερινή πραγματικότητά μας. Πρόκειται για μια προσπάθεια κατά την οποία επιχειρείται να αποσείσει η γλώσσα την κειμενικότητά της, για μια στάση που ταυτίζει την ατομική ομιλία με τη γραφή, ενώ τον κοινό λόγο με την προφορικότητα. Εδώ η προσωπική εκφώνηση γίνεται αντιληπτή μόνο ως είσοδος στην κοινότητα του λόγου. Ο Σιώτης μάς υπενθυμίζει ότι μιλώντας απαγγέλλουμε κείμενα γραμμένα από πριν, αν και νομίζουμε πως εκφραζόμαστε ελεύθερα και υπογραμμίζει ότι ο λόγος μας θα έπρεπε να είναι όντως προφορικός και αυτοσχέδιος, όπως τα ποιήματά του4.[iv]

Περαιτέρω, μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει δυο τάσεις, οι οποίες διέπουν τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής: Μια κεντρομόλο, σε ποιήματα όπου το κλείσιμο αντανακλά την αρχή και μια φυγόκεντρο, όπου το ποίημα στο τέλος του συμπληρώνεται με ένα επανακαθορισμό της πορείας του, ο οποίος, βέβαια, είναι συχνά ποιητολογικός. Ποιητολογικά, επίσης, είναι συχνά το άνοιγμα και το κλείσιμο στα «κεντρομόλα» ποιήματα. Για παράδειγμα «Τα περσινά ποιήματα»:

Τα ποιήματα που έγραψα πέρυσι
τα ξανάγραψα κι εφέτος ελαφρώς
παραλλαγμένα άλλαξα το χρόνο

τους και ο ενεστώς έγινε αόριστος
χωρίς να παραμερίσω την ουσία
έδωσα νέα πνοή στα άηχα επίθετα

και στις μεταφορές η ρεαλιστική
τους κατεύθυνση πήρε κοινωνική
χροιά έφτιαξα μερικά σφάλματα

διόρθωσα την αμηχανία τους
τόνισα το αλλόκοτο κατά τα άλλα
είναι τα ίδια ποιήματα με τα περσινά
.

Και στα «κεντρομόλα» και στα «φυγόκεντρα» ποιήματα η ροή αφήνεται ελεύθερη (...είναι εκτός ελέγχου η πορεία / του ποιήματος... «Στα βράγχια του ποιήματος»).

Ο λόγος εκπτύσσει τον εαυτό του και ο ποιητής παρασύρεται σε αυτή την έκπτυξη. Μόνο που στα «κεντρομόλα» συμβαίνει στο τέλος μια αναδίπλωση: Ο ποιητής ολοκληρώνει το εκφώνημά του επιστρέφοντας στο σημείο από όπου εισήλθε στον λόγο. Αντίθετα, στην άλλη περίπτωση, το ποίημα κλείνει εκεί όπου ο ποιητής νοηματοδοτεί την ελεύθερη ροή, την οποία κατέγραψε, με στίχους απάντησης και σχολιασμού για ό,τι προηγήθηκε. Το αποτέλεσμα είναι τα «φυγόκεντρα» ποιήματα να τελειώνουν με τη ρητορική τεχνική της έκπληξης.

Οι «Φλούδες», τα ποιήματα τα οποία κλείνουν το βιβλίο, συνιστούν και ένα είδος προσωπικής σφραγίδας. Εδώ εκφράζονται άμεσα οι απόψεις για την ποίηση, τον ποιητή, το ποίημα, τους κριτικούς και τους αναγνώστες (Δε θα μάθω ποτέ την πηγή των / χαμηλών τόνων της ποίησης, είπε / ο κριτικός υψώνοντας τη φωνή του). Η μορφή, επιπλέον, αυτών των ποιημάτων αποτελεί ένα έμμεσο ποιητολογικό σχόλιο. Οι «Φλούδες» συμμορφώνονται λίγο πολύ με τη μινιμαλιστική φόρμα των χάι-κου υπαινισσόμενες και ενισχύουσες με την αυτοαναφορική τους μέθοδο την ποιητική την οποία προτείνει ολόκληρη η συλλογή: Συστηματικές απόπειρες ακαριαίας εισόδου στον λόγο με τέτοιο τρόπο, ώστε να τον επηρεάζουν — όπως οι παρατηρητές του Heisenberg επιδρούν στα φαινόμενα που εξετάζουν — και επιστροφής από αυτόν με τη μορφή σύντομων ποιητικών εκφωνημάτων. Η τριαδική δομή των χάι-κου εδώ ανταποκρίνεται, άλλωστε, στην τρίστιχη κατασκευή όλων των στροφών στο υπόλοιπο βιβλίο.

Ως καταληκτικό παράδειγμα από τη συλλογή Ξεφλουδίζοντας το ποίημα παρατίθεται η «Ανακολουθία», η οποία σύμφωνα με την ορολογία της ανάλυσής μας συνιστά μια «διαλογική» και «φυγόκεντρη» εκφώνηση μιας μοναδικής φράσης:

Ράβω μάσκες συγκατάβασης, παγώνω
βλέμματα σε συστάδες φόβου, απομνη-
μονεύω Νερούδα στις ακτές της Χιλής,

Ρίτσο στα πρόθυρα της Μονεμβασιάς,
Σολωμό με μια γυναίκα της Ζάκυθος,
μαζεύω κυνηγημένους από τον Φράνκο

στη Γαλλία ποιητές, τους υπόσχομαι μια
διάφανη σελίδα στο βιβλίο της ποίησης,
μαζεύω εξόριστους ποιητές τους κλείνω

στο άσυλο ανιάτων στίχων, στο κενό το
μικρό νησί που δεν έσπασε το ρεκόρ τής
τουριστικής ανάπτυξης, στο διάκενο το

δειλινό που πονά τον ορίζοντα με τα
φλογερά του χρώματα, στο διάολο να
πάνε οι ψυχροί υπολογισμοί των υπέρ

άριθμων νεόπλουτων που έπεσαν έξω
τα καράβια τους, στο διάολο και τα
καραβάνια των καταναλωτών που

συνωστίζονται στα καφέ μπαρ τής
προκυμαίας εξώπλατων ιερόδουλων
εισαγωγής, τελικά έφταιγε το σούρουπο

που οι αποστάσεις μας μεγάλωσαν κι
έτσι αυξήθηκαν οι λογαριασμοί και τα
έργα της ανακολουθίας μεγαλούργησαν
.

Ο Ντίνος Σιώτης αποπειράται να προσπορίσει ρυθμό και μορφή στο συνεχές του λόγου που μας περιβάλλει. Αμφισβητεί την έννοια της ομιλίας, της ατομικής πραγμάτωσης του λόγου, επειδή αυτή ελέγχεται υπαγορευόμενη και κειμενική, ώστε προτείνει μια ομιλία ποιητική, η οποία υπερβαίνει το άτομο μετέχοντας απευθείας στην κοινότητα της καθημερινής και εξόχως προφορικής γλώσσας. Αντιλαμβάνεται τον λόγο κυρίως ως άκουσμα και, εφόσον αυτός είναι εγγενώς ρυθμικός, ίσως η ποιητική του αποτελεί μια προσπάθεια εξομοίωσης των εσωτερικών ρυθμών του ποιητή με τους εξωτερικούς ρυθμούς του κόσμου· ένα εγχείρημα μετατροπής του καθημερινού λόγου σε τραγούδι.[v]

eva.mimidou@gmail.com


[i] Κέδρος, Αθήνα 2002.

[ii] Βλ. τα ποιήματα «Απ’ τα οράματα του δειλινού» και «Τα ωραία ελληνικά» από τη συλλογή του Βαλαωρίτη Στο κάτω κάτω της γραφής (Νεφέλη, Αθήνα 1984), επιπλέον, τα «Προκατασκευασμένα πρόσωπα», την «Υποχώρηση με σκύλο και κερί» και το «Στην εποχή της μεγάλης μιζέριας» από τη συλλογή του ίδιου Η Κάθοδος των Μ (Ύψιλον, Αθήνα 2002) ως παραδείγματα της συγκεκριμένης ποιητικής. Όλα τα παραπάνω μας τα εμπιστεύθηκε σε προσωπική συζήτηση ο Νάνος Βαλαωρίτης και γι’ αυτό τον ευχαριστούμε πολύ.

[iii] Βλ. Βαλεντίν Ν. Βολόσινοφ, Μαρξισμός και Φιλοσοφία της Γλώσσας: Τα βασικά προβλήματα της κοινωνιολογικής μεθόδου στην επιστήμη της γλώσσας, πρόλογος-μετάφραση Βασίλης Αλεξίου, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1998, 121.

[iv] Η αντιμετώπισή μας του ποιήματος ως φράσης, της εκφώνησης ως εισόδου στην κοινότητα του λόγου και η εστίασή μας στην προφορική διάσταση του τελευταίου, προέρχονται από τη θεωρία της προφορικής σύνθεσης των ομηρικών επών. Βλ. για παράδειγμα John M. Foley, «Oral Tradition and its Implications», A New Companion to Homer, editors Ian Morris and Barry Powell, Brill, Leiden 1997, 146–173. Ειδικότερα για το ποίημα-φράση και την είσοδο σε ένα κοινό λόγο πρβλ. εκεί τα σχετικά με τους όρους «word» και traditional referentiality αντίστοιχα.

[v] Παραπέμπουμε τον αναγνώστη και στο κείμενο του Ζαχαρία Κατσακού για τη συλλογή του Ντίνου Σιώτη Μαύρο χρήμα, στο τεύχος 16 του e-poema, με το οποίο η δική μας ανάλυση βρίσκεται αρκετές φορές σε ομολογία. Βλ. για παράδειγμα εκεί τους αντίστοιχους με τους δικούς μας όρους και εκφράσεις: «ενότητα διασκελισμού», «μουσικότητα ροής», «αμεσότητα της καθημερινής γλώσσας», «επικαιρικός χαρακτήρας».

Δεν υπάρχουν σχόλια: