Η ομιλία της κ. Κατερίνας Θεοδωράτου στο Πόλις καφέ, στις 27 Φεβρουαρίου 2013, για το Αγαπημένε μου ψυχίατρε: Μια νουβέλα και πέντε διηγήματα της Καίτης Βασιλάκου.
Το Αγαπημένε μου ψυχίατρε εκδόθηκε το 2012, μια εβδομάδα μετά την ποιητική συλλογή της Καίτης Βασιλάκου Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…. Είναι η πρώτη της νουβέλα και συνοδεύεται από πέντε διηγήματα: Ο θεός που αμάρτησε, Ο κήπος με τα αγάλματα, Οι εκατόν ογδόντα χτύποι, Με τα μάτια κλειστά, Ο δαίμονας. Έχουν προηγηθεί τρεις συλλογές διηγημάτων από το 2008 και μετά, που κινούνταν στην περιοχή του αινιγματικού – αν μου επιτρέπεται η φιλολογική αυθαιρεσία να μη χρησιμοποιήσω τον όρο «φανταστική λογοτεχνία», θεωρώντας τον υπερβολικά ευρύ και ως εκ τούτου ανεπαρκή, τουλάχιστον για την περίπτωση της Βασιλάκου. Η νουβέλα Αγαπημένε μου ψυχίατρε ακροβατεί στο μεταίχμιο που χωρίζει – ή μάλλον ενώνει – αυτή τη δύσβατη, ρευστή σαν κινούμενη άμμο περιοχή με τη, φαινομενικά μόνο, ασφαλή πραγματικότητα.
Με μια γραφή λιτή και απέριττη μορφολογικά και ίσως γι` αυτό ιδιαζόντως αιχμηρή και ευθύβολη βυθίζεται βαθιά, σε σκοτεινές κρύπτες της ψυχής, για να αναδυθεί κραδαίνοντας άλλοτε σύμβολα, άλλοτε, όσο η νουβέλα ανελίσσεται προς το φινάλε, κρυφές, απωθημένες, οδυνηρές όσο και λυτρωτικές αλήθειες.
Θεματολογικά ταλαντεύεται εντός των ορίων του δίπολου που πρόχειρα ορίζεται ως «υποκείμενο» και «αντικείμενο», ως εσωτερική, προσωπική αλήθεια και αντι-κείμενος εξωτερικός κόσμος. Γλωσσολογικά μιλώντας, θα μπορούσαμε να το καθορίσουμε ως δίπολο σημαινόμενου και σημαίνοντος, με την έννοια ότι αν ο κόσμος υπάρχει ως εξ αντικειμένου σημαινόμενο, η συνείδησή μας τον αντιλαμβάνεται και τον ερμηνεύει με τα δικά της σημειολογικά εργαλεία και τον φιλτράρει μέσα από τις δικές της προσλαμβάνουσες. Το Αγαπημένε μου ψυχίατρε εστιάζει σε μια γκρίζα περιοχή, όπου σημαινόμενο και σημαίνον αποκλίνουν, και η διπολικότητα μετατοπίζεται στο εσωτερικό του ψυχισμού. Η ηρωίδα της νουβέλας έχει διχαστεί συνειδητά ανάμεσα σε ένα διεκπεραιωτικό Υπερ-Εγώ, που ζει και κινείται μηχανικά εντός του πραγματικού – κοινωνικού πλαισίου, υποτασσόμενη στην «υποχρέωση» μιας φυσιολογικής ζωής, και σε ένα φλεγόμενο Εγώ που συνομιλεί αδιάκοπα με το ασυνείδητο και έχει πλάσει ένα υποκειμενικό – προσωπικό σύμπαν μέσα στο οποίο ζει πραγματικά. Το πρόταγμα εδώ δεν είναι η ερμηνεία του εξωτερικού κόσμου, αλλά η εσωτερική ανα-δημιουργία του, και ο μηχανισμός που τον αναπλάθει λειτουργεί απολύτως συνειδητά. Το Υποκείμενο δηλαδή δεν αδυνατεί να ζήσει μέσα στον αντικειμενικό κόσμο, απλώς τον αρνείται.
Κεντρομόλος δύναμη αυτού του πλασμένου – αλλά σε καμία περίπτωση πλαστού – σύμπαντος είναι ο έρωτας. Μια ορμή που έλκει το Εγώ σε έναν πυρήνα του εαυτού όχι απλώς ανεξερεύνητο, αλλά προπάντων απροσδιόριστο. Ένας έρωτας, ο έρωτας της θεραπευομένης προς τον ψυχίατρο, εξ ορισμού ανεκπλήρωτος και γι` αυτό απόλυτα ελεύθερος, ασώματος και γι` αυτό άναρχος και με πολλαπλές εκφάνσεις, καταδικασμένος και γι` αυτό αδηφάγος, καταστροφικός αλλά και αναγεννητικός σαν τη φωτιά, ματαιωμένος κι ωστόσο νιτσεϊκά αλαζονικός και εκλεκτικός. Σπάνια στη λογοτεχνία έχει αναπαρασταθεί με τόση ενάργεια το πάθος, ένα πάθος που φύεται και θεριεύει σα ζιζάνιο σε καλλιεργημένο κήπο, απειλώντας να ανατρέψει κάθε κανονικότητα. Κι είναι αποκαλυπτικός ο τρόπος με τον οποίο βήμα προς βήμα ιχνηλατείται η εσωτερική πορεία της ηρωίδας ως το τελικό κρεσέντο της μεγάλης ανατροπής, που οδηγεί σε μια λυτρωτική κι όμως θαυμαστά απλή αλήθεια.
Η αφήγηση, κατά κανόνα πρωτοπρόσωπη αλλά κατά ένα μεγάλο μέρος σε δεύτερο πρόσωπο, μοιράζεται ανάμεσα στο πάσχον Εγώ και στο ανέφικτο και απροσπέλαστο Εσύ, που σε όλη την εξέλιξη της νουβέλας αισθανόμαστε ότι αποτελεί εν δυνάμει προέκταση του Εγώ. Οι δύο πόλοι εσαεί παρόντες, όπου το Εγώ ταυτίζεται με το εσωτερικό σύμπαν και το Εσύ με την αντικειμενική πραγματικότητα, υπονομεύοντας όμως σταθερά τη στεγανότητα των ορίων.
Η γλώσσα ψυχρή, σα χειρουργικό νυστέρι, έτοιμη ωστόσο πάντα να υπηρετήσει το υπέρ-λογο του πάθους, χωρίς ούτε στιγμή να ξεστρατίζει σε ρομαντικές κορώνες ή να γίνεται υπερβολικά αναλυτική ή υπερβολικά λυρική. Αποφεύγοντας την περίτεχνη έκφραση και το σύνθετο λόγο, η Βασιλάκου προκρίνει σταθερά, και γενικά στα έργα της, την καθαρότητα και τη διαφάνεια της έκφρασης, αποκαθιστώντας το βάρος των λέξεων, αποδίδοντας το αντίκρισμά τους και φωτίζοντας εναργέστερα το περιεχόμενό τους. Ο συγκεκριμένος υφολογικός προσανατολισμός αναδεικνύει και τα φιλοσοφικά ερωτήματα που συχνότατα αναφύονται, οδηγώντας τον αναγνώστη να μεθέξει στα πάθη του Εγώ, να τα οικειοποιηθεί και να ταυτιστεί άλλοτε με τον ένα άλλοτε με τον άλλο πόλο, να αναγνωρίσει εν τέλει το δικό του αθέατο εαυτό.
Τα πέντε διηγήματα που πλαισιώνουν τη νουβέλα λειτουργούν παραπληρωματικά προς αυτήν, συμβολοποιώντας ή αναπτύσσοντας πτυχές της, ή εκπληρώνοντας υπερβατικά το ανεκπλήρωτο. Στο Ο θεός που αμάρτησε ένας θεός – είδωλο, ά-ψυχος, ά-ζωος και ανίσχυρος παίρνει σώμα και ανάσα από τον έρωτα μιας θνητής, για να τη στοιχειώσει για πάντα. Στον Κήπο με τα αγάλματα, ο ξένος χωρίς πρόσωπο ενεργοποιεί τη μνήμη μιας γυναίκας που ζούσε μέσα σε ένα απέραντο άχρονο «Τώρα». Στο Εκατόν Ογδόντα χτύποι, ο ανεπίδοτος έρωτας εκπληρώνεται στην πνοή ενός επιθανάτιου ρόγχου. Στο Με τα μάτια κλειστά, το εγγύτερο ίσως στη νουβέλα εννοιολογικά και φιλοσοφικά, οι δύο υποστάσεις της ύπαρξης, το «σημαινόμενο» και το «σημαίνον», το «έξω» και το «μέσα», η ψυχή και το περίβλημά της, συνυπάρχουν, συνδιαλέγονται και αλληλο-αναιρούνται ως το τέλος σε μια εικονική πραγματικότητα, παρουσία ενός Σκηνοθέτη – Πλάστη. Εν τέλει οι ρόλοι αντιστρέφονται και το όνειρο γίνεται σώμα, μέσα από μια επώδυνη δοκιμασία που παραπέμπει σε τοκετό. Το ρήγμα που χαίνει ανάμεσα στους δύο εαυτούς γεφυρώνεται και μέσα από τα θραύσματα του τεχνητού του σύμπαντος, το Εγώ αναγεννάται. Τέλος, στο Δαίμονα ηδονή και οδύνη συμπλέκονται άρρηκτα και αδιεξοδικά, ο έρωτας ταυτίζεται βαθμιαία με το απόλυτο Κακό και το ερωτικό Εσύ θριαμβεύει και υποστασιώνεται ως σαρκοβόρος δαίμονας.
Σε όλα τα διηγήματα και στη νουβέλα επανέρχεται σταθερά μια τελετουργία, η οποία μυεί τα πρόσωπα –που ουσιαστικά είναι πολλαπλές υποστάσεις και αντανακλάσεις του ενός και αδιαίρετου Εγώ- σε μια παλίνδρομη, δαιδαλώδη διαδρομή ανάμεσα στην ηδονή και στον πόνο. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο βέβαια, πρόκειται για μια πορεία αυτεπίγνωσης, ένα μυστικιστικό ένδον ταξίδι όπου το Εγώ γεύεται πάντα κάποιου είδους γνώση, απαγορευμένη ή απωθημένη ενδεχομένως, και όχι κατ’ ανάγκην λυτρωτική, κάθε φορά όμως αποκαλυπτική. Η συγγραφέας μεθοδικά αφαιρεί τα πολλαπλά προσωπεία, φωτίζοντας και αφήνοντας να μιλήσει το πιο σκοτεινό και σιωπηλό κομμάτι της ύπαρξης. Σε μια κοινή, μακρά και επίπονη διαδικασία ενδοσκόπησης κατευθύνει όλες τις ιστορίες της, στην οποία ο αναγνώστης αδυνατεί να παραμείνει αμέτοχος· συμπαρασύρεται εκών - άκων σ’ αυτό το τελετουργικό αναδίφησης, κερδίζοντας στο τέλος το δικό του μερίδιο κάθαρσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου