Γράφει ο Δημήτρης Αργασταράς | Bookpress,
Σάββατο 2 Μαρτίου 2013 »»
Το Αγαπημένε μου ψυχίατρε – μια νουβέλα και πέντε διηγήματα είναι το τέταρτο πεζογραφικό έργο της Καίτης Βασιλάκου, που από την πρώτη της εμφάνιση, το 2008, μας έχει συνηθίσει στην διηγηματογραφία των αλλόκοτων όψεων της πραγματικότητας, με ιστορίες που ακουμπούν στο παράξενο, το αινιγματικό, το ανατρεπτικό μιας αφανούς ψυχικής διάστασης.
Στην ομώνυμη εκτεταμένη νουβέλα αυτής της συλλογής, μία ώριμης ηλικίας γυναίκα υποβάλλεται σε σειρά από εβδομαδιαίες ψυχαναλυτικές συνεδρίες με το πρόσχημα της γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας, επειδή όπως λέει στους άλλους θέλει να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό της, να μάθει ποια πραγματικά είναι, αλλά καταλήγει να ερωτευτεί παράφορα τον θεραπευτή της και να γίνει υποχείριο των σεξουαλικών της οραμάτων, στα οποία εκείνος εν αγνοία του πρωταγωνιστεί.
Έτσι, με έναν αυτοαναλυτικό μονόλογο σε πρώτο πρόσωπο, η αφηγήτρια μας δίνει μια σχεδόν ημερολογιακή καταγραφή των ημερών της, των παράφορων αισθημάτων της, αλλά και των εξεζητημένων ιδεών της, των ιδιαίτερων πνευματικών της αποσκευών, της υπαρξιακής της αγωνίας αλλά και της κοινότυπης καθημερινότητάς της. Άλλοτε καταθλιπτική, άλλοτε πεισματάρα και άλλοτε με παιχνιδιάρικη διάθεση, με γυναικείο μπρίο, η αφηγήτρια της Βασιλάκου πάσχει από την ανία που κυριεύει το άτομο όταν κυκλοφορεί αδιάκοπα στον εαυτό του, και αυτό που θέλει τώρα είναι να παίξει, να εξερευνήσει τα όριά της, να δοκιμάσει τις καινούριες της ηδονές, να προκαλέσει τον απέναντί της και να τον απογυμνώσει. Από την άλλη πλευρά, ο ψυχίατρος στέκεται ουδέτερος στο βάθος, ως ένας σταθερός και ακλόνητος επαγγελματίας ψυχικής υγείας, ως ένας άλλος ''Δήμιος του έρωτα'', που αποσκοπεί αργά και μεθοδικά να οδηγήσει την ασθενή του στην ανάδυση των απωθημένων της τραυμάτων, στην αποθεραπεία της ύπαρξής της.
Αλλά η διαδικασία της θεραπείας αποτελεί ένα έντονο ενεργειακό φαινόμενο που μπορεί να επιτευχθεί μονάχα μέσα από την ένταση των αντιθέτων. Και σε ορισμένες τέτοιες, πολύ έντονες αντιθέσεις βρίσκεται πιασμένη η ηρωίδα της Βασιλάκου. Από την μία πλευρά, το υψηλό και το ιδανικό, τα επιτεύγματα του νου και του πνεύματος, ο διανοητικός ελιτισμός και η δημιουργική μοναξιά, και από την άλλη όλα εκείνα τα στοιχεία που υπηρετούν μια πρωτόγονη, ενστικτώδη και αισθησιακή ανθρώπινη τάση. Έτσι, το στοιχείο του αυτοδιχασμού γίνεται πολύ έντονο, άλλωστε η ίδια χαρακτηρίζεται ως προσωπικότητα σχιζοειδής, γιατί δεν θέλει να θυσιάσει τον κόσμο του πνεύματος προς χάριν της φυσιολογικότητας, αλλά δεν παύει κιόλας να είναι ένα θηλυκό σώμα δέσμιο στο παιχνίδι του πόθου. Αποτυπωμένη στην γυναικεία της συνείδηση, αυτή η ένταση αποκτά την ποιητική σημασία που της αξίζει (χαρακτηριστικά είναι τα ποιητικά ''μπιλιετάκια'' που δίνει η ασθενής στον ψυχίατρο ως μικρές ερωτικές εξομολογήσεις), μέχρι τελικά η λύτρωση να έρθει αργά και αποκαλυπτικά, μέσα από την ανθρώπινη σχέση και τη συμφιλίωση με το παρελθόν, καθώς η ψυχανάλυση δεν χρησιμοποιείται εδώ ως πρόσχημα αλλά παίζει ουσιαστικό ρόλο στο ξεδίπλωμα της ιστορίας.
Ο αφηγηματικός λόγος της Καίτης Βασιλάκου κυλά άνετα, ζεστός και μεστός, χωρίς προσπάθεια ή επιτήδευση. Η περιγραφική άνεση, η οξύτητα της παρατήρησης και η στοχαστική διεισδυτικότητα συντελούν στην ζωντανή, ανάγλυφη και πειστική αποτύπωση των προσώπων και των καταστάσεων. Άλλωστε, η κεντρική ηρωίδα της είναι πάνω απ’ όλα μια ζεστή καρδιά, και έτσι ο λόγος της δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί το αποτύπωμα αυτής της καρδιάς, που απογυμνωμένη και παρουσιασμένη σε όλη της την θέρμη παραδίδεται αυτούσια στον αναγνώστη. Με αυτόν τον τρόπο, ορμητικό, πληθωρικό, εκρηκτικό, αλλά πάντοτε προσεκτικά διατυπωμένο, το ψυχικό της βίωμα γίνεται μια αυθόρμητη προσφορά.
Τα πέντε διηγήματα που συνοδεύουν την νουβέλα αποτελούν μια επιπλέον έκπληξη για τον αναγνώστη. Η παρουσία τους δεν είναι απλώς προσθετική αλλά νοηματικά και αισθητικά ολοκληρωμένη. Στο ''Ο θεός που αμάρτησε'' ένας αρχαίος θεός αφήνει το βάθρο του για να σμίξει με μία νεαρή θνητή που αποζήτησε θερμά τον έρωτά του, για να ανακαλύψει όμως πως τέτοια πάθη δεν συγχωρούνται στις θνητές ψυχές. Στο ''Ο κήπος με τα αγάλματα'', μια εξαίσια αλληγορική ιστορία, μια γυναίκα απομονωμένη στον περιφραγμένο κήπο της ανοίγει την πόρτα σε έναν άγνωστο άντρα χωρίς χαρακτηριστικά για να γευτεί το δώρο του Χρόνου και της Μνήμης. Στο ''Με τα μάτια κλειστά'', που θα μπορούσε να είναι ένα άλλο, εναλλακτικό τέλος για την νουβέλα, μια γυναίκα ξυπνά σταδιακά από ένα τεχνολογικά κατασκευασμένο ψευδαισθητικό Matrix με την βοήθεια του ''συν-παίχτη'' της που την καθοδηγηθεί ενθαρρυντικά προς την αποδοχή του αληθινού κόσμου. Ενώ στο ''Ο δαίμονας'' μια νοσηλευόμενη νοσοκομείου διηγείται πως μπορεί μερικές φορές, ενδεχομένως, τα φαντάσματα που καλλιεργούμε στον νου μας να έλκουν απειλητικές σκιές από αλλού.
Εν κατακλείδι, με το Αγαπημένε μου ψυχίατρε έχουμε ένα ακόμη δείγμα της ώριμης αφηγηματικής πεζογραφίας της Καίτης Βασιλάκου, που προορίζεται να κερδίσει και να ταξιδέψει τους αναγνώστες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου