στη Μαίρη Κλιγκάτση |
ΝΤΟΥέΝΤΕ Magazine | Τεύχος #17 »»
Ιστορίες για νεράιδες και λοιπά οινοπνεύματα, λέει ο μύθος, ιστορίες για ροκ, μπάρες, φίλους και δαίμονες, αποτυπώνει η Πολαρόιντ του Νίκου Μπελάνε.
Δεκάξι διηγήματα, γεμάτα κατοπτρικές στιγμές, ραδιενεργές εκλάμψεις απουσίας και ατόφιες στιγμές, πηγαίας λογοτεχνικής έκφρασης.
Το νέο βιβλίο των εκδόσεων «Απόπειρα» και το πρώτο βιβλίο του Νίκου Μπελάνε, κατόχου των οινοπνευματικών δικαιωμάτων του blog «Ιστορίες για Νεράιδες και λοιπά Οινοπνεύματα» αποδεικνύει πώς η φαντασία ξεπερνά την αυτοβιογραφία και πώς το φανταστικό μπλέκεται με το ρεαλιστικό σε φωτογραφικά ενσταντανέ.
Στιγμές που μοιάζουν με κατοπτρικούς εσωτερικούς μονολόγους – σε ώρες που ο καθρέφτης σπάει – και άλλοτε με φωτογραφικά ενσταντανέ πορειών εστιασμένων υπό γωνία αλήθειας, γιατί ποτέ οι περσόνες μας δεν είναι αρκετές.
Στίχοι, ποίηση, αφήγηση, περιγραφή…
Το περιμέναμε, μας έφτασε, το κάναμε δικό μας…
Καλοτάξιδο!
«Το νίκελ θολώνει απ’ τον ατμό. Μετά από κάθε καφέ που ετοιμάζω και πριν αρχίσω την επόμενη παραγγελία το καθαρίζω». Η γραφή μοιάζει με μια χειρωνακτική εργασία εμμονικής σχεδόν επανάληψης, σαν αυτήν που περιγράφεις, ή με μια αναγκαστική παραδοχή της μοναξιάς που κουβαλά ως πράξη;
Πάντα γράφω αφού πρώτα έχουν ωριμάσει οι σκέψεις κι έχουν ολοκληρωθεί τα κείμενα μέσα μου. Την γραφή μπορείς να την παρομοιάσεις με μια οποιαδήποτε επαναλαμβανόμενη χειρονακτική εργασία γι’ αυτό, ίσως, πολλές φορές μου φαίνεται βαρετή. Κάποιες άλλες φορές όμως δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτήν. Γι’ αυτό έχω πάντα μαζί μου παρέα. Οι ήρωες που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες μου συμμετέχουν ενεργά στο πέρας αυτών. Από την στιγμή που ένιωσα ότι η γραφή είναι μοναχικό σπορ, φρόντισα να κάνω μερικές διορθώσεις και να πάψω να γράφω μόνος.
«Τραβάει με δύναμη την κουρτίνα και μένει εκεί, γυμνός, μισότρελος, απ’ το αλκοόλ, με το τσιγάρο στα χείλη και το μπουκάλι ψηλά σαν πρόποση». Έξαψη, αφανισμός, παραμόρφωση; Τι από όλα αυτά είναι η λογοτεχνία για σένα;
Η λογοτεχνία είναι ένα διαρκές ταξίδι. Ένα παραμύθι γραμμένο με την πιο μαγική πένα. Είναι η απόλυτη απογύμνωση. Η ολοκληρωτική λύτρωση. Η αγαλλίαση της εξουθενωμένης ψυχής. Το αποκούμπι των μοναχικών τρελών. Οι ψίθυροι στο σκοτάδι και οι κραυγές στο καυτό απομεσήμερο. Είναι όλες οι ασημένιες σταγόνες που αγκαλιάζουν το κορμί σου. Είναι τα τσακισμένα φτερά κάθε ερωτευμένου Θεού και η παιδική ανάσα στο στήθος της μάνας του. Είναι σίγουρα η έξαψη που σου προσφέρει το παρθένο, το αγνό και μαζί το καταραμένο.
«Φλεβάρης, κι ένα ζεϊμπέκικο του ’46 απάλυνε τον πόνο στ’ αυτιά μου. Άφησα τη βαλίτσα στο σπίτι της μητέρας μου, έβαλα το μάλλινο παλτό και χύθηκα στους δρόμους της πόλης που κάποτε απαρνήθηκα. Όλα παρέμεναν έτσι όπως τα είχα ξεχάσει. Παρατημένα στην εύκολη ζωή και στη λουστραρισμένη μιζέρια των αισχρών πολιτών, των κατοίκων μιας σημαιοστολισμένης ποντικοφωλιάς. Τυλιγμένα τα πάντα σ’ ένα απαστράπτον σελοφάν υποκρισίας, ψεύτικης διέγερσης και μειωμένων αντανακλαστικών». Το «Χαμόγελο της πολαρόιντ» έχει έντονα στοιχεία αστικού χαρακτήρα. Πώς επηρέασε τα λογοτεχνικά σου αντανακλαστικά το λούστρο που καλύπτει τις ανώνυμές μας πόλεις;
Το σιχάθηκα νωρίς αυτό το λούστρο. Έχει σκεπάσει τις πόλεις, τις πράξεις, τα λόγια, εμάς τους ίδιους. Και δεν κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Το ανεχόμαστε, το δεχόμαστε κι όποτε πάει να ξεθωριάσει το περνάμε ακόμη ένα χέρι από πάνω για να το συντηρήσουμε. Βγαίνω τις νύχτες μόνος, εξαφανισμένος απ’ όλους, με όποιο αιχμηρό αντικείμενο βρεθεί στα χέρια μου και γδέρνω τους δρόμους, τα ντουβάρια, τα σιντριβάνια μήπως και καταφέρω να ξεκολλήσω τον σκληρό μανδύα της αποχαύνωσης πάνω απ’ το δέρμα της πόλης. Όμως δεν φταίει καμιά πόλη. Φταίμε εμείς και ό,τι κι αν γράψω δεν νομίζω να αλλάξει και πολύ τα πράγματα. Συνεχίζω όμως, πεισματικά και χωρίς έλεος λέω αυτά που νομίζω ότι πρέπει να πω. Κι έτσι πρέπει να κάνει ο καθένας από εμάς που έχει σιχαθεί όλο αυτό το σάπιο κατασκεύασμα που πάνε να μας πλασάρουν. Ο καθένας με τον τρόπο του κι απ’ το πόστο του.
«Ακολουθώ την καταραμένη παράδοση της ασυγχώρητης προδοσίας. Μόνο που ούτε στην κοιλιά του θα συναντηθούμε. Εσένα θα ’χει προλάβει να σε ξεράσει γιατί όλοι σε διώχνουν. Ως και η ίδια η κόλαση». Εξιλεώνονται οι προσωπικοί μας δαίμονες, όταν γράφουμε γι’ αυτούς; Τι θέση έχει η αυτοαναφορικότητα στην γραφή σου;
Το αληθινό, το βιωματικό υπάρχει σε πολλές από τις ιστορίες του βιβλίου. Είναι αναπόφευκτο. Άλλοτε πάλι αναφέρομαι σε πραγματικές καταστάσεις που τις έχουν βιώσει άλλοι, φίλοι ή και τυχαίοι περαστικοί που συνάντησα κάποια μικροστιγμή στη ζωή μου. Οι δαίμονες στέκουν πάνω μου από την σύλληψη μιας ιστορίας μέχρι και την ολοκλήρωσή της. Δεν ησυχάζουν ποτέ. Ούτε ποτέ μ’ αφήνουν. Συνεχίζουν να ζουν παρασιτικά και να γιγαντώνονται μέρα με τη μέρα. Το ποιος θα νικήσει στο τέλος θα το δούμε. Έχω κερδίσει κάποιο έδαφος με την έκδοση του βιβλίου αλλά καλό είναι να ‘χω το νου μου.
«Πήρα την πατερίτσα απ’ τον τούβλινο τοίχο του αμφιθεάτρου και την έβαλα κάτω απ’ την μασχάλη μου. Ο Κουίκυ με περίμενε στην στάση. Πίσω μου άφησα το ακουστικό του τηλεφώνου στον μονότονο αριστερά δεξιά χορό του. Αιώνιο εκκρεμές». Οι ήρωες του βιβλίου σου είναι σαν να βρίσκονται σε έναν αέναο, σχεδόν κυκλικό αγώνα δρόμου. Παλεύουν να ξεφύγουν από μοναξιά, εξαρτήσεις, ακόμα και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Σαν αιώνια εκκρεμή. Επέρχεται κάθαρση;
Οι ήρωες μου πεθαίνουν με οποιονδήποτε τρόπο ή τρελαίνονται ή χάνονται από τον κόσμο μας, εξαφανίζονται. Όσο κι αν προσπαθούν να ξεφύγουν από τα πάθη τους αποτυγχάνουν. Μου αρέσει να τους σκοτώνω. Έπειτα από λίγες αράδες νιώθω ότι έχουν κάνει τον κύκλο της σύντομης ζωής τους και λέω φτάνει, τώρα πρέπει να πεθάνεις ή να χαθείς χωρίς ίχνη. Δεν επέρχεται ποτέ καμία λύτρωση, καμία κάθαρση. Αυτό δεν είναι εφικτό. Τουλάχιστον όχι για τους δικούς μου ήρωες. Υπάρχει πάντα μια ελπίδα για κάποια άλλη ζωή, κάπου αλλού, αλλά εδώ ξεπερνάμε τα όρια της φαντασίας.
«Μα η αλήθεια του συγκατοικεί με τη μοναξιά. Μέσα του. Πάντα». Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εφιάλτης των περσόνων που παρουσιάζονται στο βιβλίο σου;
Ο μεγαλύτερος φόβος; Μα, να μην μείνουν τόσο μόνοι και τους εγκαταλείψει ως και η σκέψη τους ή ακόμη και η ίδια η μοναξιά τους. Η μοναχική ζωή όταν είναι επιλογή είναι καλή, είναι ευλογία. Όταν σου την επιβάλλουν άνθρωποι και καταστάσεις είναι εφιάλτης που τον βιώνεις είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα.
«Ο Βήτα δεν ήξερε να κάνει τίποτα. Δεν ήταν θέμα βαρεμάρας, απλά δεν ήξερε να κάνει τίποτα. Εντάξει, ομολογώ πως είμαι απόλυτος. Το διορθώνω λοιπόν και συνεχίζω. Ο Βήτα ήξερε να κάνει καλά δυο πράγματα μόνο». Τι πιστεύεις ότι κάνει καλά αυτό το βιβλίο και ποιο είναι το στιγμιότυπο της «Πολαρόιντ» που σε συνοδεύει ακόμα και μετά την εμφάνιση αυτού του φιλμ;
Κανένα βιβλίο δεν κάνει καλό από μόνο του. Πρέπει να του δώσεις χρόνο και πολλές αναγνώσεις. Να του προσφέρεις αγάπη για να σου δώσει γνώση και ταξίδια. Το στιγμιότυπο που θα με συνοδεύει πάντα είναι η τελευταία σκηνή της πρώτης ιστορίας. Την έχω ζήσει τόσο έντονα που δεν θα ξεθωριάσει ποτέ μέσα μου. Ίσως είναι η πιο σημαντική στιγμή που θέλησα να μοιραστώ με τους αναγνώστες του βιβλίου.
«Το ροκ συνεχίζεται, συνεχίζει. Στις απότομες στροφές και στα πανηγύρια. Στα ξέφρενα πάρτι και στον έρωτα. Στα άπειρα αδιέξοδα και στις λάθος παρενθέσεις. Στα άγονα χωράφια των πρόστυχων βλεμμάτων. Συνεχίζει αθάνατο μα και καθηλωμένο. Ενοχλημένο κι απτόητο». Μουσική, νύχτα, ταξίδια, φίλοι και στο βάθος η μπάρα πανταχού παρούσα. Ποια ήταν η διαδρομή αυτού του ροκ βιβλίο και τι έπεται;
Όπως το είπες αν και όχι απαραίτητα μ’ αυτήν την σειρά. Και η μπάρα εκεί, με το εξαγνιστικό της υψόμετρο, αγέρωχη κι απτόητη. Σύντροφος με ψυχή εδώ και είκοσι χρόνια. Δεν θα είχε γραφτεί καμιά ιστορία του βιβλίου, καμιά λέξη και καμιά αράδα αν δεν έκανα τα ταξίδια που έκανα, αν δεν άκουγα τους ημίθεους τραγουδοποιούς του πλανήτη μας κι αν δίπλα μου δεν έστεκαν ανέγγιχτοι από οποιονδήποτε δαίμονα οι φίλοι που μου στάθηκαν.
Για τη συνέχεια υπάρχει ένα αφήγημα που μιλά για κάποιον τύπο που δεν έχει καν όνομα. Κυκλοφορεί αδέσποτος και νομίζει ότι αγαπά παράφορα μία γυναίκα που ίσως και να την αγαπά. Επίσης έχει έναν κολλητό, τον Τζώνυ, που δεν είναι ο ωραίος Τζώνυ αλλά ο Υδροκέφαλος Τζώνυ και κάπου στο τέλος, ή στην αρχή, μένει μόνο το κεφάλι του να περιφέρεται στο αχανές κι απόλυτο σύμπαν που δημιουργούν τα ναρκωτικά.
Κλικ
▶ ιστορίες για νεράιδες και λοιπά οινοπνεύματα
▶ Βιβλιοnet • Το χαμόγελο της πόλαροιντ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου