18 Ιουλίου 2012 »»
Μελάνη βουτηγμένη σε ατμόσφαιρες, απλωμένη σε νύχτες και επικήδειους, με τις ταλαντεύσεις – ίδιες σταγόνες χαρμολύπης, σε χαρτί εξομολόγο, υγρό από βότκες και πρωινούς κουμπωμένους με αναλγητικά καφέδες. Ζωές μέσα από ζωή και αφηγήσεις που κοκκινίζουν μάγουλα, φλερτάρουν με την τρέλλα, το απροσδόκητο και το ημιτελές. Αυτά είναι κάποια από τα στοιχεία που συνθέτουν τις σελίδες του πρώτου βιβλίου του Νίκου Μπελάνε. Ενός συγγραφέα που παραθέτει με χαρακτηριστική περιγραφικότητα 15 μικρές ιστορίες και θαρρείς μένει γυμνός στο μονόλογο του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα «Το χαμόγελο της πολαρόιντ». Η συνοχή των διηγημάτων και η παρατεταμένη αίσθηση γραφής τους εκείνη τη στιγμή, βάφτισέ τη σχοινοβάτη, λίγο πριν το ξημέρωμα εξιτάρουν και χρίζουν τον αναγνώστη συνένοχο. Το motnews αναζήτησε τον Νίκο Μπελάνε και συζήτησε μαζί του.
Πρώτη κυκλοφορία… Πως τη βίωσες; Επέλεξες διηγήματα κι ένα μονόλογο. Οι μικρές φόρμες πιστεύεις εξυπηρετούν καλύτερα το νόημα των γραπτών;
Το βιβλιαράκι αυτό ήρθε σε μια περίοδο της ζωής μου δύσκολη, με τεράστιες αλλαγές στην προσωπική και επαγγελματική μου ζωή. Απάλυνε πόνους, δρόσισε την κόλαση των έσω. Όταν το άγγιξα για πρώτη φορά είπα, εντάξει, τα όμορφα πράγματα συνεχίζουν να συμβαίνουν πάνω σ’ αυτόν τον μικρό πλανήτη.
Η μικρή φόρμα είναι άμεση. Στοχεύει χωρίς πολλά λόγια εκεί ακριβώς που θέλει ο γραφιάς. Δεν είναι εύκολη. Ίσως κάποιες φορές πρέπει να δώσεις περισσότερο χρόνο σε μια μικρή ιστορία παρά σ’ ένα κείμενο μεγάλης φόρμας. Μπορείς να πεις τα πάντα έστω και με μία και μόνη λέξη. Και να εννοείς στ’ αλήθεια τα πάντα. Από την άλλη, όμως, μου αρέσει πολύ η μεγάλη φόρμα. Έχω γράψει στο παρελθόν ένα μυθιστόρημα αλλά το παράτησα σε κάποιο συρτάρι γιατί δεν μου άρεσε καθόλου το πώς χειριζόμουν την πρόζα. Σε μερικά πράγματα είμαι πολύ κακός και βαρετός.
Ο θάνατος, ο πόνος της απώλειας, η απουσία μαλακώνει, ξορκίζεται με το γράψιμο;
Δεν μπορώ να μην γράψω για τις απώλειες και τους δικούς μου νεκρούς. Τους σκέφτομαι συνέχεια. Μιλώ μαζί τους. Ίσως αυτοί να είναι οι υπεύθυνοι που σχεδόν όλες οι ιστορίες του βιβλίου έχουν το άρωμα της θλίψης κλεισμένο μέσα σ’ ένα μικρό μπουκάλι και τυλιγμένο με την πιο πένθιμη κορδέλα. Όμως το γράψιμο δεν καταφέρνει να ξορκίσει τίποτα μέσα μου. Αυτό θα το καταφέρει κάποτε ο χρόνος, μα κανείς δεν γνωρίζει πότε.
Η νύχτα σε ιντριγκάρει; Αλλοιώνει ή φωτίζει ευκρινέστερα τα πρόσωπα και τις καταστάσεις;
Η νύχτα δεν με ιντριγκάρει. Η νύχτα είναι η ζωή μου για πάνω από 20 χρόνια. Την υπηρετώ και με εξυπηρετεί ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Το φως της είναι δυνατό κι αληθινό. Οι σκιές της λάμπουν. Οι άνθρωποι της νύχτας είναι πολύ πιο αθώοι σε σχέση με τους αδίστακτους ανθρώπους της ημέρας όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό, όσο κι αν νομίζει κάποιος πως αυτό δεν είναι άλλο παρά μια υπερβολή. Μετά τα μεσάνυχτα τα πρόσωπα φωτίζονται όπως τους πρέπει και τίποτα δεν μένει κρυφό. Στη νύχτα η αλήθεια.
Οι ήρωες που έχουν ενδιαφέρον είναι οι ιδιαίτεροι - εκκεντρικοί χαρακτήρες; Όπως αυτός στο «μέχρι την επόμενη φορά»;
Τους ήρωές σου είτε τους αγαπάς είτε τους μισείς. Λίγη σημασία έχει. Κάποιοι σου προξενούν τεράστιο ενδιαφέρον και κάποιοι θανάσιμη πλήξη. Όλοι όμως είναι υπέροχοι με τον τρόπο τους. Ο Μάνος, της δεύτερης ιστορίας, είναι το αποτέλεσμα της ένωσης τριών διαφορετικών όσο και εντελώς αληθινών προσώπων. Το πάντρεμα κάποιων στοιχείων τους γέννησε έναν κάπως εκκεντρικό χαρακτήρα που τον αγάπησα για την δυσκολία του, την ανημποριά του καλύτερα, να ζήσει όπως αυτός θα ήθελε στον κόσμο μας, με τους ανθρώπους που θα ήθελε κοντά του και μακριά από τους εφιάλτες του. Αυτό από μόνο του έχει κάποιο ενδιαφέρον αλλά στο τέλος, νομίζω, επικρατεί η λύπηση στον αναγνώστη. Ακόμη τον βλέπω, μπροστά στο παράθυρο, μισότρελο απ’ το αλκοόλ.
Στον εξομολογητικό μονόλογό του ο συγγραφέας υπάρχουν φορές στη δεύτερη ανάγνωση που αυτολογοκρίνεται στο φόβο της έκθεσής του;
Σκέψου ένα σκηνικό όπου κυριαρχούν δύο χρώματα. Το μαύρο και το κόκκινο. Φαντάσου τη λιτή, σχεδόν ανύπαρκτη διακόσμηση του δωματίου κι έναν αδηφάγο φωταγωγό να κοσμεί τον χώρο. Σκέψου επίσης κάποιον ο οποίος ζει μόνος εκεί μέσα για πάνω από 20 χρόνια. Δεν υπάρχει ο φόβος της έκθεσης. Έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του και το μόνο που βρήκα ήταν ο δίδυμος, το είδωλό μου σε κάποιον σκονισμένο καθρέφτη ή πάνω στα ανάκατα σεντόνια. Δεν μπόρεσα να αυτολογοκριθώ. Μαρτύρησα τους φόβους μου στον εαυτό μου και μ’ έκρινε η τρέλα. Σκότωσα τον ήρωα της ιστορίας με την υγρή μελάνη για να μην τον σκοτώσω με το μολύβι της σφαίρας.
Τι ρόλο παίζει το απωθημένο στα κείμενά σου;
Στα κείμενά μου παίζουν ρόλο η ενοχή, οι μικρές ή μεγάλες προσωπικές ήττες και η παραδοχή των λαθών που τείνει να αγγίξει την εσωτερική αγαλλίαση. Στα κείμενά μου το απωθημένο δεν παίζει κανένα ρόλο.
Μπάντες, συναυλίες, ένδοξα μαγαζιά και καταστάσεις μιας άλλης εποχής – όχι μακρινής. Νοσταλγία; Αναπόληση;
Όσο αστείο κι αν ακούγεται περνώ φάσεις στη ζωή μου που λέω, για παράδειγμα, τώρα θα νοσταλγήσω. Και νοσταλγώ! Κινούμαι όλη μέρα και κάθε νύχτα αγκαλιά με ιστορίες του παρελθόντος. Έπειτα κάτι με ταρακουνάει και συνέρχομαι. Είναι λάθος να ζω με τις αναμνήσεις αλλά όσο κι αν φημίζομαι για την ασθενή μου μνήμη, πολλές φορές δεν μπορώ να το αποφύγω.
Πόσο επηρέασε το γράψιμό σου η μπητ γενιά και ποιες θεωρείς τις βιωματικές λογοτεχνικές συνιστώσες που συνθέτουν «Το χαμόγελο της πολαρόιντ»;
Ο Τρούμαν Καπότε είχε πει για τον Κέρουακ ότι δεν έγραφε αλλά δακτυλογραφούσε. Όμως κανείς, όσο κι αν προσπάθησε ή αντέγραψε, δεν κατάφερε να γράψει σαν τον Κέρουακ. Ούτε ο Καπότε. Λατρεύω τον Κέρουακ κι όσο γράφω ακολουθώ εκείνο το δαιμονισμένο του μπιτ. Τον επαναλαμβανόμενο, κοφτό ρυθμό, τον διανθισμένο με τις ασημένιες τρομπέτες της δεκαετίας του ’50. Με συνεπαίρνει η ειλικρινής γραφή της ολοκληρωτικής απογύμνωσης των κειμένων του. Αναγνωρίζω έναν καταραμένο κι αυτός είναι ο Τζακ Κέρουακ. Οι υπόλοιπες συνιστώσες δεν είναι απαραίτητα όλες λογοτεχνικές. Σίγουρα έχω επηρεαστεί από πολλούς λογοτέχνες. Διαβάζω όσο περισσότερο μπορώ. Ο Ντε Σαντ είπε πως για να γράψεις ένα πρέπει να διαβάσεις εκατό ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων και το ακολουθώ πιστά. Αλλά για να γραφτεί το «Χαμόγελο» επηρεάστηκα από πράγματα και καταστάσεις που δεν δένουν μεταξύ τους κι αυτό είναι που με εξιτάρει περισσότερο. Το γαύγισμα της σκύλας στην απέναντι μονοκατοικία, οι τσαμπουκάδες των αγοριών στις σκιές των δρόμων, τα ποιήματα στους τοίχους που ομορφαίνουν κάθε βρώμικη πόλη.
Πως γράφεις; Ιεροτελεστία με συνήθη πρακτική ή μια άναρχη – real time κι όπως κάτσει – διαδικασία; Πόσο επίπονη ή όχι πιστεύεις είναι η δημιουργική έκφραση;
Σκέφτομαι πολύ. Κάποιο κείμενο μπορεί να το σκέφτομαι και μήνες χωρίς να καθίσω ούτε μια στιγμή πάνω απ’ το τετράδιο ή τον υπολογιστή. Δεν σκέφτομαι ακριβώς πως θα το γράψω ή με ποια σειρά θα βάλω τις λέξεις μέσα του. Μου αρέσει υπερβολικά να το κουβαλώ μέσα μου. Να πίνει τα ποτά του μαζί μου στο μπαρ και να κόβει τις βόλτες του στα σύγχρονα αστικά λιβάδια. Να λικνίζεται με τις ακατέργαστες μελωδίες που γεννά το υποσυνείδητο και να διώχνει μακριά τους πρόσκαιρους εφιάλτες. Όταν έρθει η ώρα κάθομαι και το γράφω. Απλά, κάθομαι και το γράφω. Έπειτα το ξεχνώ για λίγο ή για πολύ. Ανάλογα με τι; Δεν ξέρω ακόμη. Από τις πρώτες εκθέσεις που έγραφα στο δημοτικό μέχρι και τώρα που μιλάμε, όταν τελειώνω ένα κείμενο νομίζω πως έχω σκάψει με τα χέρια μου έναν τοίχο από μπετόν. Με κουράζει πολύ γι’ αυτό και συνήθως βαριέμαι να γράφω όσο κι αν με ικανοποιεί το αποτέλεσμα.
Η νέα γενιά συγγραφέων μοιάζει άκρως ελπιδοφόρα και αεικίνητη. Ποια η δική σου γνώμη; Υπάρχουν κάποιοι τίτλοι που ξεχώρισες τον τελευταίο καιρό;
Φρέσκιες ιδέες και κυρίως νέες τεχνικές. Πέρα από οποιοδήποτε καθιερωμένο στυλ. Πέρα από οτιδήποτε αραχνιασμένο και πολυχρησιμοποιημένο. Υποστηρίζω με σθένος τη νέα γενιά. Το φωνάζω και το μεταδίδω όπου μπορώ. Από τους φίλους μου ως τους βιβλιοπώλες που επιμένουν να τοποθετούν (και να προωθούν) λογοτέχνες μιας εποχής που έχει παρέλθει. Καλώς πήραμε ό,τι πήραμε απ’ όλους αυτούς, τους ευχαριστούμε και πρέπει να υπάρχουν τα βιβλία τους παντού. Υπάρχει όμως η νέα λογοτεχνία, η νέα ποίηση και οι νέοι γραφιάδες που είναι γύρω μας. Αξίζουν έστω κι ένα μικρό κομμάτι της βιτρίνας κάθε βιβλιοπωλείου. Δεν μένει παρά να τους γνωρίσουμε. Δεν θέλω να ξεχωρίσω κανέναν.
Ετοιμάζεις κάτι αυτό τον καιρό;
Ναι. Κάτι έχω στο μυαλό μου.
Ένα εκτενές αφήγημα για κάποιον τύπο που δεν έχω καταφέρει να του βρω ένα όνομα και τον αποκαλώ «Αδέσποτο»… κι αυτός γυρίζει. Ο ήρωας έχει να κάνει με την μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του, που ίσως και να μην είναι η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του και με τον καλύτερό του φίλο που δεν τον αφήνει στιγμή από τα μάτια του αλλά μπορεί τελικά και να μην τον γνώρισε ποτέ του.
Και κάτι για τέλος… πώς προέκυψε το Μπελάνε;
Ο Νικ Μπελάνε είναι ο μυθιστορηματικός ήρωας του Pulp. Του μοναδικού «αστυνομικού» μυθιστορήματος που έγραψε στη ζωή του ο Μπουκόβσκι. Μου άρεσε από τις πρώτες σελίδες για τις ηλεκτροφόρες ατάκες του και φυσικά γιατί τον λένε Νικ (χεχε!). Έπειτα, όσο συνέχισα να κάνω ραδιόφωνο, χρησιμοποιούσα το Μπελάνε ως ψευδώνυμο. Από την ώρα που όλοι άρχισαν να με φωνάζουν έτσι, το κράτησα.
__________________
Το blog του συγγραφέα: ιστορίες για νεράιδες και λοιπά οινοπνεύματα. Το mail του: belane74@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου