Γράφει ο Γιάννης Στρούμπας | Κουκούτσι,
Χειμώνας-Άνοιξη 2011/12, Τεύχος 5
Ντίνος Σιώτης, «Ξεφλουδίζοντας το ποίημα»,
εκδ. Απόπειρα, Αθήνα 2010, σσ. 82.
Το ξεφλούδισμα καρπών είναι διαδικασία που φαίνεται μεν απλή, μα αν πραγματοποιηθεί απρόσεκτα μπορεί να προκαλέσει τον τραυματισμό των καρπών και την απώλεια πολύτιμης τροφής, των θρεπτικών της συστατικών, καθώς και το πλήγωμα μιας ακέραιης αισθητικά εικόνας. Γι’ αυτό και παρά τη φαινομενική της απλότητα η διαδικασία του ξεφλουδίσματος απαιτεί λεπτότητα. Με λεπτότητα ο Ντίνος Σιώτης αναλαμβάνει να ξεφλουδίσει ποιήματα στην ποιητική του συλλογή «Ξεφλουδίζοντας το ποίημα», αναζητώντας καρπούς.
Κατά το ερευνητικό του σκάλισμα ο Σιώτης προσεγγίζει τα ποιήματα με αγάπη, χωρίς να τα πονά. Το αποτέλεσμα είναι προϊόν της εξοικείωσής του με την ποιητική διαδικασία, όπως την εξομολογείται στο ποίημα «Μια οποιαδήποτε μέρα»: «Το πρωί […]/ ματιά στο χθεσινό ποίημα […]/ επιστροφή το απόγευμα στο σπίτι/ μια ματιά στο ποίημα που θα γραφτεί». Ο κύκλος της ημέρας ορίζεται από την ανάγκη της ποιητικής ενασχόλησης. Η συγκεκριμένη ανάγκη οδηγεί και στο περιεχόμενο της παρούσας συλλογής, η οποία προσδιορίζεται στον υπότιτλό της ως «ποιήματα για το ποίημα, την ποίηση, τον ποιητή». Ποιήματα ποιητικής λοιπόν, σε μια ατέρμονη διαλογική διαδικασία, που μέσα από το ενδιαφέρον της για την ποιητική τέχνη εξηγεί γιατί «επιμένουμε αχρείους στίχους/ να γράφουμε στους τοίχους»: οι στίχοι, έστω κι «αχρείοι», είναι εντέλει το καταφύγιο που φθονούμε, σε μια διαφαινόμενη συγκεκριμενοποίηση του διαλόγου με τον Καρυωτάκη.
Η πραγμάτευση ποιητικών ζητημάτων από τον Σιώτη αποφέρει ευφάνταστες εικόνες που επιστρατεύονται για τον ορισμό της ποίησης: «γεφύρι που γεφυρώνει το ποτάμι/ με το χαμένο δέλτα του»: η ποίηση αποδεικνύεται υπερβατική, οι ιδιότητές της θαυματουργές, έστω κι αν χρειάζεται κάποτε για την «ενεργο-ποίησή» της «κάποια ένεση». Όσο προτείνονται εδώ συγκεκριμένες θεάσεις για την προσέγγιση της ποίησης, άλλο τόσο αφήνεται ο αναγνώστης ελεύθερος να την πλάσει με τον προσωπικό του τρόπο, αφού η «ένεση», ελεύθερη σε ερμηνείες, διανοίγει πολλαπλές αναγνωστικές προοπτικές. Τούτο επαληθεύεται στον ορισμό των ποιητών: σε απεικονίσεις τους όπως με τις «πέτρες/ που σπάνε γυάλινους πύργους», πλάι σε ό,τι δηλώνεται ρητά, κεντρίζεται ο αναγνώστης να διαρρήξει ερμηνευτικά τους «γυάλινους πύργους». Μια πιθανή ερμηνεία: γυάλινοι πύργοι είναι οτιδήποτε ανούσιο κι εύθραυστο, που οι ποιητές το γκρεμίζουν. Παράλληλη η συμπλήρωση της εικόνας των ποιητών μέσω της δραστικής μεταφοράς με τα «καρφιά που τρυπάνε τις/ σαμπρέλες του χρόνου». Πράγματι, ποιος θα ακινητοποιούσε επιτυχέστερα τον χρόνο από τον ποιητή, με τη βαθιά, άσβεστη εντύπωση που προκαλεί με το έργο του;
Τα διανοήματα στην παρούσα συλλογή συνεπικουρούνται από αποτελεσματικούς λεκτικούς συνδυασμούς. Σχετικό ενδεικτικό παράδειγμα ο συνδυασμός του επιθέτου «άστεγος» με το ουσιαστικό «καιρός». Η αποτελεσματικότητα του συνδυασμού κρίνεται και πάλι στις πολλαπλές ερμηνείες που προσφέρει, έστω κι αν κάποιες από αυτές δεν προϋπήρχαν στην πρόθεση του ποιητή. Πιθανότατα, δηλαδή, ο Σιώτης στον «άστεγο καιρό» του δεν θα στόχευε σε ένα «μετεωρολογικό» σχόλιο για τον «συγκερασμό» των εποχών. Ίσως και να μην υπολόγιζε στην ανάγνωση του «καιρού» σαν «ευκαιρίας» (κατά το θουκυδίδειο «οι καιροί ου μενετοί»). Η ποίησή του όμως, υπερβαίνοντας τις προθέσεις του δημιουργού της, κρατά με την ερμηνευτική της ευρυχωρία ανοικτά ενδεχόμενα που οπωσδήποτε γοητεύουν.
Οι δισημίες του Σιώτη γονιμοποιούν την αναγνωστική φαντασία. Η «στεγνή βροχή» που πέφτει από ένα παλιό ποίημα θα μπορούσε να είναι ο μαρασμός, ο ξεπεσμός, η ανυδρία των ποιημάτων που ξεπεράστηκαν από τον χρόνο. Αν όμως η «στεγνή βροχή», στον αντίποδα της προηγούμενης ερμηνείας, υπονοεί την ύγρανση της στεγνότητας, τότε μετατρέπεται σε επίτευγμα, που σύρει το ποίημα έξω από την ασημαντότητα στην οποία το καταδίκασαν οι προηγούμενες εποχές. Οι απορρέουσες πολλαπλές προοπτικές δεν επιτρέπουν καμία «αυτονόητη» προσέγγιση. Κι αν, σε ό,τι αφορά τη δύναμη των λεκτικών συνδυασμών, οι ανοιχτές ερμηνευτικές εκδοχές προκύπτουν κάποτε ανεξέλεγκτα, οι ίδιες πολλαπλές εκδοχές υπηρετούνται κι από τη μορφή των στίχων, και μάλιστα εδώ άκρως ελεγχόμενα. Ο Σιώτης μεταχειρίζεται τους διασκελισμούς στους στίχους με τέτοιον τρόπο, ώστε να πολλαπλασιάζονται οι πιθανές ερμηνείες. Παραθέτονται δύο αναγνωστικές «ανασυνθέσεις» μέσα από την υπέρβαση των πρωτότυπων διασκελισμών στο ποίημα «Η μοναξιά». Πρώτα το ποίημα:
«Η ερημιά της Δευτέρας που
ξεκινά με το ηλιοβασίλεμα της
Κυριακής μπορεί να συγκριθεί
Μόνο με τη μοναξιά που
αφήνει πίσω του το ποίημα
ενώ αυλακώνει το αύριο»
Έπονται οι «ανασυνθέσεις»:
«Η ερημιά της Δευτέρας που ξεκινά
με το ηλιοβασίλεμα της Κυριακής μπορεί να συγκριθεί μόνο
με τη μοναξιά που αφήνει πίσω του το ποίημα
ενώ αυλακώνει το αύριο»
Ή:
«Η ερημιά της Δευτέρας
που ξεκινά με το ηλιοβασίλεμα της Κυριακής
μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη μοναξιά
που αφήνει πίσω του το ποίημα
ενώ αυλακώνει το αύριο.»
Ενώ η δεύτερη «ανασύνθεση» εκκινεί τη δευτεριάτικη ερημιά από το ηλιοβασίλεμα της Κυριακής και τη συγκρίνει μόνο με τη μοναξιά που αφήνει το ποίημα, η πρώτη, προσδιορίζοντας την έναρξη της δευτεριάτικης ερημιάς στην ίδια τη Δευτέρα, τη συγκρίνει τόσο με το ηλιοβασίλεμα της Κυριακής, όσο και με τη μοναξιά που αφήνει πίσω του το ποίημα. Αντίστοιχες αναγνώσεις των υπόλοιπων τρίστιχων στροφών του Σιώτη επιβεβαιώνουν ακριβώς πως στον χειρισμό των στίχων του η λειτουργία των δισημιών έχει υπηρετηθεί από τον ποιητή πολύ συνειδητά.
Οι ανατροπές έχουν την ξεχωριστή τους λειτουργία στη δημιουργία έκπληξης και στην πρόκληση προβληματισμών. Στο ποίημα «Εξομολόγηση» η αναζήτηση του εαυτού καταλήγει στην αποδοχή του «διασκορπισμού» και της πεζής, αντιποιητικής καθημερινότητας: «θα ήταν άδικο να μη χαθώ εκεί/ που ψάχνω να βρω τον εαυτό μου». Στις «Απομακρύνσεις» θα αναμένονταν οι ακριβώς αντίστροφοι παραλληλισμοί από τους υπάρχοντες: όπως απομακρύνεται η φλόγα από το ξέψυχο κερί, έτσι θα αναμενόταν να απομακρύνεται κι ο Κάλβος από την Ελλάδα. Αντ’ αυτού όμως χρησιμοποιείται ο Κάλβος για να περιγραφεί η απομάκρυνση της φλόγας από το κερί. Η αντιστροφή του αναμενόμενου, ο προσδιορισμός του ασήμαντου, δηλαδή του σβησίματος της φλόγας του κεριού, μέσω του σημαίνοντος, δηλαδή του Κάλβου, κι όχι το ανάποδο, καθιστούν την απομάκρυνση, τον βίαιο αποχωρισμό, εξαιρετικά δυνατούς.
Η συλλογή του Σιώτη, μιλώντας για τους ποιητές, ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως να τους συντρέξει. Τα ποιητικά σχόλια για την κριτική και τους κριτικούς το επιβεβαιώνουν. Στις εικόνες του «ασύλου», του «αλσυλλίου» και της «αλυσίδας» μέσω των οποίων αποδίδεται η σημασία της ποίησης για «νεοσσό» ποιητή που γνώρισε την κριτική απόρριψη, αποτυπώνεται η αγωνία του «νεοσσού» με τόση ενάργεια, όση μόνο μία μάνα, με την ανοιχτή της αγκαλιά και την κατανόησή της, θα μπορούσε να τη συλλάβει. Η απενοχοποίηση των ποιητών φτάνει στην αποκορύφωσή της με την προτεινόμενη λύση στο ερώτημα «γιατί γράφουμε ποιήματα». Η θέση «αποστολή μας δεν είναι ν’ απαντάμε» έχει την απαιτούμενη δυναμική ώστε να εξελιχτεί στην κλασική απάντηση των ποιητών, κάθε που θα τους απευθύνεται το συγκεκριμένο – συχνά κακεντρεχές – ερώτημα.
Η υποστήριξη των ποιητών, βέβαια, δεν σημαίνει κι «άνευ όρων παράδοση» σε οτιδήποτε επιχειρούν. Στο «Βιογραφικό ποιητή» ο επιλογικός στίχος για τον βιογραφούμενο ποιητή «ζει μόνος στο Μονοδέντρι» βαραίνει την ατμόσφαιρα: πόσο «φυσιολογική» είναι η επιλογή της μοναξιάς, όταν μάλιστα πρόκειται για ποιητή νεότατο, γεννημένο μόλις το 1987; Κι ίσως εκεί να εδράζεται η διαπίστωση «ποιήματα δεν/ έγραφα τότε που ήμουν ποιητής», καθώς φαίνεται πως η ποίηση βρίσκεται κυρίως έξω απ’ το χαρτί, στις ομορφιές της πλάσης και στον καλπασμό της φαντασίας. Εξού και «Η ποίηση είναι πολύ περίπλοκη/ υπόθεση για να την αφήνουμε/ στα χέρια των ποιητών», όπως φιλοσοφεί ο ποιητής Σιώτης.
Είναι συνεπώς πιθανό η ποίηση, πέρα από τις ανατατικές της στιγμές, να διέρχεται κάποτε κρίση; Το ενδεχόμενο ο Σιώτης το συζητά τόσο εμμέσως, όπως προκύπτει από τις προηγούμενες αναφορές, όσο κι άμεσα σε ποιήματα σαν το «Πλαστή ουτοπία», το οποίο, γραμμένο με όρους οικονομικής κρίσης, αποδίδει μάλλον μία ποιητική κρίση. Η πραγμάτευση ωστόσο της όποιας επιμέρους κρίσης στην παρούσα συλλογή οδηγεί στην υπέρβασή της. Ο Σιώτης ξεφλουδίζοντας αναζητά τη βαθύτερη ουσία των ζητημάτων που τον απασχολούν. Παράλληλα όμως εκμεταλλεύεται και τις ώριμες αποφθεγματικές του «φλούδες» (σελ. 74-80), χωρίς να απορρίπτει καμία. Άλλωστε στις φλούδες εντοπίζονται οι περισσότερες βιταμίνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου