Γράφει ο Κώστας Βούλγαρης | «Αναγνώσεις», Η Αυγή,
Κυριακή 18 Ιουνίου 2011 »»
Σταύρος Σταυρόπουλος,
Ο έρωτας θα μας κάνει κομμάτια,
Απόπειρα, σελ. 134
Αν οι πρώτες συλλογές του Λευτέρη Πούλιου, στα χρόνια «του ’70», αποτελούσαν μια συνάρθρωση της γενικευμένης επαναστατικής διάθεσης των νέων της εποχής με το ρεύμα της μπητ ποίησης, αν πήγαιναν μετωπικά απέναντι στους ευκλεείς ποιητικούς προγόνους ζητώντας επιτακτικά τη σκυτάλη, σύντομα αυτή η διαδικασία ευτελίστηκε σε μια ανέξοδη απολέπιση της φόρμας και του φορτίου των ποιημάτων, με την κατάτμηση του λόγου, την ασυνέχεια του ειρμού, την απουσία έρματος να χαρακτηρίζουν μια πληθώρα ποιημάτων, ποιητών και ποιητριών, που έτσι εξαντλούσαν την αμφισβητησιακή διάθεση, την μετέτρεπαν σε πόζα, δηλαδή σε υποκατάστατο ύφους.
Δίπλα τους, όλα αυτά τα χρόνια, υπήρξε η ποίηση της Κατερίνας Γώγου, ομόρριζη ως προς τις κοινωνικές και ποιητικές της αφετηρίες, που επιζήτησε τη συνέχιση και διεύρυνση της πρώτης ορμής μέσα από την ανοικτή πολιτικότητα της θεματολογίας, όπου διοχέτευε και όλο το υπαρξιακό άλγος, προσωπικό μεν, αλλά τόσο κοινό και γενικευμένο, που αποτελούσε κοινωνικό φαινόμενο και μέγεθος, περιρρέουσα, αποπνικτική ψυχολογία της εποχής. Σε μια μπρουτάλ φόρμα — απλουστευτική έκπτωση της αμεσότητας της μπητ ποιητικής —, στέγασε, ως κοινωνικό τεκμήριο, με τρόπο όπως θα λέγαμε κάποτε «οργανικό», την προοδευτική έκπτωση, την απίσχναση, την προϊούσα παρακμή της Μεταπολίτευσης, την «ψυχή» και τα ζαρωμένα όνειρα μιας ολόκληρης εποχής.
Σε κάθε περίπτωση, η ποίηση στα χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν μπορεί να διαβαστεί χωρίς τον καθρέφτη της Γώγου, και η ποίηση της Γώγου δεν υπάρχει παρά ως αντίδραση στην πορεία της ποίησης στα χρόνια εκείνα. Κι αν κάποιοι νομίζουν ότι αυτά έχουν κριθεί, προφανώς κάνουν λάθος. Τώρα είναι που πλησιάζει η ώρα των κρίσεων, και μάλιστα η ποίηση του Σταυρόπουλου ξαναθέτει το θέμα με τον πιο έγκυρο και δραστικό τρόπο: διά της ποιήσεως, διά της συνέχειάς της.
Ο Σταυρόπουλος έρχεται λοιπόν να ξαναθέσει το ποιητικό στοίχημα της Κατερίνας Γώγου, έχοντας εντοπίσει τη βασικότερη αστοχία του, μάλλον αναπηρία του, δηλαδή την ελλειπή αγκύρωσή του στην ιστορία, στη διαδρομή του ποιητικού λόγου, έχοντας ορίσει εμφανώς τη στόχευσή του, τόσο απλή αλλά τόσο δύσκολη στην πράξη, δηλαδή να κάνεις ποίηση με άμεσες κοινωνικές και πολιτικές συμπαραδηλώσεις, αλλά όχι εις βάρος της αισθητικής αρτίωσης: Όλοι οι άνθρωποι γκρεμίζονται προς τα έξω∙ εσύ γκρεμιζόσουν προς τα μέσα.
Αντί λοιπόν για την προσφυγή στο underground καταφύγιο της Γώγου, προτιμά το διαρκέστερο και οπωσδήποτε ευρύτερο περιβάλλον της ροκ κουλτούρας, όπου συναρθρώνει τις ποιητικές αναφορές με τους ρυθμούς και τους ήχους που ορίζουν, με τρόπους έντονους και υφολογικά σκληρούς, ένα πολύ ισχυρό και ευρύχωρο πολιτισμικό πεδίο. Ενδεικτικές και οι σημειώσεις-παραπομπές-ανακλήσεις: Κ. Π. Καβάφης, Van Morrison, Leonard Cohen, Γιώργος Χειμωνάς, Rolling Stones, Άννα Αχμάτοβα, Ραούλ Βανεγκέμ, The Beatles, Neil Young, Bob Dylan, Ρίλκε, Τεντ Χιούζ… Μετά, απλώς κουράζεσαι να είσαι νεκρός. Να ταξιδεύεις με πεθαμένους.
Από τους οικείους, τους πιο κοντινούς, κρατάει ορισμένους, όπως π.χ. τον Γκόρπα, και πάλι όμως ως σπάραγμα, ως οδόσημο, και όχι ως δρόμο. Γιατί ο Σταυρόπουλος φτιάχνει ποιήματα όπου ο λυρισμός καταλαγιάζει μέσα στην πεζολογική μορφή του στίχου, όπου οι λέξεις δεν λάμπουν αλλά κυκλοφορούν, προσπαθώντας να βρουν όχι τη θέση τους αλλά τη σχέση τους με τις άλλες, μια σχέση διαρκώς μετατοπιζόμενη, μεταλλασσόμενη, χωρίς την ασφάλεια της μνημείωσης αλλά με τη διαρκή αγωνία της τριβής με τις άλλες και με τα πράγματα, ώστε ο σπινθήρας της ποίησης να προκύπτει συνεχώς, απρόβλεπτος και φυσικός. Στόχος του είναι ποιήματα που εγγράφονται μέσα στην καθημερινότητα, χωρίς αυτή να τα καταπίνει, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανακληθούν μέσα από αυτήν, ως ασφαλή τεκμήρια της ζέουσας πραγματικότητας. Αυτή είναι η λύση που δίνει στο αίτημα της πολιτικής ταυτότητας των ποιημάτων του. Όσο κι αν φανεί παράδοξο, θα έλεγα ότι σιγά σιγά πλησιάζει προς τα διλήμματα που αντιμετώπισε ο Γιάννης Ρίτσος. Κι εδώ είναι που αναδεικνύονται οι ανάγκες της σύνθεσης, η διαλεκτική αμεσότητας, συνομιλητικότητας, κοινωνικών αναφορών, από τη μια, και, ποιητικής υψηγορίας, διαύγειας της φωνής, υπόγειας αύρας, από την άλλη, ανάγκες και αιτήματα του ποιητικού του λόγου που ήδη εμφανίζονται στο βιβλίο και δοκιμάζονται κάποιες λύσεις. Αρκούν; Δεν μπορώ να απαντήσω εύκολα, γιατί η απαιτητική διαλεκτική στην οποία υπόκειται η ποίηση του Σταυρόπουλου έχει την «ιδιοτροπία», μόλις ο στίχος πάει να απογειωθεί, να προβάλλει την υπενθύμιση-αίτημα: Να διακρίνεται καθαρά ο λεκές της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου