Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας | περιοδικό index,
τχ. 40, Ιούνιος 2010
Κάθε ποιητής θα ήθελε να γράψει ένα μυθιστόρημα. Ακόμα κι ο Σεφέρης ονομάτισε μια συλλογή του μυθιστόρημα. Κάθε συγγραφέας γράφει πάντα το ίδιο βιβλίο. Η διαδικασία της γραφής είναι πάντα ένα «έργο εν εξελίξει», αφού ποτέ δεν φτάνουμε το τέλειο, ούτε το αγγίζουμε καν. Κι αν το προσεγγίσουμε ή θα αυτοκαταστραφούμε ή θα σταματήσουμε να γράφουμε ή και τα δύο μαζί. Το ίδιο ισχύει – εξ όσων γνωρίζω – και στις άλλες τέχνες. Η Μαρία Κάλλας σταμάτησε να τραγουδάει, έπεσε σε βαθιά θλίψη και πέθανε πριν την ώρα της, ακριβώς επειδή έγινε η μυθική, η ανεπανάληπτη «θεϊκή» Μαρία.
Με αυτές τις εισαγωγικές σκέψεις έπιασα να διαβάσω το καινούργιο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου, που τον παρακολουθώ χρόνια να αναπτύσσει και να εξελίσσει αυτή την ιδιότυπη ποιητική πρόζα με το απολύτως αναγνωρίσιμο ύφος. Φράσεις κοφτές σαν μαχαιριές, που συναγωνίζονται τα διαφημιστικά σλόγκαν σε συμπύκνωση, περιεκτικότητα και αποτελεσματικότητα. Λογοτεχνικές εκρήξεις, λεξιλαγνεία, ρητορικές ερωτήσεις υποψιασμένης αθωότητας, ασφαλής παιδικότητα, ανερχόμενος πεσσιμισμός, ενεργητική μελαγχολία, πεισματική θλίψη, σωτήρια εμμονή στο έρωτα, στην αγάπη, στην απουσία του ερωτικού σώματος, ή στην παρουσία του που είναι χειρότερη κι από θάνατο, αναπόληση του μέλλοντος (αν γίνεται κατανοητό αυτό το οξύμωρο – δεν ξέρω)…
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος βιώνει πάντα την ίδια υπαρξιακή αγωνία, γηράσκει αεί απογοητευόμενος, μετράει το χρόνο που κυλάει μέσα στην κλεψύδρα αναπόδραστα, απελπίζεται και καταφεύγει στο λιμανάκι της παιδικής ηλικίας που πόρρω απέχει από τον Παράδεισο ή άλλες ειδυλλιακές καταστάσεις, χτυπιέται σαν νυχτερίδα στο κλουβί της μοναξιάς, κατακτάει μια στυγνή αυτογνωσία μέσα από την στυγερή αποκαθήλωση του «εγώ», αναζητεί το «έτερον», και θρηνεί από πριν το βέβαιο φευγιό του, δεν περιμένει τίποτα και δεν ελπίζει τίποτα - σαν ήρωας του θεάτρου του παραλόγου, βουλιάζει στο κενό των λέξεων που απογυμνώνονται διαρκώς από τα νοήματά τους, και βιώνει έναν εγκεφαλικό θάνατο εν πλήρει συνειδήσει αυτοκτονώντας με κάθε καινούργια γραμμή που συντάσσει για να αναστηθεί με μια πιρουέτα χορευτή που σηκώνεται για το χειροκρότημα. Η απαισιοδοξία του γίνεται κινητήριος δύναμη για το ταξίδι στο πέλαγος των λέξεων. Η επαφή με τους άλλους είναι το πρόσχημα, όμως όπως είπε ο Καβάφης στην «Ιθάκη» του, το ταξίδι είναι αυτοσκοπός και η ηδονή η μόνη αμοιβή του περιπλανώμενου.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος έχει καταφύγει σε έναν ιδιότυπο πληθωρικό μινιμαλισμό (ας μου συχωρεθεί και πάλι το οξύμωρο σχήμα, αλλά μέσω των αντιθέτων επέρχεται η τρισδιάστατη «πλαστική» απεικόνιση ενός θέματος). Το ύφος του είναι αναγνωρίσιμο, μακριά από τον εξεζητημένο διανοουμενισμό, τον εκλεκτισμό και τον αισθητισμό πολλών συγχρόνων του ποιητών και στιχοπλόκων.
Η ζωγραφική τέχνη λειτουργεί ως μεταφορά της ερωτικής πράξης. Ευδιάκριτος συμβολισμός και ευλογοφανής αλληγορία. Ενδιαφέρουσες σουρεαλιστικές πινελιές, όπως το πρωτότυπο ουροβόρο ψάρι που αιμορραγεί μωβ χρώμα (σελ. 74), αιώνια παιδικότητα και κάποιος διδακτισμός, συγγραφικός ναρκισσισμός. Η ομιλούσα φωνή αναζητεί αντανακλάσεις της εικόνας της στα μάτια των άλλων. Ο έρωτας είναι ένα πρόσχημα. Το μυθιστόρημα ανέφικτο. Γιατί δεν γίνεται μυθιστόρημα με ένα μόνο πρόσωπο, χωρίς τους «άλλους», εκείνους που θα δώσουν βάθος στον πίνακα και θα τον ζωντανέψουν με τα γέλια και τις χαρές τους, τα μίση, τα πάθη, και τους έρωτές τους.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος ξέρει να γράφει. Ξέρει και να προβάλλει το έργο του διατρανώνοντας τα αισθήματά του. Αν έπρεπε να βρω έναν υπότιτλο σε αυτό το κείμενο θα έλεγα: «ερωτολογίας εγκώμιον». Περιμένω να δω πού θα τον οδηγήσει η εξελικτική συγγραφική του κλίμακα. Σε ένα μυθιστόρημα, ίσως.
Κωνσταντίνος Μπούρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου