23.10.08

Beat Happening

Τoυ Αλέξη Καλοφωλιά
μεταφραστή και μουσικού, μέλους των συγκροτημάτων Last Drive και Earthbound
(Από την Athens Voice, 23.10.2008)

Tα βιβλία της Απόπειρας μας άνοιξαν πύλες μαγικές: Γκίνσμπεργκ, Κέρουακ, Μπάλαρντ, Μπάροουζ, Μπόουλς, Φάντε, Σπίνραντ, αλλά και Κουτρουμπούσης, Παπαδημητρίου, Καρούζος κ.ά. Παράλληλα, έχουν προσφέρει στην ελληνική μουσική βιβλιογραφία εκδόσεις αναφοράς για τα μπλουζ και την τζαζ. Από το 1981, ο Σαράντης Κορωνάκος και ο Λεωνίδας Καραγκούνης αποδεικνύουν με επιμονή ότι ποιότητα, συνέπεια και φαντασία μπορούν να συμβαδίσουν. Βρίσκω την ευκαιρία να πω δυο λόγια μαζί τους στο γνωστό στέκι της Απόπειρας, στην οδό Ναυαρίνου.



28 χρόνια πορεία… Μιλάμε για ένα διαφορετικό κλίμα στις αρχές, μεταπολιτευτικό, που σίγουρα δεν σήκωνε εύκολα τέτοιες «απόπειρες». Πώς ξεκινήσατε;
Με βιβλία που διαβάζαμε και θα θέλαμε να τα δούμε και στην Ελλάδα. Από την ίδια μας τη βιβλιοθήκη, δηλαδή. Ο πρώτος μας τίτλος ήταν Οι σημειώσεις ενός πορνόγερου του Τσαρλς Μπουκόβσκι. Είναι ένα βιβλίο που εξακολουθεί να έχει ζήτηση μέχρι και σήμερα. Ήταν δύσκολο πράγμα για την Ελλάδα της εποχής να δεχθεί τέτοιου είδους λογοτεχνία που μιλούσε για το περιθώριο, για τα ναρκωτικά — το 1981 το Junkie του Μπάροουζ βρέθηκε στα πρόθυρα της απαγόρευσης, δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο τότε η απαγόρευση βιβλίων. Το πρόβλημα δεν ήταν η αδιαφορία, όπως σήμερα, αλλά η αντίδραση. Και η αντίδραση προερχόταν τόσο από τη Δεξιά, για ευνόητους λόγους, όσο και από την Αριστερά, επειδή σ’ αυτή τη λογοτεχνία δεν υπήρχε καμία αναφορά στην Ελλάδα, «την παράδοσή μας, τους αγώνες μας», ήταν κάτι το αλλότριο. Παρ’ όλα αυτά ο κόσμος αγκάλιασε το είδος και συνεχίζει να το κάνει, ιδιαίτερα οι νέοι. Περνάνε γενιές που «βαφτίζονται» με αυτά τα βιβλία — το beat αποτύπωσε την ανθρώπινη εμπειρία με τρόπο μοναδικό, και διαβάζοντας τέτοιους συγγραφείς ένας νέος άνθρωπος μαθαίνει τη ζωή.

Πώς ήρθατε σε επαφή με τη συγκεκριμένη τάση;
Βρεθήκαμε κοντά σε συγκεκριμένο κύκλο ανθρώπων, τη «δεύτερη», ας πούμε, γενιά που ασχολήθηκε με το beat στην Ελλάδα. Στην πρώτη γενιά έχουμε ανθρώπους σαν τον Πιτ Κουτρουμπούση, τον Σπύρο Μεϊμάρη, τον Μήτσο τον Πουλικάκο, τον Λεωνίδα Χρηστάκη (που αργότερα έβγαλε το «Ιδεοδρόμιο») και ακολουθούν χρονικά ο Νίκος Μπαλής, η Ιουλία Ραλλίδη, ο Άγγελος Μαστοράκης, ο Τέος Ρόμβος, ο Ανδρέας Μάχος, που χάθηκε πρόσφατα στην Αμερική, ο Μιχαήλ Μήτρας και αργότερα ο Γιάννης Λειβαδάς, ο Γιώργος Γούτας και άλλοι. Συνδεθήκαμε μαζί τους φιλικά, και σιγά σιγά είδαμε ότι θα μπορούσαμε να έχουμε κι εμείς ένα ρόλο μέσα σε αυτόν τον κύκλο. Γνωρίζαμε για τα περάσματα που είχαν κάνει οι Αμερικανοί μπίτνικς το ’50 από την Αθήνα, αλλά αυτό που μας συνέδεε με τους παλιότερους ήταν περισσότερο μια «συνέχεια» μέσα από βιβλία, ταινίες, κουβέντες, ένα είδος κοινής εμπειρίας. Και πάνω απ’ όλα η μουσική, τα blues και η jazz, αυτά μας προσανατόλισαν στην αντικουλτούρα. Υπήρχε πληροφορία, μπορεί σκόρπια και σπάνια, αλλά υπήρχε. Κυκλοφορούσαν διάφορα έντυπα που μας κρατούσαν σε επαφή με όσα συνέβαιναν έξω, περιοδικά, μπροσούρες, υπήρχε και το “Pop Εleven”. Όταν έσκασε το πανκ, το δεχθήκαμε με χαρά, γιατί έφερνε μαζί του την καθαρτήρια τρέλα που είχαμε γνωρίσει από τους beats. Για μας ήταν απλώς ροκ. Είχαμε και κάποιες επαφές με την κολεκτίβα των Crass, μεταφράσαμε και το βιβλίο τους, αλλά δεν το εκδώσαμε ποτέ.

Από αναγνώστες, εκδότες. Πώς σας φάνηκε το πέρασμα;
Ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της ιστορίας. Να γίνει το χόμπι δουλειά. Γιατί νιώθαμε ότι έπρεπε να διατηρήσουμε τον ίδιο ενθουσιασμό. Δεν γινόταν αλλιώς. Σε αντίθετη περίπτωση, θα αισθανόμασταν πολύ λάθος που δίνουμε όλη αυτή την ενέργεια. Η αφοσίωση είναι απαραίτητη προϋπόθεση σ’ αυτή τη δουλειά, και υπάρχουν πολλοί που αγαπούν τα βιβλία που εκδίδουν και το κίνητρό τους δεν είναι μόνο οικονομικό. Και ανάμεσά τους δεν είναι μόνο μικροί εκδότες. Όπως υπάρχουν και μικροί εκδοτικοί οίκοι που δουλεύουν «φασόν». Το τοπίο μεταβάλλεται διαρκώς, πρέπει να προσαρμόζεσαι στην πραγματικότητα, να αλλάζεις για να μπορείς να μένεις ο ίδιος. Όπως έχει πει ο Cave στην ταινία για τον Leonard Cohen, «παραμένω πιστός στα πράγματα που αγαπάω». Είναι η δικαίωση του ξεροκέφαλου.

Πώς θα απαντούσατε στο σχηματικό δίλημμα των beats «να ζεις ή να γράφεις»;
Με την ιστορία από τον Καπνό τού Πωλ Ώστερ για το στρατιώτη-συγγραφέα, που εγκλωβισμένος στα συντρίμμια του πολέμου αναγκάζεται να καπνίσει στην κυριολεξία το χειρόγραφο του βιβλίου του, γιατί δεν έχει τσιγαρόχαρτο. Να ζεις, λοιπόν.
________________________________
H βιογραφία του William Burroughs El hombre invisible του Barry Miles κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα σε μετάφραση του Γιώργου Γούτα, υπεύθυνου και για την εκπληκτική μεταφορά τού Naked Lunch (Γυμνό γεύμα) του Burroughs στα ελληνικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: