30.11.08

Ο αιρετικός του Γκρίνουιτς Βίλατζ

Ποιος ήταν ο συγγραφέας που έκανε το περιθώριο τρόπο ζωής και δημιουργικό εργαστήριο

Γράφει η Λώρη Κέζα | Το Βήμα, Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008. »»

Όταν έκλεισε τα 70 ο Μπάροουζ, έγινε ένα μεγάλο πάρτι. Το διοργάνωσαν οι φίλοι του, οι οποίοι θεώρησαν καλό να καλέσουν πολλές διασημότητες. Ανάμεσά τους ο Στινγκ με τον Αντι Σάμερς των Ρolice, που εκείνη την εποχή μεσουρανούσαν. Φωτογραφήθηκαν με τον εορτάζοντα, ο οποίος δεν τους γνώρισε και ρώτησε διακριτικά περί ποίων πρόκειται. Όταν άκουσε το όνομα του γκρουπ, άρχισε να προειδοποιεί τους καλεσμένους που πιθανώς είχαν μαζί τους κάποιο ναρκωτικό: «Δεν ξέρω αν κουβαλάτε τίποτα αλλά κάποιος μου είπε πως εκείνοι οι δυο τύποι είναι μπάτσοι». Πόσο έξω από τα πράγματα, πόσο έξω από την πραγματικότητα μπορεί να ήταν κάποιος που το 1984 αγνοούσε τους δημιουργούς τού «Εvery breath you take»; Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ ήταν μια προσωπικότητα που όλοι ήθελαν να γνωρίσουν αλλά ο ίδιος ήταν ευτυχισμένος στον μικρόκοσμό του: λίγη πρέζα, ένα λιτό δωμάτιο ξενοδοχείου, κάποιο αγόρι και οι επιστήθιοι φίλοι. Η βιογραφία του Μπάρρυ Μάιλς δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Ο συγγραφέας του Junky ήταν σύμβολο, ήταν στο επίκεντρο ερήμην του.



Οι βιογραφίες είναι συχνά ενοχλητικές, κυρίως όταν επιχειρούν να εξηγήσουν, να δικαιολογήσουν, να εξιδανικεύσουν ή να αποδομήσουν. Ο Μπάρρυ Μάιλς καταθέτει πληροφορίες εν είδει ρεπορτάζ. Η αφήγηση στηρίζεται κυρίως στην εξιστόρηση περιστατικών που άκουσε από κοινές παρέες ή έζησε ο ίδιος. Ο Μάιλς ήταν τη δεκαετία του ΄60 συνιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου-γκαλερί Ιndica στο Μέιφερ του Λονδίνου και γνώριζε τους πάντες. Για κάποιους από αυτούς έχει ήδη εκδώσει μονογραφίες, όπως για τον Πολ Μακ Κάρτνεϊ, τον Φρανκ Ζάπα και τον Αλεν Γκίνσμπεργκ. Δεν είναι όμως ένα βιβλίο της κατηγορίας «Μαρτυρίες» καθώς βασίζεται εν πολλοίς σε 36 μελέτες που κυκλοφόρησαν από το 1969 ως το 2002. Το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλίο πλήρες, σε χρονική ευθεία από τα παιδικά χρόνια ως το τέλος, καλογραμμένο και ισορροπημένο. Παρ΄ ότι παρατίθενται πληροφορίες επί των προσωπικών, είναι τόσες όσες χρειάζονται για να κατανοήσει κάποιος καλύτερα τον ρόλο του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού.

Νεκρική χλωμάδα
Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ ανήκε σε μια προτεσταντική αριστοκρατία που, χωρίς να έχει κάποια αμύθητη περιουσία, τον ευλόγησε με ένα μηνιαίο καταπίστευμα: όχι πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό, 200 δολάρια τον μήνα. Ένα ποσό που στη Νέα Υόρκη ήταν απλά συμπαθητικό αλλά στο Μεξικό ή στην Ταγγέρη έδινε περιθώριο για πολλές επιλογές. Έτσι μετά τις σπουδές στο Χάρβαρντ υπήρχε δυνατότητα για πειραματισμούς με απαγορευμένες ουσίες, αραλίκι και εναλλαγές συντρόφων. Στη Νέα Υόρκη, όπου εγκαταστάθηκε, γνώρισε τον κύκλο των ανθρώπων που θα τον συντρόφευαν για μια ζωή: «Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1943 ο Λούσιεν κατέφθασε στο διαμέρισμα του Μπιλ παρέα με έναν συμφοιτητή του από το Κολούμπια, έναν αδύνατο δεκαεπτάχρονο διοπτροφόρο με χοντρούς σκελετούς και καλοχτενισμένο μαλλί. Ήταν ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, στην παρθενική του επίσκεψη στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. Ο Γκίνσμπεργκ με τον Μπάροουζ είχαν ελάχιστα κοινά την εποχή εκείνη. Ο Μπάροουζ ήταν δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος, γέρος στα μάτια του νεαρού φοιτητή. “Για μένα όποιος ήταν πάνω από 21 ήταν υπερήλικος” είχε πει ο Γκίνσμπεργκ και ο Μπάροουζ έδειχνε ήδη να διαθέτει τη νεκρική χλωμάδα στην υπέργηρη παρέα του». Μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη σχέση των δύο ανδρών. Σε έναν άξονα παρουσιάζεται η ερωτική φιλία τους με συγκεκριμένες αναφορές για το πότε ήταν ζευγάρι, πότε είχαν ψυχρές σχέσεις ή είχαν τσακωθεί. Στον δεύτερο άξονα παρουσιάζεται ο ενθαρρυντικός ρόλος του Γκίνσμπεργκ. Καθίσταται σαφές ότι, αν δεν είχε πιέσει τον Μπάροουζ, δεν θα είχε στρωθεί στο γράψιμο. Είχε ρόλο ατζέντη, αφού πήγαινε τα χειρόγραφα στους εκδότες, περιμάζευε τις σημειώσεις και έκανε υποδείξεις για το τελικό κείμενο. Ήταν όμως κάτι παραπάνω από ατζέντης αφού επί πολλά χρόνια προσπαθούσε να πείσει τον φίλο του να γράψει, μιλούσε για ένα ταλέντο χωρίς να υπάρχει τεκμήριο, από κάποιες σκόρπιες σελίδες και ακόμη πιο σκόρπιες ιδέες. Στη βιογραφία περιγράφεται επακριβώς η δυσκολία στη συγκέντρωση που είχε ο Ουίλιαμ Μπάροουζ. Έτσι μαθαίνουμε για όλες τις εκδοχές που είχαν το Junky και το Γυμνό γεύμα. Αυτό ακούγεται πολύ βαρετό- ποιος ενδιαφέρεται για τις διαφορές ανάμεσα στην πρώτη και στην τρίτη γραφή ενός βιβλίου ή από τη γαλλική στην αμερικανική έκδοση; Και όμως ο Μάιλς καταφέρνει να περάσει όλες τις πληροφορίες με ελκυστικό τρόπο και, αν χάνεται κάπου το νήμα της αφήγησης, αυτό δεν επηρεάζει σε τίποτε την κατανόηση της ιστορίας.

Ο γυμνός πόθος
Ας δούμε, για παράδειγμα, πώς γινόταν η επιλογή ενός τίτλου: «Η ονομασία Τhe naked lunch προήλθε από τον Κέρουακ, όταν μια μέρα ο Γκίνσμπεργκ διάβαζε μεγαλόφωνα κάποιο κεφάλαιο από το Αnd the hippos were boiled in their tanks. O Αλεν διάβασε λάθος τα άτσαλα γράμματα του Μπιλ και αντί για naked lust [γυμνός πόθος] διάβασε naked lunch [γυμνό γεύμα] που αμέσως ο Κέρουακ το είδε ως κατάλληλο τίτλο για βιβλίο. Και αφού βρέθηκε τίτλος, υπήρχε λόγος να αρχίσει ο Μπάροουζ να γράφει ένα βιβλίο σε δόσεις: ένα εγχείρημα που διήρκεσε 15 χρόνια». Υπάρχει μια δόση θαυμασμού από την πλευρά του Μπάρρυ Μάιλς και κάποια θέματα αντιμετωπίζονται μάλλον με υπερβάλλοντα θαυμασμό. Υπάρχει π.χ. ολόκληρο κεφάλαιο για τη δήθεν πρωτοπόρο τεχνική cut-up, την οποία, όπως διαβάζουμε, επινόησε ο Μπάροουζ όταν σε ένα εργαστήρι ζωγραφικής είδε ότι από λωρίδες κομμένης εφημερίδας που ενώνονται μπορεί να προκύψει νέο κείμενο. Ο βιογράφος παραβλέπει ότι 40 χρόνια πριν από τον Μπάροουζ έτσι δημιουργούσαν κείμενα οι ντανταϊστές- ήταν το παιχνίδι που ονομάστηκε «εξαίσιο πτώμα», από την πρώτη φράση που προέκυψε. Ο Μπάρρυ Μάιλς κρατά ασφαλείς αποστάσεις και από τα προσωπικά του Μπάροουζ. Μαθαίνουμε ότι είχε κάνει δύο γάμους, τον πρώτο μάλιστα στην Αθήνα, στις 2 Αυγούστου 1937, με μια Γερμανοεβραία που ήθελε να πάρει τη βίζα: «Από την αρχή είχε ξεκαθαριστεί το θέμα πως επρόκειτο για γάμο απλής εξυπηρέτησης». Με την Τζόαν Βόλμερ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Είναι γνωστό σε όλους το ατυχές τέλος της, ο θάνατος από μεθυσμένο πυροβολισμό. Ο Μπάροουζ της είπε να παίξουν τον Γουλιέλμο Τέλλο, εκείνη ακούμπησε ένα βάζο στο κεφάλι αλλά η βολή ήταν άστοχη. Η δολοφονία έγινε λογοτεχνικό υλικό αλλά κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι ο Μπάροουζ δεν υπολόγιζε τη γυναίκα του. Απλώς είχαν τους δικούς τους κώδικες. Έγραφε π.χ. στον Γκίνσμπεργκ: «Ποτέ δεν υποκρίθηκα πως έχω μόνιμο ετεροφυλικό προσανατολισμό. Για ποιο ψεύδος μιλάς; Όπως σου είπα, ποτέ δεν υποσχέθηκα ή έστω υπαινίχθηκα το οτιδήποτε. Δεν φέρω ευθύνη για την ερωτική ζωή της Τζόαν, ουδέποτε έφερα ούτε προσποιήθηκα κάτι τέτοιο. Κι ούτε βρισκόμαστε σε κάποιου είδους μπέρδεμα». Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ έζησε από δική του επιλογή στο περιθώριο της «επίσημης» λογοτεχνικής κίνησης, εν τούτοις επηρέασε όσο κανείς άλλος μια εναλλακτική κουλτούρα που εκφράστηκε μέσα από τη ροκ μουσική. Η Πάτι Σμιθ, ο Ντέιβιντ Μπάουι, οι Μaterial υποκλίνονται στο ταλέντο του, ενώ αναρίθμητα είναι τα συγκροτήματα που βαφτίστηκαν από κάποια φράση του. Αυτό που αναδεικνύεται μέσα από το βιβλίο είναι ότι ο εκφραστής του μπίτνικ ήταν μακριά από όλα αυτά. Επηρέασε τον κόσμο αλλά ο περίγυρος δεν τον άγγιξε. Αν μένει κάτι από την ανάγνωση του τόμου είναι η πεποίθηση ότι αυτό το χαμένο πρεζάκι που πλήρωνε για συντροφιά υπήρξε μοχλός για την εκκίνηση κινημάτων χειραφέτησης. Εστειλε σαφές μήνυμα ότι καθένας μπορεί να κάνει στο σώμα του αυτό που ο ίδιος επιθυμεί: να το τρυπάει, να το ξοδεύει, να το απολαμβάνει κατά βούληση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: