Ένας συγγραφέας ξέχειλος από ευφυΐα και γεμάτος πάθος και παιγνιώδες χιούμορ
Γράφει η Κατερίνα Σχινά | «Βιβλιοθήκη»,
Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008 »»
Ολόκληρο το πλούσιο έργο του Χούλιο Κορτάσαρ, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, ποιήματα, δοκίμια ή κολάζ, ξέχειλο από ευφυΐα, πάθος και παιγνιώδες χιούμορ, κραυγή ενάντια στην αυθαιρεσία της εξουσίας, ενάντια σε κάθε τι δεδομένο, επιβεβλημένο και αυτοματικό, είναι ταγμένο στη σφυρηλάτηση ενός ευρύτερου, πιο αυθεντικού ορισμού της ανθρώπινης κατάστασης. Η εκρηκτική δύναμη και η τρυφερότητα των κειμένων του, η ανεξαρτησία του πνεύματος, η βαθύτατη ανθρωπιά, η πολιτική εγρήγορση συνθέτουν ένα έργο αληθινό, που διεκδικεί την απελευθερωτική του δύναμη μισό σχεδόν αιώνα από την εποχή που πρωτοπήρε σχήμα και κατεύθυνση.
Γεννημένος στις 26 Αυγούστου του 1914 στις Βρυξέλλες από Αργεντινούς γονείς, που βρέθηκαν κατά τύχη στην Ευρώπη τη στιγμή που ξεσπούσε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Χούλιο Κορτάσαρ είδε για πρώτη φορά την Αργεντινή στα τέσσερα χρόνια του. Λίγο καιρό μετά την επιστροφή τους, ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία και ο συγγραφέας μεγάλωσε πλάι στη μητέρα και την αδελφή του Οφήλια στο προάστιο Μπάνφιλντ του Μπουένος Αϊρες. Ευαίσθητο και μελαγχολικό παιδί, νοσταλγός των «θεσπέσιων κήπων» όπου περιπλανιόταν μικρός, μανιώδης αναγνώστης με ιδιαίτερη προτίμηση στη φανταστική λογοτεχνία, άρχισε να γράφει ποίηση από την εφηβεία του, επηρεασμένος από τους κλασικούς και ιδιαίτερα από τον Πίνδαρο. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Αϊρες και άρχισε να εργάζεται ως δάσκαλος στις απομονωμένες επαρχιακές πόλεις του Μπολίβαρ και του Σιβίλκοϊ, όπου διάβασε «τεράστιες ποσότητες ξένης λογοτεχνίας». Από το 1944 ώς το 1945 δίδαξε Γαλλική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Μεντόσα, αλλά παραιτήθηκε το 1946, ύστερα από την εμπλοκή του σε πολιτικές κινητοποιήσεις εναντίον του Χουάν Περόν, για τις οποίες και φυλακίστηκε. Επιστρέφοντας στο Μπουένος Αϊρες ανέλαβε διοικητική θέση στον εκδοτικό οίκο «Camara Argentina del Libro» και από το 1948 ώς το 1951 εργάστηκε ως μεταφραστής. Το 1949 ταξίδεψε στη Γαλλία και την Ιταλία. Η επιστροφή του δεν ήταν ανώδυνη. Η αντίδρασή του απέναντι σε μια πατρίδα που κατρακυλούσε στην απαξίωση, καταγράφτηκε στην ποιητική του συλλογή «Razones de la colera» («Αιτίες οργής»).
Το πρώτο βιβλίο του Κορτάσαρ ήταν η ολιγοσέλιδη συλλογή σονέτων «Presencia» («Παρουσία», 1938), την οποία εξέδωσε με το ψευδώνυμο Julio Denis. Είχε ήδη αρχίσει να γράφει τα σύντομα «φανταστικά» του διηγήματα, πολλά από τα οποία θα συμπεριληφθούν αργότερα στη συλλογή «Bestiario» («Θηριοτροφείο», 1951). Το 1949 θα εκδώσει το μελοδραματικό, ποιητικό «Los reyes» («Οι βασιλείς»): παρά τη λόγια, κάποτε έως και πομπώδη, γλώσσα, η αντιστροφή των αποδεκτών, έτοιμων δομών – των αρχαιοελληνικών μύθων στη συγκεκριμένη περίπτωση – καθιστά το έργο προάγγελο όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν. Ο Ελληνας βασιλιάς του τίτλου, ο Μίνως, αντιπροσωπεύει την καταπιεστική εξουσία και το φροϋδικό υπερεγώ, ενώ ο τερατώδης Μινώταυρος είναι η πανούργα δύναμη της χαράς και του αισθησιασμού. Ο Θησέας είναι ένα αδύναμο αυτόματο και η Αριάδνη σύμμαχος του θηρίου· στο τέλος, ο Μινώταυρος σκοτώνει τον Θησέα και δραπετεύει. Στα περισσότερα από τα έργα του Κορτάσαρ τα τέρατα θα ενσαρκώνουν την απειλή για την καθεστηκυία τάξη, και ταυτόχρονα θα είναι πηγή απελευθέρωσης, προτείνοντας μια εναλλακτική, πιο γνήσια πραγματικότητα.
Περί τα μέσα της δεκαετίας του 1940, το πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στην Αργεντινή – με δυο λόγια, ο σοσιαλ-λαϊκισμός του Περόν και της φράξιάς του – δεν ευνοούσαν συγγραφείς όπως ο Κορτάσαρ και οι φιλευρωπαϊστές ομότεχνοί του συσπειρώνονταν γύρω από το περιοδικό «Sur» της Βιτόρια Οκάμπο. Η αποστροφή του Κορτάσαρ για την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής είναι εμφανής στο «El examen» («Η εξέταση»), ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1950, αλλά δεν δημοσιεύτηκε πριν από το 1986. Εκεί, ύστερα από μια εφιαλτική μέρα, στη διάρκεια της οποίας δύο ζευγάρια αποδύονται σε ατέρμονες συζητήσεις για τη φύση και τη μοίρα της Αργεντινής περιπλανώμενα στους δρόμους του Μπουένος Αϊρες – όπου μια αόριστη απειλή (ολοφάνερα ο περονισμός) μεταμορφώνεται σε πανώλη, σε μυστηριώδη ομίχλη που τυλίγει τα πάντα, σε ωστική δύναμη που κάνει την άσφαλτο να θρυμματίζεται και τη γη να ανοίγει- ο πρωταγωνιστής Χουάν και η αγαπημένη του φεύγουν για την Ευρώπη. Αυτό ακριβώς έκανε και ο Κορτάσαρ, όταν το 1951 έφυγε για το Παρίσι, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Εκεί κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι για να παραμείνει αυθεντικός, δεν θα έπρεπε να αποκηρύξει τη διανοητική και υπαρξιακή πραγματικότητα από την οποία προερχόταν. Το έργο του δεν θα είναι παρά ένα χρονικό της «αέναης επιστροφής του» στην προσωπική, εθνική, πολιτική συνθήκη που τον όρισε.
Ο Κορτάσαρ εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και έζησε ανάμεσα στη γαλλική πρωτεύουσα και το εξοχικό του σπίτι στο Σενιόν για το υπόλοιπο της ζωής του. Εργάστηκε ως μεταφραστής στην UNESCO, παντρεύτηκε το 1953 την επίσης μεταφράστρια Αουρόρα Μπερνάντες, από την οποία χώρισε είκοσι χρόνια αργότερα, και σε δεύτερο γάμο τη νεαρή Καναδή συγγραφέα Κάρολ Ντάνλοπ, με την οποία συνεργάστηκε στη συγγραφή πολλών διηγημάτων. Το 1981 απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα και τρία χρόνια αργότερα πέθανε από λευχαιμία.
Ο Κορτάσαρ είναι περισσότερο γνωστός στη χώρα μας από το πειραματικό μυθιστόρημά του «Το κουτσό» (1963), ωστόσο θεωρείται, μαζί με τον συμπατριώτη του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, μάστορας της μικρής φόρμας: «Final de juego» («Τέλος του παιχνιδιού», 1956), «Las armas secretas» («Τα μυστικά όπλα», 1959· ένα διήγημα της συλλογής μεταποιήθηκε στο σενάριο της ταινίας του Αντονιόνι «Blow up»), «Todos los fuegos el fuego» («Ολες οι φωτιές η φωτιά», 1966, μτφρ.: Γ.Δ.Χουρμουζιάδης, εκδ. «Υψιλον»), «Octaedro» (1977, μτφρ.: Τάσος Δενέγρης, εκδ. «Υψιλον») είναι μερικές από τις σημαντικότερες συλλογές διηγημάτων του. Μερικά ιδιαίτερα διαφωτιστικά δοκίμιά του έχουν ως θέμα το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος: η γραφή που έχει σημασία, τονίζει, πηγάζει από μια θέση «extranamiento» (αποξένωσης) σε σχέση με την πραγματικότητα· ταυτόχρονα, τα διηγήματα είναι ένας τρόπος εξορκισμού μιας νεύρωσης ή μιας έμμονης ιδέας, που γράφονται σε ένα είδος «δευτερεύουσας κατάστασης», σαν να μεταγράφουν μια ονειρική πραγματικότητα που έχει μορφοποιηθεί στο βαθύτερο υπόστρωμα της ψυχής. Γι' αυτό και το διήγημα αυτονομείται, σε έναν βαθμό, από τον συγγραφέα του και, καθώς επεξεργάζεται ένα στην ουσία αρχετυπικό υλικό, επικοινωνεί απ' ευθείας με τον αναγνώστη. Ωστόσο, τα τελευταία διηγήματα του Κορτάσαρ διαφέρουν: έχουν μεγαλύτερη συνείδηση του εαυτού τους και πολύ συχνά μεταφέρουν πολιτικά μηνύματα, κατορθώνοντας με ανεπανάληπτο τρόπο να αμφισβητήσουν την ηγεμονία και τη φυσική υπόσταση του στάτους κβο, του εγώ, των κοινωνικά αποδεκτών εννοιών του χρόνου, της ταυτότητας και της πραγματικότητας. Αυτές οι δομές αμφισβητούνται, καθώς σχετίζονται με κάτι διαφορετικό από τις ίδιες, ό,τι ο Κορτάσαρ αποκαλεί «το άλλο». Αυτό «το άλλο» μπορεί να αμφισβητήσει, να ελέγξει, να ορίσει και να υπερβεί το δεδομένο, το γνωστό. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των διηγημάτων του είναι η αναλογία, η αντιστοίχιση – ανάμεσα στα άτομα, τις καταστάσεις και τους χρόνους – και το πέρασμα σε μια άλλη διάσταση που εμπνέουν τέτοιες αναλογίες. Τέχνη και πραγματικότητα, ονειροπόληση και δράση συγχέονται συνεχώς, με τρόπο ιδιαίτερα ανησυχητικό. Πρότυπα ή δυνάμεις που ελέγχουν το παρόν και τη ζωή των ηρώων αποκτούν θεμελιώδη σημασία. Τέτοια πρότυπα ενδέχεται να πάρουν τη μορφή ανθρώπων που έχουν από καιρό πεθάνει, λογοτεχνικών κειμένων, μύθων, ακόμη και μουσικών έργων. Σ' αυτό το πλαίσιο είναι που ο συγγραφέας προσδίδει και ένα φανταστικό, αόριστα ζωώδες σχήμα σε όσα καταπιέζουν, φοβούνται ή ηθελημένα αγνοούν άτομα και ομάδες.
Τα σημαντικότερα βιβλία του Κορτάσαρ εκδόθηκαν τη δεκαετία του ’60: «Los Premios» («Τα βραβεία», 1960, μτφρ.: Αγγελική Αλεξοπούλου, εκδ. «Καστανιώτης»), «Rayuela» («Το κουτσό», 1963, μτφρ.: Κώστας Κουντούρης, εκδ. «Εξάντας»), «62: Modelo para armor» («62: Πρότυπη στρατιωτική εξάρτυση», 1968). Ο Κορτάσαρ υπήρξε τολμηρός πειραματιστής. Τα έργα του αποτελούν έναν ιδιότυπο συνδυασμό πολλών τεχνικών και επιπέδων γραφής -παραστατική πρόζα, διακειμενικότητα, εσωτερικός μονόλογος, συνειδησιακή ροή, αυτοσχεδιασμοί που ανακαλούν τους τρόπους της τζαζ, ενσωμάτωση ετερόκλιτων αφηγηματικών ειδών στον ιστό της αφήγησης και επίμονος στοχασμός γύρω από τη φύση και την ηθική της γραφής. Στο αριστούργημά του, «Το Κουτσό», έντυπο προάγγελο της διαδικτυακής ανάγνωσης (hypertext), προκρίνει μια ανοιχτή δομή που καλεί τον αναγνώστη να διαλέξει ανάμεσα σε έναν γραμμικό και έναν μη γραμμικό τρόπο παρακολούθησης του κειμένου. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: τα 36 κεφάλαια του πρώτου εκτυλίσσονται στο Παρίσι, τα είκοσι του δεύτερου στο Μπουένος Αϊρες και το τρίτο, «προαιρετικό» μέρος συναπαρτίζεται από εβδομήντα πέντε σύντομα κείμενα που παρεμβάλλονται αντιστικτικά στο κείμενο σύμφωνα με οδηγίες που δίνονται στην αρχή του μυθιστορήματος: ο αναγνώστης μιμείται το παιχνίδι του κουτσού και την πνευματική αναζήτηση του πρωταγωνιστή, καθώς ξεφυλλίζει τον τόμο σε αναζήτηση του επόμενου κεφαλαίου. Πολλά από τα «επικουρικά», τα «δευτερεύοντα» κεφάλαια αποδίδονται στον συγγραφέα Μορέλι -που εν πολλοίς απηχεί τις απόψεις του Κορτάσαρ, αλλά δεν αποτελεί alter ego του- και είναι είτε θεωρητικά κείμενα πάνω στη μορφή του μυθιστορήματος ή παραθέματα από άλλους συγγραφείς. Κάθε κεφάλαιο έχει διττή λειτουργία: Από τη μια πλευρά, όσα ανήκουν στο τρίτο μέρος εξηγούν και διευρύνουν τις προοπτικές ενός προηγούμενου κεφαλαίου· από την άλλη, μέσα από τη διαφοροποίηση ή την ολοκληρωτική τους ασυνάφεια, αντιστρατεύονται την παγιωμένη σημασία, πολλαπλασιάζουν τις δυνατότητες της ανάγνωσης και, ανατρέποντας την παραδοσιακή σχέση του αναγνώστη με ένα ενιαίο και ομοιογενές κείμενο, του προκαλούν αίσθημα ανησυχίας και δυσφορίας. Και μολονότι το «Κουτσό» γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους έχει χαρακτηριστεί «αντι-μυθιστόρημα», ο Μορέλι του βιβλίου δίνει την απάντηση: το μυθιστόρημα είναι ένα συλλογικό, κοινό έδαφος. Η ετερογένεια, η «ετερογλωσσία» του Μπαχτίν, η χρήση δηλαδή της γλώσσας των άλλων, είναι και για τον Κορτάσαρ το βασικό χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος. Η πολυφωνία λειτουργεί ως αντίδοτο της «αυθεντίας» του παντογνώστη αφηγητή· η αντιστικτική ανέλιξη, η μείξη των αντιθέτων, η δύστροπη, πολυεπίπεδη γραφή δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να απορροφηθεί, να χαθεί μέσα στο κείμενο, αλλά να παραμείνει ενεργός και συμμέτοχος ώς το τέλος. «Η γενική ιδέα πίσω από το «Κουτσό"», βλέπετε, είναι η απόδειξη μιας αποτυχίας και η ελπίδα μιας νίκης», εξηγούσε ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του το 1978. «Αλλά το βιβλίο δεν προτείνει καμία λύση· απλώς περιορίζεται να δείξει τα πιθανά μονοπάτια που μπορεί να πάρει κανείς για να ρίξει τον τοίχο, να δει τι βρίσκεται από την πίσω πλευρά».
Η ταραγμένη πολιτική κατάσταση θα προκαλέσει πολλές διαμάχες ανάμεσα στους Λατινοαμερικανούς συγγραφείς. Μολονότι μυθιστοριογράφοι όπως ο Κάρλος Φουέντες, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και ο Κορτάσαρ είχαν συνταχθεί με την πλευρά της κουβανικής επανάστασης, η Αριστερά θα τους καταλογίσει (και ιδιαίτερα στον Κορτάσαρ) ότι διαχώριζαν την πολιτική τους θέση από τη συγγραφική τους δραστηριότητα· ότι τα βιβλία τους ερωτοτροπούσαν με το παράλογο, την πορνογραφία και τον ελιτισμό· ότι διακατέχονταν από σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι της Ευρώπης. Ο Κορτάσαρ θα αντιδράσει υποστηρίζοντας ότι καθήκον του αριστερού συγγραφέα δεν είναι να παράγει έργα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά να προάγει την απελευθέρωση σε όλα τα επίπεδα. Το «Βιβλίο του Μανουέλ» (1973) απορρέει από αυτή τη συνθήκη και συνδιαλέγεται μαζί της. Μέσα από την ιστορία μιας πολιτικής απαγωγής στο Παρίσι, ο Κορτάσαρ επιχειρεί να συμφιλιώσει ποικίλες, φαινομενικά ασύμβατες επιδιώξεις: λογοτεχνικό πειραματισμό, πολιτικά μηνύματα προσπελάσιμα από το ευρύ κοινό, σεξουαλική απελευθέρωση, πολιτική δράση. Γραμμένο βιαστικά, στην υπηρεσία του «αγώνα υπέρ του λατινοαμερικανικού σοσιαλισμού», το βιβλίο έχει σκοπό: να ενημερώσει και να ανοίξει έναν δημόσιο διάλογο. «Εάν στην πορεία των χρόνων έχω γράψει διάφορα κείμενα σχετικά με τα προβλήματα της Λατινικής Αμερικής, καθώς επίσης και μυθιστορήματα ή διηγήματα από τα οποία αυτά τα προβλήματα απουσιάζουν ή εμφανίζονται μόνο παρεμπιπτόντως, εδώ και τώρα τα δύο ρεύματα ενώνονται, η συμφιλίωσή τους όμως δεν υπήρξε καθόλου εύκολη», σημειώνει στην αρχή του βιβλίου ο συγγραφέας. Πρόκειται για ένα έργο ταγμένο στη χαρά της ζωής, τον έρωτα, το παιχνίδι και την Επανάσταση -αφού μονάχα μέσα από τη διαφύλαξη «της ικανότητάς μας να γευόμαστε τη ζωή» μπορεί να αντιμετωπιστεί και να νικηθεί «ο καθημερινός τρόμος».
Ως το τέλος της ζωής του ο Κορτάσαρ πάλεψε για τη δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Λατινική Αμερική. Διετέλεσε μέλος της Επιτροπής Μπέρτραντ Ράσελ και αγωνίστηκε ακούραστα, σε βάρος της υγείας και της λογοτεχνικής του παραγωγής, για την αποκάλυψη και την αποτροπή των φρικαλεοτήτων του στρατιωτικού καθεστώτος στην Αργεντινή και για τη στήριξη της Επανάστασης των Σαντινίστας. Θα τον απασχολήσει το φαινόμενο της πολιτικής τρομοκρατίας, και θα το διαπραγματευτεί με καθηλωτική ένταση στα διηγήματά του και σε έργα που δύσκολα ταξινομούνται, όπως τα «Πολυεθνικά βαμπίρ» (1975), ένας συνδυασμός κόμικς, πραγματικών προσώπων, πολιτικής ανάλυσης και ενημέρωσης. Στο τέλος, ο Κορτάσαρ θα απεκδυθεί ακόμη και τα πνευματικά του δικαιώματα: θα τα εκχωρήσει στην Επιτροπή Ράσελ, στον Pueblo Sandinista της Νικαράγουας, στις επιτροπές βοήθειας των πολιτικών κρατουμένων της Αργεντινής. Το ενδιαφέρον και οι δραστηριότητές του προβάλλουν ανάγλυφα από τη συλλογή δοκιμίων που έγραψε μαζί με την Ντάνλοπ «Νικαράγουα (Μπρέντα Ρότσα) τόσο βίαια γλυκιά» (1983, μτφρ.: Ναννά Παπανικολάου, εκδ. «Αλφειός»). Πολίτης του κόσμου και στρατευμένος διανοούμενος της εποχής του, ο Χούλιο Κορτάσαρ, παρά την ιδιοτυπία και τη στενή συγγένεια της γραφής του με την εποχή της, δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παρωχημένος. Κι αυτό, γιατί το έργο του αδιάκοπα υπενθυμίζει ότι ο συγγραφέας έχει έναν κοινωνικό ρόλο και ένα ηθικό καθήκον: να αντιστέκεται.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/11/2008
Γράφει η Κατερίνα Σχινά | «Βιβλιοθήκη»,
Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008 »»
Ολόκληρο το πλούσιο έργο του Χούλιο Κορτάσαρ, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, ποιήματα, δοκίμια ή κολάζ, ξέχειλο από ευφυΐα, πάθος και παιγνιώδες χιούμορ, κραυγή ενάντια στην αυθαιρεσία της εξουσίας, ενάντια σε κάθε τι δεδομένο, επιβεβλημένο και αυτοματικό, είναι ταγμένο στη σφυρηλάτηση ενός ευρύτερου, πιο αυθεντικού ορισμού της ανθρώπινης κατάστασης. Η εκρηκτική δύναμη και η τρυφερότητα των κειμένων του, η ανεξαρτησία του πνεύματος, η βαθύτατη ανθρωπιά, η πολιτική εγρήγορση συνθέτουν ένα έργο αληθινό, που διεκδικεί την απελευθερωτική του δύναμη μισό σχεδόν αιώνα από την εποχή που πρωτοπήρε σχήμα και κατεύθυνση.
Γεννημένος στις 26 Αυγούστου του 1914 στις Βρυξέλλες από Αργεντινούς γονείς, που βρέθηκαν κατά τύχη στην Ευρώπη τη στιγμή που ξεσπούσε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Χούλιο Κορτάσαρ είδε για πρώτη φορά την Αργεντινή στα τέσσερα χρόνια του. Λίγο καιρό μετά την επιστροφή τους, ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία και ο συγγραφέας μεγάλωσε πλάι στη μητέρα και την αδελφή του Οφήλια στο προάστιο Μπάνφιλντ του Μπουένος Αϊρες. Ευαίσθητο και μελαγχολικό παιδί, νοσταλγός των «θεσπέσιων κήπων» όπου περιπλανιόταν μικρός, μανιώδης αναγνώστης με ιδιαίτερη προτίμηση στη φανταστική λογοτεχνία, άρχισε να γράφει ποίηση από την εφηβεία του, επηρεασμένος από τους κλασικούς και ιδιαίτερα από τον Πίνδαρο. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Αϊρες και άρχισε να εργάζεται ως δάσκαλος στις απομονωμένες επαρχιακές πόλεις του Μπολίβαρ και του Σιβίλκοϊ, όπου διάβασε «τεράστιες ποσότητες ξένης λογοτεχνίας». Από το 1944 ώς το 1945 δίδαξε Γαλλική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Μεντόσα, αλλά παραιτήθηκε το 1946, ύστερα από την εμπλοκή του σε πολιτικές κινητοποιήσεις εναντίον του Χουάν Περόν, για τις οποίες και φυλακίστηκε. Επιστρέφοντας στο Μπουένος Αϊρες ανέλαβε διοικητική θέση στον εκδοτικό οίκο «Camara Argentina del Libro» και από το 1948 ώς το 1951 εργάστηκε ως μεταφραστής. Το 1949 ταξίδεψε στη Γαλλία και την Ιταλία. Η επιστροφή του δεν ήταν ανώδυνη. Η αντίδρασή του απέναντι σε μια πατρίδα που κατρακυλούσε στην απαξίωση, καταγράφτηκε στην ποιητική του συλλογή «Razones de la colera» («Αιτίες οργής»).
Το πρώτο βιβλίο του Κορτάσαρ ήταν η ολιγοσέλιδη συλλογή σονέτων «Presencia» («Παρουσία», 1938), την οποία εξέδωσε με το ψευδώνυμο Julio Denis. Είχε ήδη αρχίσει να γράφει τα σύντομα «φανταστικά» του διηγήματα, πολλά από τα οποία θα συμπεριληφθούν αργότερα στη συλλογή «Bestiario» («Θηριοτροφείο», 1951). Το 1949 θα εκδώσει το μελοδραματικό, ποιητικό «Los reyes» («Οι βασιλείς»): παρά τη λόγια, κάποτε έως και πομπώδη, γλώσσα, η αντιστροφή των αποδεκτών, έτοιμων δομών – των αρχαιοελληνικών μύθων στη συγκεκριμένη περίπτωση – καθιστά το έργο προάγγελο όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν. Ο Ελληνας βασιλιάς του τίτλου, ο Μίνως, αντιπροσωπεύει την καταπιεστική εξουσία και το φροϋδικό υπερεγώ, ενώ ο τερατώδης Μινώταυρος είναι η πανούργα δύναμη της χαράς και του αισθησιασμού. Ο Θησέας είναι ένα αδύναμο αυτόματο και η Αριάδνη σύμμαχος του θηρίου· στο τέλος, ο Μινώταυρος σκοτώνει τον Θησέα και δραπετεύει. Στα περισσότερα από τα έργα του Κορτάσαρ τα τέρατα θα ενσαρκώνουν την απειλή για την καθεστηκυία τάξη, και ταυτόχρονα θα είναι πηγή απελευθέρωσης, προτείνοντας μια εναλλακτική, πιο γνήσια πραγματικότητα.
Περί τα μέσα της δεκαετίας του 1940, το πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στην Αργεντινή – με δυο λόγια, ο σοσιαλ-λαϊκισμός του Περόν και της φράξιάς του – δεν ευνοούσαν συγγραφείς όπως ο Κορτάσαρ και οι φιλευρωπαϊστές ομότεχνοί του συσπειρώνονταν γύρω από το περιοδικό «Sur» της Βιτόρια Οκάμπο. Η αποστροφή του Κορτάσαρ για την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής είναι εμφανής στο «El examen» («Η εξέταση»), ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1950, αλλά δεν δημοσιεύτηκε πριν από το 1986. Εκεί, ύστερα από μια εφιαλτική μέρα, στη διάρκεια της οποίας δύο ζευγάρια αποδύονται σε ατέρμονες συζητήσεις για τη φύση και τη μοίρα της Αργεντινής περιπλανώμενα στους δρόμους του Μπουένος Αϊρες – όπου μια αόριστη απειλή (ολοφάνερα ο περονισμός) μεταμορφώνεται σε πανώλη, σε μυστηριώδη ομίχλη που τυλίγει τα πάντα, σε ωστική δύναμη που κάνει την άσφαλτο να θρυμματίζεται και τη γη να ανοίγει- ο πρωταγωνιστής Χουάν και η αγαπημένη του φεύγουν για την Ευρώπη. Αυτό ακριβώς έκανε και ο Κορτάσαρ, όταν το 1951 έφυγε για το Παρίσι, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Εκεί κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι για να παραμείνει αυθεντικός, δεν θα έπρεπε να αποκηρύξει τη διανοητική και υπαρξιακή πραγματικότητα από την οποία προερχόταν. Το έργο του δεν θα είναι παρά ένα χρονικό της «αέναης επιστροφής του» στην προσωπική, εθνική, πολιτική συνθήκη που τον όρισε.
Ο Κορτάσαρ εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και έζησε ανάμεσα στη γαλλική πρωτεύουσα και το εξοχικό του σπίτι στο Σενιόν για το υπόλοιπο της ζωής του. Εργάστηκε ως μεταφραστής στην UNESCO, παντρεύτηκε το 1953 την επίσης μεταφράστρια Αουρόρα Μπερνάντες, από την οποία χώρισε είκοσι χρόνια αργότερα, και σε δεύτερο γάμο τη νεαρή Καναδή συγγραφέα Κάρολ Ντάνλοπ, με την οποία συνεργάστηκε στη συγγραφή πολλών διηγημάτων. Το 1981 απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα και τρία χρόνια αργότερα πέθανε από λευχαιμία.
Ο Κορτάσαρ είναι περισσότερο γνωστός στη χώρα μας από το πειραματικό μυθιστόρημά του «Το κουτσό» (1963), ωστόσο θεωρείται, μαζί με τον συμπατριώτη του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, μάστορας της μικρής φόρμας: «Final de juego» («Τέλος του παιχνιδιού», 1956), «Las armas secretas» («Τα μυστικά όπλα», 1959· ένα διήγημα της συλλογής μεταποιήθηκε στο σενάριο της ταινίας του Αντονιόνι «Blow up»), «Todos los fuegos el fuego» («Ολες οι φωτιές η φωτιά», 1966, μτφρ.: Γ.Δ.Χουρμουζιάδης, εκδ. «Υψιλον»), «Octaedro» (1977, μτφρ.: Τάσος Δενέγρης, εκδ. «Υψιλον») είναι μερικές από τις σημαντικότερες συλλογές διηγημάτων του. Μερικά ιδιαίτερα διαφωτιστικά δοκίμιά του έχουν ως θέμα το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος: η γραφή που έχει σημασία, τονίζει, πηγάζει από μια θέση «extranamiento» (αποξένωσης) σε σχέση με την πραγματικότητα· ταυτόχρονα, τα διηγήματα είναι ένας τρόπος εξορκισμού μιας νεύρωσης ή μιας έμμονης ιδέας, που γράφονται σε ένα είδος «δευτερεύουσας κατάστασης», σαν να μεταγράφουν μια ονειρική πραγματικότητα που έχει μορφοποιηθεί στο βαθύτερο υπόστρωμα της ψυχής. Γι' αυτό και το διήγημα αυτονομείται, σε έναν βαθμό, από τον συγγραφέα του και, καθώς επεξεργάζεται ένα στην ουσία αρχετυπικό υλικό, επικοινωνεί απ' ευθείας με τον αναγνώστη. Ωστόσο, τα τελευταία διηγήματα του Κορτάσαρ διαφέρουν: έχουν μεγαλύτερη συνείδηση του εαυτού τους και πολύ συχνά μεταφέρουν πολιτικά μηνύματα, κατορθώνοντας με ανεπανάληπτο τρόπο να αμφισβητήσουν την ηγεμονία και τη φυσική υπόσταση του στάτους κβο, του εγώ, των κοινωνικά αποδεκτών εννοιών του χρόνου, της ταυτότητας και της πραγματικότητας. Αυτές οι δομές αμφισβητούνται, καθώς σχετίζονται με κάτι διαφορετικό από τις ίδιες, ό,τι ο Κορτάσαρ αποκαλεί «το άλλο». Αυτό «το άλλο» μπορεί να αμφισβητήσει, να ελέγξει, να ορίσει και να υπερβεί το δεδομένο, το γνωστό. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των διηγημάτων του είναι η αναλογία, η αντιστοίχιση – ανάμεσα στα άτομα, τις καταστάσεις και τους χρόνους – και το πέρασμα σε μια άλλη διάσταση που εμπνέουν τέτοιες αναλογίες. Τέχνη και πραγματικότητα, ονειροπόληση και δράση συγχέονται συνεχώς, με τρόπο ιδιαίτερα ανησυχητικό. Πρότυπα ή δυνάμεις που ελέγχουν το παρόν και τη ζωή των ηρώων αποκτούν θεμελιώδη σημασία. Τέτοια πρότυπα ενδέχεται να πάρουν τη μορφή ανθρώπων που έχουν από καιρό πεθάνει, λογοτεχνικών κειμένων, μύθων, ακόμη και μουσικών έργων. Σ' αυτό το πλαίσιο είναι που ο συγγραφέας προσδίδει και ένα φανταστικό, αόριστα ζωώδες σχήμα σε όσα καταπιέζουν, φοβούνται ή ηθελημένα αγνοούν άτομα και ομάδες.
Τα σημαντικότερα βιβλία του Κορτάσαρ εκδόθηκαν τη δεκαετία του ’60: «Los Premios» («Τα βραβεία», 1960, μτφρ.: Αγγελική Αλεξοπούλου, εκδ. «Καστανιώτης»), «Rayuela» («Το κουτσό», 1963, μτφρ.: Κώστας Κουντούρης, εκδ. «Εξάντας»), «62: Modelo para armor» («62: Πρότυπη στρατιωτική εξάρτυση», 1968). Ο Κορτάσαρ υπήρξε τολμηρός πειραματιστής. Τα έργα του αποτελούν έναν ιδιότυπο συνδυασμό πολλών τεχνικών και επιπέδων γραφής -παραστατική πρόζα, διακειμενικότητα, εσωτερικός μονόλογος, συνειδησιακή ροή, αυτοσχεδιασμοί που ανακαλούν τους τρόπους της τζαζ, ενσωμάτωση ετερόκλιτων αφηγηματικών ειδών στον ιστό της αφήγησης και επίμονος στοχασμός γύρω από τη φύση και την ηθική της γραφής. Στο αριστούργημά του, «Το Κουτσό», έντυπο προάγγελο της διαδικτυακής ανάγνωσης (hypertext), προκρίνει μια ανοιχτή δομή που καλεί τον αναγνώστη να διαλέξει ανάμεσα σε έναν γραμμικό και έναν μη γραμμικό τρόπο παρακολούθησης του κειμένου. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: τα 36 κεφάλαια του πρώτου εκτυλίσσονται στο Παρίσι, τα είκοσι του δεύτερου στο Μπουένος Αϊρες και το τρίτο, «προαιρετικό» μέρος συναπαρτίζεται από εβδομήντα πέντε σύντομα κείμενα που παρεμβάλλονται αντιστικτικά στο κείμενο σύμφωνα με οδηγίες που δίνονται στην αρχή του μυθιστορήματος: ο αναγνώστης μιμείται το παιχνίδι του κουτσού και την πνευματική αναζήτηση του πρωταγωνιστή, καθώς ξεφυλλίζει τον τόμο σε αναζήτηση του επόμενου κεφαλαίου. Πολλά από τα «επικουρικά», τα «δευτερεύοντα» κεφάλαια αποδίδονται στον συγγραφέα Μορέλι -που εν πολλοίς απηχεί τις απόψεις του Κορτάσαρ, αλλά δεν αποτελεί alter ego του- και είναι είτε θεωρητικά κείμενα πάνω στη μορφή του μυθιστορήματος ή παραθέματα από άλλους συγγραφείς. Κάθε κεφάλαιο έχει διττή λειτουργία: Από τη μια πλευρά, όσα ανήκουν στο τρίτο μέρος εξηγούν και διευρύνουν τις προοπτικές ενός προηγούμενου κεφαλαίου· από την άλλη, μέσα από τη διαφοροποίηση ή την ολοκληρωτική τους ασυνάφεια, αντιστρατεύονται την παγιωμένη σημασία, πολλαπλασιάζουν τις δυνατότητες της ανάγνωσης και, ανατρέποντας την παραδοσιακή σχέση του αναγνώστη με ένα ενιαίο και ομοιογενές κείμενο, του προκαλούν αίσθημα ανησυχίας και δυσφορίας. Και μολονότι το «Κουτσό» γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους έχει χαρακτηριστεί «αντι-μυθιστόρημα», ο Μορέλι του βιβλίου δίνει την απάντηση: το μυθιστόρημα είναι ένα συλλογικό, κοινό έδαφος. Η ετερογένεια, η «ετερογλωσσία» του Μπαχτίν, η χρήση δηλαδή της γλώσσας των άλλων, είναι και για τον Κορτάσαρ το βασικό χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος. Η πολυφωνία λειτουργεί ως αντίδοτο της «αυθεντίας» του παντογνώστη αφηγητή· η αντιστικτική ανέλιξη, η μείξη των αντιθέτων, η δύστροπη, πολυεπίπεδη γραφή δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να απορροφηθεί, να χαθεί μέσα στο κείμενο, αλλά να παραμείνει ενεργός και συμμέτοχος ώς το τέλος. «Η γενική ιδέα πίσω από το «Κουτσό"», βλέπετε, είναι η απόδειξη μιας αποτυχίας και η ελπίδα μιας νίκης», εξηγούσε ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του το 1978. «Αλλά το βιβλίο δεν προτείνει καμία λύση· απλώς περιορίζεται να δείξει τα πιθανά μονοπάτια που μπορεί να πάρει κανείς για να ρίξει τον τοίχο, να δει τι βρίσκεται από την πίσω πλευρά».
Η πολιτική
Ο Χούλιο Κορτάσαρ υπήρξε ένας από τους πιο πολιτικοποιημένους συγγραφείς του 20ού αιώνα, με έντονη, πολυμέτωπη δράση ενάντια σε εξουσιαστικούς θεσμούς και κυβερνήσεις. Η δεκαετία του '50 υπήρξε καθοριστική για την πολιτική του διαμόρφωση, με ορόσημο την κουβανική επανάσταση του 1959. Από το 1963, που ο Κορτάσαρ προσκλήθηκε στην Αβάνα ως μέλος της κριτικής επιτροπής του βραβείου Premio de Casa de las Americas, επισκεπτόταν ανά διετία τη χώρα και ώς το τέλος της ζωής του δεν έπαψε να υποστηρίζει, θερμά αλλά και κριτικά, την επαναστατική διαδικασία. Εχοντας από καιρό αντιληφθεί ότι ο περονισμός δεν είχε τη σημασία που του είχε αρχικά αποδώσει ως σημαντικό λαϊκό μαζικό κίνημα, θα ενστερνιστεί με πάθος τα συνθήματα του Μάη του '68 και θα αφοσιωθεί, από το 1970, στον αγώνα για τη δημοκρατία στη Λατινική Αμερική. Το φασιστικό στρατιωτικό πραξικόπημα που θα ρίξει με δραματικό τρόπο την κυβέρνηση Αλιέντε το 1973, και θα ακολουθηθεί από ανάλογα πραξικοπήματα στην Ουρουγουάη, τη Βολιβία και την Αργεντινή (το 1976) θα κάνουν τον Κορτάσαρ να νιώσει πραγματικά πολιτικός εξόριστος. Μόνο το 1979, με τη νίκη των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, θα αναθερμανθεί η ελπίδα.Η ταραγμένη πολιτική κατάσταση θα προκαλέσει πολλές διαμάχες ανάμεσα στους Λατινοαμερικανούς συγγραφείς. Μολονότι μυθιστοριογράφοι όπως ο Κάρλος Φουέντες, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και ο Κορτάσαρ είχαν συνταχθεί με την πλευρά της κουβανικής επανάστασης, η Αριστερά θα τους καταλογίσει (και ιδιαίτερα στον Κορτάσαρ) ότι διαχώριζαν την πολιτική τους θέση από τη συγγραφική τους δραστηριότητα· ότι τα βιβλία τους ερωτοτροπούσαν με το παράλογο, την πορνογραφία και τον ελιτισμό· ότι διακατέχονταν από σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι της Ευρώπης. Ο Κορτάσαρ θα αντιδράσει υποστηρίζοντας ότι καθήκον του αριστερού συγγραφέα δεν είναι να παράγει έργα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά να προάγει την απελευθέρωση σε όλα τα επίπεδα. Το «Βιβλίο του Μανουέλ» (1973) απορρέει από αυτή τη συνθήκη και συνδιαλέγεται μαζί της. Μέσα από την ιστορία μιας πολιτικής απαγωγής στο Παρίσι, ο Κορτάσαρ επιχειρεί να συμφιλιώσει ποικίλες, φαινομενικά ασύμβατες επιδιώξεις: λογοτεχνικό πειραματισμό, πολιτικά μηνύματα προσπελάσιμα από το ευρύ κοινό, σεξουαλική απελευθέρωση, πολιτική δράση. Γραμμένο βιαστικά, στην υπηρεσία του «αγώνα υπέρ του λατινοαμερικανικού σοσιαλισμού», το βιβλίο έχει σκοπό: να ενημερώσει και να ανοίξει έναν δημόσιο διάλογο. «Εάν στην πορεία των χρόνων έχω γράψει διάφορα κείμενα σχετικά με τα προβλήματα της Λατινικής Αμερικής, καθώς επίσης και μυθιστορήματα ή διηγήματα από τα οποία αυτά τα προβλήματα απουσιάζουν ή εμφανίζονται μόνο παρεμπιπτόντως, εδώ και τώρα τα δύο ρεύματα ενώνονται, η συμφιλίωσή τους όμως δεν υπήρξε καθόλου εύκολη», σημειώνει στην αρχή του βιβλίου ο συγγραφέας. Πρόκειται για ένα έργο ταγμένο στη χαρά της ζωής, τον έρωτα, το παιχνίδι και την Επανάσταση -αφού μονάχα μέσα από τη διαφύλαξη «της ικανότητάς μας να γευόμαστε τη ζωή» μπορεί να αντιμετωπιστεί και να νικηθεί «ο καθημερινός τρόμος».
Ως το τέλος της ζωής του ο Κορτάσαρ πάλεψε για τη δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Λατινική Αμερική. Διετέλεσε μέλος της Επιτροπής Μπέρτραντ Ράσελ και αγωνίστηκε ακούραστα, σε βάρος της υγείας και της λογοτεχνικής του παραγωγής, για την αποκάλυψη και την αποτροπή των φρικαλεοτήτων του στρατιωτικού καθεστώτος στην Αργεντινή και για τη στήριξη της Επανάστασης των Σαντινίστας. Θα τον απασχολήσει το φαινόμενο της πολιτικής τρομοκρατίας, και θα το διαπραγματευτεί με καθηλωτική ένταση στα διηγήματά του και σε έργα που δύσκολα ταξινομούνται, όπως τα «Πολυεθνικά βαμπίρ» (1975), ένας συνδυασμός κόμικς, πραγματικών προσώπων, πολιτικής ανάλυσης και ενημέρωσης. Στο τέλος, ο Κορτάσαρ θα απεκδυθεί ακόμη και τα πνευματικά του δικαιώματα: θα τα εκχωρήσει στην Επιτροπή Ράσελ, στον Pueblo Sandinista της Νικαράγουας, στις επιτροπές βοήθειας των πολιτικών κρατουμένων της Αργεντινής. Το ενδιαφέρον και οι δραστηριότητές του προβάλλουν ανάγλυφα από τη συλλογή δοκιμίων που έγραψε μαζί με την Ντάνλοπ «Νικαράγουα (Μπρέντα Ρότσα) τόσο βίαια γλυκιά» (1983, μτφρ.: Ναννά Παπανικολάου, εκδ. «Αλφειός»). Πολίτης του κόσμου και στρατευμένος διανοούμενος της εποχής του, ο Χούλιο Κορτάσαρ, παρά την ιδιοτυπία και τη στενή συγγένεια της γραφής του με την εποχή της, δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παρωχημένος. Κι αυτό, γιατί το έργο του αδιάκοπα υπενθυμίζει ότι ο συγγραφέας έχει έναν κοινωνικό ρόλο και ένα ηθικό καθήκον: να αντιστέκεται.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/11/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου