1.11.00

Αβιανός • Μύθοι

Σειρά: Κλασική βιβλιοθήκη #2

Αβιανός • ΜύθοιΜετάφραση (από αγγλικά, λατινικά): Γιάννης Ανδρέου
Εικονογράφηση: John Tenniel
Επίμετρο: Jack Zipes
σσ. 111, σχήμα 13 × 20,5 εκ., έκδοση χαρτόδετη
I S B N: 960-537-001-8,
Απόπειρα, Νοέμβριος 2000 

Όταν μιλάμε για μύθους το μυαλό όλων πηγαίνει στον Αίσωπο και ποτέ στον Αβιανό. Η ιστορία δεν φέρθηκε με ιδιαίτερη ευγένεια στον Αβιανό. Σε αντίθεση με τον Αίσωπο, οι μελέτες για το έργο και τη ζωή του Αβιανού είναι πολύ λίγες, αν και οι μύθοι του ήταν πολύ αγαπητοί το Μεσαίωνα, όπως φαίνεται από το μεγάλο αριθμό χειρογράφων που έχουν βρεθεί, και το έργο του βοήθησε να διατηρηθεί ζωντανή η αισωπική παράδοση. Η επιρροή των μύθων του Αβιανού μπορεί να ανιχνευθεί σε σχολικά εγχειρίδια και σε έργα πολλών Λατίνων συγγραφέων, και είναι δύσκολο να πει κανείς γιατί έχασαν τη δημοτικότητά τους. Οι μύθοι του, στο σύνολο τους, δείχνουν έναν κόσμο ρευστό και σε σύγχυση, όπου η πονηριά όσο και το χιούμορ είναι τα μόνα που σώζουν τους ανθρώπους και, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει, τον ίδιο τον Αβιανό. Αν και παραμένει πιστός στο αισωπικό πνεύμα της απλής ιστορίας, δεν είναι λίγες οι φορές που επιλέγει να διδάξει με την υπερβολή, και συχνά στις ιστορίες του δίνει μια ειρωνική τροπή που προκαλεί τον αναγνώστη να αναρωτηθεί για τα παραδοσιακά αξιώματα και τα στερεότυπα.
Jack Zipes
Η αναγέννηση του Αβιανού*
(Το Επίμετρο της έκδοσης)
Ο Τ Α Ν αναφέρεται η λέξη μύθος, το μυαλό του καθενός πηγαίνει αυτόματα στο όνομα Αίσωπος, ποτέ στο όνομα Αβιανός. Πραγματικά, η ιστορία δεν υπήρξε πολύ καλή απέναντι στον Αβιανό. Παρά το γεγονός ότι πολύ λίγα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του Αισώπου, τον θεωρούμε ακόμη και σήμερα πατέρα του μύθου, έχοντας κληρονομήσει από την αρχαιότητα κάθε λογής θρυλικές ιστορίες από τη ζωή του ως σοφού και πανούργου σκλάβου. Αντίθετα, οι μελετητές δεν ανάλωσαν πολύ χρόνο στην έρευνα για τη ζωή του Αβιανού, παρ’ όλο που οι έμμετρες διασκευές των μύθων τού Βαβρίου που φιλοτέχνησε ήταν εξαιρετικά αγαπητές κατά το λατινικό Μεσαίωνα, βοηθώντας την αισώπεια παράδοση να κρατηθεί ζωντανή εκείνη την εποχή. Η επιρροή των μύθων τού Αβιανού εντοπίζεται εύκολα στα σχολικά εγχειρίδια και σε έργα άλλων λατίνων συγγραφέων, και είναι δύσκολο να πει κανείς γιατί μειώθηκε η δημοτικότητά τους. Ίσως να οφείλεται στην ανάπτυξη των εθνικών γλωσσών και τη δημοσίευση μύθων με μεγαλύτερο ενδιαφέρον από προικισμένους συγγραφείς όπως η Marie de France, ο La Fontaine και ο Lessing κατά το ιζ΄ και το ιη΄ αιώνα.[1] Όπως και να ’χει, οι μύθοι του εξορίστηκαν άδικα σε σκονισμένα ράφια.
Φυσικά είναι αδύνατο να μελετήσουμε τον Αβιανό, χωρίς να αναφερθούμε στη σχέση του με την αισώπεια παράδοση. Όπως είναι γνωστό, ο Αίσωπος δεν κατέγραψε ο ίδιος τους μύθους του, οι οποίοι διασώθηκαν, από τον ς΄ π.Χ. αιώνα, μόνο προφορικά. Λαμβάνοντας υπόψη τις προφανείς αναφορές των μύθων στην εξουσία όσο και στις σχέσεις αφέντη και δούλου, είναι πιθανό στην εποχή του να θεωρούνταν ανατρεπτικοί ως ένα βαθμό και πάντως σίγουρα προκλητικοί. Όταν στις ελληνικές πόλεις-κράτη καθιερώθηκε η ελευθερία τού λόγου, λίγο μετά το θάνατο του Αισώπου (γύρω στα 560 π.Χ.), οι ρητοδιδάσκαλοι άρχισαν να χρησιμοποιούν τους μύθους για να διδάξουν στους μαθητές γραμματικούς κανόνες και να πραγματευθούν ζητήματα ηθικής, επειδή αυτές οι ιστορίες ήταν μικρές και υποδειγματικές ως προς την επιχειρηματολογία και την ανάλυση.
Από τους μύθους του Αισώπου επηρεάστηκαν πολλοί έλληνες συγγραφείς. Γύρω στο 300 π.Χ. ο επιφανής αθηναίος πολιτικός Δημήτριος Φαληρεύς ίδρυσε τη βιβλιοθήκη τής Αλεξανδρείας και κατέγραψε διακόσιους μύθους σε ελληνικό πεζό λόγο με τίτλο Αισώπεια. Οι μύθοι αυτοί αποτέλεσαν σύντομα τα πρότυπα για τους αλεξανδρινούς λογίους και αντιγραφείς, και κυκλοφόρησαν σε όλη τη Μεσόγειο στην ελληνική γλώσσα. Παράλληλα, στην ίδια περιοχή, κυκλοφορούσαν ήδη άλλες συλλογές μύθων από την Ινδία, εξίσου δημοφιλείς, όπως οι ιστορίες του μυθικού αφηγητή Κασυάπα που σχημάτισαν το corpus των λιβυκών μύθων τού «Κυβισσού»[2] και ενώθηκαν τελικά μαζί με άλλους γνωστούς μύθους από τον ρητοδιδάσκαλο στην αυλή του Μάρκου Αυρηλίου Νικόστρατο.[3] Τότε λοιπόν, τον α΄ μ.Χ. αιώνα, ο Φαίδρος, ένας έλληνας σκλάβος που απελευθερώθηκε από τον αυτοκράτορα Αύγουστο, διασκεύασε τους ελληνικούς μύθους τής συναγωγής του Δημητρίου σε λατινικούς ιάμβους. Το παράδειγμά του ακολούθησε ο Valerius Babrius, δάσκαλος του γιου τού Αλεξάνδρου Σεβήρου κατά τα τέλη τού α΄ αιώνα, ο οποίος επεξεργάστηκε τριακόσιους αισώπειους και λιβυκούς μύθους, δημιουργώντας στα ελληνικά τις δικές του έμμετρες παραλλαγές σε λατινικά μέτρα.
Οι συλλογές του Φαίδρου και του Βαβρίου διαδόθηκαν ευρέως και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του μύθου κατά την άνθηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Άρα, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κατά τα τέλη τού δ΄ αιώνα ο νεαρός ρωμαίος ποιητής Αβιανός αποφάσισε να μεταφέρει σαράντα δύο από τους μύθους τού Βαβρίου σε λατινικούς στίχους. Ο Αβιανός περιγράφεται στο Saturnalia τού Μακρόβιου Θεοδοσίου [Macrobius Theodosius] ως μετριόφρων και ενάρετος νέος, που αν και μιλούσε σπάνια ήξερε να τροφοδοτεί τις συζητήσεις με ειρωνικές ερωτήσεις και ενστάσεις. Επιπροσθέτως, αφηγείται κάμποσες ενδιαφέρουσες ιστορίες στο Saturnalia και διακρίνεται για το πνεύμα και τη μνήμη του.
Δεν είναι σαφές το πότε και γιατί ο Αβιανός, μερικές φορές αναφέρεται ως Avienus [Αβιηνός],[4] έγραψε τους μύθους του. Ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι γράφτηκαν γύρω στο 400 μ.Χ. ενώ άλλοι το 430 μ.Χ. Ο Αβιανός φαίνεται ότι ανήκε σε έναν κύκλο ποιητών που συγκεντρώνονταν γύρω από τον προικισμένο Μακρόβιο Θεοδόσιο. Ο Αβιανός, διασκευάζοντας τους ελληνικούς μύθους του Βαβρίου σε λατινικές ελεγείες, ανύψωσε τους μύθους και τους προσέδωσε το απαραίτητο κύρος για να θεωρούνται λογοτεχνία με ηθικό δίδαγμα. Οι λογοτεχνικές του φιλοδοξίες φαίνονται από τον τρόπο που προσπάθησε να μιμηθεί τον Οβίδιο και τον Βιργίλιο. Επιπροσθέτως, μέρος του σκοπού του ήταν καθώς φαίνεται να διατηρήσει το ενδιαφέρον για τα ρωμαϊκά έθιμα και τη θρησκεία, γιατί ο Αβιανός δεν ήταν χριστιανός. Το συγκεκριμένο είδος χρήσης της λατινικής που καλλιέργησε στα ποιήματά του ήταν κοντά στον κοινό λόγο. Αν και πήρε αρκετές ελευθερίες στη χρήση των εξάμετρων δίστιχων, και παρ’ όλο που η σύνταξη και το λεξιλόγιό του αντικατοπτρίζουν την παρακμή των λατινικών κατά τον δ΄ και ε΄ αιώνα, τα ποιήματά του ήταν μετρικά σωστά και χωρίς αμφιβολία δόκιμα. Όπως προανέφερα, αποτέλεσαν μιαν από τις δημοφιλέστερες συλλογές μύθων κατά το Μεσαίωνα. Στην πραγματικότητα, οι μεταφράσεις και πεζές παραφράσεις του έργου του ήταν πολυάριθμες στην Ευρώπη έως τον ιζ΄ αιώνα , και πολλοί από τους μύθους του συμπεριλαμβάνονταν σε αλφαβητάρια.
Οι μύθοι του Αβιανού χρησιμοποιήθηκαν, όπως και οι ιστορίες των προγενεστέρων του, για τη διδασκαλία των κανόνων ρητορικής και ηθικής σε νεαρούς σπουδαστές. Όμως οι μύθοι του, με τις παγανιστικές αναφορές τους,[5] ίσως έπαιξαν «υπονομευτικό» ρόλο στα χρόνια της ανόδου τού χριστιανισμού το Μεσαίωνα. Όχι πως ο Αβιανός ήταν επαναστάτης. Πάνω απ’ όλα τον ενδιέφερε η ανύψωση της παράδοσης των αισώπειων μύθων σε μια ποιητική μορφή που συνδύαζε τη γλαφυρότητα με το χιούμορ και την ηθική. Στην αφιέρωσή του στον Μακρόβιο Θεοδόσιο, τονίζει ότι πρότυπά του, εκτός από τον Αίσωπο, ήταν ο Σωκράτης και ο Οράτιος, που χρησιμοποιούσαν διασκεδαστικές ιστορίες ως διδακτικά παραδείγματα για τους νέους ανθρώπους. Με άλλα λόγια, ο Αβιανός γνώριζε πολύ καλά τη φιλολογική και φιλοσοφική παράδοση του μύθου και επιζήτησε να χρησιμοποιήσει την εύθυμη πλευρά του είδους για να κάνει τα ηθικά μηνύματά του πιο αποτελεσματικά από ό,τι αν είχαν τη μορφή μιας σοβαρής αφήγησης σε πεζό λόγο.
Αν θελήσει να συγκρίνει κανείς τους μύθους του Αβιανού με εκείνους του Βαβρίου θα εντυπωσιαστεί από τις διαφορές τους, και αυτό εξηγεί καθαρά γιατί ήταν τόσο αγαπητός ο Αβιανός στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Πρώτα απ’ όλα, είναι δύσκολο να ξέρουμε πόσο διαδεδομένο υπήρξε το ελληνικό πρωτότυπο του Βαβρίου. Πράγματι, ο βρετανός μελετητής Αlan Cameron[6] υποστηρίζει ότι ο Αβιανός μπορεί να μην ήξερε ελληνικά και ίσως να χρησιμοποίησε ως βάση για τους στίχους του την πεζή λατινική μετάφραση των μύθων τού Βαβρίου από τον Julius Titianus.[7] Εν πάση περιπτώσει, οι μύθοι του Βαβρίου είναι σύντομοι και σοβαροί. Οι περίπου διακόσιοι μύθοι του που μας είναι γνωστοί είναι όλοι προσεκτικά δομημένοι και τελειώνουν με κάποιου είδους ηθικό δίδαγμα ή επιμύθιο. Ο Αβιανός, αντίθετα, περισσότερο φιλοπαίγμων και γλαφυρός, επιχειρεί να ενσωματώσει το ηθικό δίδαγμα στην ειρωνική πλοκή. Αν και οι αναφορές του στους ρωμαϊκούς θεούς δηλώνουν πως κατά κάποιον τρόπο ασπαζόταν τη ρωμαϊκή θρησκεία, η σατιρική του διάθεση τους παρουσιάζει να μην έχουν ολοκληρωτικό έλεγχο του κόσμου. Για παράδειγμα, στο μύθο «Ο άπληστος και ο φθονερός» δείχνει με σαρδόνιο τρόπο πως ουσιαστικά οι θεοί δεν μπορούν να μεσολαβήσουν ανάμεσα στους ανθρώπους που, εξαιτίας τής απρόβλεπτης φύσης τους, είναι ανίκανοι να ωφεληθούν από τα θεϊκά δώρα και τη θεϊκή παρέμβαση. Στο μύθο «Ο τεχνίτης και ο Βάκχος», ο Βάκχος παραπονιέται για τη μεταχείριση του αγάλματός του από τους κοινούς θνητούς:
«Θα πρέπει να σε απασχολήσει ιδιαίτερα η μοίρα τού εμπορεύματός σου, τώρα που χρειάζεται να αποτιμήσεις το έργο σου στο φως δύο τόσο διαφορετικών προοπτικών, και να αποφασίσεις αν προτιμάς να με παραδώσεις στους νεκρούς ή στους Θεούς· αν θέλεις να στολίζω έναν τάφο ή να είμαι μια θεότητα. Στην κρίση σου επαφίεται η εξαιρετική τιμή μιας μεγάλης θρησκευτικής πράξης· στα χέρια σου και η θανατική μου καταδίκη».
Αυτές οι γραμμές αντικατοπτρίζουν τη στάση του Αβιανού απέναντι στους θεούς και την κριτική του για την ανευθυνότητα των ανθρώπων. Όλες μαζί οι ιστορίες του παρουσιάζουν έναν κόσμο ρευστό, έναν κόσμο σε αναστάτωση, στον οποίο το χιούμορ και η πονηριά αποτελούν το μόνο σωτήριο χάρισμα για τους ανθρώπους — όσο, μπορεί κανείς να προσθέσει, και για τον ποιητή. Κανείς δεν μπορεί πια να βασιστεί στη συμβουλή του γεροντότερου, αλλά ούτε και η συμβουλή αυτή είναι σοφή. Όπως φαίνεται στο μύθο «Ο κάβουρας και η μητέρα του», οι μύθοι του Αβιανού έχουν κυνικά διδάγματα, πολλές φορές διφορούμενα. Ενώ παραμένει πιστός στο πνεύμα της αισώπειας παράδοσης και απεικονίζει ολοφάνερα σκηνές όπου επιβιώνει ο πιο ικανός, αρέσκεται στην υπερβολή και το γκροτέσκο, και χρησιμοποιώντας επιδέξια τα εξάμετρά του δημιουργεί μια ειρωνική ανατροπή που κάνει τον αναγνώστη να αμφιβάλει για τις παραδοσιακές απόψεις και τα στερεότυπα:
Ήταν κάποτε ένα σκυλί που δεν γάβγιζε άγρια ούτε άνοιγε πολύ τα σαγόνια του ώστε να καταλάβει ο άλλος την κακία του, μόνο έβαζε φοβισμένα την τρεμάμενη ουρά του κάτω από τα σκέλια και ύστερα χιμούσε με μανία κι έχωνε όπου έβρισκε τα δόντια του.
Γράφοντας σε μια εποχή όπου ο ρωμαϊκός κόσμος άλλαζε από το χριστιανισμό, ο Αβιανός παρουσιάζεται σκεπτικιστής ως προς την ικανότητα του ανθρώπινου είδους να προσαρμόζεται στις αλλαγές, αλλά η φωνή του δεν είναι φωνή απόγνωσης. Πιστεύει, όπως και ο Αίσωπος, ότι η γνώση είναι απαραίτητη στον αδύναμο για την επιβίωσή του, όπως φαίνεται στην όμορφη παράγραφο που κλείνει το μύθο «Η βαλανιδιά και η καλαμιά»:
«Εσύ», της είπε, «αψηφάς τους σαρωτικούς ανέμους και τις άγριες θύελλες, και σωριάζεσαι κάτω όταν ρίχνονται πάνω σου μ’ όλη τους τη δύναμη. Ενώ εγώ εξουδετερώνω σιγά σιγά τους ανέμους που σηκώνονται και, προνοώντας, αφήνομαι να με λικνίσει ο Νοτιάς όσο ανάλαφρα κι αν φυσά. Μπροστά στη δύναμή σου η θύελλα ορμάει με όλο της το μένος, ενώ το αεράκι σαστίζει από το ανασάλεμά μου και κοπάζει εντελώς».
Jack Zipes

[1] Marie de France (τέ­λη ιβ΄ αι.)· η πρώ­τη γνω­στή γαλ­λί­δα ποι­ή­τρια, συγ­γρα­φέ­ας συλ­λο­γής μύ­θων, βα­σι­σμέ­νων κυ­ρί­ως στον Αί­σω­πο, με τον τίτλο Ysopet ή Isopet (Μι­κρός Αί­σω­πος). Jean de La Fontaine (1621–95)· δη­μο­σί­ευ­σε τους Μύ­θους του (Fables choisies, mises en vers) σε τρεις ξε­χω­ρι­στούς τό­μους το 1668, το 1678–79 και το 1695. Gotthold Ephraim Lessing (1729–81)· στο βι­βλίο του Fabeln (1759), δη­μο­σί­ευ­σε με­ρι­κούς μύ­θους γραμ­μέ­νους σε πρό­ζα και μα­ζί ένα δο­κί­μιο πά­νω στη μορ­φή του μύ­θου, στο οποίο δια­τύ­πω­σε τους ιδιαί­τε­ρους κα­νό­νες του εί­δους ανα­λύ­ο­ντας τη δι­δα­κτική και αλ­λη­γο­ρι­κή του δο­μή. — σ.τ.μ.
[2] Μύ­θοι οι Λι­βυ­στι­κοί, αρ­χι­κά απ’ ό,τι φαί­νε­ται ήταν ένας μύ­θος ή ένα από­φθεγ­μα που το το­πο­θε­τού­σαν στο στό­μα κά­ποιου ανώ­νυ­μου Λί­βυα, αρ­γό­τε­ρα οι «λυ­βι­κές ιστο­ρί­ες» απο­δό­θη­καν στον Κυ­βισ­σό (βλ. Αν­δρ. Νού­κιος, Γ. Αι­τω­λός Αι­σώ­που Μύ­θοι· επ. έκ­δ. Γ. Μ. Πα­ρά­σο­γλου, Εστία, «Νέα Ελ­ληνι­κή Βι­βλιο­θή­κη», Αθή­να 1993). Τον Κυ­βισ­σό ή Κυ­βίσ­ση τον ανα­φέ­ρει ο Βά­βριος: «Μῦθος μέν, ὦ παῖ βασιλέως Ἀλεξάνδρου, Σύρων παλαιῶν ἐστιν εὕρεμ’ ἀνθρώπων, οἳ πρίν ποτ’ ἦσαν ἐπὶ Νίνου τε καὶ Βήλου. Πρῶτος δέ, φασίν, εἶπε παισὶν Ἑλλήνων Αἴσωπος ὁ σοφός, εἶπε καὶ Λιβυστίνοις λόγους Κυβίσσης.» (Perry: Μύ­θος 107, τμή­μα β. 1–6). — σ.τ.μ.
[3] Ο ρή­το­ρας του β΄ αιώ­να Νι­κό­στρα­τος συ­νέ­τα­ξε στο πνεύ­μα της επο­χής του τις συλ­λο­γές Δε­κα­μυ­θία και Πο­λυ­μυ­θία, από τις οποί­ες δεν έχει δια­σω­θεί τί­πο­τε. — σ.τ.μ.
[4] Στα πε­ρισ­σό­τε­ρα σω­ζό­με­να χει­ρό­γρα­φα το όνο­μα του συγγρα­φέα πα­ρα­δί­δε­ται Aviani (γραμ­μέ­νο στη γε­νι­κή). Σε δύο όμως βα­σι­κά χει­ρόγρα­φα πα­ρου­σιά­ζε­ται ως Avieni. Το Avianus γε­νι­κά ήταν λι­γό­τε­ρο συ­νη­θι­σμέ­νο όνο­μα από το Avianius, ενώ ανά­με­σα στο Avienus και το Avienius δεν υπάρ­χουν αρ­κε­τά στοι­χεία για να μπο­ρεί κα­νείς να κρί­νει. Αφού όμως δεν εμ­φα­νί­ζε­ται σε κα­νέ­να χει­ρό­γρα­φο η κα­τά­λη­ξη -ii, το ερώ­τη­μα ως προς το όνομα μπο­ρεί να πε­ριο­ρι­στεί ανάμε­σα στο Avianus και στο Avienus. — σ.τ.μ.
[5] Δεν υπάρ­χουν ίχνη χρι­στια­νι­κής επί­δρα­σης στους Μύ­θους του Avianus. Οι θε­οί και οι θρη­σκευ­τι­κές τε­λε­τές εί­ναι αυ­τές της προ­χρι­στια­νι­κής επο­χής. (Βλ. IV, VIII, XIV, XXII, XXIII, XXXII, XXXVI και XLII.) — σ.τ.μ
[6] Alan Cameron, «Macrobius, Avienus, Avianus», στο Classical Quarterly 17 (1967). — σ.τ.μ.
[7] Julius Titianus: μυ­θο­γρά­φος (200 μ.Χ. πε­ρί­που) που ανα­φέ­ρε­ται από τον λα­τίνο ποι­η­τή Αυ­σώ­νιο [Ausonius]. — σ.τ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: