31.10.97

Ανδρόνικος Κομνηνός Δούκας Παλαιολόγος • Η ερωτική ιστορία του Καλλίμαχου και της Χρυσορρόης

Ένα βυζαντινό παραμύθι
Σειρά: Κλασική βιβλιοθήκη #1
Διασκευή, Επιμέλεια έκδοσης: Γιώργος Μπλάνας
Εικονογράφηση: Διαμαντής Αϊδίνης
σσ. 127, σχήμα 13 × 20,5 εκ., έκδοση χαρτόδετη
I S B N: 978-960-537-000-8,
Απόπειρα, Νοέμβριος 1997
Η Ερωτική Ιστορία του Καλλίμαχου και της Χρυσορρόης είναι μια ιστορία που ενώνει τη ζωή με το παραμύθι, μέσα στον έρωτα, και έρχεται από το Βυζάντιο, από τα τελευταία χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Είναι ένα ερωτικό παραμύθι — με την όμορφη ηρωίδα, τον δράκο και το δρακοντόκαστρο, το γενναίο βασιλόπουλο, που αν και έχει «φουσάτα» για να κερδίσει τη Χρυσορρόη προτιμά να μεταμορφωθεί σε απλό κηπουρό, το μαγικό μήλο που μπορεί να ρίξει τους ήρωες νεκρούς ή το δαχτυλίδι που μπορεί να τους σώσει.
Η Εισαγωγή της έκδοσης
Αρχή του πα­ρα­μυ­θιού, κα­λη­σπέ­ρα σας!
Μια φο­ρά κι ­έναν και­ρό — 6 χρο­νών θα ’­μουν δε θα ’­μουν — πα­ρα­θέ­ρι­ζα ­στην εί­σο­δο του Κο­ριν­θια­κού Κόλ­που, με συ­ντρο­φιά ένα μι­κρό όμορ­φο κο­ρί­τσι κι ένα με­γά­λο πέ­τρι­νο φά­ρο. Νό­μι­ζα πως αγα­πο­ύ­σα το κο­ρί­τσι και πως φο­βό­μουν το φά­ρο. Το κο­ρί­τσι ­ήταν φω­τει­νό και δρο­σε­ρό· ακό­μα και μέ­σα στο σκο­τά­δι, το δέρ­μα του ακτι­νο­βο­λο­ύ­σε σαν ­ήλιος στις ­άκρες των δα­χτύ­λων μου. Ήταν ένα φως που δεν μπο­ρο­ύ­σα να το δω, όμως μπο­ρο­ύ­σα να το νιώ­σω, με ­έναν τρό­πο που ερ­χό­ταν ­πριν από το φως. Ο φά­ρος ­ήταν σκο­τει­νός και τε­ρά­στιος. Όλη μέ­ρα, οι πέ­τρες του φυ­λά­κι­ζαν το φως και κα­τά το από­γευ­μα, το άφη­ναν να χα­ρεί μια ελευ­θε­ρία γε­μά­τη ­σκιές και ψί­θυ­ρους.
Ένα από κεί­να τα απο­γε­ύ­μα­τα, ανέ­βη­κα ­στην κο­ρυ­φή του φά­ρου με το κο­ρί­τσι. Ο ­ήλιος βου­το­ύ­σε αρ­γά στη θά­λασ­σα και κα­λο­ύ­σε τα μά­τια των δα­χτύ­λων μου ν’ ανοί­ξουν, κα­λο­ύ­σε το σκο­τει­νό φως του κο­ρι­τσί­στι­κου δέρ­μα­τος ν’ ανα­τεί­λει. Γύ­ρι­σα και κοί­τα­ξα την εξά­χρο­νη αγά­πη μου. Το βλέμ­μα μου καρ­φώ­θη­κε ­στον τρυ­φε­ρό λαι­μό της. Ένιω­σα πως θα έκα­να κά­τι τρο­με­ρό: θα τη φι­λο­ύ­σα, όπως οι με­γά­λοι που δεν επέ­τρε­ψαν στις επι­θυ­μίες τους να με­γα­λώ­σουν, θα την έκα­να δι­κή μου, με όλη τη δύ­να­μη της παι­δι­κής μου ψυ­χής! Εκεί­νη με κοι­το­ύ­σε και … με κα­λο­ύ­σε. Τό­τε εί­δα το κα­ρά­βι. Περ­νο­ύ­σε μπρο­στά από τον ­ήλιο και ­ήταν πο­λύ­χρω­μο, όπως στα πα­ρα­μύ­θια. Ερ­χό­ταν από την αρ­χή του κό­σμου και πή­γαι­νε στο τέ­λος του.
Αμέ­σως, ξέ­χα­σα το λαι­μό και ξα­νά­γι­να παι­δί. Το πα­ρά­τη­σα το ερω­τευ­μέ­νο κο­ρί­τσι, το άφη­σα να φύ­γει και να φω­λιά­σει μέ­σα στα όνει­ρά μου. Για­τί ­στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα φο­βό­μουν το κο­ρί­τσι κι αγα­πο­ύ­σα το φά­ρο. Έπρε­πε να εί­χα αντα­πο­κρι­θεί στο κά­λε­σμα του έρω­τα και να κα­τα­χώ­σω τα πα­ρα­μύ­θια στα όνει­ρά μου. Όμως έκα­να το αντί­θε­το: κα­τά­χω­σα τον έρω­τα στα όνει­ρά μου και αντα­πο­κρί­θη­κα στο κά­λε­σμα των πα­ρα­μυ­θιών. Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα κα­τά­λα­βα πως εί­χα δώ­σει μια μά­χη, εί­χα αρ­νη­θεί να νιώ­σω τον έρω­τα σαν κά­τι «του κό­σμου αυ­τού», σαν κά­τι ξε­χω­ρι­στό από τα πα­ρα­μύ­θια. Το κα­ρά­βι δεν ­ήταν τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά εγώ μέ­σα ­στην επι­θυ­μία του κο­ρι­τσιού κι ο φά­ρος η ­ίδια η επι­θυ­μία του. Αγα­πο­ύ­σα την επι­θυ­μία του για μέ­να. Ο έρω­τάς μου ­ήταν ένας έρω­τας πα­ρα­μυ­θια­κός. Ήταν Αύ­γου­στος μή­νας και το φεγ­γά­ρι ολό­κλη­ρο, με κεί­νο τον τρό­πο που μό­νο το φεγ­γά­ρι του Αυ­γο­ύ­στου ξέ­ρει!
Από τό­τε ονει­ρε­ύ­τη­κα πο­λύ. Προ­σπά­θη­σα να κά­νω πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τα όνει­ρά μου. Τώ­ρα εί­μαι υπο­χρε­ω­μέ­νος να γνω­ρί­ζω πως ο έρω­τας εί­ναι μια από τις στα­θε­ρές του ζω­ι­κού εί­δους άν­θρω­πος, αλ­λά ίσα ίσα τώ­ρα ξέ­ρω πως αυ­τό ακρι­βώς εί­χα προ­σπα­θή­σει ν’ απο­φύ­γω πά­νω σε κεί­νο το φά­ρο! Το κο­ρί­τσι τε­λι­κά δεν το έχα­σα. Ζει στα όνει­ρά μου και λά­μπει σαν φά­ρος μου ­στους σκο­τει­νούς δρό­μους της επι­θυ­μίας. Εί­ναι η αγά­πη μου, το πα­ρα­μύ­θι μου, η πα­ρη­γο­ριά που δε γε­ύ­τη­κα πο­τέ και με κρα­τά­ει ζω­ντα­νό στη διαρ­κή ακύ­ρω­σή της. Υπάρ­χει με την πιο έντο­νη ση­μα­σία και ενώ­νει τη ζωή με το πα­ρα­μύ­θι, μέ­σα ­στον έρω­τα.
• • •
Η Ερω­τι­κή Ιστο­ρία του Καλ­λί­μα­χου και της Χρυ­σορ­ρόης (2607 ανο­μοιο­κα­τά­λη­κτοι δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βοι στί­χοι) εί­ναι μια ιστο­ρία που ενώ­νει τη ζωή με το πα­ρα­μύ­θι, μέ­σα ­στον έρω­τα. Εί­ναι ένα ερω­τι­κό πα­ρα­μύ­θι. Μας έρ­χε­ται από το Βυ­ζά­ντιο, από τα τε­λευ­ταία χρό­νια της Ανα­το­λι­κής ­Ρωμαϊκής Αυ­το­κρα­το­ρίας.
Εκεί­νον τον και­ρό, το 12ο αι­ώ­να δη­λα­δή, κά­ποιοι Βυ­ζα­ντι­νοί φαί­νε­ται πως απο­φά­σι­σαν να κά­νουν ό,τι και οι ποιη­τές της Δύ­σης, να γρά­ψουν ερω­τι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα με σκο­πό να εξυ­μνή­σουν τον έρω­τα και όχι να τον δι­και­ο­λο­γή­σουν. Αυ­τά τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα λέ­γε­ται πως δεν κα­τέ­χουν πε­ρί­ο­πτη θέ­ση ­στην ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνίας μας, αλ­λά ­στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κά. Εί­ναι ση­μα­ντι­κά για­τί γρά­φτη­καν από μορ­φω­μέ­νους αν­θρώ­πους σε νε­ο­ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα και νε­ο­ελ­λη­νι­κή μορ­φή. Ήταν η πρώ­τη φο­ρά από τα αρ­χαία χρό­νια που οι λό­γιοι εν­δια­φέ­ρο­νταν για τα πο­λι­τι­στι­κά δη­μιουρ­γή­μα­τα των μα­ζών. Οι Βυ­ζα­ντι­νοί τρο­βα­δο­ύ­ροι τρα­γο­ύ­δη­σαν στη γλώσ­σα του λα­ού και χρη­σι­μο­ποί­η­σαν το δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βο, το στί­χο του Δη­μο­τι­κού Τρα­γου­διού. Τα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τώ­πι­σαν ­ήταν πολ­λά, όπως δεί­χνουν τα απο­τε­λέ­σμα­τα των προ­σπα­θειών τους. Τη γλώσ­σα δεν την ήξε­ραν κα­λά ή μάλ­λον δεν εί­χαν την αί­σθη­σή της, απα­ραί­τη­τη ­προϋπόθεση για να την κα­τερ­γα­στο­ύν καλ­λι­τε­χνι­κά. Έτσι, μπερ­δε­ύ­ουν τη λό­για γλώσ­σα με την ομι­λου­μέ­νη και χρη­σι­μο­ποιο­ύν κά­πως αδέ­ξια τό­σο τη μια όσο και την άλ­λη, προ­κει­μέ­νου να δη­μιουρ­γή­σουν ένα λό­γο κοι­νό. Αλ­λά και με τη μορ­φή αντι­με­τώ­πι­σαν προ­βλή­μα­τα. Ο ιαμ­βι­κός δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βος εί­ναι γέν­νη­μα της γλώσ­σας του λα­ού, όπως εκ­φρά­στη­κε στα Δη­μο­τι­κά Τρα­γο­ύ­δια, εί­ναι μια τε­χνι­κή τρα­γου­διού με γε­ρούς και πο­λύ­πλο­κους κα­νό­νες. Οι ποιη­τές μας προ­σπά­θη­σαν να τον μι­μη­θο­ύν και τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές μπερ­δε­ύ­τη­καν. Κά­πο­τε κα­κο­ποιο­ύν τα ρυθ­μι­κά σχή­μα­τα, κά­πο­τε επα­να­λαμ­βά­νουν τα ­ίδια λό­για για να γε­μί­σουν το μέ­τρο και κά­πο­τε — ω, του θα­ύ­μα­τος — κα­τα­φέρ­νουν να φτιά­ξουν κα­μιά δε­κα­πε­ντα­ριά όμορ­φους στί­χους. Η γε­νι­κή εντύ­πω­ση που δί­νουν τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα αυ­τά εί­ναι: ψυ­χές γε­ρα­κιών κλει­σμέ­νες σε σώ­μα­τα κο­κό­ρων!
Αλ­λά οι αρε­τές τους, όσο κι αν μέ­νουν στο επί­πε­δο της κα­λής πρό­θε­σης, εί­ναι με­γά­λες. Τα έρ­γα αυ­τά εί­ναι γραμ­μέ­να σε γλώσ­σα ­λαϊκή — από λο­γί­ους βέ­βαια· εί­ναι φτιαγ­μέ­να με τε­χνι­κές ­λαϊκές και χρη­σι­μο­ποιο­ύν όλα τα στοι­χεία που μπο­ρο­ύ­σαν να δια­θέ­σουν οι συγ­γρα­φείς τους: αρ­χαία μυ­θο­λο­γία, χρι­στια­νι­κή ηθι­κή, ιπ­πο­τι­κοί κώ­δι­κες, πα­ρα­μύ­θια, πα­ρα­δό­σεις. Το τε­λι­κό απο­τέ­λε­σμα εί­ναι: ερω­τι­κές ιστο­ρίες που αρ­θρώ­νο­νται σαν πα­ρα­μύ­θι.
• • •
Όπως εί­πα­με, ένα τέ­τοιο ερω­τι­κό πα­ρα­μύ­θι εί­ναι Η Ερω­τι­κή Ιστο­ρία του Καλ­λί­μα­χου και της Χρυ­σορ­ρόης. Ο χρό­νος συγ­γρα­φής της ανά­γε­ται στο 12ο αι­ώ­να, και η μό­νη ει­κα­σία που ­έχει γί­νει για το συγ­γρα­φέα της ανα­φέ­ρε­ται ­στον Αν­δρό­νι­κο Κο­μνη­νό Δο­ύ­κα Πα­λαι­ο­λό­γο, γιο του σε­βα­στο­κρά­το­ρα Κων­στα­ντί­νου και ξά­δελ­φο του αυ­το­κρά­το­ρα Αν­δρό­νι­κου του Β΄.
Εμάς όμως μας εν­δια­φέ­ρει το πα­ρα­μύ­θι, ­έτσι δεν εί­ναι; Μας εν­δια­φέ­ρει και ο έρω­τας. Θέ­λου­με να δια­βά­σου­με και να απο­λα­ύ­σου­με τις πε­ρι­πέ­τειες ενός ρο­μα­ντι­κού ζευ­γα­ριού. Γι’ αυ­τό δια­σκε­ύ­α­σα το ποί­η­μα σε πε­ζό.[1] Το έκα­να ένα πα­ρα­μύ­θι στη ση­με­ρι­νή γλώσ­σα.
Τα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τώ­πι­σα δεν εν­δια­φέ­ρουν τον ανα­γνώ­στη φα­ντά­ζο­μαι. Άλλω­στε κου­τσά στρα­βά τα έλυ­σα. Το μό­νο που θα ήθε­λα να πω εί­ναι πως αντι­με­τώ­πι­σα το κεί­με­νο με πο­λύ ελε­ύ­θε­ρη διά­θε­ση, κοι­τά­ζο­ντας να με­τα­φέ­ρω κά­θε σκέ­ψη που άξι­ζε, κά­θε εν­δια­φέ­ρου­σα ει­κό­να ή παι­χνί­δι με τις λέ­ξεις. Μια κά­ποια χιου­μο­ρι­στι­κή διά­θε­ση που εμ­φα­νί­ζε­ται στη δια­σκευή δεν μπο­ρεί κα­νείς να την εντο­πί­σει δια­βά­ζο­ντας το πρω­τό­τυ­πο. Κά­τι μέ­σα μου όμως μου έλε­γε πως ο συγ­γρα­φέας την εί­χε και εί­ναι ζή­τη­μα λε­πτο­με­ρούς έρευ­νας η απο­κά­λυ­ψή της.
Πα­ρα­τρά­βη­ξε όμως η ει­σα­γω­γή. Ας ρι­χτο­ύ­με τώ­ρα με πά­θος ­στην ανά­γνω­ση μιας ιστο­ρίας πά­θους, ελ­πί­ζο­ντας πως το κο­ρί­τσι του φά­ρου μπο­ρεί να εί­ναι ­στην πα­ρέα μας, ­έστω και χω­ρίς να το γνω­ρί­ζει. Το γνω­ρί­ζου­με ­εμείς και κά­νει το ­ίδιο!
Γιώρ­γος Μπλάνας
Αι­γά­λεω 1997

[1] Η δια­σκευή βα­σί­στη­κε στο πρω­τό­τυ­πο κεί­με­νο, όπως βρί­σκε­ται ­στην έκ­δο­ση Βυ­ζα­ντι­νά Ιπ­πο­τι­κά Μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Επι­μέ­λεια: Εμ­μα­νου­ήλ Κρια­ράς. Εκδ. Ι. Ν. Zα­χα­ρό­που­λος, Αθή­να 1959.

Δεν υπάρχουν σχόλια: