Ένα βυζαντινό παραμύθι
Σειρά: Κλασική βιβλιοθήκη #1
Διασκευή, Επιμέλεια έκδοσης: Γιώργος Μπλάνας
Εικονογράφηση: Διαμαντής Αϊδίνης
σσ. 127, σχήμα 13 × 20,5 εκ., έκδοση χαρτόδετη
I S B N: 978-960-537-000-8,
Απόπειρα, Νοέμβριος 1997
Η Ερωτική Ιστορία του Καλλίμαχου και της Χρυσορρόης είναι μια ιστορία που ενώνει τη ζωή με το παραμύθι, μέσα στον έρωτα, και έρχεται από το Βυζάντιο, από τα τελευταία χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Είναι ένα ερωτικό παραμύθι — με την όμορφη ηρωίδα, τον δράκο και το δρακοντόκαστρο, το γενναίο βασιλόπουλο, που αν και έχει «φουσάτα» για να κερδίσει τη Χρυσορρόη προτιμά να μεταμορφωθεί σε απλό κηπουρό, το μαγικό μήλο που μπορεί να ρίξει τους ήρωες νεκρούς ή το δαχτυλίδι που μπορεί να τους σώσει.
Μια φορά κι έναν καιρό — 6 χρονών θα ’μουν δε θα ’μουν — παραθέριζα στην είσοδο του Κορινθιακού Κόλπου, με συντροφιά ένα μικρό όμορφο κορίτσι κι ένα μεγάλο πέτρινο φάρο. Νόμιζα πως αγαπούσα το κορίτσι και πως φοβόμουν το φάρο. Το κορίτσι ήταν φωτεινό και δροσερό· ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, το δέρμα του ακτινοβολούσε σαν ήλιος στις άκρες των δαχτύλων μου. Ήταν ένα φως που δεν μπορούσα να το δω, όμως μπορούσα να το νιώσω, με έναν τρόπο που ερχόταν πριν από το φως. Ο φάρος ήταν σκοτεινός και τεράστιος. Όλη μέρα, οι πέτρες του φυλάκιζαν το φως και κατά το απόγευμα, το άφηναν να χαρεί μια ελευθερία γεμάτη σκιές και ψίθυρους.
Ένα από κείνα τα απογεύματα, ανέβηκα στην κορυφή του φάρου με το κορίτσι. Ο ήλιος βουτούσε αργά στη θάλασσα και καλούσε τα μάτια των δαχτύλων μου ν’ ανοίξουν, καλούσε το σκοτεινό φως του κοριτσίστικου δέρματος ν’ ανατείλει. Γύρισα και κοίταξα την εξάχρονη αγάπη μου. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στον τρυφερό λαιμό της. Ένιωσα πως θα έκανα κάτι τρομερό: θα τη φιλούσα, όπως οι μεγάλοι που δεν επέτρεψαν στις επιθυμίες τους να μεγαλώσουν, θα την έκανα δική μου, με όλη τη δύναμη της παιδικής μου ψυχής! Εκείνη με κοιτούσε και … με καλούσε. Τότε είδα το καράβι. Περνούσε μπροστά από τον ήλιο και ήταν πολύχρωμο, όπως στα παραμύθια. Ερχόταν από την αρχή του κόσμου και πήγαινε στο τέλος του.
Αμέσως, ξέχασα το λαιμό και ξανάγινα παιδί. Το παράτησα το ερωτευμένο κορίτσι, το άφησα να φύγει και να φωλιάσει μέσα στα όνειρά μου. Γιατί στην πραγματικότητα φοβόμουν το κορίτσι κι αγαπούσα το φάρο. Έπρεπε να είχα ανταποκριθεί στο κάλεσμα του έρωτα και να καταχώσω τα παραμύθια στα όνειρά μου. Όμως έκανα το αντίθετο: κατάχωσα τον έρωτα στα όνειρά μου και ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα των παραμυθιών. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως είχα δώσει μια μάχη, είχα αρνηθεί να νιώσω τον έρωτα σαν κάτι «του κόσμου αυτού», σαν κάτι ξεχωριστό από τα παραμύθια. Το καράβι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά εγώ μέσα στην επιθυμία του κοριτσιού κι ο φάρος η ίδια η επιθυμία του. Αγαπούσα την επιθυμία του για μένα. Ο έρωτάς μου ήταν ένας έρωτας παραμυθιακός. Ήταν Αύγουστος μήνας και το φεγγάρι ολόκληρο, με κείνο τον τρόπο που μόνο το φεγγάρι του Αυγούστου ξέρει!
Από τότε ονειρεύτηκα πολύ. Προσπάθησα να κάνω πραγματικότητα τα όνειρά μου. Τώρα είμαι υποχρεωμένος να γνωρίζω πως ο έρωτας είναι μια από τις σταθερές του ζωικού είδους άνθρωπος, αλλά ίσα ίσα τώρα ξέρω πως αυτό ακριβώς είχα προσπαθήσει ν’ αποφύγω πάνω σε κείνο το φάρο! Το κορίτσι τελικά δεν το έχασα. Ζει στα όνειρά μου και λάμπει σαν φάρος μου στους σκοτεινούς δρόμους της επιθυμίας. Είναι η αγάπη μου, το παραμύθι μου, η παρηγοριά που δε γεύτηκα ποτέ και με κρατάει ζωντανό στη διαρκή ακύρωσή της. Υπάρχει με την πιο έντονη σημασία και ενώνει τη ζωή με το παραμύθι, μέσα στον έρωτα.
Εκείνον τον καιρό, το 12ο αιώνα δηλαδή, κάποιοι Βυζαντινοί φαίνεται πως αποφάσισαν να κάνουν ό,τι και οι ποιητές της Δύσης, να γράψουν ερωτικά μυθιστορήματα με σκοπό να εξυμνήσουν τον έρωτα και όχι να τον δικαιολογήσουν. Αυτά τα μυθιστορήματα λέγεται πως δεν κατέχουν περίοπτη θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας μας, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ σημαντικά. Είναι σημαντικά γιατί γράφτηκαν από μορφωμένους ανθρώπους σε νεοελληνική γλώσσα και νεοελληνική μορφή. Ήταν η πρώτη φορά από τα αρχαία χρόνια που οι λόγιοι ενδιαφέρονταν για τα πολιτιστικά δημιουργήματα των μαζών. Οι Βυζαντινοί τροβαδούροι τραγούδησαν στη γλώσσα του λαού και χρησιμοποίησαν το δεκαπεντασύλλαβο, το στίχο του Δημοτικού Τραγουδιού. Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν ήταν πολλά, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα των προσπαθειών τους. Τη γλώσσα δεν την ήξεραν καλά ή μάλλον δεν είχαν την αίσθησή της, απαραίτητη προϋπόθεση για να την κατεργαστούν καλλιτεχνικά. Έτσι, μπερδεύουν τη λόγια γλώσσα με την ομιλουμένη και χρησιμοποιούν κάπως αδέξια τόσο τη μια όσο και την άλλη, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα λόγο κοινό. Αλλά και με τη μορφή αντιμετώπισαν προβλήματα. Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος είναι γέννημα της γλώσσας του λαού, όπως εκφράστηκε στα Δημοτικά Τραγούδια, είναι μια τεχνική τραγουδιού με γερούς και πολύπλοκους κανόνες. Οι ποιητές μας προσπάθησαν να τον μιμηθούν και τις περισσότερες φορές μπερδεύτηκαν. Κάποτε κακοποιούν τα ρυθμικά σχήματα, κάποτε επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια για να γεμίσουν το μέτρο και κάποτε — ω, του θαύματος — καταφέρνουν να φτιάξουν καμιά δεκαπενταριά όμορφους στίχους. Η γενική εντύπωση που δίνουν τα μυθιστορήματα αυτά είναι: ψυχές γερακιών κλεισμένες σε σώματα κοκόρων!
Αλλά οι αρετές τους, όσο κι αν μένουν στο επίπεδο της καλής πρόθεσης, είναι μεγάλες. Τα έργα αυτά είναι γραμμένα σε γλώσσα λαϊκή — από λογίους βέβαια· είναι φτιαγμένα με τεχνικές λαϊκές και χρησιμοποιούν όλα τα στοιχεία που μπορούσαν να διαθέσουν οι συγγραφείς τους: αρχαία μυθολογία, χριστιανική ηθική, ιπποτικοί κώδικες, παραμύθια, παραδόσεις. Το τελικό αποτέλεσμα είναι: ερωτικές ιστορίες που αρθρώνονται σαν παραμύθι.
Εμάς όμως μας ενδιαφέρει το παραμύθι, έτσι δεν είναι; Μας ενδιαφέρει και ο έρωτας. Θέλουμε να διαβάσουμε και να απολαύσουμε τις περιπέτειες ενός ρομαντικού ζευγαριού. Γι’ αυτό διασκεύασα το ποίημα σε πεζό.[1] Το έκανα ένα παραμύθι στη σημερινή γλώσσα.
Τα προβλήματα που αντιμετώπισα δεν ενδιαφέρουν τον αναγνώστη φαντάζομαι. Άλλωστε κουτσά στραβά τα έλυσα. Το μόνο που θα ήθελα να πω είναι πως αντιμετώπισα το κείμενο με πολύ ελεύθερη διάθεση, κοιτάζοντας να μεταφέρω κάθε σκέψη που άξιζε, κάθε ενδιαφέρουσα εικόνα ή παιχνίδι με τις λέξεις. Μια κάποια χιουμοριστική διάθεση που εμφανίζεται στη διασκευή δεν μπορεί κανείς να την εντοπίσει διαβάζοντας το πρωτότυπο. Κάτι μέσα μου όμως μου έλεγε πως ο συγγραφέας την είχε και είναι ζήτημα λεπτομερούς έρευνας η αποκάλυψή της.
Παρατράβηξε όμως η εισαγωγή. Ας ριχτούμε τώρα με πάθος στην ανάγνωση μιας ιστορίας πάθους, ελπίζοντας πως το κορίτσι του φάρου μπορεί να είναι στην παρέα μας, έστω και χωρίς να το γνωρίζει. Το γνωρίζουμε εμείς και κάνει το ίδιο!
Γιώργος Μπλάνας
Αιγάλεω 1997
[1] Η διασκευή βασίστηκε στο πρωτότυπο κείμενο, όπως βρίσκεται στην έκδοση Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα. Επιμέλεια: Εμμανουήλ Κριαράς. Εκδ. Ι. Ν. Zαχαρόπουλος, Αθήνα 1959.
Σειρά: Κλασική βιβλιοθήκη #1
Διασκευή, Επιμέλεια έκδοσης: Γιώργος Μπλάνας
Εικονογράφηση: Διαμαντής Αϊδίνης
σσ. 127, σχήμα 13 × 20,5 εκ., έκδοση χαρτόδετη
I S B N: 978-960-537-000-8,
Απόπειρα, Νοέμβριος 1997
Η Ερωτική Ιστορία του Καλλίμαχου και της Χρυσορρόης είναι μια ιστορία που ενώνει τη ζωή με το παραμύθι, μέσα στον έρωτα, και έρχεται από το Βυζάντιο, από τα τελευταία χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Είναι ένα ερωτικό παραμύθι — με την όμορφη ηρωίδα, τον δράκο και το δρακοντόκαστρο, το γενναίο βασιλόπουλο, που αν και έχει «φουσάτα» για να κερδίσει τη Χρυσορρόη προτιμά να μεταμορφωθεί σε απλό κηπουρό, το μαγικό μήλο που μπορεί να ρίξει τους ήρωες νεκρούς ή το δαχτυλίδι που μπορεί να τους σώσει.
Η Εισαγωγή της έκδοσης
Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα σας!Μια φορά κι έναν καιρό — 6 χρονών θα ’μουν δε θα ’μουν — παραθέριζα στην είσοδο του Κορινθιακού Κόλπου, με συντροφιά ένα μικρό όμορφο κορίτσι κι ένα μεγάλο πέτρινο φάρο. Νόμιζα πως αγαπούσα το κορίτσι και πως φοβόμουν το φάρο. Το κορίτσι ήταν φωτεινό και δροσερό· ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, το δέρμα του ακτινοβολούσε σαν ήλιος στις άκρες των δαχτύλων μου. Ήταν ένα φως που δεν μπορούσα να το δω, όμως μπορούσα να το νιώσω, με έναν τρόπο που ερχόταν πριν από το φως. Ο φάρος ήταν σκοτεινός και τεράστιος. Όλη μέρα, οι πέτρες του φυλάκιζαν το φως και κατά το απόγευμα, το άφηναν να χαρεί μια ελευθερία γεμάτη σκιές και ψίθυρους.
Ένα από κείνα τα απογεύματα, ανέβηκα στην κορυφή του φάρου με το κορίτσι. Ο ήλιος βουτούσε αργά στη θάλασσα και καλούσε τα μάτια των δαχτύλων μου ν’ ανοίξουν, καλούσε το σκοτεινό φως του κοριτσίστικου δέρματος ν’ ανατείλει. Γύρισα και κοίταξα την εξάχρονη αγάπη μου. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στον τρυφερό λαιμό της. Ένιωσα πως θα έκανα κάτι τρομερό: θα τη φιλούσα, όπως οι μεγάλοι που δεν επέτρεψαν στις επιθυμίες τους να μεγαλώσουν, θα την έκανα δική μου, με όλη τη δύναμη της παιδικής μου ψυχής! Εκείνη με κοιτούσε και … με καλούσε. Τότε είδα το καράβι. Περνούσε μπροστά από τον ήλιο και ήταν πολύχρωμο, όπως στα παραμύθια. Ερχόταν από την αρχή του κόσμου και πήγαινε στο τέλος του.
Αμέσως, ξέχασα το λαιμό και ξανάγινα παιδί. Το παράτησα το ερωτευμένο κορίτσι, το άφησα να φύγει και να φωλιάσει μέσα στα όνειρά μου. Γιατί στην πραγματικότητα φοβόμουν το κορίτσι κι αγαπούσα το φάρο. Έπρεπε να είχα ανταποκριθεί στο κάλεσμα του έρωτα και να καταχώσω τα παραμύθια στα όνειρά μου. Όμως έκανα το αντίθετο: κατάχωσα τον έρωτα στα όνειρά μου και ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα των παραμυθιών. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως είχα δώσει μια μάχη, είχα αρνηθεί να νιώσω τον έρωτα σαν κάτι «του κόσμου αυτού», σαν κάτι ξεχωριστό από τα παραμύθια. Το καράβι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά εγώ μέσα στην επιθυμία του κοριτσιού κι ο φάρος η ίδια η επιθυμία του. Αγαπούσα την επιθυμία του για μένα. Ο έρωτάς μου ήταν ένας έρωτας παραμυθιακός. Ήταν Αύγουστος μήνας και το φεγγάρι ολόκληρο, με κείνο τον τρόπο που μόνο το φεγγάρι του Αυγούστου ξέρει!
Από τότε ονειρεύτηκα πολύ. Προσπάθησα να κάνω πραγματικότητα τα όνειρά μου. Τώρα είμαι υποχρεωμένος να γνωρίζω πως ο έρωτας είναι μια από τις σταθερές του ζωικού είδους άνθρωπος, αλλά ίσα ίσα τώρα ξέρω πως αυτό ακριβώς είχα προσπαθήσει ν’ αποφύγω πάνω σε κείνο το φάρο! Το κορίτσι τελικά δεν το έχασα. Ζει στα όνειρά μου και λάμπει σαν φάρος μου στους σκοτεινούς δρόμους της επιθυμίας. Είναι η αγάπη μου, το παραμύθι μου, η παρηγοριά που δε γεύτηκα ποτέ και με κρατάει ζωντανό στη διαρκή ακύρωσή της. Υπάρχει με την πιο έντονη σημασία και ενώνει τη ζωή με το παραμύθι, μέσα στον έρωτα.
• • •
Η Ερωτική Ιστορία του Καλλίμαχου και της Χρυσορρόης (2607 ανομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι) είναι μια ιστορία που ενώνει τη ζωή με το παραμύθι, μέσα στον έρωτα. Είναι ένα ερωτικό παραμύθι. Μας έρχεται από το Βυζάντιο, από τα τελευταία χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.Εκείνον τον καιρό, το 12ο αιώνα δηλαδή, κάποιοι Βυζαντινοί φαίνεται πως αποφάσισαν να κάνουν ό,τι και οι ποιητές της Δύσης, να γράψουν ερωτικά μυθιστορήματα με σκοπό να εξυμνήσουν τον έρωτα και όχι να τον δικαιολογήσουν. Αυτά τα μυθιστορήματα λέγεται πως δεν κατέχουν περίοπτη θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας μας, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ σημαντικά. Είναι σημαντικά γιατί γράφτηκαν από μορφωμένους ανθρώπους σε νεοελληνική γλώσσα και νεοελληνική μορφή. Ήταν η πρώτη φορά από τα αρχαία χρόνια που οι λόγιοι ενδιαφέρονταν για τα πολιτιστικά δημιουργήματα των μαζών. Οι Βυζαντινοί τροβαδούροι τραγούδησαν στη γλώσσα του λαού και χρησιμοποίησαν το δεκαπεντασύλλαβο, το στίχο του Δημοτικού Τραγουδιού. Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν ήταν πολλά, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα των προσπαθειών τους. Τη γλώσσα δεν την ήξεραν καλά ή μάλλον δεν είχαν την αίσθησή της, απαραίτητη προϋπόθεση για να την κατεργαστούν καλλιτεχνικά. Έτσι, μπερδεύουν τη λόγια γλώσσα με την ομιλουμένη και χρησιμοποιούν κάπως αδέξια τόσο τη μια όσο και την άλλη, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα λόγο κοινό. Αλλά και με τη μορφή αντιμετώπισαν προβλήματα. Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος είναι γέννημα της γλώσσας του λαού, όπως εκφράστηκε στα Δημοτικά Τραγούδια, είναι μια τεχνική τραγουδιού με γερούς και πολύπλοκους κανόνες. Οι ποιητές μας προσπάθησαν να τον μιμηθούν και τις περισσότερες φορές μπερδεύτηκαν. Κάποτε κακοποιούν τα ρυθμικά σχήματα, κάποτε επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια για να γεμίσουν το μέτρο και κάποτε — ω, του θαύματος — καταφέρνουν να φτιάξουν καμιά δεκαπενταριά όμορφους στίχους. Η γενική εντύπωση που δίνουν τα μυθιστορήματα αυτά είναι: ψυχές γερακιών κλεισμένες σε σώματα κοκόρων!
Αλλά οι αρετές τους, όσο κι αν μένουν στο επίπεδο της καλής πρόθεσης, είναι μεγάλες. Τα έργα αυτά είναι γραμμένα σε γλώσσα λαϊκή — από λογίους βέβαια· είναι φτιαγμένα με τεχνικές λαϊκές και χρησιμοποιούν όλα τα στοιχεία που μπορούσαν να διαθέσουν οι συγγραφείς τους: αρχαία μυθολογία, χριστιανική ηθική, ιπποτικοί κώδικες, παραμύθια, παραδόσεις. Το τελικό αποτέλεσμα είναι: ερωτικές ιστορίες που αρθρώνονται σαν παραμύθι.
• • •
Όπως είπαμε, ένα τέτοιο ερωτικό παραμύθι είναι Η Ερωτική Ιστορία του Καλλίμαχου και της Χρυσορρόης. Ο χρόνος συγγραφής της ανάγεται στο 12ο αιώνα, και η μόνη εικασία που έχει γίνει για το συγγραφέα της αναφέρεται στον Ανδρόνικο Κομνηνό Δούκα Παλαιολόγο, γιο του σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνου και ξάδελφο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Β΄.Εμάς όμως μας ενδιαφέρει το παραμύθι, έτσι δεν είναι; Μας ενδιαφέρει και ο έρωτας. Θέλουμε να διαβάσουμε και να απολαύσουμε τις περιπέτειες ενός ρομαντικού ζευγαριού. Γι’ αυτό διασκεύασα το ποίημα σε πεζό.[1] Το έκανα ένα παραμύθι στη σημερινή γλώσσα.
Τα προβλήματα που αντιμετώπισα δεν ενδιαφέρουν τον αναγνώστη φαντάζομαι. Άλλωστε κουτσά στραβά τα έλυσα. Το μόνο που θα ήθελα να πω είναι πως αντιμετώπισα το κείμενο με πολύ ελεύθερη διάθεση, κοιτάζοντας να μεταφέρω κάθε σκέψη που άξιζε, κάθε ενδιαφέρουσα εικόνα ή παιχνίδι με τις λέξεις. Μια κάποια χιουμοριστική διάθεση που εμφανίζεται στη διασκευή δεν μπορεί κανείς να την εντοπίσει διαβάζοντας το πρωτότυπο. Κάτι μέσα μου όμως μου έλεγε πως ο συγγραφέας την είχε και είναι ζήτημα λεπτομερούς έρευνας η αποκάλυψή της.
Παρατράβηξε όμως η εισαγωγή. Ας ριχτούμε τώρα με πάθος στην ανάγνωση μιας ιστορίας πάθους, ελπίζοντας πως το κορίτσι του φάρου μπορεί να είναι στην παρέα μας, έστω και χωρίς να το γνωρίζει. Το γνωρίζουμε εμείς και κάνει το ίδιο!
Γιώργος Μπλάνας
Αιγάλεω 1997
[1] Η διασκευή βασίστηκε στο πρωτότυπο κείμενο, όπως βρίσκεται στην έκδοση Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα. Επιμέλεια: Εμμανουήλ Κριαράς. Εκδ. Ι. Ν. Zαχαρόπουλος, Αθήνα 1959.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου