3.1.24

Το φάντασμα του Ταχτσή πλανάται «Εν Αθήναις»

γράφει η Εύα Νικολαΐδου | ΕφΣυν,
2 Ιανουαρίου 2024 »»

Ήταν ένα ταρακούνημα. Να βλέπεις το φάντασμα του Κώστα Ταχτσή να ξεπροβάλει μέσα από ένα σεντούκι. Να κάθεται χαμογελαστός πάνω σ’ ένα μικρό, πολύχρωμο χαλί και ν’ ακούει την αυτοβιογραφία του από τον συναρπαστικό μονόλογο της Ράνιας Σχίζα. Υποδύεται τη μάνα του Έλλη Ζάχου Ταχτσή.

Όλο το σκηνικό είναι αυτό το μαγικό μπαούλο. Κάθεται πάνω η αξιοθαύμαστη Ράνια και με το χάρισμα της αφήγησης, ξαναπλάθει τον κόσμο του. Συγχωνεύει το παρελθόν με το παρόν, όχι στείρα, στεγνά αλλά με μία αντανάκλαση από τους μαιάνδρους της μνήμης στη μαγεία της γραφής.

Σχέσεις, γνωριμίες, μίση, έρωτες, ένα πεδίο μάχης η ζωή του. Σαστίζεις με τις αλήθειες. Η καθημερινότητα του Ταχτσή θυμίζει αρχαία τραγωδία. Ήταν μαρτυρική. Η υπόθεση διαδραματίζεται σε διάφορες κοινωνικές τάξεις. Αστική, μικροαστική, στον υπόκοσμο. Ξεγυμνώνεται η Ελλάδα. Βγαίνουν όλα στο φως. Η βία, τα σκοτάδια, οι σκιές. Η βαναυσότητα μιας εποχής. Στιγματισμένος από τις μικρότητες και τις κτηνωδίες. Ο ίδιος άγρυπνος πάντα στην αδικία και στην καταπίεση.

Ο μονόλογος της ζωής του εκφράζει το αιώνιο παρόν. Μία απροκάλυπτη ομολογία, μία εξομολόγηση, όχι αναζητώντας την ταυτότητά του αλλά ίσως τον χαμένο χρόνο του.

Ακούς τη Ράνια με σπαρακτικό τρόπο να αφηγείται το ξύπνημα στη σεξουαλικότητά του, στις επιθυμίες του, στις προτιμήσεις του. Ξεσκίζονται τα παιδικά του όνειρα, με τιμωρίες, ξύλο, δισταγμούς. Προκειμένου να κυριαρχήσει η αλήθεια. Η ρήξη με τη μάνα του είναι μια οδυνηρή απόρριψη που χαράζει τόσο το σώμα όσο και την καρδιά. Τα μυστικά του σώματος απέναντι στις προκαταλήψεις της οικογένειας.

Μέσα απ’ αυτήν την υπέροχη ερμηνεία προβάλλεται ένα μωσαϊκό προσώπων, στιγμών, δεδομένων. Ένα χρονικό που γίνεται ημερολόγιο, στοχασμός.

Και πάνω απ’ όλα το βλέμμα του Ταχτσή. Με την ιδιαίτερη πνοή του. Χωρίς θρήνους και θυμούς. Η μόνη στιγμή που εκνευρίστηκε και σηκώθηκε, αρπάζοντας τη μάνα του, ήταν όταν της είπε: «Δες το πρόσωπό σου στον καθρέφτη και θα καταλάβεις ποιος με σκότωσε».

Η γραφή της Κικής Μαυρίδου είναι υποδειγματική. Αιχμηρή, σύγχρονη, ρέουσα. Αυτήν επέλεξε ο Ταχτσής για να περιηγηθεί στον κόσμο του. Όπως γράφει η ίδια:

Πέντε λεπτά με τα πόδια απέχει το σπίτι του αδικοχαμένου Κώστα Ταχτσή από το τωρινό δικό μου. Όταν ξεκίνησα να γράφω το κείμενο, έπαιρνα τον δρόμο και πήγαινα. Στεκόμουν λίγο απ’ έξω. «Γεια σου Κώστα» του ψιθύριζα. Τον φανταζόμουν στη σφραγισμένη από χρόνια πόρτα της μικρής μονοκατοικίας του, στην οδό Τυρνάβου 26, να μου χαμογελάει. Καμιά φορά, του έλεγα και τα δικά μου. Άλλες φορές «γυρίζαμε μαζί» στο διαμέρισμά μου. Καθόταν απέναντί μου στον καναπέ και μιλούσαμε για τη ζωή του και για τη μάνα του την Έλλη, που ερχόταν κι αυτή και κάθονταν με τις ώρες δίπλα του και υπερασπιζόταν τον εαυτό της. Τον υπερασπιζόταν, ναι… γιατί το μόνο αυτονόητο για τη γυναίκα τότε ήταν η υποταγή. Με την Έλλη Ταχτσή ταξίδεψα στον κόσμο μιας ανυπόταχτης γυναίκας, που το μόνο που ήθελε ήταν να ζήσει ελεύθερη και ν’ αγαπηθεί. Ατύχησε και στα δύο. Υπέκυψε στην σκληρότητα της εποχής κι έγινε πιο σκληρή από αυτήν.

Ο γιος αυτηνής, ο Κώστας – ο δικός μας Ταχτσής – δολοφονήθηκε όπως «δολοφονείται» σε αυτόν τον κόσμο ό, τι απειλεί να ξεσκεπάσει την υποκρισία του. Την αλήθεια όλοι την υπερασπίζονται όταν τους βολεύει… Και η αλήθεια του Ταχτσή, που την κοιτούσε κατάματα, δεν βόλευε πολλούς και δεν μπορούσε να ωραιοποιηθεί από τον αθεράπευτο κομπλεξισμό της κοινωνίας. Τα πράγματα δυστυχώς δεν άλλαξαν ακόμα. Όχι στο βαθμό που ορίζει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κάθε ψυχή κρύβει τη δική της πληγή. Καμία δεν θεραπεύεται, απλώς κλείνει και σου επιτρέπει να συνεχίζεις».

Σε μια άκρη του θεάτρου Εν Αθήναις ήταν καθισμένη και συγκινημένη η Νταιζούλα Λεμπέση που έχει την επικοινωνία θεατρικών παραστάσεων. «Είχα δίκαιο»; Με ρώτησε. «Δίκαιο έχεις, Νταιζούλα μου, η Σχίζα… σχίζει»!

Δεν υπάρχουν σχόλια: