Γράφει ο M. Hulot | Lifo,
Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023 »»
Ο ηθοποιός βρίσκεται μπροστά στον πιο ιδιαίτερο ρόλο της καριέρας του: στη νέα παράσταση «Νυξ» αφηγείται περίεργες ιστορίες, βασισμένες σε ένα αναπάντεχο μείγμα κειμένων του Κουτρουμπούση και του Κορτάσαρ.
Αυτό που με καυλώνει είναι ότι δεν θα δούνε Νιάρρο, θα δουν κάτι πολύ κουλό. |
Η πορεία του Γιάννη Νιάρρου στο ελληνικό θέατρο είναι τόσο εντυπωσιακή που θα μπορούσε να συνεχίσει να κάνει επιτυχίες καταφεύγοντας σε κλασικά έργα (πάντα υπάρχει ένας τρόπος να τα ξαναδείς) ή να συνεχίσει τον δρόμο που του άνοιξε το «Σπιρτόκουτο», σκηνοθετώντας μιούζικαλ. Αντί γι’ αυτά, προτίμησε να ρισκάρει και να φτιάξει μια παράσταση που δεν μοιάζει με καμία άλλη που έχει παίξει και, απ’ ό,τι δείχνουν οι πρόβες, δεν μοιάζει και με τίποτε άλλο που έχεις δει στη σκηνή.
Το «Νυξ, Λος Ιστορίας Περίεργας» είναι ένα αξεδιάλυτο μείγμα πραγματικότητας και φαντασίας με τρία άτομα επί σκηνής (τον ίδιο και δύο μουσικούς, τον Γιάννη Παπαδόπουλο και τον Δημήτρη Κλωνή) να αφηγούνται ιστορίες περίεργες, βασισμένες σε κείμενα του Πάνου Κουτρουμπούση και του Χούλιο Κορτάσαρ. Το περίεργο και πρωτότυπο μείγμα από βίντεο, μουσική και τον Γιάννη στον πιο προσωπικό και ιδιαίτερο ρόλο της καριέρας του είναι ένα μεγάλο στοίχημα γιατί δεν πατάει πουθενά, είναι κάτι εντελώς δικό του και αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον στις 15 Ιανουαρίου 2024 που είναι η πρεμιέρα του, στο θέατρο Σημείο.
Στο θέατρο βαριέμαι πάρα πολύ εύκολα, σε επίπεδο μωρού. Δηλαδή την προσοχή μου μού την κρατάει είτε κάτι πάρα πολύ σχηματικό, εξπρεσιονιστικό, συμβάντα τεράστια, είτε κάτι πολύ καρτουνίστικο, πολύ τρελό. Και τα ταχυδράματα που έγραφε ο Κουτρουμπούσης γαμάνε, είναι πολύ ξεκάθαρες καταστάσεις.
«Το έναυσμα της παράστασης που κάνω τώρα, που λέγεται “Νυξ, Λος Ιστορίας Περίεργας”, και είναι φόρος τιμής στον Πάνο Κουτρουμπούση, ξεκίνησε από τον ντανταϊσμό», λέει. «Σκέφτηκα να κάνω ένα έργο με δυο καλούς μου φίλους γιατί στο παρελθόν αυτή η συνταγή είχε λειτουργήσει, και αναζητούσαμε υλικό, δεν θέλαμε να πάμε σε ένα κλασικό έργο. Ως ηθοποιός που αντιλαμβάνεται τη μουσική και ως δύο πολύ καλοί μουσικοί που έχουν αντίληψη του θεάτρου και τους αρέσει, ψάχναμε τη φόρμα που θα κάνει αυτό το πράγμα να λειτουργήσει.
Έτσι, πήγαμε στη θεματολογία που μου ενέπνευσε ο Κορτάσαρ αλλά και ο Κουτρουμπούσης, τη θεματολογία του ονείρου, του στιγμιαίου· όχι μόνο ό,τι ονειρεύομαι όταν κοιμάμαι αλλά κάθε στιγμή, τώρα που δίνω αυτήν τη συνέντευξη, όταν κατουράω. Σε φαινομενικά μη σημαντικές στιγμές συμβαίνουν κάποια γεγονότα που μπορούν να σε κάνουν να ζήσεις μεγάλα έργα στο κεφάλι σου, που συνήθως θα έχουν σεξουαλική μουσική υπόκρουση.
Κι έφτασα να πω “ωραία, θα το κάνω αυτό” όταν κοίταξα όλο το υλικό που με ενδιέφερε, το οποίο ουσιαστικά ήταν κείμενα υπό το πρίσμα του ντανταϊσμού. Δηλαδή χωρίς να σκέφτομαι αν αυτό το πράγμα θα είναι καλαίσθητο, υψηλό, αν θα έχει νόημα, αν θα αφορά τον κόσμο. Στράφηκα πιο πολύ προς την παρόρμηση της δημιουργίας και έτσι άρχισα να ψάχνω τον ντανταϊσμό, το Cabaret Voltaire, όλο αυτό το ρεύμα που ήταν ένα γενικό “αντί”, αντικομφορμιστικό, αντικαλλιτεχνικό, που βέβαια έχει φτάσει να έχει τεράστιες αποκλίσεις από την εννοιολογική, τη μοντέρνα τέχνη. Σκέφτηκα πώς αυτό το πράγμα απενοχοποιεί αυτό που θέλω να κάνω στο θέατρο, μια παράσταση που να είναι το συνειρμικό ταξίδι ενός εγκεφάλου, το οποίο βλέπουμε επί σκηνής. Δεν αποσκοπεί στο να πει μια ιστορία, στο να δώσει ένα υψηλό νόημα ή να είναι κάτι ενιαίο.
— Γι’ αυτό επέλεξες τα διηγήματα του Κορτάσαρ και του Κουτρουμπούση;
Από κει μέσα έσκασε ο Κορτάσαρ με τα κείμενά του, τα οποία είναι εντέχνως παρανοϊκά. Είναι πολύ εύκολο να χαθείς στο τι είναι τέχνη, αν είναι μια βλακεία που απλώς την ακουμπάς πάνω στο τραπέζι ή ένα αριστούργημα που έχει κάτι το πρόχειρο αλλά και ευφυές. Ο τρόπος γραφής του Κορτάσαρ είναι αντικομφορμιστικός και παιχνιδιάρικος, το ίδιο και η θεματολογία του, πάντα υπάρχει μια αλλαγή perspective, του πρίσματος που βλέπεις τη συγκεκριμένη ιστορία. Είναι πολύ δύσκολο αυτό και σκέφτηκα «ωραία, πάμε με τα κείμενά του, αλλά υπάρχει κάτι ανάλογο στην Ελλάδα;».
Στην Ελλάδα υπάρχει η τεράστια αυτή ανάγκη όλα τα πράγματα να είναι βαρύγδουπα και βαρυσήμαντα και τεράστια, ένας πίνακας πρέπει να έχει ένα τεράστιο πλαίσιο και να έχει μια μνημειώδη σημασία, ή ένα κομμάτι πρέπει να είναι επικό, ή η ποίηση να είναι βαρύγδουπη. Όλο αυτό ξενίζει σαφώς τη γενιά μου και τους ακόμα νεότερους, προφανώς και κάποιους μεγαλύτερους. Τέλος πάντων, έφτασα στον Κουτρουμπούση, έναν τύπο που είναι λόγιος, δεν στράφηκε σε αυτή την καλώς εννοούμενη ευτέλεια των έργων λόγω αδυναμίας.
— Θεωρούσε όντως τα έργα του ευτελή.
Και αυτό είναι που τα κάνει για μένα μεγαλειώδη. Ο τύπος ζωγράφιζε σε ένα σπιρτόκουτο κάτι το οποίο, αν το είχε ζωγραφίσει σε ένα τεράστιο καβαλέτο και είχε πάει να το δείξει σε μια έκθεση, θα έπαιρνε τεράστια αναγνώριση. Γι’ αυτό γεννήθηκε και το ερώτημα πώς γίνεται αυτόν τον άνθρωπο, που τον ανακάλυψα πρόσφατα, πρώτον να μην τον ξέρω και, δεύτερον, να μην τον ξέρει σχεδόν κανένας.
Οπότε αυτό με ιντρίγκαρε, άρχισα να ψάχνω όλο και παραπάνω, και διαβάζοντας τα έργα του και μαθαίνοντας γι’ αυτόν κατάλαβα ότι τα γραπτά του συνδυάζουν αυτό που ήταν ο Κουτρουμπούσης, ένα κολεγιόπαιδο που μεγάλωσε με αμερικανική κουλτούρα – βρίσκω πολύ τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό –, που αγαπάει τα κόμικς, τον Σούπερμαν, τον Μπάτμαν, τον Hulk, αλλά και μια λόγια φυσιογνωμία και ιδιοφυΐα που φτιάχνει κάτι μοναδικό. Για μένα τα έργα του είναι από τα σημαντικότερα έργα τέχνης που έχω δει. Όλα τα άλλα ελληνικά έργα τέχνης, πολύ συχνά, πέρα από τη σύγχρονη ελληνική μουσική και τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά, με ξενίζουν, μου δημιουργούν μια αίσθηση ότι είναι τόσο ανώτερα που δεν μπορώ να τα ακουμπήσω. Επικοινωνώ με τον κόσμο του Κουτρουμπούση πολύ παραπάνω από οποιουδήποτε Έλληνα συγγραφέα.
— Γιατί λες την παράσταση «Νυξ»;
Λόγω αυτής της σουρεαλιστικής αισθητικής, της θεματολογίας, γιατί μιλάμε για ένα όνειρο, γιατί έχει την έννοια του πλάσματος. Υπάρχουν πολλά πλάσματα μέσα σε αυτή την παράσταση, εξωγήινοι, βρικόλακες, οτιδήποτε βλέπεις σε μια horror ταινία. Έχω φάει ένα πολύ χοντρό κόλλημα με τα θρίλερ τον τελευταίο καιρό, ειδικά αυτά που είναι όχι ακριβώς ψυχολογικά θρίλερ αλλά θρίλερ που ο δημιουργός τους έχει δώσει μορφή σε μια τεράστια απώλεια ή σε ένα πολύ δυνατό συναίσθημα. Τώρα, ας πούμε, βλέπω τους «Δαίμονες του Χιλ Χάουζ» του Φλάναγκαν. Επειδή μου αρέσει να τρομάζω, να βλέπω κάτι εκτός της πραγματικότητας, μου αρέσει και το θέατρο πολύ παραπάνω απ' ό,τι η τηλεόραση ή ο κινηματογράφος.
— Τι περιέχει η παράσταση από το έργο του Κουτρουμπούση;
Έχω επιλέξει κάποια απ’ τα σκίτσα του και τα έχουμε βάλει σε ένα βίντεο που είναι audio reactive και ψιλο-psychedelic, το οποίο επηρεάζεται από τον ήχο, αλλάζει με τη φωνή και με τα όργανα. Έχω βάλει και δύο μεγάλα του κείμενα, το ένα λέγεται «Μια βόλτα με ιπτάμενο δίσκο» και το άλλο «Δολοφονίες ή Ύπνος», συν δύο κείμενα του Κορτάσαρ. Όλο το περιβάλλον είναι ένα συνειρμικό ντόμινο.
Είναι όπως όταν περπατάς για να πας προς το θέατρο και βλέπεις ένα γατάκι που το έχουν πατήσει στην Κυψέλης, βλέπεις και μια τεράστια αφίσα της Τζένιφερ Λόπεζ στο λεωφορείο, που είναι θεά, συνεχίζεις, βλέπεις κάποιους μπάτσους πάνω σε ένα μηχανάκι, και μπορεί να φτάσεις στο θέατρο με το μυαλό σου κιμά και όλα αυτά παίζουν παιχνίδια με το υποσυνείδητο. Ο ντανταϊσμός με βοήθησε να απεμπλακώ από τη σκέψη ότι αυτό το πράγμα πρέπει να έχει μια μορφή συγκεκριμένη.
Σκίτσο του Πάνου Κουτρουμπούση που χρησιμοποιείται στην παράσταση. |
Η μουσική, δυστυχώς ή ευτυχώς, έχει κάτι από το δικό μου μυαλό, κι ενώ την έχουν συνθέσει τα παιδιά, ο Γιάννης Παπαδόπουλος και ο Δημήτρης Κλωνής, έχει μια πολυμορφία. Είναι ένας τύπος που ονειρεύεται εξωγήινους, αλλά μόλις ξυπνάει παραγγέλνει και έναν καφέ και μετά ονειρεύεται ότι είναι αστυνομικός που έχει έρθει από την κηδεία του, οπότε, ανεξαρτήτως αισθητικής προτίμησης του καθενός, όταν νιώθεις ότι κάποιος έρχεται από πίσω να σε σφάξει και προσπαθείς να βάλεις τα κλειδιά στην κλειδαριά, θα ακούσεις horror μουσική, όταν δεις ένα όνειρο με εξωγήινους θα ακούσεις «Mars Attach» μουσική κ.λπ.
Όλη η μουσική όμως έχει έναν ενιαίο χαρακτήρα λόγω του αυτοσχεδιαστικού της παράστασης και του ότι συνομιλεί με τη φωνή με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο και όχι ως χαλί. Έχει τζαζ στοιχεία, επειδή υπάρχει αυτοσχεδιασμός, αλλά ακούγονται αρκετά μουσικά είδη στην παράσταση. Είναι πολύ δημιουργικό για μένα να δουλεύω με αυτούς τους μουσικούς, αλλά υπάρχει και ο Γιώργος Μιζήθρας που κάνει το sound design και παίζει ηλεκτρονικά όργανα live μέσα στην παράσταση.
Και οι τέσσερις δουλεύουμε πολύ μαζί σε όλο αυτό, δεν είναι ότι εκτελούμε μια ιδέα μουρλή, έχουμε ξεκινήσει να διαβάζουμε τα κείμενα μαζί ώστε να δούμε τι προκύπτει, οπότε η διαδικασία είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και δημιουργική. Επίπονη, αλλά πάρα πολύ καυλωτική.
Το «Νυξ» είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον έχω κάνει ως τώρα δημιουργικά, γιατί ακόμα και στο «Σπιρτόκουτο», που για μένα ήταν μια μεγάλη πρόκληση, ή όταν έπαιξα τον Κρίστοφερ στο «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα», μπορεί να ήταν ένα βήμα παραπάνω, αλλά τώρα αυτή είναι η παρόρμησή μου, τι θα ήθελα να κάνω αν με πετάξουν πάνω σε μια σκηνή κι έρθει από κάτω κόσμος.
Δεν είναι πρωταρχικό μου μέλημα να πω μια ιστορία ή να δώσω κάποιο βαρύγδουπο πολιτικό μήνυμα, μάλλον είναι το να φτάσω σε υπερβατικές στιγμές με τη βοήθεια της μουσικής, να δημιουργήσω εφιάλτη ή πάρτι, οτιδήποτε, οπότε είναι μια κουλαμάρα που τη γουστάρω πάρα πολύ. Ο ντανταϊσμός μού έδωσε κάπως την άδεια να πω κάτι επειδή εμένα μου αρέσει, κι αυτό είναι ένα μεγάλο προσωπικό κριτήριο στην τέχνη. Γιατί πολύ συχνά μας αναγκάζουν, και στη σχολή, να βρίσκουμε ενδιαφέρον μόνο σε κάτι μεγαλειώδες, να αντιλαμβανόμαστε μόνο έτσι την τέχνη.
Λόγω της μουσικής, που είναι αυτοσχεδιαστική, λόγω κάποιων κειμένων που είναι επίσης αυτοσχεδιαστικά και λόγω του βίντεο που κάθε φορά θα αλλάζει, επειδή είναι audio reactive, έρχεται από υπολογιστή, η παράσταση θα είναι διαφορετική κάθε βράδυ. Αν πω μια πιο ψηλή νότα, αλλάζει αυτό που βλέπεις π.χ. ή άμα τα παιδιά παίξουν πιο γρήγορα. Είναι κι αυτό σημαντικό στοιχείο της παράστασης, γιατί και ο Κουτρουμπούσης είχε μεγάλο κόλλημα με το sci-fi. Έγραφε για έναν μυθογράφο, ο οποίος, όταν πια όλα θα έχουν εκλείψει, θα μπορείς να του βάλεις παραμέτρους για να πει ιστορίες.
Έχω επιλέξει κάποια απ’ τα σκίτσα του Κουτρουμπούση. |
— Ήταν προφήτης ο Κουτρουμπούσης.
Μπαίνεις στο chatGPT και θα σου γράψει μια ιστορία γαμάτη. Είναι σαν αυτό που είχε πει για τον μυθογράφο. Άμα γράψεις στο chatGPT «ένα έργο θεατρικό», θα σου μιλήσει για έναν έρωτα, για μια ενηλικίωση, για ένα δύσκολο πρόβλημα, θα σου μιλήσει για μια σφαγή, ενώ ένας τύπος σαν τον Κουτρουμπούση δεν θα σου γράψει για το μεγαλείο της Ελλάδας ή για τον ερωτισμό εν γένει όπως ο Καβάφης ή ο Σολωμός· θα σου γράψει για έναν ρινόκερο που συναντάει στην Αφρική μια τουρίστρια και την ερωτεύεται.
Αντίστοιχα κι εμείς έχουμε προσπαθήσει να ερωτοτροπήσουμε με αντικείμενα και πρακτικά, με τον τρόπο που φτιάχνουμε την παράσταση, με τα βίντεο, με τα χιλιάδες τεχνικά πράγματα που υπάρχουν, και στη θεματολογία, καθώς γίνεται πολλή αναφορά στο Α.Ι. και στην tech κατάσταση που ζούμε. Γιατί είμαστε όλοι tech freaks – ειδικά εγώ, ο Μιζήθρας και ο βιντεάς είμαστε καμένοι. Ε, αυτό υπάρχει και στην παράσταση.
Να σου πω ότι στο θέατρο βαριέμαι πάρα πολύ εύκολα, σε επίπεδο μωρού. Δηλαδή την προσοχή μου μού την κρατάει είτε κάτι πάρα πολύ σχηματικό, εξπρεσιονιστικό, συμβάντα τεράστια, είτε κάτι πολύ καρτουνίστικο, πολύ τρελό. Και τα ταχυδράματα που έγραφε ο Κουτρουμπούσης γαμάνε, είναι πολύ ξεκάθαρες καταστάσεις. Η πρόταση του δημιουργού είναι το καθένα να σε πιάνει και να σε χτυπάει απανωτά και όχι να είναι ένας χυλός πληροφοριών.
Υπάρχει κόσμος που δεν του αρέσει το ταχυδράμα, που θέλει να δει το «Μπεν Χουρ», εγώ προτιμώ να πάω σε μια παράσταση 40 λεπτών, και ας μην προλάβω να καταλάβω τι έγινε. Το ίδιο και με τα βιβλία, προτιμώ τα διηγήματα, γι’ αυτό ο Κορτάσαρ μου αρέσει τρελά. Ωραίος και ο Ντοστογιέφσκι, αλλά υπάρχουν στιγμές που θέλω ένα ταχυδράμα, γι’ αυτό μου αρέσει πιο πολύ να βλέπω παιδικά, να ακούω μουσική η οποία ολοκληρώνεται, έχει patterns.
Σκίτσο του Πάνου Κουτρουμπούση που χρησιμοποιείται στην παράσταση. |
— Είναι και θέμα γενιάς, νομίζω, γιατί όσο πιο νέος είσαι, τόσο μεγαλύτερη διάσπαση προσοχής έχεις, δεν μπορείς να αντέξεις τραγούδι πάνω από δύο λεπτά π.χ., γι' αυτό μειώνεται συνεχώς η διάρκεια των ποπ τραγουδιών. Γι’ αυτό και το διήγημα είναι πολύ δημοφιλές φορμάτ στους νεότερους συγγραφείς.
Από το χαϊκού στο TikTok. Δεν πρέπει όμως να δαιμονοποιούμε, κι επειδή έχω αρχίσει να νιώθω boomer, είμαι 32, δεν ξέρω αν καταλαβαίνω τη νέα γενιά. Δεν είναι θέμα διάρκειας μόνο αλλά πρόθεσης και καθαρότητας. Δηλαδή κάτι που είναι πιο μικρό πρέπει να αποδείξει την ταυτότητά του, να το καταλάβεις πιο γρήγορα, οπότε έχει πιο χοντρές γραμμές, μπορεί να είναι και πιο πρόχειρο.
— Στο θέατρο ειδικά είναι δύσκολο να κάνεις κάτι σύντομο, ένα κλασικό έργο σε παράσταση 40 λεπτών.
Ναι, είναι δύσκολο, αλλά γενικότερα είναι ωραίο να φέρεις την ευθύνη και να ξέρεις ότι αναμετριέσαι με το άπειρο, με τον Τσέχοφ π.χ. ή με τον Ντοστογιέφσκι. Είναι ωραίο να το κάνεις αν έχεις το σθένος και σου αρέσει αυτή η ιστορία, αλλά υπάρχει και η παθολογία, ότι είμαι σκηνοθέτης δηλαδή κι έχω κάνει Τσέχοφ, γι’ αυτό έγινα σκηνοθέτης, ή ως ηθοποιός έχω παίξει τον Άμλετ. Είναι κάτι εμετικό και πολλοί λαμπροί καλλιτέχνες το έχουν καταρρίψει. Ο Κουτρουμπούσης π,χ. δεν έγραψε ένα τεράστιο ηθογραφικό ελληνικό διήγημα 800 σελίδων. Έχει μοναξιά αυτό το πράγμα.
— Πώς είναι οι πρόβες;
Πρώτη φορά κάνω αυτό που πάντα σιχαινόμουν, σκηνοθετώ, παίζω, γράφω και κείμενα με τη βοήθεια της κοπέλας μου, της Χαράς-Μάτας Γιαννάτου. Είναι τρελή αυτή η διαδικασία γιατί πρέπει να απεμπλέκεσαι από τον ρόλο του σκηνοθέτη όταν παίζεις και μετά να ξαναγυρίσεις σε αυτόν τον ρόλο και να πεις «ήταν σκατά αυτό που έπαιξες». Είναι πολύ δύσκολο να κρίνεις τον εαυτό σου, νιώθεις τεράστια έκθεση.
Έχω βρεθεί σε παράσταση ως ηθοποιός, ως σκηνοθέτης, αλλά εδώ η έκθεση είναι από παντού, και συναισθηματική. Η ατμόσφαιρα όμως είναι γλυκιά και ζεστή και το ύφος της παράστασης είναι δωματίου, μια παράνοια δωματίου. Δεν υπάρχει άλλος ηθοποιός, είμαι μόνος μου, οπότε όλα τα συναισθήματα τα βιώνω πιο έντονα. Άμα πάει καλά η πρόβα, γυρνάω σπίτι και λέω «μαλάκα, γαμάω», όταν δεν πάει καλά, λέω «πού πάω τώρα; Είμαι τελειωμένος!» – είναι έντονο, ωραίο. Και σκηνοθετικά είναι πρόκληση, είναι κάτι που έχω ξαναδεί, ούτε κάποιος θα ξαναδεί κάπου, γιατί είναι περίεργο με όλη τη σημασία της λέξης, οπότε είναι πολύ δημιουργικό.
Βγαίνεις από τη σχολή και για να πεις ότι είσαι ηθοποιός είναι κάποια τσεκ που πρέπει να μπουν: πρέπει να έχεις παίξει κάποιον ρόλο, να έχεις πάρει κάποιο βραβείο. Όσο μεγαλώνω φεύγει αυτό το πράγμα, δεν έχω αυτή την ανάγκη. Κι έχω και την ευκαιρία και την πολυτέλεια να πω σε έναν παραγωγό «θέλω να κάνω αυτό που μου ήρθε στο κεφάλι αυτήν τη στιγμή» και να μπορώ να το κάνω. Και είναι τέλειο αυτό, υπάρχουν άνθρωποι που το διεκδικούν με τη δουλειά μόνο, χωρίς να έχουν τις πλάτες τις οικονομικές, και μακάρι να συνεχιστεί – γιατί κι αυτό μπορεί να τελειώσει ανά πάσα στιγμή.
Αυτό που με καυλώνει είναι ότι δεν θα δούνε Νιάρρο, θα δούνε κάτι πολύ κουλό. Από τον «Σκύλο τα μεσάνυχτα» μέχρι το «Σπιρτόκουτο», το «Στέλλα, κοιμήσου» και τους «Παίχτες» υπήρχε μια κοινή γραμμή, γιατί είμαι εγώ και υπάρχουν αποκλίσεις. Δεν θέλω όμως να κάνω άλλη μια κωμωδία αυτήν τη στιγμή ή να γράψω άλλο ένα μιούζικαλ. Ήταν ωραία και μπορεί να τα ξανακάνω, αλλά τώρα νιώθω ότι δεν θέλω να πατήσω σε μια συνταγή.
Υπάρχει ο φόβος, υπάρχει η συνεχόμενη λογοκρισία του εαυτού σου, η απορία αν υπάρχει κοινό που είναι δικό σου, που όντως έρχεται να δει κάτι που έχεις φτιάξει, αν αξίζει αυτό που περιμένουν από σένα. Ξέρεις, μετά από ενάμιση χρόνο που ο άλλος έχει στο μυαλό του ότι έρχεται να δει κάτι καλό, κάπως νιώθεις πως ό,τι και να κάνεις καλό θα είναι, κι αυτό αρχίζει να είναι πολύ τρομακτικό και βαρετό για σένα.
Σε όλα αυτά το «σκατό ήταν στην κάλτσα», σε όλα αυτά πήγαινα με αρρώστια, με εμμονή, αναμετριόμουν με τον εαυτό μου πολύ σκληρά, με πολύ πόνο, οπότε για μένα η συνταγή είναι ο πόνος, το να το πονέσεις. Ό,τι και να κάνεις, ακόμα και stand up comedy, από την ώρα που θα βγεις στη σκηνή, πετάς μπαλάκια μέχρι να το κάνεις όσο καλύτερα μπορείς, και πάλι νιώθεις λίγος.
Γι’ αυτό μου αρέσει το θέατρο, επειδή δεν μπορείς να δεις τι κάνεις, χάνεται. Άμα έβλεπα τώρα τον εαυτό μου πώς έχει παίξει, μπορεί και να ξέρναγα. Κάθε φορά σκέφτομαι «μαλάκα, έπαιξες απαίσια». Είναι καλή διαδικασία για να πηγαίνεις παρακάτω.
Βρείτε πληροφορίες για την παράσταση εδώ »»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου