20.6.20

Γιώργος Πολυμενάκος • Αυτό το στυλό δεν είναι δικό μου.

γράφει ο Γιώργος Πολυμενάκος | fractal,
Τρίτη 16 Ιουνίου 2020 »»

Αδημοσίευτο διήγημα του  Γιώργου Πολυμενάκου αφιερωμένο σε όλες τις μητέρες του κόσμου.
Το διήγημα ανήκει στον ίδιο κύκλο με τις Ιστορίες από την άλλη όχθη, αλλά δεν συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο γιατί το έγραψε πριν από μερικές ημέρες.



Αυτό το στυλό δεν είναι δικό μου.
Δεν θα μπορούσε να είναι.
Βλέπετε την ημερομηνία στο πάνω μέρος της φωτογραφίας;
«Σχολικόν Ενθύμιον, Έτος 1966–1967».
Εκείνη την εποχή, για τις περισσότερες οικογένειες και για τη δική μου, αυτό το σχετικά απλό, για τα σημερινά δεδομένα στυλό, κόστιζε όσο αξίζει σήμερα μια πένα Montblanc Meisterstuck Classique.
Συγκεκριμένη ημερομηνία δεν αναγράφεται αλλά είναι μάλλον άνοιξη ή φθινόπωρο (τη δεκαετία του εξήντα υπήρχαν ακόμη αυτές οι εποχές – σήμερα έχει μείνει μόνο το όνομά τους). Σίγουρα δεν είναι χειμώνας.
Από πού αυτή η βεβαιότητα; θα μου πείτε. Από το γεγονός ότι δεν φοράς τίποτε πάνω από τη σχολική ποδιά; Η φωτογραφία είναι ολοφάνερο ότι έχει τραβηχτεί μέσα στο σχολείο, όχι έξω από αυτό.
Είσαι καθισμένος σε κάτι σαν θρανίο και πίσω υπάρχει κρεμασμένος ένας χάρτης. Κρεμασμένος σε κάποιο τοίχο, προφανώς. Από πού λοιπόν προκύπτει η βεβαιότητα ότι δεν είναι χειμώνας; Και, τέλος πάντων, γιατί να μας ενδιαφέρει ποια εποχή του χρόνου τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία, αν υποθέσουμε βέβαια ότι υπάρχει κάποιος λόγος να μας απασχολεί ακόμη και η ίδια η φωτογραφία αυτή καθ’ εαυτή, η οποία είναι μία μάλλον κοινότοπη φωτογραφία ενός μικρού αγοριού από μια περασμένη δεκαετία που το μόνο ενδιαφέρον που ίσως παρουσιάζει είναι ότι το αγόρι είναι κουρεμένο «γουλί» και, παρ’ ότι είναι αγόρι, φοράει αυτή την κοριτσίστικη σχολική ποδιά. Με λίγα λόγια, γιατί περιμένεις να μπούμε στον κόπο να ασχοληθούμε με τη φωτογραφία αυτή και πολύ περισσότερο με το ποια εποχή του χρόνου τραβήχτηκε;
Εσείς καλά τα λέτε αλλά να μου επιτρέψετε να σας επισημάνω ότι είναι πιθανόν ότι, όπως εγώ πολλές φορές, έτσι κι εσείς, πέφτετε σε αυτή τη λούμπα των μοντέρνων καιρών που ζούμε, που χαρακτηρίζεται από σκέψεις του τύπου: «Ολόκληρο σεντόνι πήγε κι έγραψε ο άνθρωπος, ποιος περιμένει να το διαβάσει;» «Μεγάλη η χάρη του που διάβασα έστω και τις πρώτες δέκα γραμμές» «Άλλη δουλειά δεν έχει να κάνει;» «Συνταξιούχος είναι ο τύπος και έχει χρόνο να γράφει όλα αυτά τα κατεβατά;» και πάει λέγοντας.
Για να μη χάσω λοιπόν όσους λίγους εξακολουθούν να διαβάζουν, ας περάσω στην εξιστόρηση των όσων δεν φαίνονται σ’ αυτή τη φωτογραφία διότι κατά τη γνώμη μου στη ζωή έχει αξία ό,τι κρύβεται και υπάρχει κάτω από την επιφάνεια: των γεγονότων, των πραγμάτων, των ανθρώπων, των εικόνων, κυρίως των εικόνων διότι μέσω αυτών ως γνωστόν γίνεται η παραποίηση όχι μόνο της Ιστορίας αλλά και της ίδιας της τρέχουσας ζωής.
Πάμε λοιπόν στα όσα δεν φαίνονται σε αυτή τη φωτογραφία.
Κατ’ αρχάς δεν φαίνεται η μητέρα μου. Θα μου πείτε, φυσικά και δεν φαίνεται, κανείς δεν θα της επέτρεπε να ποζάρει δίπλα σου σε φωτογράφηση που πραγματοποιείται μέσα στο σχολείο.
Και πάλι σωστά τα λέτε. Αλλά, θα συμφωνήσετε υποθέτω, ότι γενικότερα, δεν επιτρέπεται στους γονείς να βρίσκονται μέσα στα σχολεία (αν εξαιρέσουμε βέβαια τις εθνικές επετείους και τις εκδηλώσεις για το τέλος της σχολικής χρονιάς). Η μητέρα μου όμως είχε καταφέρει να βρίσκεται στο σχολείο μου, στο 46ο Δημοτικό Σχολείο που βρισκόταν στα Μανιάτικα του Πειραιά, και μάλιστα καθημερινά. Μάλιστα, κάθε μέρα, στις 9.45 ακριβώς. Βρέξει χιονίσει. (Αυτό το βρέξει χιονίσει κρατήστε το γιατί θα μας χρειαστεί και παρακάτω.)
Να διευκρινίσω βέβαια ότι δεν βρισκόταν ολόκληρη μέσα στο σχολείο αλλά μόνο ένα τμήμα της.
Και εξηγούμαι, για να μη χάσω και τους τελευταίους από εσάς που πιθανόν εξακολουθείτε να διαβάζετε αυτά που γράφω, ότι δεν ομιλώ μεταφορικά ή με κάποια υπερρεαλιστική διάθεση όταν λέω ότι μόνο ένα τμήμα της μητέρας μου παραβίαζε καθημερινά, είπαμε στις 9.45 ακριβώς, τα όρια του σχολικού συγκροτήματος:
Στις 9.45, όταν άρχιζε το δεύτερο διάλειμμα της σχολικής ημέρας, εμφανιζόταν η μητέρα μου, αρχικά έξω από τα όρια της αυλής του σχολείου η οποία ήταν περιφραγμένη με συρματοπλέγματα, μάλιστα, καλά διαβάσατε: με συρματοπλέγματα, αλλά στη συνέχεια περνούσε τα χέρια της μέσα από δυό τρύπες που είχε ανοίξει γι’ αυτό το σκοπό και έτεινε προς το μέρος μου, τι νομίζετε;  Ένα αυγό. Μελάτο.
Και λίγο ψωμί. Και απαιτούσε να το φάω, εκεί μπροστά της και μπροστά σε όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Κάθε μέρα. Στις 9.45 ακριβώς. Κι εγώ, τι να ’κανα, το έτρωγα το αυγό μου και αισθανόμουν ότι ήμουν το μαμμόθρεφτο του σχολείου. Βρέξει χιονίσει.
Μπορεί βέβαια να ήταν απλώς η ιδέα μου και κανένα από τα άλλα παιδιά να μην έδινε σημασία, δευτεράκι ήμουν, αλλά εγώ έτσι αισθανόμουν, γιατί μην ξεχνάμε ότι το 46ο Δημοτικό Σχολείο που πήγαινα δεν ήταν στη Φιλοθέη. Ήταν στα Μανιάτικα του Πειραιά.
Ένα που δεν μπορούσα να καταλάβω (τότε) ήταν γιατί η μητέρα μου με υπέβαλλε κάθε μέρα σε αυτό το ψυχολογικό βασανιστήριο που με έβαζε σε κίνδυνο να ακούσω από τους συμμαθητές μου ή από τα μεγαλύτερα παιδιά, τη φράση «Άντε, ρε νιάνιαρο, τράβα να ρουφήξεις τ’ αυγό σου!» Το παράξενο ήταν ότι δεν το άκουσα ποτέ και το ακόμα πιο παράξενο (αλλά γι’ αυτό δεν είμαι βέβαιος) είναι ότι σαν να πρόσεξα μερικές φορές τα άλλα παιδιά να με κοιτάζουν με ζήλια.
Το άλλο που δεν μπορούσα να καταλάβω (πάλι τότε) ήταν γιατί κανείς από τους δασκάλους ή τις δασκάλες που είχαν εφημερία στην αυλή (άλλαζαν κάθε μέρα) δεν της έκανε ποτέ παρατήρηση. Ούτε όταν άνοιξε τις τρύπες στο συρματόπλεγμα. Ούτε τότε. Έκαναν, για κάποιο λόγο, τα στραβά μάτια.
Και συνεχιζόταν αυτό το βιολί, καθημερινά. Βρέξει χιονίσει, τρόπος του λέγειν. Αλλά έφτασε ένας άγριος Φλεβάρης εκείνη τη χρονιά που έβρεχε και χιόνιζε πραγματικά, επί πολλές ημέρες.
Και μια από αυτές τις ημέρες που έκανε πολύ κρύο, ψόφο κανονικό, πλησίασε τα συρματοπλέγματα η δασκάλα μου κι έκανε νόημα στη μάνα μου να πάει λίγο πιο πέρα από μένα που έτρωγα το αυγό μου (με δυσκολία γιατί τουρτούριζα και τα δόντια μου χτυπούσαν ανεξέλεγκτα από το κρύο) και κάτι της είπε ψιθυριστά.
Η μάνα μου έγινε κατακόκκινη (πιο κόκκινο χρώμα δεν έχω δει από τότε στη ζωή μου) και έσκυψε το κεφάλι αμίλητη.
Σκέφτηκα πως επιτέλους τελείωσε το μαρτύριο με το αυγό, πως η δασκάλα μου της είπε «Αρκετά, κυρία Παναγιώτα, δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό, πρέπει να σταματήσει».
Και πράγματι σταμάτησε.
Αλλά μόνο για λίγες μέρες. Μετά από μερικές ημέρες ανάπαυλας η ιστορία με το αυγό συνεχίστηκε αλλά με μια διαφορά: Το δόντια μου δεν χτυπούσαν από το κρύο, παρ’ όλο που ο Άγριος Φεβρουάριος συνεχιζόταν,  γιατί φορούσα πλέον ένα μικρό παλτό που με ζέσταινε.
Ο χειμώνας εκείνης τη χρονιάς χωρίζεται στην περίοδο που δεν είχα παλτό και έτρεμα (ακόμα και μέσα στο σχολείο – το οποίο δεν είχε θέρμανση, στα Μανιάτικα του Πειραιά βρισκόταν – να μην το ξαναλέμε) και στην περίοδο που είχα παλτό οπότε το φορούσα συνέχεια, δεν το έβγαζα ποτέ από πάνω μου.
Γι’ αυτό είμαι σίγουρος ότι δεν ήταν χειμώνας όταν τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία. Γιατί αν ήταν η π.Π. (προ παλτού) εποχή, δεν θα είχα αυτή την άνετη και χαλαρή στάση σώματος – θα τουρτούριζα από το κρύο – ενώ ήταν η μ.Π. (μετά παλτό) εποχή θα το φορούσα οπωσδήποτε, ακόμα και στη φωτογραφία.
Κι επειδή, κατά την ταπεινή μου γνώμη, σε κάθε ιστορία που σέβεται τον εαυτό της, στο τέλος πρέπει όλα να εξηγούνται, θα σας λύσω την απορία, που είχα κι εγώ, για το τι είπε η δασκάλα μου στη μητέρα μου εκείνο το παγωμένο πρωινό του Φλεβάρη που την πήρε παράμερα στο συρματόπλεγμα.
Ρώτησα λοιπόν τη μάνα μου, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, τι της είπε η δασκάλα.
— Τι να μου πει, παιδάκι μου… Μου είπε ότι είναι ντροπή να σε αφήνουμε να κρυώνεις, λες και δεν το έβλεπα και χρειαζότανε να μου το πει εκείνη και ότι πρέπει να βρούμε τρόπο να σου πάρουμε παλτό. Μου πέσανε τα μούτρα.
— Και πού τα βρήκατε, ρε μάνα, τα λεφτά για το παλτό; Αφού, μου το έχεις πει, δεν υπήρχαν…
— Τα βρήκαμε, παιδάκι μου. Τι να κάναμε. Αλλιώς με τι μούτρα θα ερχόμουνα πάλι στο σχολείο να σου δίνω τ’ αυγό σου;
Το άλλο που δεν φαίνεται στη φωτογραφία, είναι η σκιά της μητέρας μου.
Η σκιά που όλες οι μανάδες του κόσμου ρίχνουν επάνω μας που άλλοτε μας προστατεύει και άλλοτε μας κρύβει τον ήλιο της ζωής.


__________
* Ο Γιώργος Πολυμενάκος γεννήθηκε στο Γύθειο το 1959. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον Πειραιά και στο Πέραμα. Γράφει στίχους από το 1985. Τραγούδια του («Χειμωνιάτικα μπαρ», «Παραισθήσεις», «Ο τόπος που μεγάλωσα» και άλλα πολλά) έχουν μελοποιήσει και ερμηνεύσει διάφοροι Έλληνες καλλιτέχνες. Έχει δημιουργήσει μαζί με τον Αλέξανδρο Ιωαννίδη το μουσικό ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας  Το τελευταίο πέρασμα, που είναι συνδυασμός ποιητικού λόγου, μουσικής, στίχων και εικόνας. Σήμερα ζει στο Πέραμα και εργάζεται στην Αθήνα ως υπεύθυνος έργων Πληροφορικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: