γράφει η Φανή Χούρσογλου | εξιτήριον,
12 Οκτωβρίου 2018 »»
Ψιλή μόνο κατ’ ευφημισμό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ποσότητα της σκόνης που εισχώρησε στη ρινική του κοιλότητα. Δεν υπήρχε λόγος για μιζέριες. Η θέση του ήταν τέτοια που του επέτρεπε να ικανοποιεί τις επιθυμίες του με μεγάλη άνεση. Και είχε αμέτρητες κι ακόρεστες επιθυμίες. Όσες και δρόμους μυστικούς να τις κυκλώσει. Πίσω από τη βιτρίνα της ανεκτίμητης γκαρνταρόμπας, πίσω απ΄την κασετίνα με τα πούρα που είχαν στρίψει στα καλλίγραμμα μπούτια τους οι πιο όμορφες μουλάτες της Αβάνας, κρύβονταν τα ιδιαίτερά του διαμερίσματα.
Εκεί δημιουργούσε τη μπουντουάρ ατμόσφαιρα όπου υλοποιούσε τις φαντασιώσεις του. Εκεί δεν άναβε επιδεικτικά το πούρο του – όπως θα έκανε με χαρακτηριστική άνεση στα καλύτερα ρεστοράν του κέντρου. Εκεί αρκούσε το τσιγάρο με το χρυσό οικόσημο στο λογότυπο. Πολλά τέτοια τσιγάρα. Πακέτα ολόκληρα είχε προμηθευτεί. Αυτά θα προτιμούσε δίχως άλλο και η τρυφερή του παρτενέρ. Χωρίς ακόμα να την έχει αντικρίσει γνώριζε πως ήταν η κατάλληλη, αφού η επιλογή της είχε γίνει με βάση την ενδελεχή αναζήτηση πολύ συγκεκριμένων προδιαγραφών.
Κι εκείνη ετοιμαζόταν. Άπλωσε το μακιγιάζ – που καθόλου δε χρειαζόταν – στην άψογη επιδερμίδα της. Ξύρισε επιμελώς κάθε σημείο στο κορμί της. Φόρεσε τις ζαρτιέρες και τα ψηλοτάκουνα. Δεν έβλεπε την ώρα. Ήθελε τόσο πολύ να πιει που ποσώς την ενδιέφερε το αντάλλαγμα που αυτό συνεπαγόταν. Προς το παρόν τουλάχιστον. Έτσι κι αλλιώς τι άλλο θα μπορούσε να υπάρχει εκτός απ΄το παρόν; Α ναι, το προσεχές μέλλον. Τα δευτερόλεπτα που το κεφάλι της θα κουδούνιζε από το άριστης ποιότητας υλικό της ευτυχίας των πλουσίων.
Θα προτιμούσε ασφαλώς να το διασκεδάσει με τις παρεούλες της αλλά και τι μ’ αυτό; Στην τελευταία τούρτα της ακόμα υπολείπονταν κάποια κεράκια απ’ τα δεκαοχτώ και το πενιχρό της χαρτζιλίκι με τίποτα δεν έφτανε τα τοξικά όνειρά της. Είχε περάσει βέβαια απ΄το ταχύρυθμο προπαρασκευαστικό στάδιο βασικής αλητείας του σχολείου. Ήθελε όμως κι άλλο. Κι έπρεπε να στοχεύσει πιο ψηλά για να το βρει. Μια δήθεν φίλη της καλή έκανε το κονέ.
Χτύπησε το κουδούνι. Την υποδέχτηκε με το βαρύ του χνώτο να ζέχνει προσδοκίες για μια έκσταση πρωτόγνωρη. Η γεύση της ελευθερίας ήταν πικρή όσο το τίμημά της. Τουλάχιστον δε θα πονούσε – με ολίγη τοπική αναισθησία. Εκτός από τα κάλλη της διέθετε ακόμα άφθονα φρέσκα κύτταρα και λίτρα ντοπαμίνης. Τα υπόλοιπα την περίμεναν επί της εταζέρας. Προκάλεσε σχεδόν αμέσως μια έκρηξη για να μπει στο κλίμα. Άναψε ένα απ’ τα τσιγάρα του σιτεμένου ζεν πρεμιέ. Άναψε κι άλλο. Κι άλλο. Στο τασάκι καίγονταν δυο τρία ακόμα – ορφανά. Ο καπνός λιβάνιζε το χώρο.
Ο «άνθρωπος» ήταν σκυμμένος πάνω απ’ το καμινέτο παραπέμποντας σε προκαθήμενο κάποιας σκοτεινής αίρεσης. Η σχεδόν αλχημιστική διαδικασία στην οποία επιδιδόταν ασκούσε στην πρόθυμη λεία του μια γοητεία ακαταμάχητη. Ανακάτευε ευλαβικά μια διόλου ευκαταφρόνητη ποσότητα απ΄την κρυσταλλική ουσία στη σωστή αναλογία αλκαλικού διαλύματος. Όταν τελείωσε επιτέλους τη δουλειά τοποθέτησε βιαστικά ένα κομμάτι από το προϊόν επάνω στην πίπα του και ρούφηξε με δύναμη το παχύρευστο λευκό σύννεφο. Έπειτα έβαλε ένα μικρότερο κομμάτι στο κορίτσι.
Της ζήτησε να λικνιστεί. Ύστερα να αφαιρέσει κάποια από τα μικροσκοπικά ρούχα της. Έπειτα να ξεκουμπώσει το δικό του σινιέ παντελόνι. Ένας χορός από μαγνητοσκοπημένα βογγητά σιγοντάριζε ηχητικά το δρώμενο. Αυτή η υπόκρουση δημιουργούσε την εντύπωση πως υπήρχαν κι άλλα άτομα στο χώρο. Μπορεί και όντως να υπήρχαν τελικά. Την περισσότερη ώρα άλλωστε τα μάτια της ήταν μισόκλειστα. Η κοπέλα είχε φτιαχτεί για τα καλά. Λειτουργούσε με τον αυτόματο πιλότο – σαν ρομπότ. Της ήταν αδύνατο να προβάλλει αντίσταση – και να ’θελε. Πόσο δε μάλλον που δεν ήξερε τι ήθελε.
Έκανε μόνο αυτό που έπρεπε, αδημονώντας για την επόμενη επιβράβευση. Χρειάστηκε βέβαια να κάνει αρκετά ώσπου να φτάσει η πολυπόθητη στιγμή. Μόλις όμως η λαχτάρα της αντάμωσε ξανά τη φευγαλέα λύτρωση, είχε ήδη έρθει πάλι η δικιά του ώρα της χαράς. Σε αντίθεση ωστόσο με το υποχείριο, για τον κυρίαρχο του παιχνιδιού η ντρόγκα ήταν απλά το μέσο κι όχι ο καθαυτό σκοπός. Η συνεδρία κλιμακώθηκε κατά το τυπικό. Της ζήτησε να χαϊδευτεί. Της ζήτησε να γυρίσει. Εκείνη υπάκουσε τυφλά. Φόρεσε τις αφράτες χειροπέδες. Ζύγωσε το βωμό γονυπετής.
Φωτογραφία: Άποψη της παραλιακής οδούς Malecon στην Αβάνα.
12 Οκτωβρίου 2018 »»
Ψιλή μόνο κατ’ ευφημισμό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ποσότητα της σκόνης που εισχώρησε στη ρινική του κοιλότητα. Δεν υπήρχε λόγος για μιζέριες. Η θέση του ήταν τέτοια που του επέτρεπε να ικανοποιεί τις επιθυμίες του με μεγάλη άνεση. Και είχε αμέτρητες κι ακόρεστες επιθυμίες. Όσες και δρόμους μυστικούς να τις κυκλώσει. Πίσω από τη βιτρίνα της ανεκτίμητης γκαρνταρόμπας, πίσω απ΄την κασετίνα με τα πούρα που είχαν στρίψει στα καλλίγραμμα μπούτια τους οι πιο όμορφες μουλάτες της Αβάνας, κρύβονταν τα ιδιαίτερά του διαμερίσματα.
Εκεί δημιουργούσε τη μπουντουάρ ατμόσφαιρα όπου υλοποιούσε τις φαντασιώσεις του. Εκεί δεν άναβε επιδεικτικά το πούρο του – όπως θα έκανε με χαρακτηριστική άνεση στα καλύτερα ρεστοράν του κέντρου. Εκεί αρκούσε το τσιγάρο με το χρυσό οικόσημο στο λογότυπο. Πολλά τέτοια τσιγάρα. Πακέτα ολόκληρα είχε προμηθευτεί. Αυτά θα προτιμούσε δίχως άλλο και η τρυφερή του παρτενέρ. Χωρίς ακόμα να την έχει αντικρίσει γνώριζε πως ήταν η κατάλληλη, αφού η επιλογή της είχε γίνει με βάση την ενδελεχή αναζήτηση πολύ συγκεκριμένων προδιαγραφών.
Κι εκείνη ετοιμαζόταν. Άπλωσε το μακιγιάζ – που καθόλου δε χρειαζόταν – στην άψογη επιδερμίδα της. Ξύρισε επιμελώς κάθε σημείο στο κορμί της. Φόρεσε τις ζαρτιέρες και τα ψηλοτάκουνα. Δεν έβλεπε την ώρα. Ήθελε τόσο πολύ να πιει που ποσώς την ενδιέφερε το αντάλλαγμα που αυτό συνεπαγόταν. Προς το παρόν τουλάχιστον. Έτσι κι αλλιώς τι άλλο θα μπορούσε να υπάρχει εκτός απ΄το παρόν; Α ναι, το προσεχές μέλλον. Τα δευτερόλεπτα που το κεφάλι της θα κουδούνιζε από το άριστης ποιότητας υλικό της ευτυχίας των πλουσίων.
Θα προτιμούσε ασφαλώς να το διασκεδάσει με τις παρεούλες της αλλά και τι μ’ αυτό; Στην τελευταία τούρτα της ακόμα υπολείπονταν κάποια κεράκια απ’ τα δεκαοχτώ και το πενιχρό της χαρτζιλίκι με τίποτα δεν έφτανε τα τοξικά όνειρά της. Είχε περάσει βέβαια απ΄το ταχύρυθμο προπαρασκευαστικό στάδιο βασικής αλητείας του σχολείου. Ήθελε όμως κι άλλο. Κι έπρεπε να στοχεύσει πιο ψηλά για να το βρει. Μια δήθεν φίλη της καλή έκανε το κονέ.
Χτύπησε το κουδούνι. Την υποδέχτηκε με το βαρύ του χνώτο να ζέχνει προσδοκίες για μια έκσταση πρωτόγνωρη. Η γεύση της ελευθερίας ήταν πικρή όσο το τίμημά της. Τουλάχιστον δε θα πονούσε – με ολίγη τοπική αναισθησία. Εκτός από τα κάλλη της διέθετε ακόμα άφθονα φρέσκα κύτταρα και λίτρα ντοπαμίνης. Τα υπόλοιπα την περίμεναν επί της εταζέρας. Προκάλεσε σχεδόν αμέσως μια έκρηξη για να μπει στο κλίμα. Άναψε ένα απ’ τα τσιγάρα του σιτεμένου ζεν πρεμιέ. Άναψε κι άλλο. Κι άλλο. Στο τασάκι καίγονταν δυο τρία ακόμα – ορφανά. Ο καπνός λιβάνιζε το χώρο.
Ο «άνθρωπος» ήταν σκυμμένος πάνω απ’ το καμινέτο παραπέμποντας σε προκαθήμενο κάποιας σκοτεινής αίρεσης. Η σχεδόν αλχημιστική διαδικασία στην οποία επιδιδόταν ασκούσε στην πρόθυμη λεία του μια γοητεία ακαταμάχητη. Ανακάτευε ευλαβικά μια διόλου ευκαταφρόνητη ποσότητα απ΄την κρυσταλλική ουσία στη σωστή αναλογία αλκαλικού διαλύματος. Όταν τελείωσε επιτέλους τη δουλειά τοποθέτησε βιαστικά ένα κομμάτι από το προϊόν επάνω στην πίπα του και ρούφηξε με δύναμη το παχύρευστο λευκό σύννεφο. Έπειτα έβαλε ένα μικρότερο κομμάτι στο κορίτσι.
Της ζήτησε να λικνιστεί. Ύστερα να αφαιρέσει κάποια από τα μικροσκοπικά ρούχα της. Έπειτα να ξεκουμπώσει το δικό του σινιέ παντελόνι. Ένας χορός από μαγνητοσκοπημένα βογγητά σιγοντάριζε ηχητικά το δρώμενο. Αυτή η υπόκρουση δημιουργούσε την εντύπωση πως υπήρχαν κι άλλα άτομα στο χώρο. Μπορεί και όντως να υπήρχαν τελικά. Την περισσότερη ώρα άλλωστε τα μάτια της ήταν μισόκλειστα. Η κοπέλα είχε φτιαχτεί για τα καλά. Λειτουργούσε με τον αυτόματο πιλότο – σαν ρομπότ. Της ήταν αδύνατο να προβάλλει αντίσταση – και να ’θελε. Πόσο δε μάλλον που δεν ήξερε τι ήθελε.
Έκανε μόνο αυτό που έπρεπε, αδημονώντας για την επόμενη επιβράβευση. Χρειάστηκε βέβαια να κάνει αρκετά ώσπου να φτάσει η πολυπόθητη στιγμή. Μόλις όμως η λαχτάρα της αντάμωσε ξανά τη φευγαλέα λύτρωση, είχε ήδη έρθει πάλι η δικιά του ώρα της χαράς. Σε αντίθεση ωστόσο με το υποχείριο, για τον κυρίαρχο του παιχνιδιού η ντρόγκα ήταν απλά το μέσο κι όχι ο καθαυτό σκοπός. Η συνεδρία κλιμακώθηκε κατά το τυπικό. Της ζήτησε να χαϊδευτεί. Της ζήτησε να γυρίσει. Εκείνη υπάκουσε τυφλά. Φόρεσε τις αφράτες χειροπέδες. Ζύγωσε το βωμό γονυπετής.
Φωτογραφία: Άποψη της παραλιακής οδούς Malecon στην Αβάνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου