24.8.18

Ξαναδιαβάζοντας τον Μπουκόβσκι

γράφει ο Παναγιώτης Γούτας | Bookpress,
Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018 »»



Με αφορμή τα βιβλία του Τσαρλς Μπουκόβσκι «Υπεραστικό μεθύσι» (μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Απόπειρα), «Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση» (μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Απόπειρα), «Βρώμικος κόσμος» (μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Απόπειρα) και «Pulp» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο).


Κρατώ σαν ανεκτίμητα διαμαντάκια στη βιβλιοθήκη μου τις παλιές εκδόσεις βιβλίων του Τσαρλς Μπουκόβσκι από τον εκδοτικό οίκο Απόπειρα. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τον Βρώμικο κόσμο και το Υπεραστικό μεθύσι του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα που, πάντα πιστός στο ρεύμα του βρόμικου ρεαλισμού, είχε το σπάνιο χάρισμα να μας παρουσιάζει τόσο αφόρητα σκληρές ιστορίες με μια απαράμιλλη τρυφερότητα, που αγγίζει την ποίηση. Κυνισμός, κοινωνικό περιθώριο, ανθρώπινα πάθη, λίτρα αλκοόλ, έρωτας και θάνατος, αφηγούμενα, όμως, κατά τέτοιο τρόπο που το λογοτεχνικό ισοδύναμό τους να είναι μια γλυκιά μελαγχολία, στην αχλή της οποίας περιδινείται ο αναγνώστης.


Ο έρωτας κι ο θάνατος βαδίζουν χέρι χέρι

Το Υπεραστικό μεθύσι είναι κομματιασμένο σε τρεις ενότητες. Δύο διηγήματα στην αρχή, κατόπιν μια συστάδα ποιημάτων και τέλος άλλα δύο διηγήματα. Στο διήγημα «Φίλησες τη Λίλυ» παρουσιάζεται μια οικογενειακή τραγωδία λόγω ερωτικής αντιζηλίας, σε κάποια κωμόπολη του Ιλινόις, επί διακυβέρνησης Τζίμυ Κάρτερ. Στο διήγημα «Σ’ αγαπώ, Άλμπερτ» πάλι γνωριμίες σε μπαρ, αλκοολικοί εραστές, στοιχήματα με άλογα, κυνισμός, αθυροστομία, σκοτεινές ανθρώπινες σχέσεις, αλλά την επομένη, μετά το μεθύσι, πάντα ο ουρανός είναι καθαρός και η καινούρια μέρα φαντάζει καλύτερη από τη χθεσινή. Στο διήγημα «Άστοχες βολές» έχουμε μια ερωτική παρωδία, μ’ έναν άντρα και τη φίλη της γυναίκας του, που λείπει για να κηδέψει τη μάνα της, σε άλλη πόλη. Στο τέλος ο αναγνώστης δεν γνωρίζει αν όλα ήταν πραγματικότητα ή φαντασίωση του ήρωα. Στο διήγημα «Υπεραστικό μεθύσι», που έδωσε τον τίτλο και σε όλο το βιβλίο, έχουμε ένα από τα υπεραστικά τηλεφωνήματα που έκανε η αλκοολική Τζοάνα στον Τόνυ, για να του διηγηθεί προσωπικές της εμπειρίες.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η ποιητική συστάδα, που παρεμβάλλεται μεταξύ των διηγημάτων, υπό τον τίτλο «Το κορίτσι μου ήλιος στο χαλί». Μια ερωτική πράξη που αναβάλλεται εξαιτίας μιας ελιάς στον γλουτό μιας γυναίκας, αποδεικνύοντας πόσο κοντά είναι τα όρια της ερωτικής ηδονής με την αποτυχία και τη γελοιότητα («Μια απειλή για την αθανασία μου»), ένα ποίημα για διάφορες γυναίκες που έφυγαν από τη ζωή του ποιητή («Ποίημα για την Μπάρμπαρα, την Τζέιν, τη Φράνσις, για όλες τους ή για καμία»), η προσομοίωση μιας γυναίκας ερωμένης με θηλυκό πάνθηρα («Έχεις φιλήσει ποτέ πάνθηρα;»), ο εξανθρωπισμός του αφηγητή από τη γυναίκα («Μαρίνα»), τα βαθύτερα συναισθήματα και οι σκέψεις δύο εραστών τη στιγμή της ερωτικής πράξης και της κορύφωσής της («Ένας άντρας και μια γυναίκα στο κρεβάτι, στις 10 το βράδυ»), η απόγνωση και ο σπαραγμός του Μπουκόβσκι για μια γυναίκα που έφυγε (ή χάθηκε) παίρνοντας τα πάντα από τη ζωή του («Για την Τζέιν»), είναι η επιγραμματική μόνο παρουσίαση κάποιων ποιημάτων του βιβλίου.

    «…Έρωτες που καταλήγουν σε οικογενειακές καταστάσεις. Όμως όλες οι οικογενειακές καταστάσεις καταλήγουν με τη σειρά τους σε μακελειά οικογενειακών καβγάδων. Αδιέξοδο λοιπόν; Ο Μπουκόβσκι πιστεύει στο αδιέξοδο των σχέσεων...».

Η απόληξη (τελευταίοι στίχοι) του ποιήματος του Μπουκόβσκι «102 κιλά» μού θύμισε ένα άλλο ποίημα του επίσης κυνικού και αθεράπευτα μελαγχολικού Ηλία Πετρόπουλου, γραμμένο στο Παρίσι δεκαεννέα χρόνια μετά από εκείνο του Μπουκόβσκι (ο Μπουκόβσκι περιλαμβάνει το ποίημα σε συλλογή του 1974, ενώ ο Πετρόπουλος, που αγάπησε κι εκείνος τη γυναίκα στην ολότητά της, έγραψε το δικό του στις 2.2.1993). Παραθέτω στίχους των δύο ποιημάτων για να κάνει ο αναγνώστης τις ανάλογες συγκρίσεις και τους συσχετισμούς.

«Ήμαστε στο κρεβάτι / κι άρχισε τον καβγά: / “Παλιοτόμαρο! Περίμενε λίγο, / θα σε πάρω!” // Έβαλα τα γέλια: / “Τι τρέχει; Τι έπαθες;” // “Παλιοτόμαρο!” ούρλιαξε.// Της έπιασα τα χέρια καθώς χτυπιόταν. // Ήταν καμιά εικοσαετία μικρότερή μου, / είχε λόξα με τις υγιεινές τροφές. / Ήταν πολύ γερή. // “Παλιοτόμαρο! Θα σε πάρω!” / ούρλιαξε. // Έπεσα πάνω της με τα 102 κιλά μου / κι έμεινα απλώς εκεί. // “Αχ, ωχ, θεέ μου, αυτό είναι πρόστυχο, ωωχ, / θεέ μου!” // Έφυγα από πάνω της, πήγα στο άλλο δωμάτιο / και κάθισα στον καναπέ. // “Θα σε πάρω, παλιομαλάκα” είπε “μόνο / περίμενε λιγάκι!” //……………………………..// “Κάνε ησυχία” είπε “θέλω ν’ ακούσω τις / ειδήσεις!” // “ Άκου” είπα “θα…” // “ΣΟΥΤ!” είπε. // Και βολεύτηκε στην πλάτη του κρεβατιού μου / βλέποντας πραγματικά τις ειδήσεις. Τη δέχτηκα / όπως ήταν». Τσαρλς Μπουκόβσκι, «102 κιλά».

«Όλα τα δικά σου τα ξέρω./Πώς κοιτάς όταν λες ψέματα./Πώς κόβεις το κρέας με το μαχαίρι./Πώς ακριβώς μυρίζει η επιδερμίδα σου./Ακουμπώ το κεφάλι στην κοιλιά σου/Και τα έντερά σου γουργουρίζουν./Τη Γυναίκα την αγαπάς στο σύνολό της/Ή καθόλου». Ηλίας Πετρόπουλος, από τη συλλογή Ποτέ και τίποτα, εκδ. Νεφέλη.

Αναφορικά με τον πυρήνα των διηγημάτων και των ποιημάτων του εν λόγω βιβλίου ο επιμελητής και μεταφραστής Γιώργος Μπλάνας αναφέρει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή του: «…Έρωτες που καταλήγουν σε οικογενειακές καταστάσεις. Όμως όλες οι οικογενειακές καταστάσεις καταλήγουν με τη σειρά τους σε μακελειά οικογενειακών καβγάδων. Αδιέξοδο λοιπόν; Ο Μπουκόβσκι πιστεύει στο αδιέξοδο των σχέσεων. Πιστεύει όμως πως έστω και μια στιγμή ευτυχίας αξίζει χίλιους θανάτους. Ο έρωτας παραμένει γι’ αυτόν ένα φράγμα στον θάνατο, έστω και αν το αντίτιμο είναι ο ίδιος ο θάνατος».




Η αποτύπωση της «ανθρώπινης κωμωδίας»


Αρκετά βιβλία, λοιπόν, του Τσαρλς Μπουκόβσκι, είχαν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, πριν από τριάντα και πλέον χρόνια, από τις εκδόσεις Απόπειρα. Η επιλογή-μετάφραση είχε γίνει, τότε, με πολύ μεράκι και άποψη από τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα, ο οποίος, σε αρκετά βιβλία, είχε επιφορτιστεί με κάποιο ενημερωτικό σημείωμα ή εισαγωγή, αναφορικά με το υλικό του συγγραφέα που είχε αναλάβει να διεκπεραιώσει.

Στο βιβλίο Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση έχουμε επιλεγμένα ποιήματα του Αμερικανού λογοτέχνη, από την ογκώδη υπερεικοσαετή ποιητική του παραγωγή. Το κριτήριο αυτής της επιλογής ήταν διπλό: Αφενός το ότι κάποια εξ αυτών ήταν μέχρι σήμερα αμετάφραστα, αφετέρου η ύπαρξη χαρακτηριστικών θεμάτων, γύρω από την οποία περιστρέφεται η ποίησή του.

Ο Γιώργος Μπλάνας χωρίζει τα ποιήματα του Μπουκόβσκι σε τρεις ευδιάκριτες κατηγορίες. Η πρώτη, που τιτλοφορείται «Άλλο ένα πλάσμα τρελό από αγάπη», αφορά ποιήματα που περιστρέφονται γύρω από τις γυναίκες – ένα από τα αγαπημένα θέματα του συγγραφέα. Γυναίκες της μιας βραδιάς, εφήμερες σχέσεις και γνωριμίες, γυναίκες που ανέχονται τα ζωώδη ένστικτα του αφηγούμενου ή ροχαλίζουν στο κρεβάτι μετά από έρωτα, γυναίκες που χασμουριούνται, ξύνουν τη μύτη τους ή τραβούν τα σκεπάσματα, ενώ εκείνος, άυπνος, υφαίνει τρυφερά το πορτρέτο τους, γυναίκες που γράφουν «μουρλά ποιήματα γι’ ΑΓΓΕΛΟΥΣ ΚΑΙ ΘΕΟΥΣ», τρελές, μαγευτικές, ασυνάρτητες υπάρξεις, που γράφουν σαν άντρες, γυναίκες-ονειροφαντασιώσεις των αντρών, γυναίκες που πλένουν τα πιάτα, μαγειρεύουν, πηδιούνται και δεν γυρνούν ποτέ (ή και γυρνούν, καμιά φορά) για κάποιο σκουλαρίκι που ξέχασαν τάχα στην ντουλάπα.

Σ’ αυτά τα ποιήματα ο αναγνώστης διακρίνει τρυφερότητα, απόγνωση, ερωτική αναμονή, συναισθηματικούς εγκλωβισμούς και λυτρώσεις, κυνισμό ανάμεικτο με ευαισθησία, πάντα με σκηνοθετικό ντεκόρ χιλιάδες τσιγάρα, αλκοόλ, ατέλειωτη μπίρα και – συνήθως – καλή μουσική. Ο Μπουκόβσκι έχει το χάρισμα να αντλεί ποιητικότητα από τετριμμένες, κοινότυπες ανθρώπινες κινήσεις κι αντιδράσεις – αυτό είναι κάτι ορατό, ιδίως στα διηγήματά του. Στο ποίημα «Γυναίκα κοιμωμένη» έχουμε την τρυφερή προσωπογραφία μιας γυναίκας, τη στιγμή που εκείνη ροχαλίζει – ποιητικότητα που συμβαδίζει αρμονικά με γήινα, χωμάτινα στοιχεία.

Ως δείγμα γραφής της πρώτης ενότητας αντιγράφω το ποίημα «ΕΙΣΑΙ», από τη σελ. 18 του βιβλίου:

«Είσαι κτήνος, είπε. / Η ξασπρισμένη σου μπάκα, / τα μαλλιαρά σου πόδια. / Δεν κόβεις τα νύχια σου ποτέ / κι έχεις χέρια χοντρά / σαν πατούσες γάτας. / Η μύτη σου η βυσσινιά, / τ’ αρχίδια: τα μεγαλύτερα / που έχω δει. / Χύνεις σαν φάλαινα / που ξεφυσάει απ’ την καμπούρα της νερό. // Κτήνος, κτήνος, κτήνος. / Με φίλησε. / Τι θα φας για πρωινό;»

    Με μουσική υπόκρουση Μπραμς ή Μπαχ, πάλι με λίτρα μπίρας να ρέουν και αρκετό κυνισμό που τσακίζει κόκαλα, ο Μπουκόβσκι μάς φανερώνει τη δυσκολία τού να είσαι σήμερα αληθινός συγγραφέας. Συγγραφέας εφάμιλλος ενός Χέμινγουεϊ, ενός Σελίν, ενός Ντοστογέφσκι ή ενός Χάμσουν.

Στη δεύτερη συστάδα ποιημάτων του βιβλίου, που τιτλοφορείται «Ένα ποίημα είναι μια πόλη…», θα βρούμε επτά ποιήματα για εκδόσεις, βιβλία, εκδότες, συγγραφικό ύφος, για μυρμήγκια που «πλημμυρίζουν μεθυσμένα χέρια». Με μουσική υπόκρουση Μπραμς ή Μπαχ, πάλι με λίτρα μπίρας να ρέουν και αρκετό κυνισμό που τσακίζει κόκαλα, ο Μπουκόβσκι μάς φανερώνει τη δυσκολία τού να είσαι σήμερα αληθινός συγγραφέας. Συγγραφέας εφάμιλλος ενός Χέμινγουεϊ, ενός Σελίν, ενός Ντοστογέφσκι ή ενός Χάμσουν. Οι λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές επιρροές του Μπουκόβσκι (η καλλιτεχνική του αγωνία, καλύτερα) είναι ορατές στο ποίημα «Τι θέλουν». Ο Βαλιέχο, ο Βαν Γκογκ, ο Ρεμπό, ο Μπετόβεν, ο Πάουντ, ο Χέμινγουεϊ, ο Αρτό, ο Λόρκα, ο Μπάροουζ, παρελαύνουν, μεταξύ άλλων, από τους στίχους του – ο Βαν Γκογκ, ο Ρεμπό, ο Πάουντ, ο Μπαχ και ο Μπραμς, συναντιούνται σε περισσότερα του ενός ποιήματα. Αντιγράφω κάποιους στίχους αυτής της ενότητας που, κάλλιστα, μπορούν να σταθούν αυτούσιοι ως αφορισμοί:            

«Να κάνεις κάτι βλακώδες με ύφος / είναι προτιμότερο, παρά να κάνεις / κάτι επικίνδυνο δίχως ύφος» (ποίημα «Ύφος») και αλλού: «Ένα ποίημα είναι μια πόλη γεμάτη δρόμους κι υπονόμους, / αγίους, ήρωες, τρελούς, αλήτες, / γεμάτη καθημερινές κοινοτοπίες και ποτά, / γεμάτη βροχές κι αστραπές κι ανεμοθύελλες».

Τέλος, στην τρίτη συστάδα ποιημάτων του βιβλίου, που τιτλοφορείται «Ο κόσμος είναι γεμάτος από ναυτιλιακούς υπαλλήλους που έχουν διαβάσει “κλασικούς”», θα συναντήσουμε ποιήματα για υπόγεια, για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού και του ποτού, για μεθυσμένους που ξυπνούν αργά τ’ απόγευμα σαν εκατομμυριούχοι, για σκύλους και τον Αυστριακό συνθέτη (μαθητή του Βάγκνερ) Ούγκο Βολφ, για έναν άντρα που κάθεται μέσα στη νύχτα, στη βροχή, ακούοντας προσεχτικά μουσική. Πικρή ειρωνεία αναμεμειγμένη με θλίψη, και, διάσπαρτοι, δεξιά-αριστερά, στίχοι σαν αποφθέγματα ή πικρά αποστάγματα σοφίας. Αντιγράφω μερικούς τέτοιους στίχους:
«Κάποιοι είναι νέοι, απλώς· / κάποιοι είναι γέροι, απλώς / και κάποιοι κάπου ανάμεσα · / αυτό μονάχα» («Σχόλιο για το σχηματισμό των μαζών»)
«Όταν με σκέπτομαι νεκρό, / σκέπτομαι όλους τους μελλοθάνατους» («Όταν με σκέπτομαι νεκρό»)
«Ο θάνατος δεν είναι δα και τόση μεγάλη υπόθεση, / όταν έχεις ανάγκη να κοιμηθείς κάπου!» («Η στιγμή της αλήθειας»)
«Το γράψιμο δεν είναι δουλειά της πλάκας. / Έχω κάνει ένα κάρο δουλειές της πλάκας. / Αν το γράψιμο άρχιζε να σκαρτεύει, / θα έψαχνα γι’ άλλη δουλειά». («Για μια νύχτα που δεν άγγιξα τη γραφομηχανή»).

Δεν γνωρίζω αν έχουν σήμερα ισχύ οι θέσεις των Σαρτρ και Ζενέ πως ο Μπουκόβσκι είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της Αμερικής. Είμαι σε θέση όμως να γνωρίζω πως, ακόμη και στην Ελλάδα (της αριστερόστροφης και αντιαμερικανικά διαμορφωμένης λογοτεχνικής κουλτούρας), επηρέασε μια πλειάδα ποιητών και πεζογράφων της δεύτερης και της τρίτης μεταπολεμικής γενιάς ή και σύγχρονους λογοτέχνες, γνωστούς ή λιγότερο γνωστούς στο ευρύτερο κοινό, ακόμη κι αν η γραφή του ή η σκέψη του πέρασαν αδιόρατα στο έργο τους. Κι επικροτώ, δίχως ίχνος αμφιβολίας, τη βεβαιότητα του επιμελητή και μεταφραστή Γιώργου Μπλάνα αναφορικά με την ουσία της ποίησης του Μπουκόβσκι –σε αντιδιαστολή με τη Θεία κωμωδία του Δάντη– έτσι όπως είναι διατυπωμένη στο εισαγωγικό του σημείωμα: «Σε τελευταία ανάλυση, η ποίηση του Μπουκόβσκι είναι μια προσπάθεια κατασκευής της “ανθρώπινης κωμωδίας”».



Βρώμικος κόσμος με συγγραφική καθαρότητα

Το βιβλίο Βρώμικος κόσμος περιλαμβάνει δέκα εμβληματικά και άκρως αντιπροσωπευτικά διηγήματα του Αμερικανού συγγραφέα, που είχαν κυκλοφορήσει στην Αμερική το 1983. Στο ομότιτλο «Βρώμικος κόσμος» έχουμε μπάτσους που κακοποιούν αλήτες, πόρνες, άφθονο αλκοόλ και αθυροστομία – τα σημαντικότερα αφηγηματικά κλισέ του Μπουκόβσκι, συγκεντρωμένα σε μια ιστορία που διαδραματίζεται στο Λος Άντζελες. Στο «Δύο ζιγκολό» ο αφηγηματικός τόπος είναι το Χόλιγουντ. Ο ένας ζιγκολό είναι συγγραφέας, κολλημένος στο δεύτερο βιβλίο του, που προσφέρει τις ερωτικές υπηρεσίες του σε μία κυρία. Ο άλλος, ο Ρότζερ, του αποκαλύπτει κάποια στιγμή την περιπέτεια που είχε με την πρώην γυναίκα του, που ήταν μισότρελη. Ο Ρότζερ, ύστερα από απόπειρα αυτοκτονίας, είναι πλέον σε άσχημα χάλια. Περιθώριο, άνθρωποι με ζωές ρημαδιό, άφθονη περιπλάνηση, πάλι αλκοόλ και ακραίες, «ζωντανές» κατά τον Μπουκόβσκι, καταστάσεις. Στο «Φλογερή ξανθιά» πάλι μια διαταραγμένη ύπαρξη υποδύεται μέσα σ’ ένα μπαρ τον τρόπο με τον οποίον καιγόταν η Ζαν ντ’ Αρκ. Εδώ, τα μπαρ, ο Μπουκόβσκι τα ονοματίζει «μαγαζιά που βρωμούν θάνατο». Ενδιαφέρον προκαλούν στο διήγημα –αλλά και σ’ ολόκληρο το βιβλίο– οι φιλοσοφημένες ατάκες που διατυπώνονται από στόματα αλκοολικών ή ανθρώπων του περιθωρίου. Π.χ., σελ. 28: «Ο θάνατος δε βρωμάει», είπε η ξανθιά. «Βρωμούν μόνο οι ζωντανοί, βρωμούν οι ετοιμοθάνατοι, βρωμούν μόνο τα κουφάρια. Ο θάνατος δε βρωμάει», ή σελ. 32: «Η σάρκα είναι σάρκα κι ο πόνος είναι πόνος», είπε ο Μονκ.

Στο «Οι ακρίδες είναι πιο ντελικάτες» σκιαγραφείται η άσχημη συμπεριφορά δύο μποέμ ζωγράφων σ’ ένα εστιατόριο. Οι διάλογοι είναι ευρηματικοί (πάντα ευδιάκριτο το στοιχείο του κυνισμού και της ειρωνείας), οι ατάκες και τα ευφυολογήματα δίνουν και παίρνουν (σελ. 37: Όσο χειρότερα ένιωθε τόσο καλύτερα αισθανόταν. «Σκατά» είπε, «τα πάντα σκατά»), ενώ στη σελ. 36 ο βρώμικος κόσμος του Μπουκόβσκι συμπυκνώνεται θαυμάσια σε μία μόλις παράγραφο. Αντιγράφω: «Κατέβηκαν τα σκαλιά απ’ τη σοφίτα. Ολόγυρα δωμάτια φτηνά, γεμάτα κατσαρίδες. Κανείς όμως δεν έδειχνε να πεινά: φαίνονταν να μαγειρεύουν διάφορα σε μεγάλες χύτρες, και καθισμένοι τριγύρω, να καπνίζουν, να καθαρίζουν τα νύχια τους, να πίνουν μπίρες ή να μοιράζονται ένα ψηλό μπλε μπουκάλι άσπρο κρασί, να ξεφωνίζουν ο ένας στον άλλο ή να γελούν ή να κλάνουν, να ρεύονται, να ξύνονται ή να κοιμούνται μπροστά στην τηλεόραση. Δεν είναι πολλοί άνθρωποι στον κόσμο, που έχουνε χρήματα, μα όσο λιγότερα έχουν τόσο καλύτερα φαίνεται να την περνούν. Ύπνος, καθαρά σεντόνια, φαί, ποτό και αλοιφή για τις αιμορροΐδες τους αρκούν. Και πάντα αφήνουν τις πόρτες τους λιγάκι ανοιχτές».

Στο «Τετρακόσια πενήντα κιλά» περιγράφεται ένα πρωινό δύο περιθωριακών συγγραφέων στην Καλιφόρνια, ύστερα από γερό μεθύσι. Αντιγράφω από τη σελ. 45 δύο ενδιαφέρουσες ατάκες: «Αυτό ήταν το κακό με το συγγραφιλίκι, αυτό ήταν το μεγαλύτερο κακό – ο ελεύθερος χρόνος, ο υπερβολικά ελεύθερος χρόνος», και παρακάτω: «Τίποτα το ένδοξο δεν υπήρχε στη ζωή ενός συγγραφέα ή ενός πότη». Το «Παρακμή και πτώση» είναι μια ευφάνταστη ιστορία σ’ ένα μπαρ στο Λος Άντζελες, επί εποχής Ρέιγκαν. Η εξομολόγηση-φάρσα ενός άντρα στον μπάρμαν θα καταλήξει ανέλπιστα σε τραγωδία. Ο τίτλος του διηγήματος παίζει με τον τίτλο βιβλίου του Όσβαλντ Σπένγκλερ, του οποίου το έργο ο Μπουκόβσκι διάβαζε μανιωδώς. Στο «Έχετε διαβάσει Πιραντέλο;» μαθαίνουμε τον τρόπο που, εν έτει 1982, ο Χένρυ Τσινάσκι (άλτερ έγκο του Μπουκόβσκι) βρίσκει, μέσω αγγελίας, διαμέρισμα για να μείνει, κι αφού έχει προηγηθεί τηλεφωνική γνωριμία με την ιδιοκτήτρια. Χιούμορ, κυνισμός, σεξουαλική νεύρωση και βίωμα, χωνεμένα σ’ ένα ωραίο διήγημα. Αντιγράφω απ’ τη σελ. 64: «Τι νομίζετε πως είναι ο Θεός;» «Άσπρα μαλλιά, μπλεγμένη γενειάδα και χωρίς μαραφέτι». «Τι γνώμη έχετε για την αγάπη;» «Δεν έχω γνώμη». «Ξεφτέρι είσαι. Άκου, θα σου δώσω τη διεύθυνσή μου. Έλα να με δεις».

    «Έχοντας φάει μια ολόκληρη ζωή στα μπαρ, είχα πια χάσει κάθε ενδιαφέρον γι’ αυτά, κι αν ήθελα κάτι να πιω έμπαινα σε μια κάβα, αγόραζα το ποτό μου και γύριζα σπίτι. Καθόμουν μονάχος και το ’πινα».

Στο «Ο μεγάλος ποιητής» περιγράφεται η επαφή του ήρωα μ’ έναν αυτοκαταστροφικό ποιητή, που ζούσε μέσα στη βρόμα και δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον χωρισμό με τη γυναίκα του. Βρισκόμαστε πάλι στο Λος Άντζελες, την περίοδο της διακυβέρνησης Ρέιγκαν. Ο αφηγηματικός ήρωας αντιμετωπίζει τον μεγάλο ποιητή με δέος και τρυφερότητα. Αντιγράφω από τη σελ. 72: «Τι θα συμβούλευες τους νεότερους συγγραφείς;» «Να πίνουν, να πηδούν και να καπνίζουν περισσότερο». Στο «Μπίρα στο μπαρ της γωνίας» που ακολουθεί, ο κυνισμός και η ειλικρίνεια του αφηγητή σ’ ένα μπαρ του Λος Άντζελες εξαγριώνουν τους θαμώνες, που τον θεωρούν απάνθρωπο, απόκοσμο και σκληρό, και τον σχολιάζουν συνεχώς επιτιμητικά. Ο Μπουκόβσκι, στην αρχή αυτού του ωραίου διηγήματος, μας καταθέτει την πεποίθησή του για τα μπαρ, που φανερώνουν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή του αλλά και την εμπειρία του από αυτά: «Έχοντας φάει μια ολόκληρη ζωή στα μπαρ, είχα πια χάσει κάθε ενδιαφέρον γι’ αυτά, κι αν ήθελα κάτι να πιω έμπαινα σε μια κάβα, αγόραζα το ποτό μου και γύριζα σπίτι. Καθόμουν μονάχος και το ’πινα».

Τελευταίο διήγημα του βιβλίου το, κατά τη γνώμη μου, κορυφαίο «Βάλε τις φωνές όταν θα καίγεσαι». Μια από τις πολλές ιστορίες του Μπουκόβσκι με αφηγηματικό τόπο το Χόλιγουντ, όπου, κατεξοχήν, θίγεται το λογοτεχνικό σινάφι. Στο διήγημα, ο συγγραφέας καυτηριάζει το εκδοτικό κατεστημένο της εποχής του. Μας αποκαλύπτει ότι οι εκδότες αργούσαν να πληρώσουν ή δεν πλήρωναν καθόλου τους συγγραφείς – κάτι φυσικά που ισχύει μέχρι τις μέρες μας, τουλάχιστον στη χώρα μας. Ο ίδιος, θύμα αυτής της τακτικής των εκδοτών, αναγκάστηκε να παίζει στα άλογα για τα προς το ζην, σκορπώντας, έτσι, όλα τα χρήματά του. Άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της ιστορίας οι λογοτεχνικές προτιμήσεις του συγγραφέα. Στέκεται τρυφερά και συμπονετικά απέναντι στον Χέμινγουεϊ και στον Φώκνερ, επειδή υπήρξαν πότες, δεν διστάζει, όμως, να κατακρίνει ή να υποτιμήσει συναδέλφους του, συχνά με σκληρό και άκομψο τρόπο: σελ. 91: «Οι τύποι που βρίσκονταν στην κορυφή βρωμούσαν. Τύποι σαν τον Μέιλερ, τύποι σαν τον Καπότε». Ενώ στη σελ. 84 αντιδιαστέλλεται ο τρόπος γραφής του μ’ εκείνον του Αλμπέρ Καμύ: «Άδειασε το ποτήρι του και τεντώθηκε. Πήρε το Αντίσταση, Εξέγερση και Θάνατος του Καμύ…, διάβασε μερικές σελίδες. Ο Καμύ μιλούσε για την αγωνία, τον τρόμο και την εξαθλίωση του ανθρώπου, όμως μιλούσε μ’ έναν τρόπο άνετο και γλαφυρό… η γλώσσα του… έδινε την αίσθηση ότι τα πράγματα δεν επηρέαζαν ούτε αυτόν ούτε το γράψιμό του. Με άλλα λόγια, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι μια χαρά. Ο Καμύ έγραφε σαν άνθρωπος που μόλις έχει σηκωθεί από ένα καλό γεύμα με μπριζόλα, τηγανητές πατάτες, σαλάτα και μια μπουκάλα φίνο γαλλικό κρασί. Η ανθρωπότητα μπορεί να υπέφερε, αυτός όμως όχι. Σοφός ίσως, αλλά ο Χένρι προτιμούσε τους ανθρώπους που έβαζαν τις φωνές όταν καίγονταν. Έριξε το βιβλίο στο πάτωμα και προσπάθησε να κοιμηθεί». Και μια ατάκα από το εν λόγω διήγημα που μου άρεσε (σελ. 84): «Εντάξει, σκέφτηκε, οι τοίχοι είναι ακόμη στη θέση τους, δώσε τέσσερις τοίχους σ’ έναν άνθρωπο και του δίνεις μια ευκαιρία. Τίποτα δεν γίνεται έξω στους δρόμους».

    Ο Μπουκόβσκι μπορεί να λοιδορήθηκε και να υποτιμήθηκε από τους μικροαστούς, τους βολεμένους, τους καθώς πρέπει και τους μαρξιστές όλων των χωρών (και των καιρών) ως μηδενιστής, παρακμιακός και αυτοκαταστροφικός συγγραφέας, που στερείται οραμάτων και πίστης για έναν καλύτερο κόσμο.

Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι στα διηγήματα του Βρώμικου κόσμου (αλλά και σε όλο το έργο του) παρέμεινε συνεπής στο μότο του, που υπήρξε πυρήνας της συγγραφικής του υπόστασης: «Δεν γράφω για να σώσω τον κόσμο, γράφω για να σώσω τον εαυτό μου». Μια ρήση και μια στάση ζωής που φέρνει στον νου μου το καυστικό αλλά και αληθινό δίστιχο του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, που τιτλοφορείται [σε καθοδηγητή]: «Ούτε τον εαυτό μας δεν μπορέσαμε να σώσουμε / και θα μπορέσουμε να σώσουμε όλον τον κόσμο;». Ο Μπουκόβσκι μπορεί να λοιδορήθηκε και να υποτιμήθηκε από τους μικροαστούς, τους βολεμένους, τους καθώς πρέπει και τους μαρξιστές όλων των χωρών (και των καιρών) ως μηδενιστής, παρακμιακός και αυτοκαταστροφικός συγγραφέας, που στερείται οραμάτων και πίστης για έναν καλύτερο κόσμο. Προσωπικά, από τον ουτοπικό κόσμο των απανταχού ιδεαλιστών προτιμώ τον βρόμικο κόσμο του Μπουκόβσκι. Γιατί αυτός ο κόσμος, παρ' όλη την ανθρώπινη εξαθλίωση, την παρακμή, τα δυσώδη χνώτα και τον κυνισμό που κουβαλά, αν μη τι άλλο, ευωδιάζει αυθεντικότητα, γνησιότητα και συγγραφική καθαρότητα – στοιχεία δυσεύρετα, για να μην πω σχεδόν ανύπαρκτα, για την πλειονότητα των σύγχρονων λογοτεχνών με τα υψηλά οράματα, την επίπλαστη ευγένεια και την πόζα της «δήθεν αυθεντικότητας» που, συχνά, τους χαρακτηρίζουν.



Παρωδώντας ανελέητα τη Λαίδη-θάνατο


Πώς είναι δυνατό ο νονός του βρόμικου ρεαλισμού – ο Μπινγκ Μπουκόβσκι, όπως τον αποκαλεί στο επίμετρό του ο μεταφραστής Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης– να έγραψε ένα τόσο, θεωρητικά, «φτηνό» βιβλίο; ίσως αναρωτιέται ο αναγνώστης του αστυνομικού μυθιστορήματος Pulp του Αμερικανού συγγραφέα. Η πρώτη ιδέα εξήγησης και απάντησης στο παραπάνω ερώτημα έρχεται από την αφιέρωση του συγγραφέα, στη σελ. 7: Αφιερωμένο στο κακό γράψιμο. Γιατί όμως, αναρωτιέται πάλι ο επίμονος και σχολαστικός αναγνώστης, να θελήσει ο Μπουκόβσκι να γράψει συνειδητά ένα «κακό» βιβλίο και σε τι αυτό εξυπηρετεί; Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν κάπως μαθαίνοντας απ’ το βιογραφικό του Μπουκόβσκι τις κατατοπιστικές πληροφορίες του μεταφραστή του, πως δηλαδή αυτό το βιβλίο ήταν το κύκνειο άσμα του βλέποντας τον θάνατο να πλησιάζει, και πως ο συγγραφέας στα νιάτα του είχε διαβάσει πολλά βιβλία παρόμοιου ύφους και θεματολογίας, τα αστυνομικά του Τσάντλερ και του Χάμετ, που κατά την τριακονταετία 1920-1950 σάρωναν εμπορικά στο Λος Άντζελες, πουλώντας χιλιάδες αντίτυπα – το φτηνό, κλισαρισμένο, υπερβολικό αστυνομικό μυθιστόρημα της εποχής, που ξεκοκάλιζε φανατικά ο Μπουκόβσκι στα νιάτα του, δηλαδή «ιστορίες με κλέφτες και αστυνόμους, με σημαδεμένους γορίλες που κουβαλάνε το σιδερικό τους ακόμα και στην τουαλέτα και με ιδιωτικούς ντετέκτιβ που βρίσκονται στο χείλος του αλκοολισμού» (επίμετρο, σελ. 256).

    Παραμορφωμένος, ξεχειλωμένος, μεταμφιεσμένος για την περίσταση, γυρίζει από μπαρ σε μπαρ, πίνει ασταμάτητα, παίζει στοιχήματα με άλογα, μνημονεύει τον μέντορά του Σελίν και τον αγαπημένο του Χέμινγουεϊ, μελαγχολεί, αυτοσαρκάζεται, παρωδεί τον θάνατο και φιλοσοφεί ανελέητα, εκτοξεύοντας σε ανύποπτο χρόνο ατάκες ανεπανάληπτες.

Ο ήρωας του Pulp, ο Νίκι Μπιλέιν, είναι ένας τύπος θαρρείς βγαλμένος από ταινίες του Ταραντίνο, ή σαν μια δεύτερη κόπια του επιθεωρητή Κλουζό – ερμηνευμένου από τον αμίμητο Πήτερ Σέλερς – ή, ακόμη ακόμη, μια καρικατούρα τύπου Μίστερ Μπιν, στην κατασκοπευτική παρωδία «Johnny English: Η Επιστροφή», όπου παραφράζεται και διακωμωδείται η δράση του Τζέιμς Μποντ. Είναι αλκοολικός που πίνει ό,τι βρει μπροστά του, μπίρα, βότκα, ουίσκι, και αρκετές φορές μετά το πιόμα συνηθίζει να πετά το άδειο ποτήρι του στον απέναντι τοίχο ή στο πάτωμα, έτσι, από στιλ. Ο ίδιος νιώθει κάποιες στιγμές προικισμένος (και επαγγελματικά και ερωτικά), αλλά δεν παύει να είναι ένας λούζερ που, παρότι σεξομανής, έχει να κοιμηθεί με γυναίκα εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα και πιστεύει ακράδαντα πως «ντετέκτιβ δίχως σιδερικό ίσον γαμίκος χωρίς καπότα. Ή ρολόι δίχως δείκτες» (σελ. 26). Έχοντας συχνά επίγνωση των περιορισμένων ικανοτήτων του – όταν δεν κομπάζει («Ήμουν ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ που δεν μπορούσε να εξιχνιάσει τίποτα», σελ. 71) –, προσπαθεί να εξιχνιάσει παράλληλες, αλλόκοτες υποθέσεις: την παράδοξη παρουσία του συγγραφέα Σελίν, που θαρρείς νεκροζώντανος δεκαετίες μετά τον θάνατό του, περιφέρεται σε κάποιο βιβλιοπωλείο του Λος Άντζελες, το μυστικό ενός κόκκινου σπουργιτιού, τον ρόλο μιας εξωγήινης που θέλει ν’ αξιοποιήσει τη γη ως τόπο διαμονής άλλων εξωγήινων και το αν έχει εξωσυζυγικές σχέσεις η Σίντι Μπας, η γυναίκα του Τζακ Μπας – τριτοκλασάτη ηθοποιός, πρώην μοντέλο, με μαθήματα πιάνου σε ωδείο και άλλες απίθανες προτιμήσεις και ενδιαφέροντα. Αυτός, λοιπόν, ο απίθανος Νίκι Μπιλέιν, που χρεώνει πάντα σε κάθε υπόθεσή του 6 δολάρια την ώρα τους πελάτες του, τελικά, κακήν κακώς, με άφθονο μπουνίδι, αλκοόλ, τραγελαφικές καταστάσεις και με την ανέλπιστη βοήθεια της τύχης, θα ξεφορτωθεί τις υποθέσεις που έχει αναλάβει, δεν θα ξεφύγει όμως από την τραγική του μοίρα και το παιχνίδι με τον «αδιανόητο στενογράφο της ζωής και κακάσχημο ελεεινό καμπούρη», δηλαδή με τον ίδιο τον θάνατο.

Ο υποψιασμένος αναγνώστης θα αναγνωρίσει πίσω από την ιλαροτραγική φιγούρα-καρικατούρα του Νίκι Μπιλέιν τον ίδιο τον Μπουκόβσκι. Παραμορφωμένος, ξεχειλωμένος, μεταμφιεσμένος για την περίσταση, γυρίζει από μπαρ σε μπαρ, πίνει ασταμάτητα, παίζει στοιχήματα με άλογα, μνημονεύει τον μέντορά του Σελίν και τον αγαπημένο του Χέμινγουεϊ, μελαγχολεί, αυτοσαρκάζεται, παρωδεί τον θάνατο και φιλοσοφεί ανελέητα, εκτοξεύοντας σε ανύποπτο χρόνο ατάκες ανεπανάληπτες [1]. Αντιγράφω ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου:
Σελ. 23: «Δες τους κινηματογραφικούς αστέρες, ας πούμε. Παίρνουν δέρμα από τον κώλο τους και το κολλάνε στη μούρη τους. Το δέρμα στον κώλο είναι το τελευταίο που ρυτιδιάζει. Με το που γερνάνε, όλοι οι αστέρες κυκλοφορούν στα πέριξ με τον κώλο στη μούρη τους».
Σελ. 47: «Μερικές φορές σκεφτόμουν το συκώτι μου, αλλά το συκώτι δεν μιλάει, όχι, το άτιμο, ποτέ δεν είπε: “Σταμάτα το πια, με σκοτώνεις, και θα σε σκοτώσω κι εγώ!”. Αν είχαμε συκώτια που μιλούσαν, δεν θα είχαμε Ανώνυμους Αλκοολικούς».
Σελ. 104: «Και μόνο το να καταφέρεις να φορέσεις τα παπούτσια σου το πρωί είναι ένας θρίαμβος».
Σελ. 112: «Είμαστε όλοι αηδιαστικοί, καταδικασμένοι να εκτελούμε τα μικρά, ασήμαντα, βρομιάρικα καθήκοντά μας. Να τρώμε και να κλάνουμε και να ξυνόμαστε και να χαμογελάμε και να γιορτάζουμε στις εορτάσιμες ημέρες».
Σελ. 141: «Και μετά άκουσα τη σειρήνα (του ασθενοφόρου). Όταν τη ακούς, είναι καλά. Όταν δεν την ακούς, είναι για σένα».

   Ο Μπουκόβσκι στο Pulp παρωδεί, αποκαθηλώνει, καγχάζει, αυτοϋπονομεύεται, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Από την πένα του δεν γλιτώνει τίποτα και κανείς. Τα πρώην μοντέλα και οι τριτοκλασάτες ηθοποιές, οι φροϋδιστές και οι ψυχίατροι, η γελοιότητα της «ερωτικής» συνομιλίας στις ροζ γραμμές, τα λεκτικά στερεότυπα των μπαρ, τα αφόρητα κλισέ των αστυνομικών ιστοριών του 1920 και 1930, η κατάθλιψη, η μιζέρια, οι ερωτομανείς που δεν αγγίζουν γυναίκες, ο ίδιος ο θάνατος. Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έδωσε ρεσιτάλ μετάφρασης με τις αυστηρά επιλεγμένες λέξεις της αργκό και με τη μεταφορά και σύζευξη συνομιλιών ή σκέψεων με ατάκες της καθομιλουμένης νεοελληνικής (μεροδούλι, μεροφάι, στιχουργική– στίχος Σαββόπουλου – ή δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη). Διαφωτιστικό και χρήσιμο και το επίμετρό του.

Εν ολίγοις, το Pulp είναι ένα ευχάριστο και ασυνήθιστο βιβλίο. Η αναδρομική εκδήλωση αγάπης του Μπουκόβσκι για την παράδοση των hard-boiled, αλλά ιδίως μια άκρως σουρεαλιστική αντιμετώπιση του ζόφου του θανάτου.

* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

[1] Ατάκες και ευφυολογήματα θα συναντήσουμε στο σύνολο του έργου του Μπουκόβσκι. Ένα βιβλίο, όμως, που βρίθει ευφυολογημάτων και φιλοσοφημένων αλά Μπουκόβσκι ρήσεων, είναι το Σκοτώνοντας την ώρα. Κείμενα από αρχεία και σημειωματάρια (1944-1990), (μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς, εκδ. Ηριδανός) για το οποίο, παλιότερα, δημοσίευσα σχετική κριτική στην Book Press.

Δεν υπάρχουν σχόλια: