Γράφει ο Λάμπρος Γιώτης* | ο αναγνώστης, «Κριτικές»,
Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018 »»
Διαβάζοντας την ποίηση της Αλίνας Τριανταφύλλου μπαίνω σ’ ένα δάσος.
Μοιάζει στην αρχή φιλικό, όμως, γρήγορα γίνεται βόρειο, παίρνει χρώμα μελανό, με ψηλές σημύδες, τόσο πυκνοφυτεμένες που δεν μπορείς να τις διασχίσεις, σαν αυτά τα δάση δίπλα στους αυτοκινητόδρομους της Γερμανίας, όπου η Αλίκη του Βέντερς μετακινείται από πόλη σε πόλη χωρίς προορισμό.
Δίπλα στα δάση βλέπω να περνούν νταλίκες, κάποιες μπορεί να έρχονται από Ελλάδα, με κουρασμένους οδηγούς στο τιμόνι που ξαγρυπνούν για να φτάσει το φορτίο στην ώρα του και να βγάλουν διπλοβάρδια γυρνώντας. Μ ένα σταυρουδάκι της μάνας στον καθρέφτη και μια ουλή από καβγά που δεν έχει ακόμη θρέψει.
Ακούω ακόμη να περνούν σειρές από τραπεζάκια δεξιώσεων με χαλασμένα ροδάκια να ξεστρατίζουν από το δρόμο και να ξερνάνε σκουπίδια τα κλαμπ σάντουιτς στις γράνες της εθνικής.
Το έργο αποκτά έναν αλλόκοτο σουρεαλιστικό χρόνο, σαν ταινία που πηγαίνει πίσω καρέ καρέ.
Οι στοίχοι ξαφνιάζουν: «Όταν απροειδοποίηα ανοίξουν οι σακούλες χάρτινες ή πλαστικές και κάθε λογής σκουπίδι θα βρει τη θέση που του αρμόζει στη σαλοτραπεζαρία».
Δεν αναρωτήθηκα ποτέ διαβάζοντας την ποίηση της Αλίνας Τριανταφύλλου αν το πρόσωπο που αφηγείται είναι άνδρας ή γυναίκα, γιατί με προλαμβάνει μια βαθειά μεθυσμένη γυναικεία διαίσθηση που αντιλαμβάνεται μοιραία την πραγματικότητα. Κι ακόμη, η αφηγήτρια της ποίησης, σαν ηρωίδα κινηματογραφικής ταινίας, και μια καριέρα πίσω που την κρατάει. Το τέλειο άλλοθι. Ναι, η ταινία είναι αστυνομική. Αποκαλύπτεται βήμα βήμα καθώς αποκαλύπτει την ηρωίδα που βγάζει το βράδυ τα ρούχα της δουλειάς και τα πετάει ένα ένα στον καναπέ. Κάθε ρούχο, μια μνήμη, κάθε πέταγμα ένα βάρος λιγότερο, ένα όνειρο περισσότερο προς την απελευθέρωση. Και στη συνέχεια θα ανοίξει το συρτάρι για να βγάλει τον μυστικό φάκελο, τα γάντια του χειρουργού, τα φτερά της αλήθειας. Μετά θα ανοίξει την πόρτα του μπαλκονιού και θα επιθεωρήσει την κίνηση της λεωφόρου. Τα χέρια της γαντζώνονται στα κάγκελα. Στο σημείο αυτό κορυφώνεται το σασπένς καθώς το κοινό υποψιάζεται την απόπειρα της πρωταγωνίστριας. Όμως η σκηνοθέτις έχει άλλες βλέψεις. Βγάζει το ρεβόλβερ αργά από την ρόμπα της, το αφήνει στο λευκό τραπεζάκι της βεράντας δίπλα στο ποτό της και ανοίγει το βιβλίο της ποίησης.
Η ποίηση της είναι μύηση. Είναι πέρασμα σε έναν άλλο κόσμο. Όχι όμως έναν κόσμο σκοτεινό και μίζερο, όχι έναν κόσμο συγκαλυμμένο και ιδιοτελή. Όχι έναν κόσμο συμφερόντων και διαπλοκών. Με αυτά τελείωσε, γυρνώντας σπίτι. Έναν κόσμο λαμπερό σαν το μαγιάτικο ήλιο, σαν το χορτάρι στο νησί, σαν το ξέφωτο στο δάσος. Όπως το φίδι που θα βγάλει το φόρεμα του για να ζήσει το καινούριο, η ηρωίδα του έργου θα ντυθεί κατάλληλα για να βγει απόψε. Σίγουρα με τρόπο μη παρατηρήσιμο. Δεν θέλει τα βλέμματα πάνω της. Έχει σπουδαιότερη αποστολή. Τι θέλει; Θα μας το πει η ίδια μέσα στο ποίημα:
Ηχούν στ’ αυτιά μου τα λόγια του Πεσσόα που αναφέρει στο «Ναυτικό» του «Τα χέρια δεν είναι ούτε αληθινά ούτε πραγματικά, είναι μυστήρια που κατοικούν γύρω μας».
Ποια χέρια θα τη βοηθήσουν;
«Νομίζεις πως δεν μπορώ να καταλάβω την απελπισία της ψυχής μου, καθώς με αμηχανία χαϊδεύεις τη μουσούδα, τ αυτιά και την πλάτη μου. Όμως εγώ θα σου γλείφω τα χέρια την ώρα που αδειάζεις κουτιά γεμάτα χάπια στις χούφτες σου», λέει στο ποίημα «Λώρο».
Ποιος είναι το εμπόδιο και ποιος ο βοηθός σε αυτή την ιστορία; Μήπως ταυτίζονται; Η απάντηση έρχεται καταιγιστική: «Κάποτε ρώτησες γιατί εμένα; Γιατί εγώ εσένα σε διάλεξα».
Η ιστορία ενός τραύματος είναι μια ιστορία επιβίωσης. Τουλάχιστον για τα τραύματα εκείνα που αφήνουν τον αφηγητή ακόμη ζωντανό. Όσο βαθύ και αν είναι το τραύμα, σχηματίζει την ουλή εκείνη που αργότερα θα γίνει η άμυνα του, το δικό του οπλοστάσιο μέσα στις κακοτοπιές, το αποτύπωμα της ανθεκτικότητας του μέσα στον χρόνο και τα γεγονότα, ο δρόμος που ακολούθησε για να φτάσει στην πηγή και να επιζήσει.
Ναι, αυτή είναι η λύση στην ιστορία. Η Απόφαση. Η ηρωίδα θα λυτρωθεί όχι από το αποτέλεσμα του ταξιδιού της αλλά από την απόφαση που πήρε να το κάνει. Αυτή είναι η πραγματική υπέρβαση της πρωταρχικής ύβρεως και η λύση της τραγωδίας. Να βγει από τη θέση της αμφιθυμίας και να τολμήσει. Θα βρει λοιπόν το θάρρος να οδηγήσει εκείνη τη νταλίκα παίρνοντας η ίδια τη θέση του οδηγού. Να ταξιδέψει πίσω στο μακρινά δάσος. Κι εκεί μέσα σε μια ηλιόλουστη μέρα που φοβίζει όσο και η νύχτα του Βορρά, θα ξεφορτώσει το βαρύ φορτίο.
Μετά θα κατέβει από το φορτηγό και θ’ ανάψει ένα τσιγάρο στην αστροφεγγιά.
Διάλειμμα. Θα περιμένουμε λίγο μας λέει:
«Επτά χρόνια άργησε ο χειμώνας να φέρει καλοκαίρι».
info: Αλίνα Τριανταφύλλου, Ρωγμή στον καθρέφτη, Απόπειρα, 2017, σσ. 54, 8,48€
* Ο Λάμπρος Γιώτης εργάζεται επαγγελματικά στον χώρο που συνδέει την ψυχοθεραπεία με τη δραματική τέχνη. Είναι Ψυχίατρος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Δραματοθεραπευτής (University of Hertfordshire, PhD in Dramatherapy), ηθοποιός (Δραματική Σχολή Γ. Θεοδοσιάδη) και σκηνοθέτης. Στην εκπαίδευσή του περιλαμβάνεται το ψυχόδραμα (London Institute of Psychodrama), σεμινάρια αρχαίου και σύγχρονου δράματος στην Αθήνα (Μ. Βολανάκης, Ζ. Νικολούδη) και το Λονδίνο (RADA, Actor’s Center, City Lit) και το θέατρο playback (Leadership & Trainer, Center of Playback Theater, New York). Διδάσκει στη Δραματική σχολή «Πράξη Επτά» από το 2007. Ιδρυτής της Εταιρείας Δραματικής Έκφρασης και Θεραπείας «Παλμός», στο πλαίσιο της οποίας οργάνωσε εκπαίδευση στο Θέατρο Playback και δημιούργησε την πρώτη επαγγελματική ομάδα Θεάτρου Playback στην Ελλάδα («Playback Ψ», 2004).
Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018 »»
Διαβάζοντας την ποίηση της Αλίνας Τριανταφύλλου μπαίνω σ’ ένα δάσος.
Μοιάζει στην αρχή φιλικό, όμως, γρήγορα γίνεται βόρειο, παίρνει χρώμα μελανό, με ψηλές σημύδες, τόσο πυκνοφυτεμένες που δεν μπορείς να τις διασχίσεις, σαν αυτά τα δάση δίπλα στους αυτοκινητόδρομους της Γερμανίας, όπου η Αλίκη του Βέντερς μετακινείται από πόλη σε πόλη χωρίς προορισμό.
Δίπλα στα δάση βλέπω να περνούν νταλίκες, κάποιες μπορεί να έρχονται από Ελλάδα, με κουρασμένους οδηγούς στο τιμόνι που ξαγρυπνούν για να φτάσει το φορτίο στην ώρα του και να βγάλουν διπλοβάρδια γυρνώντας. Μ ένα σταυρουδάκι της μάνας στον καθρέφτη και μια ουλή από καβγά που δεν έχει ακόμη θρέψει.
Ακούω ακόμη να περνούν σειρές από τραπεζάκια δεξιώσεων με χαλασμένα ροδάκια να ξεστρατίζουν από το δρόμο και να ξερνάνε σκουπίδια τα κλαμπ σάντουιτς στις γράνες της εθνικής.
Το έργο αποκτά έναν αλλόκοτο σουρεαλιστικό χρόνο, σαν ταινία που πηγαίνει πίσω καρέ καρέ.
Οι στοίχοι ξαφνιάζουν: «Όταν απροειδοποίηα ανοίξουν οι σακούλες χάρτινες ή πλαστικές και κάθε λογής σκουπίδι θα βρει τη θέση που του αρμόζει στη σαλοτραπεζαρία».
Δεν αναρωτήθηκα ποτέ διαβάζοντας την ποίηση της Αλίνας Τριανταφύλλου αν το πρόσωπο που αφηγείται είναι άνδρας ή γυναίκα, γιατί με προλαμβάνει μια βαθειά μεθυσμένη γυναικεία διαίσθηση που αντιλαμβάνεται μοιραία την πραγματικότητα. Κι ακόμη, η αφηγήτρια της ποίησης, σαν ηρωίδα κινηματογραφικής ταινίας, και μια καριέρα πίσω που την κρατάει. Το τέλειο άλλοθι. Ναι, η ταινία είναι αστυνομική. Αποκαλύπτεται βήμα βήμα καθώς αποκαλύπτει την ηρωίδα που βγάζει το βράδυ τα ρούχα της δουλειάς και τα πετάει ένα ένα στον καναπέ. Κάθε ρούχο, μια μνήμη, κάθε πέταγμα ένα βάρος λιγότερο, ένα όνειρο περισσότερο προς την απελευθέρωση. Και στη συνέχεια θα ανοίξει το συρτάρι για να βγάλει τον μυστικό φάκελο, τα γάντια του χειρουργού, τα φτερά της αλήθειας. Μετά θα ανοίξει την πόρτα του μπαλκονιού και θα επιθεωρήσει την κίνηση της λεωφόρου. Τα χέρια της γαντζώνονται στα κάγκελα. Στο σημείο αυτό κορυφώνεται το σασπένς καθώς το κοινό υποψιάζεται την απόπειρα της πρωταγωνίστριας. Όμως η σκηνοθέτις έχει άλλες βλέψεις. Βγάζει το ρεβόλβερ αργά από την ρόμπα της, το αφήνει στο λευκό τραπεζάκι της βεράντας δίπλα στο ποτό της και ανοίγει το βιβλίο της ποίησης.
Η ποίηση της είναι μύηση. Είναι πέρασμα σε έναν άλλο κόσμο. Όχι όμως έναν κόσμο σκοτεινό και μίζερο, όχι έναν κόσμο συγκαλυμμένο και ιδιοτελή. Όχι έναν κόσμο συμφερόντων και διαπλοκών. Με αυτά τελείωσε, γυρνώντας σπίτι. Έναν κόσμο λαμπερό σαν το μαγιάτικο ήλιο, σαν το χορτάρι στο νησί, σαν το ξέφωτο στο δάσος. Όπως το φίδι που θα βγάλει το φόρεμα του για να ζήσει το καινούριο, η ηρωίδα του έργου θα ντυθεί κατάλληλα για να βγει απόψε. Σίγουρα με τρόπο μη παρατηρήσιμο. Δεν θέλει τα βλέμματα πάνω της. Έχει σπουδαιότερη αποστολή. Τι θέλει; Θα μας το πει η ίδια μέσα στο ποίημα:
Θέλω να πιστέψω πως υπάρχεις
Ξέρω πως στο αίμα κυλάς
όπως τρέχει ανώνυμο στις φλέβες μου
Κι ας μην έχω δει την εικόνα σου
Στα όνειρα μου έρχεσαι
Παράνομα, αλήτικα
Για τη μάνα δεν έχω απορίες
Κι ένας Ιωσήφ ήταν παρών
όσο μεγάλωνα
Ηχούν στ’ αυτιά μου τα λόγια του Πεσσόα που αναφέρει στο «Ναυτικό» του «Τα χέρια δεν είναι ούτε αληθινά ούτε πραγματικά, είναι μυστήρια που κατοικούν γύρω μας».
Ποια χέρια θα τη βοηθήσουν;
«Νομίζεις πως δεν μπορώ να καταλάβω την απελπισία της ψυχής μου, καθώς με αμηχανία χαϊδεύεις τη μουσούδα, τ αυτιά και την πλάτη μου. Όμως εγώ θα σου γλείφω τα χέρια την ώρα που αδειάζεις κουτιά γεμάτα χάπια στις χούφτες σου», λέει στο ποίημα «Λώρο».
Ποιος είναι το εμπόδιο και ποιος ο βοηθός σε αυτή την ιστορία; Μήπως ταυτίζονται; Η απάντηση έρχεται καταιγιστική: «Κάποτε ρώτησες γιατί εμένα; Γιατί εγώ εσένα σε διάλεξα».
Η ιστορία ενός τραύματος είναι μια ιστορία επιβίωσης. Τουλάχιστον για τα τραύματα εκείνα που αφήνουν τον αφηγητή ακόμη ζωντανό. Όσο βαθύ και αν είναι το τραύμα, σχηματίζει την ουλή εκείνη που αργότερα θα γίνει η άμυνα του, το δικό του οπλοστάσιο μέσα στις κακοτοπιές, το αποτύπωμα της ανθεκτικότητας του μέσα στον χρόνο και τα γεγονότα, ο δρόμος που ακολούθησε για να φτάσει στην πηγή και να επιζήσει.
Ναι, αυτή είναι η λύση στην ιστορία. Η Απόφαση. Η ηρωίδα θα λυτρωθεί όχι από το αποτέλεσμα του ταξιδιού της αλλά από την απόφαση που πήρε να το κάνει. Αυτή είναι η πραγματική υπέρβαση της πρωταρχικής ύβρεως και η λύση της τραγωδίας. Να βγει από τη θέση της αμφιθυμίας και να τολμήσει. Θα βρει λοιπόν το θάρρος να οδηγήσει εκείνη τη νταλίκα παίρνοντας η ίδια τη θέση του οδηγού. Να ταξιδέψει πίσω στο μακρινά δάσος. Κι εκεί μέσα σε μια ηλιόλουστη μέρα που φοβίζει όσο και η νύχτα του Βορρά, θα ξεφορτώσει το βαρύ φορτίο.
Μετά θα κατέβει από το φορτηγό και θ’ ανάψει ένα τσιγάρο στην αστροφεγγιά.
Διάλειμμα. Θα περιμένουμε λίγο μας λέει:
«Επτά χρόνια άργησε ο χειμώνας να φέρει καλοκαίρι».
info: Αλίνα Τριανταφύλλου, Ρωγμή στον καθρέφτη, Απόπειρα, 2017, σσ. 54, 8,48€
* Ο Λάμπρος Γιώτης εργάζεται επαγγελματικά στον χώρο που συνδέει την ψυχοθεραπεία με τη δραματική τέχνη. Είναι Ψυχίατρος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Δραματοθεραπευτής (University of Hertfordshire, PhD in Dramatherapy), ηθοποιός (Δραματική Σχολή Γ. Θεοδοσιάδη) και σκηνοθέτης. Στην εκπαίδευσή του περιλαμβάνεται το ψυχόδραμα (London Institute of Psychodrama), σεμινάρια αρχαίου και σύγχρονου δράματος στην Αθήνα (Μ. Βολανάκης, Ζ. Νικολούδη) και το Λονδίνο (RADA, Actor’s Center, City Lit) και το θέατρο playback (Leadership & Trainer, Center of Playback Theater, New York). Διδάσκει στη Δραματική σχολή «Πράξη Επτά» από το 2007. Ιδρυτής της Εταιρείας Δραματικής Έκφρασης και Θεραπείας «Παλμός», στο πλαίσιο της οποίας οργάνωσε εκπαίδευση στο Θέατρο Playback και δημιούργησε την πρώτη επαγγελματική ομάδα Θεάτρου Playback στην Ελλάδα («Playback Ψ», 2004).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου