γράφει ο Γιάννης Τσίρμπας | ο αναγνώστης,
Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017 »»
Το περιτύλιγμα της ιστορίας του τελευταίου βιβλίου της Ειρήνης Σταματοπούλου είναι μια ιστορία δρόμου, από το Ελευθέριος Βενιζέλος με τελικό προορισμό την Καλαμάτα. Τρεις άγνωστοι άνθρωποι, μια γυναίκα και δυο άντρες, η Αγγελική, ο Στράτος και ο Νέστορας, γνωρίζονται στον ιμάντα των αποσκευών και καταλήγουν στο αυτοκίνητο του Στράτου να ταξιδεύουν, αφού πρώτα κάνουν ορισμένες στάσεις μια που η δουλειά του Στράτου είναι επαγγελματίας φωτογράφος.
Πρόκειται λοιπόν για μια ιστορία δρόμου. Αμερικανικό, κυρίως, είδος που μας φέρνει στο νου μεγάλες έρημες εθνικές οδούς, απομονωμένες πολίχνες, τύπους που κάθονται σε κουνιστές καρέκλες, έρημους. Η Πελοπόννησος, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, μοιάζει να μην το χωράει αυτό το είδος· μοιάζει να είναι πολύ μικρή για αυτό. Και όμως, αφενός δεν πρόκειται για μια κλασσική ιστορία δρόμου, αλλά για πολλά περισσότερα από αυτό, και αφετέρου η Πελοπόννησος έχει ακριβώς όσο χώρο χρειάζεται για να εκτυλιχθεί η ιστορία ή μάλλον οι ιστορίες του βιβλίου. Φαίνεται ότι θα αρκούσε, τελικά, ακόμα και ο χώρος του λαβύρινθου ενός αυτιού…
Σχετικά με τους χαρακτήρες, ο Στράτος είναι ένας κουλ, κοσμογυρισμένος κουλτουριάρης, ο οποίος έχει κατηγοριοποιήσει σε ακρώνυμα σχεδόν κάθε περίσταση της καθημερινότητας, όπως «ΟΧΦΕΠ: Οι χειρότεροι φόβοι σου επαληθεύονται πάντα» ή «ΚΚΓΚ Κάθε καλόπιασμα για κακό.» Ο Νέστορας, από την άλλη, είναι ένας σαραντάρης που φοβάται τα γηρατειά και παίρνει λογής λογής σκευάσματα και μαντζούνια για να ξεγελάσει το χρόνο, ενώ έχει άγχος αν παίρνει αστείες εκφράσεις όταν κοιμάται. Ο Νέστορας προσπαθεί να ζήσει για πάντα, όπως και η λογοτεχνία και η σκέψη. Και η Αγγελική είναι ένα ξωτικό που πάσχει από μια περίεργη ασθένεια (ψυχική τύφλωση) που την κάνει να μπερδεύει το όνειρο με την πραγματικότητα. Η δουλειά της είναι να ηχογραφεί τους ήχους αεροδρομίων για ανθρώπους που απατούν τη γυναίκα τους.
Παρόλο που στην αρχή εναλλάσσονται τα πρόσωπα, ο κύριος αφηγητής της ιστορίας, σε πρώτο πρόσωπο, είναι ο Στράτος, και όταν ο Στράτος απουσιάζει, αναλαμβάνει ένας παντεπόπτης τριτοπρόσωπος αφηγητής. Αναφορικά με τη δυναμική της σχέσης μεταξύ των τριών, κυριαρχεί ένας υποβόσκων ερωτισμός και ανταγωνισμός των δύο αντρών για την Αγγελική που κορυφώνεται όσο το βιβλίο φτάνει προς το τέλος του.
Ουσιαστικά, το πραγματικό road trip γίνεται μέσα από τη διαρκή αφήγηση των παράξενων ονείρων της Αγγελικής, τα οποία αφενός είναι επισκέψεις σε διάσημες ταινίες, αφετέρου η Αγγελική ξυπνώντας από αυτά έχει συνήθως και κάποιο σουβενίρ χειροπιαστό. Ένα σημάδι, ένα κόσμημα, ένα μπουκαλάκι με ένα περίεργο και μοιραίο υγρό. Ουσιαστικά, η Σταματοπούλου με τις εγκιβωτισμένες ιστορίες των ονείρων της Αγγελικής, στοχάζεται διαρκώς πάνω στην ίδια την τέχνη της αφήγησης. Μας λέει ότι καμιά ιστορία δεν υπάρχει πριν από την αφήγησή της. Βάζει τον Σούπερμαν να αναρωτιέται για το χρόνο της αφήγησης. Βάζει το Νέστορα να κάνει επιστημολογικές παρατηρήσεις. Έχει το τίποτα αριθμητική υπόσταση; Το μηδέν σημαίνει πάντα τίποτα; Πώς έχουμε καταλήξει να ονομάζουμε, να εννοιολογούμε και να ορίζουμε πράγματα συνάπτοντας μεταξύ μας συμβάσεις;
Το τελευταίο είναι το κλειδί, ώστε να κατανοήσει κανείς το βιβλίο της Σταματοπούλου: μπορεί να είναι λογοτεχνία, μπορεί να είναι και δοκίμιο, μπορεί να είναι σινεμά, μπορεί να είναι ψυχανάλυση, μπορεί να είναι φιλοσοφικό πόνημα, αφηγηματική φιλοσοφία, φιλοσοφημένη αφήγηση και όλα αυτά μαζί. Για παράδειγμα, ένα κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η γνώση και η απόκτησή της, το παρελθόν και η μνήμη. Το να γνωρίζεις σημαίνει να θυμάσαι και το να μη μαθαίνεις σημαίνει να ξεχνάς, λέει κάποια στιγμή ένας ήρωας, δανειζόμενος τα λόγια ενός φιλοσόφου.
Το αυτί της Αριάδνης είναι, βέβαια, σε μορφή λογοτεχνικού πονήματος, καμία αμφιβολία περί αυτού. Το κέλυφος μιας λογοτεχνικής αφήγησης μας δίνεται, όμως, τόσο περιπαικτικά μερικές φορές που υποψιάζομαι ότι η συγγραφέας μας λέει ακριβώς αυτό, ότι όλα είναι κέλυφος. Παίζει μαζί μας. Η Σταματοπούλου ίσως προσπαθεί να μας πει ότι αν βγάλουμε την αρχική συνθήκη, την αρχική σύμβαση –αυτό που διαβάζουμε είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο, όχι;- όλα τα κείμενα δεν είναι παρά ΕΝΑ κείμενο.
Η συγγραφέας μας κάνει να νιώθουμε ταυτόχρονα δέος αλλά και ειρωνία για τα προϊόντα της ανθρώπινης σκέψης. Κυρίως για το πώς τα χρησιμοποιούμε, πώς τα εμπορευματοποιούμε, πώς τα επιστρατεύουμε για να γίνουμε γοητευτικοί, πώς τα κάνουμε μόδα. Τα διαβάσματα και οι περισπούδαστες σκέψεις τους είναι τα διαρκή όπλα των δύο αντρών για να κερδίσουν την Αγγελική. Κατέχοντας άρτια η συγγραφέας την γνώση, την τέχνη και την τεχνική της διακειμενικότητας μάς τη σερβίρει χωρίς οίκτο.
Από κάποιο σημείο και μετά η Σταματοπούλου αποχαλινώνεται δημιουργικά, ξεδιπλώνει και ελέγχει απόλυτα ένα πολυσύνθετο σύμπαν λόγου και εικόνας, τόσο μαεστρικά που ο αναγνώστης χάνεται άνετα μέσα του, χωρίς, όμως, να χάνεται όντως ποτέ. Ακριβώς όπως συμβαίνει με τα όνειρα. Ακριβώς όπως συμβαίνει σε μια παροδική στιγμή ιλίγγου, που ελέγχεται από το αυτί μας, το οποίο όμως γρήγορα, αμέσως, ξαναβρίσκει το μίτο του προς την ισορροπία. Για παράδειγμα, μια ψυχολόγος βυζαίνει κάποιον με καθήλωση σε προοιδιπόδειο στάδιο-νέα, πολλά υποσχόμενη, μέθοδος· ο κύριος Ράιτερ (συγγραφέας κατά το ελληνικόν) που η πάθησή του είναι η διαρκής αυτοϊκανοποίηση· ένας κόσμος όπου το πόσο θα ζήσει ή θα πεθάνει κάποιος εξαρτάται από το βαθμό αχρηστίας του σε αυτόν τον κόσμο, και τον μεγαλύτερο βαθμό αχρηστίας τον έχουν οι καλλιτέχνες και οι πόρνες.
Το βιβλίο της Σταματοπούλου είναι μια λογοτεχνία υποτίθεται δρόμου, η οποία πραγματολογικά διανύει μερικές μόνο εκατοντάδες χιλιόμετρα (δεν συγκρίνεται ο γύρος της Πελοποννήσου σε σχέση με το Route 66), αλλά κάνει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα, στην υφήλιο, στην παγκόσμια σκέψη, ακόμα και στο σύμπαν. Το αυτί της Αριάδνης προσφέρει ικανοποίηση βασικά στον αναγνώστη του, αν και είναι ταυτόχρονα προφανές ότι προσέφερε μεγάλη ικανοποίηση και στην ίδια τη συγγραφέα κατά τη διάρκεια της συγγραφής του.
Αν μπορούσα να διαλέξω έναν μόνο από τους ήρωες που περιδιαβαίνουν το βιβλίο της Σταματοπούλου ως αυτόν που το συμβολίζει ή το συνοψίζει καλύτερα, αυτός θα ήταν ο Μπέλα Λουγκόζι. Πρόκειται για κάποιον που όντως γεννήθηκε στα Καρπάθια όρη, όταν μεγάλωσε έγινε διάσημος ηθοποιός παίζοντας τον Δράκουλα των Καρπαθίων, και τον έθαψαν στα Καρπάθια, φορώντας, μέσα στο φέρετρο, την κάπα του Δράκουλα. Αν αυτή η ιστορία δεν ήταν πραγματική, θα την είχε εφεύρει σίγουρα η Σταματοπούλου στο βιβλίο της.
Κλείνοντας, είναι βασική αρχή των κειμένων για βιβλία να μην προδίδουν το τέλος τους. Είναι, όμως, ταυτόχρονα και βασικό χαρακτηριστικό των καλών βιβλίων ότι το τέλος τους δεν είναι παρά μόνο η αρχή τους και η τελευταία φράση του βιβλίου, αυτό που λέει η Αγγελική στο αυτί ενός από τους δύο άντρες, μετά από μια σειρά συγκλονιστικών περιστατικών, είναι χαρακτηριστική: «Πες ότι δεν έγινε τίποτα…».
________________
info: Ειρήνη Σταματοπούλου (2016), To αυτί της Αριάδνης, εκδόσεις Απόπειρα.
Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017 »»
Το περιτύλιγμα της ιστορίας του τελευταίου βιβλίου της Ειρήνης Σταματοπούλου είναι μια ιστορία δρόμου, από το Ελευθέριος Βενιζέλος με τελικό προορισμό την Καλαμάτα. Τρεις άγνωστοι άνθρωποι, μια γυναίκα και δυο άντρες, η Αγγελική, ο Στράτος και ο Νέστορας, γνωρίζονται στον ιμάντα των αποσκευών και καταλήγουν στο αυτοκίνητο του Στράτου να ταξιδεύουν, αφού πρώτα κάνουν ορισμένες στάσεις μια που η δουλειά του Στράτου είναι επαγγελματίας φωτογράφος.
Πρόκειται λοιπόν για μια ιστορία δρόμου. Αμερικανικό, κυρίως, είδος που μας φέρνει στο νου μεγάλες έρημες εθνικές οδούς, απομονωμένες πολίχνες, τύπους που κάθονται σε κουνιστές καρέκλες, έρημους. Η Πελοπόννησος, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, μοιάζει να μην το χωράει αυτό το είδος· μοιάζει να είναι πολύ μικρή για αυτό. Και όμως, αφενός δεν πρόκειται για μια κλασσική ιστορία δρόμου, αλλά για πολλά περισσότερα από αυτό, και αφετέρου η Πελοπόννησος έχει ακριβώς όσο χώρο χρειάζεται για να εκτυλιχθεί η ιστορία ή μάλλον οι ιστορίες του βιβλίου. Φαίνεται ότι θα αρκούσε, τελικά, ακόμα και ο χώρος του λαβύρινθου ενός αυτιού…
Σχετικά με τους χαρακτήρες, ο Στράτος είναι ένας κουλ, κοσμογυρισμένος κουλτουριάρης, ο οποίος έχει κατηγοριοποιήσει σε ακρώνυμα σχεδόν κάθε περίσταση της καθημερινότητας, όπως «ΟΧΦΕΠ: Οι χειρότεροι φόβοι σου επαληθεύονται πάντα» ή «ΚΚΓΚ Κάθε καλόπιασμα για κακό.» Ο Νέστορας, από την άλλη, είναι ένας σαραντάρης που φοβάται τα γηρατειά και παίρνει λογής λογής σκευάσματα και μαντζούνια για να ξεγελάσει το χρόνο, ενώ έχει άγχος αν παίρνει αστείες εκφράσεις όταν κοιμάται. Ο Νέστορας προσπαθεί να ζήσει για πάντα, όπως και η λογοτεχνία και η σκέψη. Και η Αγγελική είναι ένα ξωτικό που πάσχει από μια περίεργη ασθένεια (ψυχική τύφλωση) που την κάνει να μπερδεύει το όνειρο με την πραγματικότητα. Η δουλειά της είναι να ηχογραφεί τους ήχους αεροδρομίων για ανθρώπους που απατούν τη γυναίκα τους.
Παρόλο που στην αρχή εναλλάσσονται τα πρόσωπα, ο κύριος αφηγητής της ιστορίας, σε πρώτο πρόσωπο, είναι ο Στράτος, και όταν ο Στράτος απουσιάζει, αναλαμβάνει ένας παντεπόπτης τριτοπρόσωπος αφηγητής. Αναφορικά με τη δυναμική της σχέσης μεταξύ των τριών, κυριαρχεί ένας υποβόσκων ερωτισμός και ανταγωνισμός των δύο αντρών για την Αγγελική που κορυφώνεται όσο το βιβλίο φτάνει προς το τέλος του.
Ουσιαστικά, το πραγματικό road trip γίνεται μέσα από τη διαρκή αφήγηση των παράξενων ονείρων της Αγγελικής, τα οποία αφενός είναι επισκέψεις σε διάσημες ταινίες, αφετέρου η Αγγελική ξυπνώντας από αυτά έχει συνήθως και κάποιο σουβενίρ χειροπιαστό. Ένα σημάδι, ένα κόσμημα, ένα μπουκαλάκι με ένα περίεργο και μοιραίο υγρό. Ουσιαστικά, η Σταματοπούλου με τις εγκιβωτισμένες ιστορίες των ονείρων της Αγγελικής, στοχάζεται διαρκώς πάνω στην ίδια την τέχνη της αφήγησης. Μας λέει ότι καμιά ιστορία δεν υπάρχει πριν από την αφήγησή της. Βάζει τον Σούπερμαν να αναρωτιέται για το χρόνο της αφήγησης. Βάζει το Νέστορα να κάνει επιστημολογικές παρατηρήσεις. Έχει το τίποτα αριθμητική υπόσταση; Το μηδέν σημαίνει πάντα τίποτα; Πώς έχουμε καταλήξει να ονομάζουμε, να εννοιολογούμε και να ορίζουμε πράγματα συνάπτοντας μεταξύ μας συμβάσεις;
Το τελευταίο είναι το κλειδί, ώστε να κατανοήσει κανείς το βιβλίο της Σταματοπούλου: μπορεί να είναι λογοτεχνία, μπορεί να είναι και δοκίμιο, μπορεί να είναι σινεμά, μπορεί να είναι ψυχανάλυση, μπορεί να είναι φιλοσοφικό πόνημα, αφηγηματική φιλοσοφία, φιλοσοφημένη αφήγηση και όλα αυτά μαζί. Για παράδειγμα, ένα κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η γνώση και η απόκτησή της, το παρελθόν και η μνήμη. Το να γνωρίζεις σημαίνει να θυμάσαι και το να μη μαθαίνεις σημαίνει να ξεχνάς, λέει κάποια στιγμή ένας ήρωας, δανειζόμενος τα λόγια ενός φιλοσόφου.
Το αυτί της Αριάδνης είναι, βέβαια, σε μορφή λογοτεχνικού πονήματος, καμία αμφιβολία περί αυτού. Το κέλυφος μιας λογοτεχνικής αφήγησης μας δίνεται, όμως, τόσο περιπαικτικά μερικές φορές που υποψιάζομαι ότι η συγγραφέας μας λέει ακριβώς αυτό, ότι όλα είναι κέλυφος. Παίζει μαζί μας. Η Σταματοπούλου ίσως προσπαθεί να μας πει ότι αν βγάλουμε την αρχική συνθήκη, την αρχική σύμβαση –αυτό που διαβάζουμε είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο, όχι;- όλα τα κείμενα δεν είναι παρά ΕΝΑ κείμενο.
Η συγγραφέας μας κάνει να νιώθουμε ταυτόχρονα δέος αλλά και ειρωνία για τα προϊόντα της ανθρώπινης σκέψης. Κυρίως για το πώς τα χρησιμοποιούμε, πώς τα εμπορευματοποιούμε, πώς τα επιστρατεύουμε για να γίνουμε γοητευτικοί, πώς τα κάνουμε μόδα. Τα διαβάσματα και οι περισπούδαστες σκέψεις τους είναι τα διαρκή όπλα των δύο αντρών για να κερδίσουν την Αγγελική. Κατέχοντας άρτια η συγγραφέας την γνώση, την τέχνη και την τεχνική της διακειμενικότητας μάς τη σερβίρει χωρίς οίκτο.
Από κάποιο σημείο και μετά η Σταματοπούλου αποχαλινώνεται δημιουργικά, ξεδιπλώνει και ελέγχει απόλυτα ένα πολυσύνθετο σύμπαν λόγου και εικόνας, τόσο μαεστρικά που ο αναγνώστης χάνεται άνετα μέσα του, χωρίς, όμως, να χάνεται όντως ποτέ. Ακριβώς όπως συμβαίνει με τα όνειρα. Ακριβώς όπως συμβαίνει σε μια παροδική στιγμή ιλίγγου, που ελέγχεται από το αυτί μας, το οποίο όμως γρήγορα, αμέσως, ξαναβρίσκει το μίτο του προς την ισορροπία. Για παράδειγμα, μια ψυχολόγος βυζαίνει κάποιον με καθήλωση σε προοιδιπόδειο στάδιο-νέα, πολλά υποσχόμενη, μέθοδος· ο κύριος Ράιτερ (συγγραφέας κατά το ελληνικόν) που η πάθησή του είναι η διαρκής αυτοϊκανοποίηση· ένας κόσμος όπου το πόσο θα ζήσει ή θα πεθάνει κάποιος εξαρτάται από το βαθμό αχρηστίας του σε αυτόν τον κόσμο, και τον μεγαλύτερο βαθμό αχρηστίας τον έχουν οι καλλιτέχνες και οι πόρνες.
Το βιβλίο της Σταματοπούλου είναι μια λογοτεχνία υποτίθεται δρόμου, η οποία πραγματολογικά διανύει μερικές μόνο εκατοντάδες χιλιόμετρα (δεν συγκρίνεται ο γύρος της Πελοποννήσου σε σχέση με το Route 66), αλλά κάνει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα, στην υφήλιο, στην παγκόσμια σκέψη, ακόμα και στο σύμπαν. Το αυτί της Αριάδνης προσφέρει ικανοποίηση βασικά στον αναγνώστη του, αν και είναι ταυτόχρονα προφανές ότι προσέφερε μεγάλη ικανοποίηση και στην ίδια τη συγγραφέα κατά τη διάρκεια της συγγραφής του.
Αν μπορούσα να διαλέξω έναν μόνο από τους ήρωες που περιδιαβαίνουν το βιβλίο της Σταματοπούλου ως αυτόν που το συμβολίζει ή το συνοψίζει καλύτερα, αυτός θα ήταν ο Μπέλα Λουγκόζι. Πρόκειται για κάποιον που όντως γεννήθηκε στα Καρπάθια όρη, όταν μεγάλωσε έγινε διάσημος ηθοποιός παίζοντας τον Δράκουλα των Καρπαθίων, και τον έθαψαν στα Καρπάθια, φορώντας, μέσα στο φέρετρο, την κάπα του Δράκουλα. Αν αυτή η ιστορία δεν ήταν πραγματική, θα την είχε εφεύρει σίγουρα η Σταματοπούλου στο βιβλίο της.
Κλείνοντας, είναι βασική αρχή των κειμένων για βιβλία να μην προδίδουν το τέλος τους. Είναι, όμως, ταυτόχρονα και βασικό χαρακτηριστικό των καλών βιβλίων ότι το τέλος τους δεν είναι παρά μόνο η αρχή τους και η τελευταία φράση του βιβλίου, αυτό που λέει η Αγγελική στο αυτί ενός από τους δύο άντρες, μετά από μια σειρά συγκλονιστικών περιστατικών, είναι χαρακτηριστική: «Πες ότι δεν έγινε τίποτα…».
________________
info: Ειρήνη Σταματοπούλου (2016), To αυτί της Αριάδνης, εκδόσεις Απόπειρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου