Συνέντευξη της Χριστίνας Οικονομίδου στη Βασιλική Κάππα | Κουίντα Art eMagazine,
Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016 »»
Γνωρίζω την Χριστίνα Οικονομίδου αρκετό καιρό μάλλον, αν σκεφτεί κανείς ότι την πρωτοείδα πριν να υπάρξει το περιοδικό Index στο οποίο είχε κεντρικό ρόλο ως εκδότρια και στο οποίο είχα κι εγώ την τιμή να γράψω παρουσιάζοντας σε ένα του τεύχος τον εξαιρετικό φιλόλογο και συγγραφέα Ανδρέα Παναγόπουλο, τον οποίο είχα καθηγητή στη Φιλοσοφική Αθήνας και ο οποίος αργότερα μου ζήτησε να γράψω ένα campus novel με θέμα τη ζωή του ως καθηγητή, το οποίο ξεκίνησα και προχώρησα αρκετά όμως όχι τόσο ώστε να προλάβω να εκδοθεί πριν εκείνος φύγει από κοντά μας.
Πρώτη φορά την είδα να μπαίνει σε ένα γραφείο στο Σύνταγμα κρατώντας κάτι που μου φάνηκε σαν τεράστιο ντοσιέ. Αέρινη, ευγενική και σταθερή στο χρόνο είναι μια από τις πιο φινετσάτες παρουσίες που έτυχε να γνωρίσω στο χώρο του βιβλίου. Της στέλνω μήνυμα πρόσφατα, με αφορμή την έκδοση του νέου της βιβλίου 4 εποχές στον δρόμο (εκδ. Απόπειρα) προτείνοντας της να μιλήσουμε και να παρουσιαστεί το νέο της βιβλίο. «Ωραία», μου απαντά, «ενημέρωσε με τι χρειάζεσαι να στείλω (εκτός από το βιβλίο εννοείται)».
Διαβάζω την απάντηση της και αναρωτιέμαι γιατί αποφάσισε να μη στέλνει το βιβλίο της, ακόμη και σε κάποιον που προτίθεται να το παρουσιάσει. Σκέφτομαι αρκετά πάνω σε αυτό αλλά αποφασίζω να μην τη ρωτήσω πριν να τη δω από κοντά. Σίγουρα θα κουράστηκε, σκέφτομαι, να υποστηρίζει όλες τις γραφειοκρατικές τυπικές πράξεις που συνοδεύουν τη διαδρομή ενός βιβλίου. Παράξενο, βέβαια, να το θέτει τόσο απότομα και κάθετα. Τι να της πω τώρα; Δεν πειράζει όμως, δεν έχω την απαίτηση να μου φέρει το βιβλίο… Αυτό μπορώ εύκολα να το βρω. Απλώς δεν με έχει συνηθίσει σε εκκεντρικές συμπεριφορές.
Περνάνε κάνα δυο μέρες και μου στέλνει εκείνη μήνυμα να με δει για λίγο. Έρχεται. Αντί για κρασί κρατά το βιβλίο. «Μα το έφερες;» της λέω. «Δεν υπήρχε θέμα θα το έβρισκα. Αφού είπες ότι δεν θα το φέρεις». «Πότε το είπα αυτό;», σαστίζει. Της δείχνω το μήνυμα της. «Μα αυτό που είπα», λέει, «είναι πως εννοείται πως το βιβλίο θα το φέρω, όχι πως δεν θα το φέρω. Δηλαδή όταν έλεγα», μου εξηγεί, «εκτός από το βιβλίο, δεν εννοούσα ζήτησε μου ότι άλλο θες εκτός όμως από το βιβλίο. Εννοούσα ζήτησε μου ότι θες εκτός από το βιβλίο, διότι αυτό δεν χρειάζεται να το ζητήσεις, εννοείται πως θα σ’ το φέρω».
«Έτσι όπως το έγραψες συνοπτικά μέσα στην παρένθεση μοιάζει με το «ήξεις αφήξεις» της λέω, έχει διπλή σημασία». «Πράγματι!» συνειδητοποιεί και γελάμε. «Όλο παρεξηγήσεις προκύπτουν με τα γραπτά μηνύματα. Το φανταζόσουν ποτέ ότι οι άνθρωποι θα αντάλλασσαν τόσα μηνύματα; Παλιά έπιανες δουλειά ως γραμματέας αν ήξερες να δακτυλογραφείς έτσι…» Την κοιτάω που κάθεται απέναντι μου. Αναρωτιέμαι ποιο είναι πάνω της το χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να αποκαλύψει σε κάποιον ότι είναι τόσο καλή ποιήτρια, ότι κρύβει μέσα της τόσο διαφορετικούς κόσμους, ότι μπορεί να χειρίζεται την γλώσσα τόσο καλά, ότι έχει τόσο πυκνά και έντονα συναισθήματα. Δεν βλέπω να έχει κάτι το ξεχωριστό. Δεν άκουσα ποτέ, ωστόσο, να ξεχωρίζει ένας ποιητής από την όψη του. Ένας δικηγόρος ίσως, ένας δημοσιογράφος ίσως, ένας πολιτικός ίσως. Έναν ποιητή όμως από τι να τον καταλάβεις; Κι όμως υπάρχει κάτι πάνω της που το αισθάνεσαι όταν είναι μαζί σου.
Είναι απαλή η αίσθηση που αφήνει στο χώρο. Σαν να έχει σκεφτεί πολύ, σαν να έχει πετάξει πολλά από αυτά που έχει σκεφτεί, σαν να είναι στ’ αλήθεια ευγενική, σαν να έχει διυλίσει πολλά από τα ακατέργαστα και ίσως θηριώδη στοιχεία που ενυπάρχουν στον ανθρώπινο ψυχισμό. Της χαμογελώ…
Όπως μου μοιάζει ακατόρθωτο για έναν ζωντανό οργανισμό έτσι και για την ποίηση μου φαίνεται αδιανόητη η ιεράρχηση. Το να σκεφτώ καν, δηλαδή, ότι από επιλογή θα «απαλείψω» κάτι, αποφασίζοντας ποια είναι η καλύτερη δυνατή μορφή αναπηρίας. Η επιδίωξή μου είναι να είμαι/γίνω ολόκληρη, ως ποίημα και ως σώμα.
Ενίοτε, φυσικά, σπάω τα μούτρα μου. Μα πρόκειται γι’ ατύχημα και όχι για επιλογή ή απόφαση.
Αν εξαιρέσεις το περί εποχής, συμμερίζομαι απολύτως την άποψή του και δεν αισθάνομαι ότι έχω κάτι να προσθέσω.
Σ’ ό,τι αφορά την ανθρωπογεωγραφία τώρα, θα έλεγα μόνο πως ευτυχώς η διάνοιά μας συχνά μας ξεπερνά. Ως ατομικότητες και ως συλλογικότητες. Γιατί, ιδιαίτερα εντός των χωρικών υδάτων μας, τα ατοπήματα είναι πολλά και – δυστυχώς ή ευτυχώς – πολύ ορατά εξαιτίας της ταχύτητας με την οποία μας παρασύρει να εκφραστούμε η ευκολία της δημοσιοποίησης στο διαδίκτυο και κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016 »»
Γνωρίζω την Χριστίνα Οικονομίδου αρκετό καιρό μάλλον, αν σκεφτεί κανείς ότι την πρωτοείδα πριν να υπάρξει το περιοδικό Index στο οποίο είχε κεντρικό ρόλο ως εκδότρια και στο οποίο είχα κι εγώ την τιμή να γράψω παρουσιάζοντας σε ένα του τεύχος τον εξαιρετικό φιλόλογο και συγγραφέα Ανδρέα Παναγόπουλο, τον οποίο είχα καθηγητή στη Φιλοσοφική Αθήνας και ο οποίος αργότερα μου ζήτησε να γράψω ένα campus novel με θέμα τη ζωή του ως καθηγητή, το οποίο ξεκίνησα και προχώρησα αρκετά όμως όχι τόσο ώστε να προλάβω να εκδοθεί πριν εκείνος φύγει από κοντά μας.
Πρώτη φορά την είδα να μπαίνει σε ένα γραφείο στο Σύνταγμα κρατώντας κάτι που μου φάνηκε σαν τεράστιο ντοσιέ. Αέρινη, ευγενική και σταθερή στο χρόνο είναι μια από τις πιο φινετσάτες παρουσίες που έτυχε να γνωρίσω στο χώρο του βιβλίου. Της στέλνω μήνυμα πρόσφατα, με αφορμή την έκδοση του νέου της βιβλίου 4 εποχές στον δρόμο (εκδ. Απόπειρα) προτείνοντας της να μιλήσουμε και να παρουσιαστεί το νέο της βιβλίο. «Ωραία», μου απαντά, «ενημέρωσε με τι χρειάζεσαι να στείλω (εκτός από το βιβλίο εννοείται)».
Διαβάζω την απάντηση της και αναρωτιέμαι γιατί αποφάσισε να μη στέλνει το βιβλίο της, ακόμη και σε κάποιον που προτίθεται να το παρουσιάσει. Σκέφτομαι αρκετά πάνω σε αυτό αλλά αποφασίζω να μην τη ρωτήσω πριν να τη δω από κοντά. Σίγουρα θα κουράστηκε, σκέφτομαι, να υποστηρίζει όλες τις γραφειοκρατικές τυπικές πράξεις που συνοδεύουν τη διαδρομή ενός βιβλίου. Παράξενο, βέβαια, να το θέτει τόσο απότομα και κάθετα. Τι να της πω τώρα; Δεν πειράζει όμως, δεν έχω την απαίτηση να μου φέρει το βιβλίο… Αυτό μπορώ εύκολα να το βρω. Απλώς δεν με έχει συνηθίσει σε εκκεντρικές συμπεριφορές.
Περνάνε κάνα δυο μέρες και μου στέλνει εκείνη μήνυμα να με δει για λίγο. Έρχεται. Αντί για κρασί κρατά το βιβλίο. «Μα το έφερες;» της λέω. «Δεν υπήρχε θέμα θα το έβρισκα. Αφού είπες ότι δεν θα το φέρεις». «Πότε το είπα αυτό;», σαστίζει. Της δείχνω το μήνυμα της. «Μα αυτό που είπα», λέει, «είναι πως εννοείται πως το βιβλίο θα το φέρω, όχι πως δεν θα το φέρω. Δηλαδή όταν έλεγα», μου εξηγεί, «εκτός από το βιβλίο, δεν εννοούσα ζήτησε μου ότι άλλο θες εκτός όμως από το βιβλίο. Εννοούσα ζήτησε μου ότι θες εκτός από το βιβλίο, διότι αυτό δεν χρειάζεται να το ζητήσεις, εννοείται πως θα σ’ το φέρω».
«Έτσι όπως το έγραψες συνοπτικά μέσα στην παρένθεση μοιάζει με το «ήξεις αφήξεις» της λέω, έχει διπλή σημασία». «Πράγματι!» συνειδητοποιεί και γελάμε. «Όλο παρεξηγήσεις προκύπτουν με τα γραπτά μηνύματα. Το φανταζόσουν ποτέ ότι οι άνθρωποι θα αντάλλασσαν τόσα μηνύματα; Παλιά έπιανες δουλειά ως γραμματέας αν ήξερες να δακτυλογραφείς έτσι…» Την κοιτάω που κάθεται απέναντι μου. Αναρωτιέμαι ποιο είναι πάνω της το χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να αποκαλύψει σε κάποιον ότι είναι τόσο καλή ποιήτρια, ότι κρύβει μέσα της τόσο διαφορετικούς κόσμους, ότι μπορεί να χειρίζεται την γλώσσα τόσο καλά, ότι έχει τόσο πυκνά και έντονα συναισθήματα. Δεν βλέπω να έχει κάτι το ξεχωριστό. Δεν άκουσα ποτέ, ωστόσο, να ξεχωρίζει ένας ποιητής από την όψη του. Ένας δικηγόρος ίσως, ένας δημοσιογράφος ίσως, ένας πολιτικός ίσως. Έναν ποιητή όμως από τι να τον καταλάβεις; Κι όμως υπάρχει κάτι πάνω της που το αισθάνεσαι όταν είναι μαζί σου.
Είναι απαλή η αίσθηση που αφήνει στο χώρο. Σαν να έχει σκεφτεί πολύ, σαν να έχει πετάξει πολλά από αυτά που έχει σκεφτεί, σαν να είναι στ’ αλήθεια ευγενική, σαν να έχει διυλίσει πολλά από τα ακατέργαστα και ίσως θηριώδη στοιχεία που ενυπάρχουν στον ανθρώπινο ψυχισμό. Της χαμογελώ…
1. Πότε ξεκινάει η δημιουργική σου σχέση με την ποίηση;Γύρω στα 14–15, όταν ψάρεψα από την οικογενειακή βιβλιοθήκη τα ποιήματα του Σεφέρη. Ήταν η πρώτη, μοναδικής αποκάλυψης στιγμή που ένιωσα πως κάποιος άγνωστος μιλά εξ ονόματός μου. Που αποτυπώνει τόσο εύστοχα την εσωτερική μου όραση – ή μάλλον ενόραση. Γιατί σ’ αυτή την ηλικία μόνο διαισθητικά (κι επίσης, βέβαια, άκρως σωματικά) μπορείς να διανύσεις την κάθετη διαδρομή από το γίγνεσθαι ως στο αίσθημα.
2. Ο τίτλος 4 εποχές στον δρόμο πώς επικράτησε;Έχει ενδιαφέρον η λέξη-ρήμα «επικράτησε». Σα να υποθέτεις πως ανοίγονταν μπροστά μου κι άλλες πιθανές εκδοχές, περίπου ισότιμες. Και δεν έχεις άδικο. Η όλη σύλληψη ξεκίνησε με το σκεπτικό της πρώτης ενότητας, Cosmopolitics και γι’ αρκετό χρονικό διάστημα προέκρινα αυτόν και ως τίτλο του βιβλίου. Ωστόσο, από ένα σημείο κι έπειτα διαπίστωσα πως το ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο ήταν το κυρίαρχο, αυτή η επιτακτική ανάγκη μιας αδιάκοπης φυγής: Από τα θραύσματα μιας τραυματισμένης μνήμης, από την πλασματική κοινότητα των αισθημάτων, από την ημιτελή εγγραφή τους στην καθημερινότητά μας, αλλά ακόμα ακόμα κι από το θαύμα που ρίχτηκε μπροστά στους τροχούς μας και, αν ήμασταν αρκετά προσεκτικοί δεν το πατήσαμε, μολαταύτα δεν ξέραμε τι να το κάνουμε.
3. Τι έχει προτεραιότητα για σένα στην ποίηση από τα συστατικά της μέρη;Ποια είναι τα συστατικά μέρη της ποίησης; Οι φθόγγοι, οι λέξεις, οι στίχοι, οι στροφές – κ.ο.κ.; Το ρητό ή το άρρητο; Ποια είναι τα συστατικά μέρη του σώματος; Το νερό, τα κύτταρα, οι φλέβες, οι μυώνες; Η νοημοσύνη, ο ψυχισμός ή οι αισθήσεις;
Όπως μου μοιάζει ακατόρθωτο για έναν ζωντανό οργανισμό έτσι και για την ποίηση μου φαίνεται αδιανόητη η ιεράρχηση. Το να σκεφτώ καν, δηλαδή, ότι από επιλογή θα «απαλείψω» κάτι, αποφασίζοντας ποια είναι η καλύτερη δυνατή μορφή αναπηρίας. Η επιδίωξή μου είναι να είμαι/γίνω ολόκληρη, ως ποίημα και ως σώμα.
Ενίοτε, φυσικά, σπάω τα μούτρα μου. Μα πρόκειται γι’ ατύχημα και όχι για επιλογή ή απόφαση.
4. Πώς αντιλαμβάνεσαι την φόρμα στην ποίηση;«Σ’ ένα τέλειο σονέτο, αυτά που θαυμάζετε δεν είναι τόσο η επιδεξιότητα του συγγραφέα να προσαρμοστεί στο σχέδιο όσο η επιδεξιότητα κι η δύναμη με την οποία κάνει το σχέδιο να συμμορφωθεί μ’ αυτά πού ‘χει να πει. Χωρίς αυτό το ταίριασμα, που εξαρτάται από την εποχή καθώς και από την ατομική ιδιοφυΐα, τα υπόλοιπα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, δεξιοτεχνία», γράφει ο Τ. Σ. Έλιοτ σ’ ένα δοκίμιό του για την ποίηση.
Αν εξαιρέσεις το περί εποχής, συμμερίζομαι απολύτως την άποψή του και δεν αισθάνομαι ότι έχω κάτι να προσθέσω.
5. Πόσο αποτυπώνεις τον εαυτό σου στα κείμενα σου;Δεν υπάρχει, αισθάνομαι, ούτε ένα κείμενο που, είτε γράφουμε είτε διαβάζουμε και το μνημονεύουμε, δεν ακουμπά κάπου μέσα μας. Οπότε, για να απαντήσω και ευθέως στην ερώτησή σου, κάθε τι που γράφω ενέχει ένα προσωπικό αποτύπωμα. Το ζητούμενο, η πρόκληση είναι να ξεγλιστρήσει από τη σφαίρα του ιδιωτικού, χωρίς να απολέσει την προσωπική μας σφραγίδα και να εγκατασταθεί σ’ ενός τύπου «κοινόβιο» αισθημάτων, κάτι που κάνει τη ζωή μας λιγότερο ανυπόφορη –ίσως γιατί εκεί αισθανόμαστε πως τίποτα δεν έχει οριστικά χαθεί όσο ακόμα έχουμε συνοδοιπόρους.
6. Πώς είναι μία μέρα σου;Αγχωτική, ασυνάρτητη, κουραστική. Ενίοτε όμως και λυτρωτική, αποκαλυπτική, θαυμάσια – στην κυριολεξία της.
7. Ποιες τέχνες παρακολουθείς εκτός από την ποίηση;Για μένα όλες οι τέχνες είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Δεν μπορώ να συλλάβω στ’ αλήθεια τις λέξεις χωρίς το εικαστικό και μουσικό τους εκτόπισμα, μου είναι αδύνατο ν’ αντιληφθώ τον κόσμο, την καθημερινότητα μέσ’ από μια μονοδιάστατη, αμιγώς ρεαλιστική αναπαράσταση. Νιώθω – που πάει να πει, είμαι σίγουρη – πως δεν θα μου είχε χαριστεί ούτε μια λέξη αν δεν κατάφερνα να βυθιστώ στις νότες και τα χρώματα, στα φασματικά τοπία όλων αυτών που εμφορούνται, με κάποιο πάθος, από άλλες προσεγγίσεις. Η ποίηση είναι πράξη και τρόπος ζωής, δεν είναι απλώς μια έκφανση, κατά τη γνώμη μου.
8. Ποια η σχέση σου με την ιστορία;Είναι σα να με ρωτάς ποια είναι η σχέση σου με τον εαυτό σου. Η προσωπική μας ιστορία, η ιδιωτική και η συλλογική μας ιστορία, η μνήμη δηλαδή σε όλες της τις διαστάσεις, εκβάλλει στο παρόν μας σμιλεύοντας όχι μόνο την εξωτερική αλλά ακόμα και την εσωτερική αισθητική μας. Και λέγοντας αισθητική εννοώ κυρίως τον τρόπο που προσλαμβάνουμε την «πραγματική πραγματικότητα» (όπως εύστοχα την ονομάζει ένας αγαπημένος φίλος ποιητής) και διαμορφώνουμε, αρχικά ασύνειδα, τα κριτήριά μας. Για μένα η αισθητική είναι ένας «υπερ-όρος» που περικλείει και αγκαλιάζει τόσο τις διανοητικές όσο και τις συναισθηματικές και αισθητηριακές λειτουργίες. Ένα πολυεδρικό πρίσμα μέσα από το οποίο βιώνουμε και επαναδιαπραγματευόμαστε τα ιστορικά γεγονότα -με γιώτα μικρό και με κεφαλαίο.
9. Πώς αντιλαμβάνεσαι το λογοτεχνικό τοπίο σήμερα;Αν μιλήσουμε για το λογοτεχνικό τοπίο των λέξεων, των κειμένων παγκοσμίως, θα έλεγα πως μετά από μια περίοδο σαστιμάρας, αμηχανίας – εξαιτίας των πολύπλευρων πληγμάτων που έχουμε όλοι δεχτεί στην ιστορική συγκυρία των τελευταίων χρόνων και παρά το γεγονός ότι διαρκώς δεχόμαστε και νέα πλήγματα, με απολύτως αβέβαιη και ανησυχητική την έκβαση όλων – προκύπτουν πλέον κείμενα, ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, με εξαιρετικό ενδιαφέρον, τόσο από πλευράς μορφής όσο και από πλευράς περιεχομένου. Υπάρχουν πολλά βιβλία που μου έχουν προξενήσει τρομακτική νοητική και σωματική διέγερση.
Σ’ ό,τι αφορά την ανθρωπογεωγραφία τώρα, θα έλεγα μόνο πως ευτυχώς η διάνοιά μας συχνά μας ξεπερνά. Ως ατομικότητες και ως συλλογικότητες. Γιατί, ιδιαίτερα εντός των χωρικών υδάτων μας, τα ατοπήματα είναι πολλά και – δυστυχώς ή ευτυχώς – πολύ ορατά εξαιτίας της ταχύτητας με την οποία μας παρασύρει να εκφραστούμε η ευκολία της δημοσιοποίησης στο διαδίκτυο και κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
10. Αγαπημένοι σου Έλληνες συγγραφείς;Διαβάζω με τρομακτική όρεξη, καταβροχθίζω τα βιβλία, οπότε είναι πάρα πολλοί οι συγγραφείς που με συν-κινούν και, ευτυχώς για μένα, η λίστα εμπλουτίζεται όσο περνούν τα χρόνια και οι αναγνώσεις. Θα ήταν άδικο να αναφέρω κάποιους και ν’ αποκλείσω κάποιους άλλους.
11. Αγαπημένοι σου ξένοι συγγραφείς;Το ίδιο ισχύει και για τους ξένους συγγραφείς.
12. Μίλησε μας για ένα από τα ποιήματα σου από την πρώτη λέξη μέχρι την τελική του μορφή.Δεν νομίζω ότι μπορώ να σου απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση. Είναι σαν να με ρωτάς πώς κάνω έρωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου