Μετά το μοντέρνο, μετά την ζωή, μετά την ευτυχία...
Για τη συλλογή Μετά του Σταύρου Σταυρόπουλου.
Του Μάνου Στεφανίδη* | Bookpress,
10 Μαΐου 2014 »»
Όταν διάβασα το πρόσφατο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου, θυμήθηκα κείμενά του στην Ελευθεροτυπία, θυμήθηκα παλιότερα βιβλία του, θυμήθηκα το Πιο νύχτα δεν γίνεται (εκδ. Οξύ), και αναρωτήθηκα τι υπάρχει εδώ, στο Μετά (εκδ. Απόπειρα).
Προκαταβολικά θέλω να πω ότι είναι μια εξαιρετικά κομψή έκδοση – μοιραία οφείλω να το δω κι έτσι, αφού είμαι ιστορικός τέχνης, δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας. Επισημαίνω την εξαιρετική γραμματοσειρά, deconstruction λέγεται, τα σπασμένα γράμματα στον λευκό χώρο, τις λιτές σελίδες. Υπάρχει μια υπόκρουση εικαστική – ζωγραφική πίσω και πλάι απ' το κείμενο, πίσω και πλάι απ’ τις λέξεις. Πρόκειται για ένα βιβλίο μικρό, κομψό και συγχρόνως ένα βιβλίο-δυναμίτη. Δεν διαβάζεται εύκολα. Δεν απαγγέλλεται εύκολα. Δεν κατανοείται εύκολα.
Τι θέλει να πει και πώς το καταφέρνει
Είναι ένας λόγος θραυσματικός. Σαν να έχει πέσει μιία χειροβομβίδα στο γήπεδο των λέξεων και τις έχει διαλύσει. Προσπαθεί, σαν ρακοσυλλέκτης ή σαν ανιχνευτής πολύτιμων μετάλλων, ο Σταυρόπουλος, να τις ξαναοργανώσει για να τους δώσει ένα καινούριο νόημα. Τι συμβαίνει εδώ; Δύο βασικά ερωτήματα: Τι θέλει να πει, πώς καταφέρνει να το πει.
Πού αναφέρεται άραγε το Μετά; Μετά από μια καταστροφή, μετά από έναν κατακλυσμό; Αυτό που περιγράφει είναι αυτό που συμβαίνει μετά από μιαν εποχή προπτωτική, χαρισάμενη, όπως θα την έλεγε ο Κοσμάς Πολίτης. Είναι η εποχή που ζούμε; Η εποχή που φοβόμαστε ότι θα ζήσουμε; Αυτό το «μετά» μας κυβερνάει, αυτό το «μετά» καθορίζει τις μοίρες μας. Postmodern; Μετά το μοντέρνο, μετά την ζωή, μετά την ευτυχία; Το διατύπωσε πολύ ωραία ο Κ. Βούλγαρης, στην ομιλία του κατά την παρουσίαση του βιβλίου: Το «Μετά» γραπώνεται από μιαν ελπίδα ακριβώς με τον τρόπο των Ρομαντικών του 19ου αιώνα. Όμως το βιβλίο δεν συντηρεί τις αυταπάτες του Ρομαντισμού. Αντιθέτως...
Προσωπικά μου θυμίζει περισσότερο τον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα – τον έχουμε δει και στο σινεμά – Κόρμακ Μακάρθυ. Οι αδερφοί Κοέν έκαναν ταινία το μυθιστόρημά του, Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους (εκδ. Καστανιώτη). Εδώ αναφέρομαι, κυρίως, στο βιβλίο του, The Road, που έχει μεταφραστεί και στα Ελληνικά, ως Ο δρόμος (εκδ. Καστανιώτη), ενώ έγινε και ταινία [βλ. κεντρική εικόνα]. Το είχα διαβάσει όταν πρωτοβγήκε περιμένοντας την πτήση μου από Νέα Υόρκη για Αθήνα και εντυπωσιάστηκα από τον γυμνό μινιμαλισμό του. Όταν είδα την ταινία, ένα παγωμένο τοπίο, δύο άνθρωποι, πατέρας και γιος, να προσπαθούν να περάσουν απ’ την μια πλευρά του βομβαρδισμένου τοπίου στην άλλη, με καθήλωσαν η ερημιά, η απομόνωση, η έλλειψη ελπίδας. Ανάλογες εικόνες μου ήρθαν στο μυαλό διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Σταυρόπουλου. Θέλει πολλή τόλμη να γράφεις έτσι όταν μπορείς να γράφεις αλλιώς. Θέλω να πω ότι ο λόγος, η στάση, η πορεία του Σταύρου Σταυρόπουλου έχει περάσει μέχρι σήμερα από πολλές καμπές, έχει καταστεί πληθωρική, φορτωμένη, έχει καταλήξει απολογητική, απογυμνωμένη, λόγια. Τώρα βρίσκεται στο όριο ενός κρίσιμου στοχασμού που πενθεί, και συγχρόνως μιας καταγραφής, σχεδόν ημερολογιακής, του χάους, της καταστροφής.
Το άλλο κείμενο που μου ήρθε αμέσως μετά στο μυαλό είναι Το τέλος του παιχνιδιού (εκδ. Ύψιλον), του Μπέκετ. Πάλι ένας άδειος χώρος, ο υπηρέτης του παράλυτου ηγεμόνα πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι βλέπει από ένα φινιστρίνι ότι έχει τελειώσει ο ήλιος, ότι δεν υπάρχει ζωή, ότι η θάλασσα κατάντησε μια μολυβένια επιφάνεια αρυτίδωτη. Βέβαια, στο κείμενο του Μπέκετ, υπάρχει ένα σπαρακτικό, μακάβριο χιούμορ, το χιούμορ του τέλους. Το ίδιο που συναντούμε στις συνομιλίες του Εστραγκόν και του φίλου του, του Βλαντιμίρ, στο Περιμένοντας τον Γκοντό. Εδώ τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Αυτό που τελειώνει είναι η γλώσσα; Είναι οι λέξεις; Είναι ο πολιτισμός;
«θα τελειώσουν οι λέξεις / και δεν / θα προλάβω να πω / ότι με άφησαν / να πεθαίνω μαζί τους / στην ορθοστασία της λύπης / αποφώνηση / αποφώνηση»
Είναι ανεκτίμητο πράγμα η φωνή και η πραγματική ποίηση μέσα στη συνείδηση του αποδέκτη, γίνεται φωνή. Ακούς δηλαδή έναν ήχο, ακούς κάποιον, όχι να σου διαβάζει, αλλά να σου κοινωνεί άμεσα το ποίημα – τελευταία παράγραφος:
«πήγα / να πιάσω το στυλό / να αποδείξω τις λέξεις / αλλά έμειναν / ατελείς / χαλασμένες / από την τελευταία ανάμνηση / δακρύων / στα απολιθωμένα βλέμματα / των τυφλών»
Αυτό, συνοπτικά, είναι που θέλει να μεταφέρει το Μετά. Υπάρχει, βέβαια, και το πώς: Το πώς, είναι η καταστροφή, είναι το τέλος των λέξεων, είναι το τέλος του μέσου του λόγου. Όμως εδώ βλέπουμε την προσπάθεια να αρθρωθεί εκ νέου μια άλλη ποιητική φόρμα. Μου αρέσουν εκείνα τα κείμενα που είναι συμπυκνωμένα, που τα διαβάζεις και συμμετέχεις κι εσύ, θες να προσθέσεις πράγματα, θες να πας την ιστορία παρακάτω. Εδώ δεν υπάρχει ιστορία. Ή, διαφορετικά, είναι η ιστορία τόσο απογυμνωμένη, τόσο οριστική, που η αρχή έχει συμπέσει με το τέλος της. Και το τέλος δεν είναι κατ’ ανάγκην θλιβερό ή μακάβριο. Το τέλος είναι τέλος. Το τέλος της ιστορίας. Το τέλος του παιχνιδιού.
Σ΄αυτόν, λοιπόν, τον ορυμαγδό των βιβλίων που κυκλοφορούν σήμερα, τι δουλειά έχει αυτό το διαφορετικό κείμενο; Είναι το κείμενο που υπαινίχθηκε προσφάτως ο Βούλγαρης στην Αυγή; Ένα αντίστοιχο των κειμένων του’70; Της Κατερίνας Γώγου ή εκείνου του ποιητή – δεν είναι μύθος – που πήρε μια πέτρα κι έσπασε το χέρι του για να μην γράφει άλλο; Εμένα, μου έφερε πάλι στο νου το Πεθαίνω σαν χώρα (εκδ. Σαιξπηρικόν) του Δημητριάδη. Άλλος συσχετισμός λέξεων, άλλη ατμόσφαιρα. Ή, τους Χτίστες (εκδ. Κέδρος) του Χειμωνά, ειδικά το δεύτερο κεφάλαιο, που εκεί υπάρχει μια κατάπτωση εννοιών, συναισθημάτων. Το Μετά περιγράφει την Ελλάδα του σήμερα; Περιγράφει τον κόσμο του σήμερα; Περιγράφει τον απορφανισμό ενός πολιτισμού ο οποίος ολοκληρώνει τον κύκλο του; Τα ερωτήματα δεν μπορούν εύκολα να απαντηθούν.
Ας προετοιμαστούμε. Το Μετά μιλάει γι’ αυτό ακριβώς το μετά. Μας τελειώνει το νερό. Μας τελειώνει ο κόσμος. Συμβολικά και κυριολεκτικά. Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία. Το προφήτευσε ο Μιχάλης Κατσαρός απ’ το ’52. «Ας κάνει ό,τι καιρό θέλει / Ο καιρός τελείωσε», λέει ο Σταύρος Σταυρόπουλος.
Το Μετά είναι εδώ. Ήρθε. Είμαστε αρκετά συνειδητοποιημένοι για να το αντιμετωπίσουμε; Υπάρχει άλλος τρόπος εκτός από την ποίηση; Υπάρχει άλλος τρόπος πέρα από την τέχνη;
ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ
*Ο Μάνος Στεφανίδης είναι επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου και ιστορικός τέχνης.
Για τη συλλογή Μετά του Σταύρου Σταυρόπουλου.
Του Μάνου Στεφανίδη* | Bookpress,
10 Μαΐου 2014 »»
Όταν διάβασα το πρόσφατο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου, θυμήθηκα κείμενά του στην Ελευθεροτυπία, θυμήθηκα παλιότερα βιβλία του, θυμήθηκα το Πιο νύχτα δεν γίνεται (εκδ. Οξύ), και αναρωτήθηκα τι υπάρχει εδώ, στο Μετά (εκδ. Απόπειρα).
Προκαταβολικά θέλω να πω ότι είναι μια εξαιρετικά κομψή έκδοση – μοιραία οφείλω να το δω κι έτσι, αφού είμαι ιστορικός τέχνης, δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας. Επισημαίνω την εξαιρετική γραμματοσειρά, deconstruction λέγεται, τα σπασμένα γράμματα στον λευκό χώρο, τις λιτές σελίδες. Υπάρχει μια υπόκρουση εικαστική – ζωγραφική πίσω και πλάι απ' το κείμενο, πίσω και πλάι απ’ τις λέξεις. Πρόκειται για ένα βιβλίο μικρό, κομψό και συγχρόνως ένα βιβλίο-δυναμίτη. Δεν διαβάζεται εύκολα. Δεν απαγγέλλεται εύκολα. Δεν κατανοείται εύκολα.
Τι θέλει να πει και πώς το καταφέρνει
Είναι ένας λόγος θραυσματικός. Σαν να έχει πέσει μιία χειροβομβίδα στο γήπεδο των λέξεων και τις έχει διαλύσει. Προσπαθεί, σαν ρακοσυλλέκτης ή σαν ανιχνευτής πολύτιμων μετάλλων, ο Σταυρόπουλος, να τις ξαναοργανώσει για να τους δώσει ένα καινούριο νόημα. Τι συμβαίνει εδώ; Δύο βασικά ερωτήματα: Τι θέλει να πει, πώς καταφέρνει να το πει.
Πού αναφέρεται άραγε το Μετά; Μετά από μια καταστροφή, μετά από έναν κατακλυσμό; Αυτό που περιγράφει είναι αυτό που συμβαίνει μετά από μιαν εποχή προπτωτική, χαρισάμενη, όπως θα την έλεγε ο Κοσμάς Πολίτης. Είναι η εποχή που ζούμε; Η εποχή που φοβόμαστε ότι θα ζήσουμε; Αυτό το «μετά» μας κυβερνάει, αυτό το «μετά» καθορίζει τις μοίρες μας. Postmodern; Μετά το μοντέρνο, μετά την ζωή, μετά την ευτυχία; Το διατύπωσε πολύ ωραία ο Κ. Βούλγαρης, στην ομιλία του κατά την παρουσίαση του βιβλίου: Το «Μετά» γραπώνεται από μιαν ελπίδα ακριβώς με τον τρόπο των Ρομαντικών του 19ου αιώνα. Όμως το βιβλίο δεν συντηρεί τις αυταπάτες του Ρομαντισμού. Αντιθέτως...
Προσωπικά μου θυμίζει περισσότερο τον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα – τον έχουμε δει και στο σινεμά – Κόρμακ Μακάρθυ. Οι αδερφοί Κοέν έκαναν ταινία το μυθιστόρημά του, Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους (εκδ. Καστανιώτη). Εδώ αναφέρομαι, κυρίως, στο βιβλίο του, The Road, που έχει μεταφραστεί και στα Ελληνικά, ως Ο δρόμος (εκδ. Καστανιώτη), ενώ έγινε και ταινία [βλ. κεντρική εικόνα]. Το είχα διαβάσει όταν πρωτοβγήκε περιμένοντας την πτήση μου από Νέα Υόρκη για Αθήνα και εντυπωσιάστηκα από τον γυμνό μινιμαλισμό του. Όταν είδα την ταινία, ένα παγωμένο τοπίο, δύο άνθρωποι, πατέρας και γιος, να προσπαθούν να περάσουν απ’ την μια πλευρά του βομβαρδισμένου τοπίου στην άλλη, με καθήλωσαν η ερημιά, η απομόνωση, η έλλειψη ελπίδας. Ανάλογες εικόνες μου ήρθαν στο μυαλό διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Σταυρόπουλου. Θέλει πολλή τόλμη να γράφεις έτσι όταν μπορείς να γράφεις αλλιώς. Θέλω να πω ότι ο λόγος, η στάση, η πορεία του Σταύρου Σταυρόπουλου έχει περάσει μέχρι σήμερα από πολλές καμπές, έχει καταστεί πληθωρική, φορτωμένη, έχει καταλήξει απολογητική, απογυμνωμένη, λόγια. Τώρα βρίσκεται στο όριο ενός κρίσιμου στοχασμού που πενθεί, και συγχρόνως μιας καταγραφής, σχεδόν ημερολογιακής, του χάους, της καταστροφής.
Το άλλο κείμενο που μου ήρθε αμέσως μετά στο μυαλό είναι Το τέλος του παιχνιδιού (εκδ. Ύψιλον), του Μπέκετ. Πάλι ένας άδειος χώρος, ο υπηρέτης του παράλυτου ηγεμόνα πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι βλέπει από ένα φινιστρίνι ότι έχει τελειώσει ο ήλιος, ότι δεν υπάρχει ζωή, ότι η θάλασσα κατάντησε μια μολυβένια επιφάνεια αρυτίδωτη. Βέβαια, στο κείμενο του Μπέκετ, υπάρχει ένα σπαρακτικό, μακάβριο χιούμορ, το χιούμορ του τέλους. Το ίδιο που συναντούμε στις συνομιλίες του Εστραγκόν και του φίλου του, του Βλαντιμίρ, στο Περιμένοντας τον Γκοντό. Εδώ τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Αυτό που τελειώνει είναι η γλώσσα; Είναι οι λέξεις; Είναι ο πολιτισμός;
«θα τελειώσουν οι λέξεις / και δεν / θα προλάβω να πω / ότι με άφησαν / να πεθαίνω μαζί τους / στην ορθοστασία της λύπης / αποφώνηση / αποφώνηση»
Είναι ανεκτίμητο πράγμα η φωνή και η πραγματική ποίηση μέσα στη συνείδηση του αποδέκτη, γίνεται φωνή. Ακούς δηλαδή έναν ήχο, ακούς κάποιον, όχι να σου διαβάζει, αλλά να σου κοινωνεί άμεσα το ποίημα – τελευταία παράγραφος:
«πήγα / να πιάσω το στυλό / να αποδείξω τις λέξεις / αλλά έμειναν / ατελείς / χαλασμένες / από την τελευταία ανάμνηση / δακρύων / στα απολιθωμένα βλέμματα / των τυφλών»
Αυτό, συνοπτικά, είναι που θέλει να μεταφέρει το Μετά. Υπάρχει, βέβαια, και το πώς: Το πώς, είναι η καταστροφή, είναι το τέλος των λέξεων, είναι το τέλος του μέσου του λόγου. Όμως εδώ βλέπουμε την προσπάθεια να αρθρωθεί εκ νέου μια άλλη ποιητική φόρμα. Μου αρέσουν εκείνα τα κείμενα που είναι συμπυκνωμένα, που τα διαβάζεις και συμμετέχεις κι εσύ, θες να προσθέσεις πράγματα, θες να πας την ιστορία παρακάτω. Εδώ δεν υπάρχει ιστορία. Ή, διαφορετικά, είναι η ιστορία τόσο απογυμνωμένη, τόσο οριστική, που η αρχή έχει συμπέσει με το τέλος της. Και το τέλος δεν είναι κατ’ ανάγκην θλιβερό ή μακάβριο. Το τέλος είναι τέλος. Το τέλος της ιστορίας. Το τέλος του παιχνιδιού.
Σ΄αυτόν, λοιπόν, τον ορυμαγδό των βιβλίων που κυκλοφορούν σήμερα, τι δουλειά έχει αυτό το διαφορετικό κείμενο; Είναι το κείμενο που υπαινίχθηκε προσφάτως ο Βούλγαρης στην Αυγή; Ένα αντίστοιχο των κειμένων του’70; Της Κατερίνας Γώγου ή εκείνου του ποιητή – δεν είναι μύθος – που πήρε μια πέτρα κι έσπασε το χέρι του για να μην γράφει άλλο; Εμένα, μου έφερε πάλι στο νου το Πεθαίνω σαν χώρα (εκδ. Σαιξπηρικόν) του Δημητριάδη. Άλλος συσχετισμός λέξεων, άλλη ατμόσφαιρα. Ή, τους Χτίστες (εκδ. Κέδρος) του Χειμωνά, ειδικά το δεύτερο κεφάλαιο, που εκεί υπάρχει μια κατάπτωση εννοιών, συναισθημάτων. Το Μετά περιγράφει την Ελλάδα του σήμερα; Περιγράφει τον κόσμο του σήμερα; Περιγράφει τον απορφανισμό ενός πολιτισμού ο οποίος ολοκληρώνει τον κύκλο του; Τα ερωτήματα δεν μπορούν εύκολα να απαντηθούν.
Ας προετοιμαστούμε. Το Μετά μιλάει γι’ αυτό ακριβώς το μετά. Μας τελειώνει το νερό. Μας τελειώνει ο κόσμος. Συμβολικά και κυριολεκτικά. Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία. Το προφήτευσε ο Μιχάλης Κατσαρός απ’ το ’52. «Ας κάνει ό,τι καιρό θέλει / Ο καιρός τελείωσε», λέει ο Σταύρος Σταυρόπουλος.
Το Μετά είναι εδώ. Ήρθε. Είμαστε αρκετά συνειδητοποιημένοι για να το αντιμετωπίσουμε; Υπάρχει άλλος τρόπος εκτός από την ποίηση; Υπάρχει άλλος τρόπος πέρα από την τέχνη;
ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ
*Ο Μάνος Στεφανίδης είναι επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου και ιστορικός τέχνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου