Ο Απόστολος Λαμπρόπουλος γράφει για το μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια.
Literature.gr | Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014 »»
Το Εαρινό εξάμηνο του Γιώργου Στόγια (Απόπειρα, 2013) πλαγιοκόπησε τα ελληνικά εκδοτικά πράγματα μέσω του κυβερνοχώρου: άρχισε να δημοσιεύεται ηλεκτρονικά σε συνέχειες, ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο τα επιμέρους κεφάλαια πήραν την τελική τους μορφή και συναπάρτισαν τον έντυπο τόμο συνυπολογίζοντας, μεταξύ άλλων, σχόλια και προτάσεις των διαδικτυακών αναγνωστών του. Επιπλέον, το Εαρινό εξάμηνο παρεκκλίνει δημιουργικά σε σχέση με την τρέχουσα εκδοτική μανιέρα: αφενός συμπεριλαμβάνει μια σειρά από λεπτοδουλεμένα σκίτσα με τα οποία διαλέγεται· αφετέρου συνοδεύεται από έναν ψηφιακό δίσκο με τα μουσικά σπαράγματα της αφήγησης, ενθαρρύνοντας εκ των πραγμάτων μη γραμμικές, συναισθητικές θα έλεγε κανείς, αναγνώσεις.
Η ιδιοφυΐα του μυθιστορήματος έγκειται στο γεγονός ότι και η αφήγησή του υιοθετεί την ίδια ακριβώς έκκεντρη λογική, εστιάζοντας εκ του πλαγίου και ιδιαίτερα εύστοχα στα ζητήματα που το απασχολούν. Στήνει την πλοκή του στο κέντρο-απόκεντρο της πανεπιστημιακής ζωής και τη νοηματοδοτεί μέσα από διαρκώς ανανεωνόμενα στιγμιότυπα, μερικά από τα οποία υπό άλλες συνθήκες θα ακούγονταν τόσο γνώριμα ώστε να περνούν απαρατήρητα. Κατά μία έννοια, το Εαρινό εξάμηνο επιλέγει να πει μια συναρπαστική παρα-πανεπιστημιακή, παρα-θεσμική, παρα-φοιτητική ιστορία, αξιοποιώντας τις αφηγηματικές συνέπειες μερικών από τους κοινούς τόπους βάσει των οποίων γίνεται συχνά αντιληπτό το ελληνικό Πανεπιστήμιο.
Ο αφηγημένος χρόνος είναι ίσος με το εξάμηνο του τίτλου και συμπυκνώνει μια πολυσχιδή δράση στη ρυθμική κανονικότητα του ακαδημαϊκού ημερολογίου. Διαρκώς παρόν, αν και τις περισσότερες φορές σε δεύτερο πλάνο, είναι το Πανεπιστήμιο Κρήτης, με το οποίο σχετίζεται έμμεσα ή άμεσα σχεδόν όλο το προσωπικό του μυθιστορήματος. Το εν λόγω Πανεπιστήμιο σχοινοβατεί ανάμεσα στο κεκτημένο του κατεξοχήν εναλλακτικού – και σήμερα πλέον στα όρια του θρυλικού – ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και στην πιο πρόσφατη, μερική τουλάχιστον, ενσωμάτωσή του στη ελληνική ακαδημαϊκή ρουτίνα. Οι περισσότεροι χαρακτήρες προέρχονται από την Αθήνα ή άλλες περιοχές εκτός Ρεθύμνου, στην ουσία διαφεύγουν προς την επαρχιακή πόλη και δημιουργούν μικρούς θύλακες απεμπλοκής από την οικογενειακή ζωή. Χαρακτηριστικά, μετά τις σύντομες πασχαλινές διακοπές, οι φοιτητές ξαναβρίσκουν «με ανακούφιση τη ρουτίνα που είχαν αφήσει. Η συγκατοίκηση με τους γονείς τους ήταν ένα μαρτύριο που επιτεινόταν όσο μεγάλωνε το έτος στο οποίο φοιτούσαν». Το Εαρινό εξάμηνο καταφέρνει να εμβαθύνει σε αυτήν ακριβώς την εμπεδωμένη εκκεντρικότητα της φοιτητικής ζωής, αναδεικνύοντας τη μετριοπαθή και ασφαλή της παραβατικότητα.
Οι χωρικές διαδρομές που εκτελούν οι χαρακτήρες είναι κι αυτές περιορισμένες, σχεδόν προκαθορισμένες: αραιά και πού το ίδιο το Πανεπιστήμιο, αρκετά συχνότερα τα μπαρ στο κέντρο του Ρεθύμνου και τα παρακείμενα κυλικεία για μετά το ξενύχτι, κάποτε τα σπίτια που φιλοξενούνται τα καλά πάρτι και τα απομεινάρια τους. Οι άξονες αυτοί παρακάμπτονται μάλλον σπάνια. Σύντομα αθηναϊκά ιντερμέδια εστιάζουν στον θολό αντίλαλο της φοιτητικής ζωής όπως τον προσλαμβάνει ο χήρος πατέρας της πρωταγωνίστριας, ο οποίος υπηρετεί επάξια τον ρόλο του γονέα που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα διαθλασμένα και εξ αποστάσεως, συνεχίζει την επιχειρηματική δραστηριότητά του και αποπειράται να παραμείνει ερωτικά ενεργός, βρίσκεται μονίμως σε κατάσταση ελεγχόμενης αγωνίας, διακόπτει για περιορισμένα διαστήματα την οικονομική υποστήριξη των σπουδών της κόρης του για να επανέλθει πλειοδοτώντας σε παροχές λόγω συσσωρευμένων ενοχών. Ένα σύντομο ταξίδι της πρωταγωνίστριας στο σπίτι του πατέρα της έχει στόχο να αποκαταστήσει τις ενδοοικογενειακές ισορροπίες και, κυρίως, την απρόσκοπτη χρηματοδότησή της. Τέλος, σε μια ημι-περιπετειώδη περιπλάνησή της στην εξοχή του Ρεθύμνου, η ίδια ηρωίδα απογυμνώνεται σταδιακά από διάφορα αντικείμενα που τη συνδέουν με τη μέχρι στιγμής ζωή της (εξαιρουμένης μιας πιστωτικής κάρτας), ενώ το ημιτελές εγχείρημά της αναστέλλεται όταν την περιμαζεύουν στο τέλος δυο καλόκαρδοι χωρικοί και την επαναφέρουν αναίμακτα στην κανονικότητά της. Στην ουσία, το Εαρινό εξάμηνο μας δείχνει αβίαστα τους τρόπους με τους οποίους παρόμοιες διαδρομές δοκιμάζονται, οι παρακάμψεις εξαντλούνται, ο ορθός δρόμος της παγιωμένης φοιτητικής ποικιλότητας ξαναβρίσκεται μάλλον σύντομα.
Κατά παρόμοιο τρόπο, οι διδάσκοντες στο Πανεπιστήμιο εκπροσωπούνται από τη λιγότερο αναγνωρισμένη ή ορατή εκδοχή τους: τον ταλαντούχο, άρτι αφιχθέντα από το εξωτερικό, εμπνευσμένο και γι’ αυτό ακριβώς εμπνευστικό, συμβασιούχο καθηγητή, ο οποίος δεν έχει βρει ακόμη διαύλους επικοινωνίας με τους συναδέλφους του και δεν έχει εμπλακεί σε εμφανείς συναλλαγές μαζί τους. Φαίνεται όμως πεπεισμένος πως μπορεί να κάνει ένα ξεκίνημα κοινωνικής ζωής μέσω των επαφών του με τον φοιτητικό πληθυσμό σε καφετέριες και ρακάδικα. Σχεδόν με τη θέλησή του, δίνει συνέχεια στην ερευνητική του σταδιοδρομία κινούμενος στην περιφέρεια του θεσμού τον οποίο υπηρετεί, κουβαλώντας ακόμη λίγη από την αχλή της βορειοαμερικανικής του εμπειρίας. Για άλλη μια φορά, το Εαρινό εξάμηνο φέρνει μπροστά στα μάτια μας αυτό που συμβαίνει στο κατώφλι του Πανεπιστημίου, μια ατυπική (αλλά και γνωστή στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ) παιδαγωγική πρακτική, τα προεόρτια της ακαδημαϊκής ενηλικίωσης τόσο ενός θεσμού όσο και των στελεχών του.
Αντίστοιχα, οι δραστηριότητες στις οποίες επιμένει το μυθιστόρημα είναι αυτές που αναπτύσσονται στις παρυφές του Πανεπιστημίου: η θεσμοθετημένη ενασχόληση με την πολιτική μέσω παρατάξεων και ομάδων· η συμμετοχή σε τοπικές ημι-ερασιτεχνικές ή ημι-επαγγελματικές θεατρικές ομάδες με εφόδιο την εμπειρία των πανεπιστημιακών αντίστοιχων· οι συνάξεις που στελεχώνονται σχεδόν αποκλειστικά από τον φοιτητικό πληθυσμό και η δοκιμασμένη ελευθεριότητα που αυτός υποτίθεται ότι βιώνει· η επαφή, τα φίλια αισθήματα και η κάποτε πιο ουσιαστική βοήθεια που προσφέρεται προς ένα κέντρο υποστήριξης μεταναστών – έστω και αν η επαφή με τον ίδιο τον μεταναστευτικό πληθυσμό παραμένει μάλλον αόρατη.
Η επιλογή του έργου που ανεβάζει η τοπική θεατρική ομάδα υπακούει στην ίδια λογική της λελογισμένης εκκεντρικότητας. Πρόκειται για το Κρίμα που είναι πόρνη του John Ford, γνωστό θεατρικό κείμενο του 17. αιώνα που προέκυψε μετά και παράπλευρα ως προς τη σεξπηρικό corpus. Το κείμενο αρθρώνεται γύρω από μια ιστορία αιμομιξίας, ο κεντρικός ήρωας της οποίας, ειρωνικά σχεδόν, έχει σπουδάσει στην Μπολόνια, το αρχαιότερο Πανεπιστήμιο του κόσμου. Ωστόσο, η προσέγγιση των ηρώων του Εαρινού εξαμήνου είναι κατά βάση συγχρονική: ερμηνεύουν τα πάντα μέσα από την παρούσα κατάστασή τους και επιμένουν στη δική τους εκδοχή του πειραματικού ερωτισμού. Επιπλέον, η προσέγγιση του θεατρικού θεάματος από το κοινό του είναι πρωτοεπίπεδα ηδονοβλεπτική, καθώς παρακολουθεί σχεδόν συστηματικά τις πρόβες χάριν των γυμνών σκηνών.
Και σε αυτή την περίπτωση, τα πράγματα συμβαίνουν στο πλάι ενός υποτιθέμενου και άφαντου κέντρου: ο σκηνοθέτης Ορέστης θήτευσε στην αλλοδαπή και κατέληξε στην ελληνική επαρχία όπου πορεύεται με τη στάμπα του αλλόκοτου, ενώ φέρεται και να έχει στιγματιστεί λόγω μιας κάποιας εμπλοκής του με την πορνογραφία την οποία ωστόσο θεωρητικοποιεί προκειμένου να υπερασπιστεί την παρατοποθετημένη φιλοδοξία του. Το ίδιο το κείμενο που επιλέχτηκε, η σκηνοθετική γραμμή που αναπτύχθηκε μέσα από τις διαδοχικές δοκιμές, η άνιση απόδοση των ηθοποιών, οι –κυριολεκτικά και μεταφορικά– παρασκηνιακές διεργασίες, καθώς και οι συναισθηματικές και σεξουαλικές συναντήσεις και ανακατατάξεις στοιχούν στην ίδια λογική του προβλέψιμου και εν πολλοίς αναμενόμενου χάους, του ίδιου περίπου που συναντά κανείς στις ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες με τις συνεχείς αφίξεις και αναχωρήσεις που εγγυώνται την πλαστικότητά τους.
Συνολικότερα, η πλοκή του Εαρινού εξαμήνου τοποθετείται στον απόηχο των γεγονότων που σημάδεψαν τον Δεκέμβριο του 2008, αλλά δεν αναδεικνύεται κάποια λιγότερο ή περισσότερο άμεση αιτιακή σχέση μαζί τους, τα βασικά πρόσωπα αρνούνται να διηθίζουν μερικές από τις παραμέτρους της ζωής τους μέσα από τη συγκεκριμένη περίσταση και δεν είναι ευδιάκριτη κάποιου είδους ευθεία ανταπόκριση σε ό,τι ακολούθησε τον θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Με μια λέξη, το συγκεκριμένο momentum ελάχιστα εμπλέκεται με το νήμα της αφήγησης και μόνο έμμεσα απηχείται σε ορισμένους διαλόγους. Αν το ίδιο το γεγονός της δολοφονίας παραμένει κάτι σαν υδατόσημο του κειμένου, αυτό είναι ενδεικτικό για το είδος της στάσης απέναντι στην πολιτική στο οποίο ενσκήπτει κριτικά το ίδιο το μυθιστόρημα.
Εξηγούμαι: τα γεγονότα του Εαρινού εξαμήνου μοιάζουν να εκτυλίσσονται στο πλαίσιο μιας σχεδόν προβλέψιμης και διαρκούς ημι-ταραχής, σε ένα όχι ακριβώς ιδιότυπο αλλά ψαγμένο και ταυτόχρονα οριακά μεταπολιτικό business as usual. Η περίπτωση της πρωταγωνίστριας Ντίνας, η οποία μόνο μερικώς και μάλλον ασυνάρτητα, εμπλέκεται με πολιτικές δράσεις, είναι η πλέον γλαφυρή. Από τη μια, συγχρωτίζεται με αριστεριστές συμφοιτητές της, οργίζεται με την επίθεση που δέχτηκε από ακροδεξιούς μια συνομήλική της και λειτουργεί σαν εμψυχώτριά της παρακινώντας την να αντιπαρατεθεί με τους αντιπάλους της. Από την άλλη, σχεδόν ανενδοίαστα και για ελάχιστα χρήματα δέχεται να δουλέψει ως λογογράφος ενός τοπικού πολιτευτή του ΛΑΟΣ, καταλήγοντας να απορεί για την αβίαστη ευκολία με την οποία διατύπωσε εθνοκεντρικές και ξενοφοβικές απόψεις με τις οποίες διαφωνεί και να οικτίρει, μάλλον ανέξοδα, τον εαυτό της. Σφυρηλατείται, έτσι, μια ασυνεχής και κατά βάση αντιφατική σχέση με την πολιτική, μια σχέση ήπια κριτική ή αναμενόμενα αντικομφορμιστική, βασισμένη σε ένα δυαδικό διαχωρισμό μεταξύ του πολιτικά εύσχημου και του πολιτικά απεχθούς, που ωστόσο δεν αποτρέπει τις παλινδρομήσεις ανάμεσα στα δύο.
Είναι, νομίζω, προφανές από τα παραπάνω πως ο τρόπος με τον οποίο έχει υφανθεί το Εαρινό εξάμηνο του επιτρέπει να διαλέγεται κριτικά με το είδος του μυθιστορήματος μαθητείας και να το επαναδιαπραγματεύεται πολύ επιτυχημένα σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Το Εαρινό εξάμηνο αφηγείται την ιστορία μιας μη ωρίμασης, ή μιας στατικής και προδικασμένης ωρίμασης, ή πολλών διασταυρωνόμενων ωριμάσεων που έχουν συντελούνται ταραχωδώς μεν αλλά καθώς προβλέπεται. Έρχεται, επομένως, να αγκαλιάσει και συνάμα να υποσκάψει αυτό που οι περισσότεροι λίγο πολύ γνωρίζουν για τη φοιτητική ζωή, να ξαναμαστορέψει τη γνωστή τέχνη να ζει κανείς σαν φοιτητής τα 18-και-κάτι για την οποία οι περισσότεροι έχουν μια ιδέα από πρώτο ή από δεύτερο χέρι. Σε μια άσκηση αφηγηματικής ευστοχίας, το Εαρινό εξάμηνο μας δείχνει απνευστί πώς κανείς μπορεί να επιθυμεί αυτό που πλέον λοιδωρεί και να αναπολεί αυτό που έχει από καιρό ξεπεράσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου