Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης | Bookpress,
Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014 »»
Ο απολογισμός μιας χρονιάς δεν μπορεί να γίνει χωρίς αξιολόγηση, δεν μπορεί να είναι απλώς μια καταγραφή των συγγραφέων και των βιβλίων, χωρίς κατάταξη, ιεραρχία, κριτική αποτίμηση. Ακόμα περισσότερο, οι νεοεμφανιζόμενοι, αυτοί που ανέβηκαν το πρώτο σκαλί κατά τον καβαφικό Θεόκριτο, δεν μπορούν όλοι να μπουν στο ίδιο τσουβάλι και έτσι η παρουσίασή τους να μετατραπεί σε ισοπέδωση. Το κόσκινο της κριτικής οφείλει να ξεχωρίσει όσους δημιούργησαν ένα άρτιο έργο, όσους άφησαν υποσχέσεις, όσους έπεισαν ότι μπορούν να ανέβουν και τα υπόλοιπα σκαλιά της σκάλας.
Το 2013 ήταν πολύ γόνιμο ως προς αυτούς που πρωτομπήκαν στον χώρο της πεζογραφίας, όχι μόνο από άποψη ποσοτική αλλά κι από άποψη ποιοτική, αφού μερικά έργα έδειξαν κάτι που το βλέπουμε συχνά στην ελληνική παραγωγή: καλά πρώτα κείμενα, ώριμα, φρέσκα και πρωτοποριακά, ορμητικά και καλογραμμένα.
Ξεχωριστές γραφές
Κατά τη γνώμη μου, τέσσερα βιβλία ξεχώρισαν ιδιαίτερα στη σοδειά της χρονιάς που έφυγε. Ξεκινώ με μια συλλογή διηγημάτων, το Φοράει κοστούμι (εκδ. Πόλις) της Ελισάβετ Χρονοπούλου,στην οποία η διηγηματογράφος οικοδομεί τη θεματική της πάνω στην αντιμετώπιση του Άλλου, που μπορεί να είναι απλώς αμήχανη ή επιφυλακτική έως και εχθρική. Οι σχέσεις δείχνουν τη βαθιά ψυχολογία του ανθρώπου, τις φοβίες και τις ανασφάλειές του, οδηγούν στη σιωπή ή στην ανοχή, ορίζουν ως λυδία λίθος τη γενναιότητα ή τη δειλία μας, σηματοδοτούν τον τρόπο με τον οποίο αυτό- και ετεροπροσδιοριζόμαστε.
Τρεις ιστορίες που συνδέονται υπόγεια αποτελούν τον Χορό στα ποτήρια (εκδ. Γαβριηλίδης) της Γεωργίας Τάτση. Ριζωμένο στην παράδοση, στην αίσθηση της τιμής, στις άγραφες αξίες που αντέχουν στον χρόνο και στις συνθήκες, το κλίμα που περιγράφει πετυχημένα η πεζογράφος θυμίζει παλιότερα κείμενα της λογοτεχνίας μας. Με έντεχνη περιπλάνηση στον χρόνο (η Ιστορία ως πυρίτιδα) και στον τόπο (από την Ελλάδα στη Γερμανία και τανάπαλιν), η Γ. Τάτση ανάγει τον φόνο σε καθαρτήρια τελετή που έρχεται να προκαλέσει κάθαρση στους αναγνώστες μετά από την ένταση μιας σταδιακής κορύφωσης.
Δύο πολύ καλές νουβέλες μάς συστήνουν τους νέους φιλόδοξους συγγραφείς τους: Η Βικτώρια δεν υπάρχει (εκδ. Νεφέλη) του Γιάννη Τσίρμπα και οι Αλεπούδες στην πλαγιά (εκδ. Πατάκη) του Ιάκωβου Ανυφαντάκη. Στο πρώτο κείμενο η συζήτηση στο τρένο αναδεικνύει τα ξενοφοβικά μας ένστικτα, όπως αναπτύσσονται στην περιοχή της Βικτώριας, όπου η συγκέντρωση πολλών ξένων έχει προκαλέσει τα αντανακλαστικά των ντόπιων. Η μαγκιά και ο ατίθασος βίος μετατρέπεται εύκολα σε αμυντική καχυποψία και σε επιθετικό ρατσισμό. Η κλιμάκωση στα αισθήματα, που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε ενσυνείδητες δολοφονίες των ξένων “υπανθρώπων”, χτίζεται μέσα στον λόγο του κατοίκου της περιοχής και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα ανάλογων συμπεριφορών. Από την άλλη, ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης στρώνει διακειμενικά τη ζωή του αφηγητή του, ο οποίος πέρασε από πολλές γυναίκες και τελικά έμεινε ένας αμέτοχος σε όλα κλόουν. Μεταξύ έλξης και έρωτα, μεταξύ εφήμερης απόλαυσης και δειλής παρουσίας, μεταξύ σωματικών και ψυχικών επαφών, το ανέφικτο γίνεται ματαιωμένη ζωή, γίνεται μοναξιά, γίνεται μεσοπέλαγη αμηχανία. Σε βαθύτερο επίπεδο, το μυθιστόρημα είναι η προβολή μιας αντίθεσης, αυτής ανάμεσα στον κομφορμισμό που δεν αντέχεται και στην ερωτικότητα που συνεχώς προκαλεί.
Ικανοποιητικά, αξιοπρόσεκτα, συμπαθητικά
Από εκεί και πέρα, θα μπορούσε κανείς να εμπλουτίσει τη μικρή λίστα των νεοεισελθόντων με βιβλία που κάτι δείχνουν, αλλά θέλουν μια πιο ουσιαστική αίσθηση της γραφής για να καταξιώσουν τους δημιουργούς τους.
O Γιάννης Πλιάγκος με το μυθιστόρημά του Ένα τρίτο αλήθεια και δύο τρίτα ψέματα (εκδ. Κέδρος)πετυχαίνει την ανάδειξη κρυφών τραυμάτων που συνοδεύουν τον άνθρωπο σε όλη του τη ζωή. Το έργο είναι γραμμένο με «οργανική δομή» και εκπλήσσει χωρίς να πετά πυροτεχνήματα. Η Μαριλένα Παπαϊωάννου περιπλανάται στην ιστορία του μεσοπολέμου φτάνοντας μέχρι και τον Εμφύλιο στο έργο της Νικήτας Δέλτα (εκδ. Εστία). Οι προσωπικές φιλοδοξίες και τα ατομικά κίνητρα τελικά αποδεικνύεται ότι εμφιλοχωρούν στις ιστορικές διεκδικήσεις και λειτουργούν πολλές φορές αντι-ηρωικά.
Μια συλλογή διηγημάτων ξεχώρισε, αν δει κανείς κάτω από το χαμηλόφωνο ύφος της τη δύναμη του συναισθήματος που ξεχειλίζει γόνιμα. Πρόκειται για Το χάδι (εκδ.Άγρα) του Αλέξανδρου Στεφανίδη,το οποίο ίσως μιλάει με παραδοσιακούς όρους αλλά ξέρει να ισορροπεί την αφήγηση με την ένταση. Ο Αλέξανδρος Στεφανίδης με άξονα ένα ορφανοτροφείο ανατέμνει την ψυχολογία του παιδιού που στερήθηκε τη μητέρα του και μεγαλώνει με το παράπονο, τον πόνο, την αγανάκτηση και τη σιωπηλή οργή.
Εδώ θέλω να συμπληρώσω δυο τίτλους πρωτοεμφανιζόμενων που ακούστηκαν και συζητήθηκαν, λίγο έως πολύ, μέσα στο 2013, αλλά, κατά τη γνώμη μου, χρειάζονταν περισσότερη επεξεργασία και λογοτεχνική στόχευση. Ο Γιώργος Στόγιας έγραψε το Εαρινό εξάμηνο (εκδ. Απόπειρα), το οποίο, ενώ θα μπορούσε όντως να είναι η τοιχογραφία μιας εποχής, είναι απλώς το πανόραμα των φοιτητικών χρόνων, χωρίς περαιτέρω κοινωνικές προεκτάσεις και αισθητικές αρετές. Από την άλλη, ο Λευτέρης Καλοσπύρος με το Η μοναδική οικογένεια (εκδ. Πόλις) επιχειρεί ένα φιλόδοξο σχέδιο παλίμψηστων γραφών, ημιτελών λογοτεχνημάτων και έντεχνων αντικατοπτρισμών. Το ερώτημα είναι όμως πόσο αυτοί οι μεταμοντέρνοι πειραματισμοί δεν είναι απλά πυροτεχνήματα, που ακολουθούν μια ήδη τεθνεώσα μόδα, χωρίς να πείθουν για τη διαχρονικότητα της προσπάθειας, ή αν ανανεώνουν γόνιμα την πεζογραφία μας. Και στα δύο έργα, η δική μου απάντηση είναι μάλλον αρνητική, στο πρώτο ως προς τη λογοτεχνική επεξεργασία, στο δεύτερο ως προς την ουσία μιας τέτοιας απόπειρας.
Καλά λόγια γράφτηκαν και για το βιβλίο του Αλέξανδρου Κυπριώτη Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι (εκδ. Ίνδικτος), οι ιστορίες του οποίου διακρίνονται για την πειραματική τους μορφή και τη ζοφερή θεματική τους. Και τέλος, αν είναι πρωτοεμφανιζόμενη και δεν κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο της Αλίκης Ντουφεξή-Πόουπ κάποιος δοκιμασμένος συγγραφέας, να σταθούμε στο μυθιστόρημα Το ακατέργαστόν μου (εκδ. Εστία). Πρόκειται για έναν μεταμοντέρνο προβληματισμό στο μπεστ-σέλερ, όπου το εμπορικό σκόπιμα διαδέχεται το υψηλό μέχρι τελικής πτώσεως. Με κολλαζιακό τρόπο αναδεικνύεται και κατεδαφίζεται η προσπάθεια ενός σοβαρού συγγραφέα να γράψει ροζ λογοτεχνία· κι αυτό το πείραμα έχει καταστροφικά αποτελέσματα.
Πυροτέχνημα ή εφαλτήριο;
Η αλήθεια είναι ότι όλοι χαιρόμαστε, όταν ανακαλύπτουμε έναν νέο συγγραφέα, που κάνει τα πρώτα του βήματα και αφήνει υποσχέσεις. Και κάθε χρονιά μια μικρή λίστα πρωτοεμφανισθέντων μπορεί να περιλαμβάνει ονόματα και τίτλους που αξίζει να προσεχθούν. Συχνά όμως οι ίδιοι αυτοί συγγραφείς που επαινέθηκαν και ξεχώρισαν για το πρώτο τους έργο παθαίνουν δημιουργική καθίζηση στο δεύτερο και ξεφουσκώνουν τελείως κατόπιν, σαν να δαπάνησαν όλες τους τις δυνάμεις στο ξεκίνημα και εξαντλήθηκαν στη συνέχεια.
Συχνά οι ίδιοι αυτοί συγγραφείς που επαινέθηκαν και ξεχώρισαν για το πρώτο τους έργο παθαίνουν δημιουργική καθίζηση στο δεύτερο.
Μια εξήγηση γι’ αυτό μπορεί να είναι ότι πολλά πρωτόλεια είναι βιωματικά, κουβαλάνε όλη την ορμή από μια συνταρακτική εμπειρία που έζησε ο συγγραφέας και ξενίζουν ευχάριστα με τη δύναμη των ιδεών τους. Όμως, επειδή δύσκολα ο ίδιος άνθρωπος ζει διαρκώς μια τόσο συνταρακτική ζωή που να τον τροφοδοτεί ες αεί με εμπειρίες και εντυπώσεις, αυτοί οι συγγραφείς εξασθενίζουν στα επόμενα βιβλία τους. Ένας άλλος λόγος μπορεί να είναι η έλλειψη κινήτρου στο δεύτερο ή τρίτο έργο, καθώς οι δημιουργοί υποσυνείδητα είναι ευχαριστημένοι με την (εφήμερη) δόξα του πρώτου τους κειμένου και γι’ αυτό δεν δουλεύουν στον ίδιο βαθμό τα μεταγενέστερα.
Ελπίζω λοιπόν το 2014 να δώσει εξίσου καλά έργα πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων. Συνάμα όμως εύχομαι, φανερά ή ενδόμυχα, οι νέοι συγγραφείς για τους οποίους έγινε ντόρος τη χρονιά που πέρασε να επανέλθουν στο μέλλον με μεγαλύτερη ωριμότητα, αλλά και με την ίδια ορμή, το ίδιο μεράκι και την ίδια διάθεση να καταθέσουν τη δημιουργικότητά τους στα επόμενα κείμενά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου